Έχουν γυριστεί αρκετές ταινίες για τη ζωή και το έργο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Μια πλούσια συλλογή που προσφέρει μέσα από διαφορετικά πρίσματα την μοναδικότητα αυτής της προσωπικότητας. Από την αξεπέραστη ερμηνεία του Κέρκ Ντάγκλας το 1956 με την ταινία "Η ζωή ενός ανθρώπους" στον αριστουργηματικό ζωντανό πίνακα του "Loving Vincent" που απολαύσαμε πριν από δύο χρόνια στις κινηματογραφικές αίθουσες. Τι άλλο θα μπορούσαμε να δούμε λοιπόν για την μυθιστορηματική ζωή αυτού του ανθρώπου; Η απάντηση δίνεται στην τελευταία ταινία όπου ανακαλύπτουμε με ιδιαίτερη μαεστρία τον εσωτερικό κόσμο του Ολλανδού ζωγράφου.
Ο σκηνοθέτης Τζούλιαν Σνάμπελ προσπαθεί με ένα άκρως πειραματικό τρόπο να προσεγγίσει τον τρόπο με τον οποίο ο Βαν Γκογκ έβλεπε κι ανέλυε τον κόσμο γύρω. Προσπερνώντας λοιπόν τις ιστορικές αναφορές που κάθε άλλη κινηματογραφική βιογραφία θα χε, η ταινία επικεντρώνεται στο άγχος του καλλιτέχνη κατά τη διάρκεια αναζήτησης πηγών έμπνευσης, στην επιθυμία του να δημιουργήσει και στην ανάγκη του να αλληλεπιδράσει με τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Η κίνηση της κάμερας κι η μουσική που τη συνοδεύει δήλωναν με άψογο τρόπο την ένταση που τυραννούσε τον Βαν Γκογκ. Ο επαναλαμβανόμενος θόρυβος ενός παραθύρου που δεν έχει κλείσει καλά, ο μουντός καιρός με τον δαιμονισμένο αέρα που κάνει τα κλαδιά να τρίζουν πάνω στο τζάμι, οι τρύπιες κάλτσες μέσα στα άβολα και φθαρμένα παπούτσια, το κρύο που διαπερνά τα γάντια και τα λιωμένα πανωφόρια, παράγοντες που αποσπούσαν την προσοχή του ζωγράφου ο οποίος αποφασίζει τελικά να αναζητήσει το φως που θα του δώσει όρεξη για ζωή και δημιουργία.
Απηυδισμένος από την κουλτουριάρικη κάστα του Παρισιού κι έχοντας ως πρότυπο τον Πωλ Γκογκέν που τα παράτησε όλα για να βρει την έμπνευσή του στην Μαδαγασκάρη, ο Βαν Γκογκ κατηφορίζει στο χωριό Αρλ. Περιπλανώμενος στην πλούσια από χρώματα και μυρωδιές ύπαιθρο του γαλλικού νότου, αρχίζει να ζωγραφίζει έχοντας ως θέμα του τα τοπία και τους ανθρώπους. Όμως η αντικοινωνική του στάση θα τον καταστήσει ως αποδιοπομπαίο τράγο ενώ η επιθετικότητα της κλειστής κοινωνίας θα τον οδηγήσουν στο τρελοκομείο.
Η κατάσταση όμως αρχίζει να βελτιώνεται μετά την παρέμβαση του Τεο Βαν Γκογκ, αδελφού του ζωγράφου ο οποίος χρηματίζει τον Πωλ Γκογκέν συνάπτοντας μαζί του μια συμφωνία. Θα αγόραζε κάθε μήνα έναν πίνακά του αρκεί να συντροφεύει τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ στην Αρλ. Οι δύο ζωγράφοι θα συνάψουν μια ιδιαίτερη φιλία, η οποία στην ταινία παρουσιάζεται περισσότερο ως μια συμφεροντολογική εκμετάλλευση. Οι εύθραυστες ισορροπίες που δημιουργούνται, κλυδωνίζονται ανεπανόρθωτα όταν ο Γκογκέν φεύγει για Παρίσι καθώς του ήρθε η πολυπόθητη είδηση πως το έργο του έχει αναγνωριστεί και μπορεί άνετα να συγκαταλεγεί στην καλλιτεχνική ελίτ της γαλλικής πρωτεύουσας. Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ νιώθοντας προδομένος, ξεσπάει πάνω στο αριστερό του αυτί. Η κίνησή του αυτή θα σημάνει και την ολοκλήρωση της παραμονής του σ' αυτήν την πόλη. Θα κλειστεί ξανά σε άσυλο αλλά η διάθεσή του για ζωγραφική θα μείνει η ίδια. Τελευταίος του σταθμός θα είναι η Οβέρ Σιρ Ουάζ όπου θα πέσει θύμα πυροβολισμού. Μία εγκληματική πράξη που θα διακόψει απότομα την προσπάθεια του ζωγράφου στο να βρει τις απαντήσεις πάνω στα υπαρξιακά ερωτήματα που ο ίδιος είχε θέσει στον εαυτό του.
Η ζωή του Βαν Γκογκ είναι από τις περισσότερο γνωστές στην Ιστορία της Τέχνης. Ο καημός του να αναγνωριστεί το έργο του κι η πίκρα που του προκάλεσε ο κοινωνικός και καλλιτεχνικός χλευασμός στάθηκαν πυλώνες στην επιμονή του να παρουσιάσει με τον δικό του τρόπο το πως έβλεπε τον κόσμο γύρω του. Πάνω σ' αυτήν την επιμονή στηρίζεται ο σκηνοθέτης με το να εστιάζει όλη την ώρα στο βλέμμα του Γουίλιαμ Νταφόε καθώς αυτός παρατηρεί με πάθος και διακριτικότητα τη φύση και τους ανθρώπους γύρω του. Κι όταν τα μάτια του κουράζονται, τα κλείνει κι αφήνεται στην αφή και στην όσφρηση. Θα μπορούσα άνετα να χαρακτηρίσω ποιητικές τις στιγμές που ο ζωγράφος αφήνεται στα χάδια των σταχυών που χορεύουν στις ριπές του αέρα αλλά και στις σιωπηλές του ατενίσεις προς το ηλιοβασίλεμα. Για να δώσει ένταση στις στιγμές έμπνευσης, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει παράλληλα και την αγωνιώδης αναζήτηση της. Σε κείνα τα πλάνα παρατηρούμε την νευρικότητα που εκπέμπει ο βηματισμός του ζωγράφου καθώς αυτός απομακρύνεται από το κοινωνικό περιβάλλον και χάνεται στην ύπαιθρο αναζητώντας το κατάλληλο κάδρο. Βρήκα παράλληλα πολύ έξυπνα τα φίλτρα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης, δίνοντας ένα χρυσαφί χρώμα στα πλάνα, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να τονίσει το φως του ήλιου που αναζητούσε ο ζωγράφος για τα έργα του ενώ συγκίνηση προκαλούσε η θολούρα που πιθανότατα συσχετιζόταν με το δακρυσμένο βλέμμα του Βαν Γκογκ όπως στη σκηνή που μαθαίνει για την αναχώρηση του Γκογκέν και στην απρόσμενη συνάντηση με μια βοσκοπούλα. Παράλληλα η επιλογή των κοντινών πλάνων όλων εκείνων που περιέβαλαν τον ζωγράφο είχε ως σκοπό να αποτυπωθεί η ασφυξία που του προκαλούσαν. Τέλος βρήκα έξυπνη την επιλογή των κοφτών μαύρων πλάνων που εμφανίζονταν ξαφνικά και συνοδεύονταν με σκέψεις του Βαν Γκογκ. Μια απ' αυτές που με άγγιξαν περισσότερο ήταν η πρώτη που ακούστηκε, όπου ο δημιουργός αναρωτιέται γιατί δεν μπορεί να ανήκει μαζί με τους υπόλοιπους ζωγράφους.
Για να πετύχει ο κινηματογραφικός πειραματισμός του σκηνοθέτη, χρειάστηκαν κι οι απαιτητικά καλές ερμηνείες των ηθοποιών. Συναντάμε λοιπόν τον Γουίλιαμ Νταφόε σ' έναν από τους σημαντικότερους ερμηνευτικούς σταθμούς της μέχρι τώρα καριέρας του. Οι σπασμωδικές κινήσεις του προσώπου του, το απεγνωσμένο βλέμμα του και τα βουβά του χείλη πέτυχαν μία πειστική αποτύπωση της εικόνας του Ολλανδού ζωγράφου που όλοι έχουμε πλάσει στο μυαλό μας. Συγκινητικός, ευαίσθητος, οραματιστής και συνάμα αντικοινωνικός κι απεγνωσμένος. Εξαιρετικοί όμως στις ερμηνείες τους υπήρξαν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Συγκεκριμένα ο Όσκαρ Άιζακ στο ρόλο του Πολ Γκογκέν κι ο Ρούπερτ Φρεντ στο ρόλο του Τεο Βαν Γκογκ. Συγκίνηση μου προκάλεσε η παρουσία της Εμανουέλ Σενιέ που με είχε γοητεύσει στα "Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα" και στην "Ένατη Πύλη" ενώ επιβλητική ήταν η μικρή αλλά άκρως ενδιαφέρουσα συμμετοχή του Μαντ Μίκελσεν.
Η πετυχημένη συνταγή της ταινίας συμπληρώνεται με την εξαιρετική φωτογραφία του Μπενουά Ντελόμ ντυμένη με την ονειρική μουσική της Τατιάνα Λισόφσκαγια. Τα απαλά χάδια των πλήκτρων εξακολουθούσαν να ακούγονται στα αυτιά μου πολύ μετά το πέρας της προβολής.
Καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας κυρίαρχο στοιχείο παραμένει η εικόνα κι ακολουθεί ο λόγος του ζωγράφου, ο οποίος σαν σκέψη έρχεται και ντύνει τη μεθυστική ατμόσφαιρα, ο οποίος λιτός κι ουσιώδης, σκιαγραφεί καλύτερα την προσωπικότητα του ζωγράφου. Παράλληλα η κίνηση της κάμερας είναι απότομη και κοφτή, σαν να αντιγράφει τις πινελιές του Βαν Γκογκ, ο οποίος επιθυμούσε να ζωγραφίζει με ένταση κι όχι με ηρεμία κι απαλότητα.
Η ταινία καταφέρνει επιτυχώς να περιγράψει την εικόνα του κόσμου μέσα από τα μάτια και την ψυχή του Βαν Γκογκ, φανερώνοντάς μας τα μονοπάτια που μόνος του περπάτησε για να καταφέρει εντέλει να δει την όψη της αιωνιότητας αντικρύζοντας τα ηλιοβασιλέματα και τα υπέροχα τοπία. Ένα χάρισμα μοναδικό που προσπάθησε να αιχμαλωτίσει μέσα από τους πίνακές του και να το δείξει στον κόσμο παρόλο που κανείς δεν μπορούσε τότε να το κατανοήσει. Γι' αυτόν τον λόγο δεν έγινε αποδεκτός.Η Πύλης της Αιωνιότητας είναι μια ταινία που ξεφεύγει από τα συνηθισμένες βιογραφικές ταινίες. Από την μια γίνεται δυσνόητη και φλύαρη για μη εξοικειωμένο κοινό αλλά από την άλλη αναδεικνύει με τρυφερότητα την μαγεία της δημιουργίας που μόνο ένας ζωγράφος-σκηνοθέτης θα μπορούσε να προσφέρει.
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου