της Πέπη Ρηγοπούλου
Καθόταν σε ένα παγκάκι στο λιλιπούτειο πάρκο μπροστά από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου της Αθήνας. Είχε στα πόδια του τα λιγοστά πράγματά του, δύο τσάντες και δύο σακούλες. Το βλέμμα του ήταν συγκεντρωμένο στο άγαλμα του Παλαμά. Ξαφνικά σηκώνεται, πλησιάζει το άγαλμα και σκύβει να διαβάσει την επιγραφή. Ξαναγυρίζει στο παγκάκι του, βγάζει από τη μια τσάντα ένα μικρό μπλοκάκι και κάτι γράφει. Ισως την επιγραφή, ίσως κάτι άλλο, σχετικό ή άσχετο με αυτήν.
Αν και με τους στεγασμένους ανθρώπους πολύ συχνά δεν έχεις τίποτα να πεις και ωστόσο συνεχίζεις να τους μιλάς, με τους άστεγους υπάρχει πάντα μια αμηχανία να τους πλησιάσεις. Αφήνεις την προσπάθεια αυτή στην εκκλησία, σε διάφορες υπηρεσίες δημόσιες και ιδιωτικές, σε παλιούς γνωστούς τους που τους αναγνωρίζουν στη νέα άστεγη κατοικία τους.
Οι άστεγοι είναι το όνειδος για την κοινωνία μας. Είναι μία από τις παράπλευρες απώλειες των μνημονίων, των αδίστακτων μέτρων λιτότητας, του ξεπουλήματος της δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας που συνεχώς παίρνει νέες μορφές καθώς θέλει να οδηγήσει σε ασφυξία όσους κατοικούν αυτή τη χώρα.
Ελληνες, ανθέλληνες, και λοιπούς ομο- και αλλοδόξους. Μεγάλο το τίμημα που πληρώνει αυτή η αποικία των τιμωρημένων μας στους λογής λογής σωτήρες της.
Πόσοι είναι οι τιμωρημένοι που εξεγείρονται, που δεν νιώθουν ότι τους αξίζει η τιμωρία τους; Πόσο αντέχουν στην τρομοκρατία των απειλών και των υποσχέσεων τα αφηγήματα των πρώτων δίσεκτων χρόνων που μιλούσαν για το επαχθές χρέος, για τα δύο μέτρα και δύο σταθμά, για τα κατασκευασμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκειμένου να υπαχθεί η χώρα στους μηχανισμούς που ανέλαβαν να της δώσουν μηχανική, δηλαδή απάνθρωπη, «στήριξη»;
Οταν εφιαλτικές μηχανές αναλαμβάνουν τα πάντα, από τον μύθο μέχρι τις ουτοπίες και τις πραγματικότητες των κοινωνιών, προωθείται η εκμηδένιση του ανθρώπινου, δηλαδή του ανυπότακτου, με το συνεχές ακόρεστο αίτημα της ελευθερίας.
Η μηχανική υποστήριξη έχει απαραίτητο συμπλήρωμά της τη συνεχή επιτήρηση, εγκαθιδρύοντας στο όνομα της ασφάλειας και της τάξης ένα συνεχές που πνίγει όλες τις δραστηριότητες της ζωής.
Με άμεσο επακόλουθο τον φόβο που ανθεί σε αυτό το πρόσφορο έδαφος.
Ισως γι' αυτό θυμήθηκα τον άστεγο μπροστά στο άγαλμα του Παλαμά. Και ίσως γι' αυτό η μνήμη μου με γέλασε για μια στιγμή κάνοντάς με να πιστέψω πως η επιγραφή που αντέγραψε έλεγε: «Στοχάσου και αρκεί», τα λόγια της Ελληνικής Νομαρχίας.
Ενιωσα ότι αυτός, ο ανέστιος και πένης, διεκδικούσε το δικαίωμα στον στοχασμό και σε όσα, δύσκολα, ο στοχασμός μάς προτρέπει. Εμείς που ακόμα έχουμε τα σπίτια μας θα τολμήσουμε να τον μιμηθούμε;
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου