Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Ως πότε θα ανεχόμαστε αυτόν τον εφιάλτη;

 



Σε μια περίοδο που έχουμε γεμίσει με πρόσωπα βιαστών και παιδεραστών αλλά και χυδαίων δημοσιογράφων, σιχαμένων δικηγόρων κι άθλιων πολιτικών που προσπαθούν με κάθε τρόπο να καλύψουν τα τέρατα, θα ήθελα να μνημονεύσω το λαμπρό πρόσωπο της κ.Κωνσταντίνας Ριτσάτου, καθηγήτριας του τμήματος θεάτρου στο ΑΠΘ, μιας ηρωίδας που στάθηκε αγέρωχη απέναντι στους ένστολους εισβολείς, σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει τόσο τον φοιτητή όσο και την ιδέα του πανεπιστημιακού ασύλου. Στο πρόσωπο της γυναίκας αυτής αλλά και στα μετέπειτα λεγόμενά της, θα μπορούσα να διακρίνω συνειρμικά τα σαστισμένα πρόσωπα των γονιών μας, οι οποίοι ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία που υπήρξε η μεγαλύτερη δεξαμενή ψήφων στη χειρότερη και πιο απάνθρωπη κυβέρνηση από εποχής Κωλέττη. 
Μέσα σε λιγότερο από δυο χρόνια οι "άριστοι" κατάφεραν να ρίξουν σε κώμα την ασθενική αστική δημοκρατία της χώρας, καταργώντας κάθε δομή κοινωνικής αλληλεγγύης, εμποδίζοντας με κάθε τρόπο τις ελεύθερες φωνές, γονατίζοντας την ήδη ρημαγμένη κοινωνία με περισσότερη αστυνομοκρατία, καταστρέφοντας μνημεία (Ακρόπολη, Μυκήνες, αρχαία στο σταθμό μετρό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη) είτε από αδιαφορία είτε προς όφελος μεγαλοεργολάβων, τρομοκρατώντας ξανά φιλήσυχους κατοίκους (Χίο, Λέσβο, Τήνο) όπως έκαναν κάποτε σε Κερατέα και Χαλκιδική και περιμένοντας με σαρδόνιο χαμόγελο τον θάνατο του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα. 
Μέσα σε είκοσι μήνες, οι κυβερνώντες γέμισαν τις σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδος με μια ατελείωτη λίστα ντροπιαστικών αποφάσεων και πράξεων, φουντώνοντας μέρα με την μέρα ένα ασφυκτικό ερώτημα πάνω από την αγανακτισμένη κοινωνία. "Ως πότε θα ανεχόμαστε αυτόν τον εφιάλτη;".

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Γιοσέπ (2020)

 



Οι κλειστοί κινηματογράφοι της περασμένης χρονιάς στάθηκαν αφορμή να χάσουμε κάποια αξιόλογα κινηματογραφικά διαμάντια. Ένα απ' αυτά είναι το ιδιαίτερο αντιφασιστικό "Γιοσέπ" που αναφέρεται σε ένα σκοτεινό κομμάτι της γαλλικής ιστορίας. Ένα γεγονός που δυστυχώς συμβαίνει ξανά στις μέρες μας με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των προσφύγων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Αυτό φανερώνει πως όσο παραμένει ο κόσμος αδαής για την ιστορία του, τόσο εκείνη θα επαναλαμβάνεται ως φάρσα, αφήνοντας ξανά με το πέρασμά της, πόνο και θάνατο..
Το συγκεκριμένο animation είναι ένα νοσταλγικό πισωγύρισμα μιας ιστορίας που περιγράφει ένας ετοιμοθάνατος γεροντάκος στον εγγονό του.  Αφορμή για την εξιστόρηση είναι ένα νεκρικό πορτραίτο που βρίσκεται στο διαμέρισμα που μένει ο παππούς, το οποίο προκαλεί αποστροφή στην κόρη του σε σημείο που θέλει να το πετάξει. Όταν όμως εκείνη φεύγει αφήνοντας μόνους τον παππού με τον εγγονό, εκείνος θα αρχίσει να του περιγράφει γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία θυμάται με απίστευτη διαύγεια σε αντίθεση με το παρόν στο οποίο δυσκολεύεται να αναγνωρίσει πρόσωπα και καταστάσεις. 
Μέσα από τις περιγραφές του παππού, μαθαίνουμε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν στηθεί στα γαλλοϊσπανικά σύνορα, για να "φιλοξενήσουν" χιλιάδες Ισπανούς αναρχικούς και κομμουνιστές που διέφυγαν από την ιβηρική χερσόνησο μετά την πτώση της Βαρκελώνης και την επικράτηση του δικτατορικού καθεστώτος του Φράνκο. Ηττημένοι κι αποδεκατισμένοι, οι Ισπανοί εξόριστοι θα προσπαθήσουν να μαζέψουν τα συντρίμμια τους έχοντας να αντιμετωπίσουν το μένος των Γάλλων δεσμοφυλάκων που δεν κρύβουν τα αντικομουνιστικά τους φρονήματα αλλά και την απαξίωση των Γάλλων πολιτών που τους αποκαλούν άθλιους.
Σ' αυτήν την επίγεια κόλαση, ζευγάρια χωρίζουν βιαίως και φίλοι που υπήρξαν σύντροφοι στο αντιφασιστικό μέτωπο του Ισπανικού Εμφυλίου, προσπαθούν να μάθουν για την μοίρα άλλων συναγωνιστών τους. Όταν όμως η αδικία κυριαρχεί κι η πείνα θεριεύει, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε κτήνος προσπαθώντας όχι μόνο να επικρατήσει ανάμεσα στους άλλους αλλά να επιβιώσει.




Ανάμεσα στους πολιτικούς εξόριστους βρίσκεται κι ο Γιοσέπ, μια ρομαντική ψυχή που αναζητά την αρραβωνιαστικιά του. Πιστός στον έρωτά του, πνίγει τον πόνο του κάνοντας σκίτσα στο χώμα, στους τοίχους και σε σκεύη. Η τακτική του αυτή θα συγκινήσει έναν δεσμοφύλακα, ο οποίος θα του προσφέρει μολύβι και χαρτί για να μπορεί να κάνει τα σχέδιά του με μια αξιοπρέπεια. Μ' αυτήν του την πράξη θα γεννηθεί μια ανιδιοτελής και ζεστή φιλία που θα κρατήσει για πολλά χρόνια. 
Μέσα από τα μάτια του Γιοσέπ θα ζήσουμε το δράμα των Ισπανών εξόριστων αλλά και τις σχέσεις μεταξύ αναρχικών και κομμουνιστών που παραμένουν τεταμένες, οδηγώντας τους σε συχνούς καβγάδες. Στην πορεία, αρκετοί απ' αυτούς θα πέσουν στην παγίδα που τους έχει στήσει ο Φράνκο καθώς τους καλεί να επιστρέψουν στην Ισπανία με την υπόσχεση πως δεν θα τους πειράξει. Αρκετοί απ' αυτούς θα δεχτούν την πρόσκληση αυτή, ανίδεοι πως από την άλλη μεριά των συνόρων τους περιμένει ο θάνατος. Όσοι απομείνουν στα κολαστήρια της Γαλλίας ευελπιστούν σε μια καλύτερη μεταχείριση από τους Γάλλους, η οποία δε θα 'ρθει ποτέ.  
Κάποια στιγμή ο Γιοσέπ το σκάει, λίγο πριν την παράδοση της Γαλλίας στους ναζί. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης καταργούνται καθώς οι κρατούμενοι περνάνε στα χέρια των Γερμανών κι οι δεσμοφύλακες αρχίζουν μια νέα απάνθρωπη υπηρεσία, στέλνοντας τους Εβραίους της Γαλλίας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ανατολικής Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια μιας υπηρεσίας του, ο πρωταγωνιστής δεσμοφύλακας θα συναντηθεί ξανά με τον Γιοσέπ. Ξέροντας πως η σύλληψή του θα τον οδηγήσει στο θάνατο, θα τον βοηθήσει να αποδράσει με τίμημα μια μόνιμη αναπηρία στο δεξί του χέρι. 
Ο Γιοσέπ θα διαφύγει στο Μεξικό, όπου εκεί θα συνεχίσει τον αντιφασιστικό του αγώνα στο πλευρό της Φρίντα Κάλο. Θα επικεντρωθεί στο σχέδιο και θα καταγράψει σε βιβλίο τις μαρτυρίες του από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γαλλία. Η επικοινωνία του με τον δεσμοφύλακα δε θα κοπεί, φτάνοντας στο σημείο να συναντηθούν ξανά εκεί, περνώντας μαζί μια δημιουργική περίοδο, όπου μέσα από τις κουβέντες τους θα φανεί πως έχουν ωριμάσει ως όντα πολιτικά. Η τελευταία τους επικοινωνία θα είναι το τυπωμένο βιβλίου του Γιοσέπ που θα του το στείλει στη Γαλλία.
Έχοντας αυτήν την βαριά ιστορία στην αδύναμη μνήμη του, θα προσπαθήσει ο γεροντάκος να την περάσει στον εγγονό του, πιστεύοντας πως ο μικρός θα την εκτιμήσει και θα την διαφυλάξει στο πέρασμα του χρόνου, όταν αυτός θα 'χει αποδημήσει. Μέσα από την κουβέντα τους αυτή, ο μικρός θα συνειδητοποιησεί το λάθος που έκανε όλα αυτά τα χρόνια στο να μην προσεγγίσει τον παππού του για να τον γνωρίσει καλύτερα και να μάθει το παρελθόν του, το οποίο τελικά αποδεικνύεται ενδιαφέρον και σημαντικό. Παρ' όλα αυτά, ο νεαρός αποκτά αναπάντεχα έναν ήρωα στη ζωή του, που θα του δώσει έμπνευση για την μετεφηβική του ζωή. 



Παρόλο που ο δεσμοφύλακας είναι ένα πρόσωπο φανταστικό στην ιστορία, ο Γιοσέπ υπήρξε στα αλήθεια. Ο Γιοσέπ Μπαρτολί (1910-1995) ήταν ένας πολιτικοποιημένος σκιτσογράφος κι ενεργό μέλος της POUM, που έζησε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι αφού ξέφυγε από τους ναζί, διέφυγε στο Μεξικό όπου έζησε έναν παράφορο έρωτα με την Φρίντα Κάλο. Μετέπειτα μετακόμισε στην Νέα Υόρκη όπου καταξιώθηκε ως ένας αναγνωρισμένος μοντέρνος ζωγράφος. 
Το βιβλίο που εξέδωσε ο Γιοσέπ Μπαρτολί με τα σκίτσα του και τις μαρτυρίες του από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενέπνευσε τον επίσης καταξιωμένο κομίστα και σκιτσογράφο της Le Monde, Ορέλ (Φρομάν) να μεταφέρει την ιστορία του στη μεγάλη οθόνη. Ο δημιουργός επίλεξε έναν πρωτότυπο τρόπο να παρουσιάσει τη συγκεκριμένη ιστορία παντρεύοντας το κόμικς με το animation και συνδυάζοντας τα δικά του σχέδια με τα τα σκίτσα του Γιοσέπ, προσφέροντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα ιδιαίτερο πρωτότυπο αποτέλεσμα. Με λιτή και καθαρή περιγραφή, μας "ξεναγεί" σε μια από τις επίγειες κολάσεις της Γηραιάς Ηπείρου όπου η σκληρότητα των έγκλειστων ανταγωνιζόταν με την ευαισθησία της ανθρωπιάς τους. 
Παράλληλα η σύνδεση που γίνεται με το παρόν, αποκαλύπτει πως πολλοί άνθρωποι που υπήρξαν μάρτυρες αυτών των γεγονότων έχουν πια φύγει από τη ζωή κι όσοι έχουν μείνει ενώνουν με μια λεπτή κλωστή τις νέες γενιές με τα γεγονότα αυτά. Αυτή η κλωστή μπορεί να παραμείνει γερή μόνο αν καταφέρουν να εξιστορήσουν τις μαρτυρίες τους σε ανθρώπους που νοιάζονται να τις ακούσουν. Αλλιώς η κλωστή αυτή σπάει και τα γεγονότα αυτά χάνονται για πάντα στη λήθη.  
Το "Γιοσέπ" το οποίο επιλέχτηκε στο επίσημο πρόγραμμα του 73ου Φεστιβάλ Κανών (που δεν διεξήχθη λόγω πανδημίας) κι απέσπασε το βραβείο κοινού και σεναρίου στις 26ες Νύχτες Πρεμιέρας, είναι μια πολιτική και βαθιά ανθρώπινη ταινία υψηλής αισθητικής και ειλικρίνειας. Μια ιστορία σκληρή αλλά συνάμα τρυφερή κι ελπιδοφόρα. 

Βαθμολογία: 8/10

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Θανάσιμη ερημιά




του Βαγγέλη Χερουβείμ 

Μόλις 15 χρόνια μετά την καταδίκη των δικτατόρων σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε σε πολλαπλά ισόβια, ο Ανδρέας Λεντάκης και άλλοι βασανισθέντες από τη χούντα δημοκράτες ,άνοιγαν τη συζήτηση για την αποφυλάκισή τους, για λόγους ανθρωπιστικούς. Για κανέναν από τους καταδικασμένους δεν ήταν επιχείρημα αποφυλάκισης η μεταμέλεια. Η δε ηλικία τους ήταν γύρω στα 70,με γηραιότερο τον Παττακό, που ήταν 77. Αποφυλακίστηκαν λοιπόν κάποιοι απ αυτούς, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη "για λόγους υγείας". Αμετανόητοι βέβαια, συνέχισαν να υποστηρίζουν τα εγκλήματά τους με συνεντεύξεις, εμφανίσεις, απομνημονεύματα και δίνοντας την ευχή τους σε κάποιους εκδότες, σήμερα υπουργούς. 
Ο Στ.Παττακός, μετά από 15 χρόνια κάθειρξης, έζησε άλλα 26 ελεύθερος. Ο Μακαρέζος, άλλα 20. Δεν μπορεί να πει κανείς πως η Ελληνική Δημοκρατία τους φέρθηκε εξαντλώντας την εκδικητικότητά της. Μάλλον επιείκεια συνιστά η στάση της Πολιτείας που είχε καταλυθεί και υποδουλωθεί απ' αυτούς. Και ξέρουμε πως τα εγκλήματα κατά του Πολιτεύματος βρίσκονται στην κορυφή της απαξίας στο δικαιϊκό μας σύστημα. Ας φύγουμε όμως από την ιστορική συζήτηση, που ως γνωστόν δεν πρέπει να αφορά τους νέους ανθρώπους. Πάμε στο σήμερα. 
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας βρίσκεται πάνω από 43 μέρες σε απεργία πείνας. Κάτι παραπάνω από πιθανός ο θάνατος, ή μια σοβαρότατη βλάβη στην υγεία του. Αίτημα της αποχής του, να εφαρμοστεί ο νόμος που φωτογραφικά ψηφίστηκε γι' αυτόν από την παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία. Να γυρίσει στα υπόγεια του Κορυδαλλού, όπου έχει εκτίσει ήδη 16 χρόνια από την ισόβια ποινή του. 
Κανείς δεν πιστεύει και κανείς δεν ζητά να αποφυλακιστεί. Και πάντως, όχι ο ίδιος. Τα πρόσωπα που είναι αρμόδια ν απαντήσουν στο εύλογο αίτημά του, κωφεύουν ή αρνούνται με διάφορες αιτιολογίες, άκυρες στην ουσία. Όλο και περισσότεροι έχουμε αρχίσει να διακρίνουμε όσο κι αν δεν το περιμέναμε, πως αυτή η Κυβέρνηση, θέλει έναν Μπόμπι Σάντς, νεκρό, για να αισθανθεί πιο Σιδηρά; Από τυφλή εκδικητικότητα; Από κοντόφθαλμο υπολογισμό του κόστους; 
Προσωπικά, ηθικά και πολιτικά ήμουν και είμαι απολύτως απέναντι στην εγκληματική δράση αυτής της οργάνωσης. Η Αριστερά στην οποία παιδαγωγήθηκα από τα 17 μου, είχε πάντα καθαρότατη αντίθεση με την πρακτική και με τη θεωρία αυτών των ομάδων. Η παρούσα συζήτηση όμως δεν γίνεται γι' αυτό. Αφορά τα δικαιώματα που αναγνωρίζει το ισχύον δίκαιο με νόμους και κανονισμούς σε οποιονδήποτε κρατούμενο, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο πέρασε την πύλη της φυλακής. Αυτό δεν είναι καθορισμένο από καμιά μαγική ηγεμονία των αριστερών ιδεών, ούτε από καμιά επαναστατική δικαιϊκή ανατροπή. Είναι κατακτήσεις του αστικού φιλελεύθερου συστήματος και του Διαφωτισμού. 
Ο κρατούμενος δικαιούται ίσης μεταχείρησης. Να έχει τις δυνατότητες που του περιγράφει το δεδομένο σωφρονιστικό πλαίσιο, είτε τον λένε Δημήτρη Κουφοντίνα, είτε τον λένε Κυριάκο Παπαχρόνη, είτε τον λένε (και ξέρω πως θα ξινίσουν κάποια αγαπημένα μου πρόσωπα) Ηλία Κασιδιάρη. Εάν κάνει κανείς εκπτώσεις κι εξαιρέσεις στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων, ας περιμένει τις επιπτώσεις του αυταρχισμού και της βαρβαρότητας πρώτιστα στα κεφάλια εκείνων που λιγότερο θα ήθελε να δει να την πληρώνουν. 
Λοιπόν κανείς δεν περισσεύει στην υπεράσπιση του αυτονόητου δικαιώματος του κρατούμενου Δ.Κ και στην έκκληση να σωθεί η ζωή του. Δεν καταδικάστηκε σε θάνατο. Δεν υπάρχει στη χώρα αυτή εκτέλεση θανατικής ποινής μετά το 1972 και εδώ και αρκετά χρόνια δεν υπάρχει καν θανατική ποινή. Σ' αυτό το πλαίσιο και με αυτή την ελάχιστη κοινή παραδοχή θα έπρεπε να διαμορφώνεται η δημοκρατική και κοινωνική μας συνείδηση. Των γονιών και των παιδιών μας. Έστω κι αν διάφοροι κυβερνώντες δεν θέλουν να μαθαίνουν τα παιδιά ιστορία και κοινωνιολογία, μην τυχόν αποκτήσουν ανησυχίες... 
Θα περίμενε λοιπόν κανείς ν' ακουσει φωνές υπεράσπισης των δικαιωμάτων και από το χώρο που δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες ευαισθησίες. Από τη φιλελεύθερη δεξιά και το ακραίο κέντρο. Αλλά "Ω,τι θανάσιμη ερημιά...". 
Θα με εξέπληττε ευχάριστα αν έβγαινε ένα πολιτικό πρόσωπο με σημασία, λ.χ ένας συγγενής θύματος της "17 Ν" να μιλήσει για το αυτονόητο δικαίωμα του κρατούμενου. Από θέσεις φιλελεύθερες, του 18ου αιώνα. Και ας το έκανε κι από πολιτική υστεροβουλία επιτέλους. Από υπολογισμό, έστω επικοινωνιακό. Δεν ξέρω αν θα εισακουγόταν, δεν γνωρίζω οικογενειακούς συσχετισμούς και ισορροπίες πολιτικές. Όμως σίγουρα θα μέτραγε. 
Ας σωθεί μια ζωή, ας περισωθεί λίγη από τη φιλελεύθερη πρόσοψη των σωφρονιστικών διακηρύξεων. Κι ας είναι για ανεξερεύνητους λόγους. Άλλωστε και το αντίθετο, ανεξερεύνητο και αβυσσαλέο θα είναι.

Πηγή: Αυγή

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Ο Μισισίπης Καίγεται (1988)

 



Ο "Μισισίπης καίγεται" (ή Μισσισσίπης όπως θεωρούσα πως γραφόταν κάποτε) είναι το απόλυτο πολιτικό θρίλερ που είχε στοιχειώσει τα παιδικά μου χρόνια. Ο λόγος είναι ότι όταν είχα προσπαθήσει να το δω σε νεαρή ηλικία, δυσκολευόμουν να μπω στο κλίμα του και τα ζητήματα που έθιγε μου φαινόντουσαν τόσο μακρινά καθώς είχα την ψευδαίσθηση πως μεγάλωνα σε έναν κόσμο ιδανικό και δίκαιο. Τρεις σχεδόν δεκαετίες από την πρώτη μου απόπειρα, αποφάσισα να το παρακολουθήσω ξανά, προϊδεασμένος πως θα δω ένα συγκλονιστικό αριστούργημα, το οποίο δυστυχώς παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρο, φανερώνοντας με τρανταχτό τρόπο πως το σκοτεινό παρελθόν έχει κυριαρχήσει ξανά στο δυσοίωνο παρόν που ζούμε. 
Η ταινία αναφέρεται σε ένα ρατσιστικό έγκλημα που συνέβη στο Μισισίπη το 1964, στο οποίο κάποια μέλη της τοπικής Κου Κλουξ Κλαν δολοφόνησαν τρεις ακτιβιστές που είχαν κατέβει στις νότιες πολιτείες για να απογράψουν τους μαύρους πολίτες ώστε να τους δοθεί δικαίωμα ψήφου αλλά κι η δυνατότητα να ιδρύσουν σχολεία και κέντρα περίθαλψης στις περιοχές που κατοικούσαν. Η δολοφονία αυτή μέχρι να εξιχνιαστεί, θα οδηγήσει την κοινότητα των μαύρων στα πρόθυρα μιας μαζικής εξέγερσης λόγω των συχνών επιθέσεων από τους λευκούς, κάτι που θα ωθήσει τους ρατσιστές να προβούν σε τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον τους.
Την ίδια στιγμή, το FBI θα στείλει δυο πράκτορες για να εξιχνιάσουν την υπόθεση των τριών "αγνοούμενων" ακτιβιστών. Οι έρευνες των δύο πρακτόρων θα αποδειχθούν αρκετά δύσκολες κι επικίνδυνες καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν μια κλειστή συντηρητική κοινωνία, η οποία σιγοντάρει με τη σιωπή της τις δολοφονικές δράσεις της ΚΚΚ κι επικροτεί βουβά τις φασιστικές δηλώσεις των δημόσιων προσώπων της περιοχής. Όμως όσο πιο πιεστική γίνεται η στάση των πρακτόρων του FBI κι όσο στενεύει ο κλοιός γύρω από τους δολοφόνους, τόσο πιο βίαια βρυχάται το τέρας του φασισμού, προσπαθώντας να τρομοκρατήσει τόσο αυτούς που θεωρεί υποδεέστερούς του όσο κι αυτούς που επιχειρούν να το κατατροπώσουν. 




Αυτή τη φορά δε θα επικεντρωθώ τόσο στο κινηματογραφικό κομμάτι όσο στο θεματικό, το οποίο με συγκλόνισε αρκετά. Η κοφτερή ματιά του Άλαν Πάρκερ κι οι εκπληκτικές ερμηνείες του Τζιν Χάκμαν και του Γουίλιαμ Νταφόε, κατάφεραν να παρουσιάσουν σε απόλυτο βαθμό το κρυφό αρρωστημένο πρόσωπο τόσο της αμερικανικής κοινωνίας όσο και των υπολοίπων δυτικών χωρών. 
Το πρώτο χαστούκι της ταινίας το δεχόμαστε από το πρώτο κιόλας πλάνο με τις δυο βρύσες, όπου η μια προορίζεται για τους λευκούς κι η άλλη για τους μαύρους. Πρώτος κάνει την εμφάνισή του ένας λευκός μεσήλικας που πίνει νερό από τη βρύση των λευκών ενώ λίγο αργότερα ακολουθεί ένα μαύρο πιτσιρίκι που πίνει από τη βρύση των μαύρων. Με αυτά τα δυο πρόσωπα, ο Άλαν Πάρκερ προσπαθεί να μας δείξει χρησιμοποιώντας την ηλικία των δύο αυτών προσώπων, τη δύση της κυριαρχίας των λευκών και την επερχόμενη επικράτηση των μαύρων (τόσο πληθυσμιακά όσο και πολιτικά). 
Το δεύτερο χαστούκι έρχεται σε ένα διάλογο που έχουν οι δυο πρωταγωνιστές, όπου ο Γουίλιαμ Νταφόε ερμηνεύει έναν νεαρό του βορρά που δυσκολεύεται να κατανοήσει τον ρατσισμό των νοτίων ενώ από την άλλη ο Τζίν Χάκμαν έχοντας μεγαλώσει στα περίχωρα του Μισισίπη, προσπαθεί να του το αναλύσει φέρνοντας ως παράδειγμα μια παρελθοντική εγκληματική πράξη του πατέρα του, ο οποίος μη μπορώντας να βλέπει τον μαύρο γείτονά του να προκόβει στις αγροτικές εργασίες έχοντας αγοράσει ένα μουλάρι, του το σκοτώνει κρυφά δηλητηριάζοντας το νερό του, αναγκάζοντάς τον μαύρο γείτονά του να φύγει από την πόλη. Όταν ο Γουίλιαμ Νταφόε ζητάει από τον Τζίν Χάκμαν να του δικαιολογήσει την εγκληματική πράξη του πατέρα του, εκείνος του εξηγεί ψυχρά πως η απογοήτευσή του για τον γονιό του δεν κατευνάστηκε από τη ντροπή που εκείνος ένιωσε για την πράξη του αυτή. Τον ενοχλούσε όμως που ο πατέρα του δεν μπορούσε να καταλάβει πως η φτώχια έφταιγε για τη μίζερη ζωή του κι όχι οι μαύροι του νότου. Τα λόγια του Τζιν Χάκμαν, επιβεβαιώνουν τα όσα έχουν συμβεί στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδος, όπου ο καλά καμουφλαρισμένος φασισμός ξεπετάχτηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μέσα από την νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, η οποία ξεσπούσε πάνω στους ξένους μετανάστες και τους αντιφασίστες ενώ τα τελευταία δύο χρόνια ο ίδιος φασισμός κουμαντάρει τα ηνία της χώρας με το κεκαλυμμένο προσωπείο ενός ακραίου κι απάνθρωπου νεοφιλελευθερισμού. 
Στη συνέχεια εξοργίστηκα με το ρατσιστικό παραλήρημα ενός τοπικού μεγαλοεπιχειρηματία που δυσκολευόταν να κρύψει τις φασιστικές του ιδεολογίες. Η οργή μου δε προκλήθηκε μόνο από τα λεγόμενά του αλλά και με τη σκέψη πως όλοι οι φασίστες του κόσμου είναι τα ίδια καθάρματα, με τον ίδιο ξύλινο λόγο και τα ίδια ακριβώς ηλίθια επιχειρήματα που πατάνε πάνω στη θρησκεία και την πατρίδα. Εξάλλου η ιστορία έχει δείξει πως τα μεγαλύτερα καθάρματα κρύβονται πίσω από τη θρησκεία, την πατρίδα και την οικογένεια. 
Το ερώτημα όμως που γεννάται εδώ είναι το εξής. Πως γίνεται να αναγνωρίζουμε με τόση ευκολία τις φασιστικές ιδεολογίες ξένων πολιτικών και λοιπών δημοσίων προσώπων αλλά να δυσκολευόμαστε να τις εντοπίσουμε στα λεγόμενα και στα πιστεύω εγχώριων πολιτικών και λοιπών προσωπικοτήτων που έχουν δημόσιο λόγο. Ίσως επειδή έχουμε μάθει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας καθώς θεωρούμε πως είναι προτιμότερο να εθελοτυφλούμε μπροστά στην αλήθεια παρά να την αντιμετωπίζουμε κατάματα. Όμως είμαι βέβαιος πως αρκετοί μπορούν να ταυτίσουν την όψη του μεγαλοεπιχειρηματία της ταινίας που πλούτιζε εκμεταλλευόμενος τους μαύρους της περιοχής ενώ παράλληλα οργάνωνε τάγματα εφόδου εναντίον τους, με αρκετά καθάρματα της σημερινής πολιτικής σκηνής.




Επίσης, ο Άλαν Πάρκερ παρουσιάζει με έξυπνο τρόπο την αυτοκαταστροφική φύση του φασιστικού τέρατος, δείχνοντας πως οι άνθρωποι που δρουν μέσα σ' αυτό, στερούνται από κάθε ίχνος ήθους κι αξιοπρέπειας. Εξάλλου οι φασίστες δεν είναι τίποτα παραπάνω από μικρά ανθρωπάκια που νιώθουν ισχυρά όταν δρουν ως αγέλη, ενώ όταν στριμώχνονται μόνα τους σε παγίδες μετατρέπονται σε δειλά πλάσματα που εκλιπαρούν για τη σωτηρία τους. Εκεί αποκαλύπτεται ο φόβος τους κι η απελπισία τους, αλλά και το πόσο εύκολα μπορούν να πουλήσουν τόσο τα πιστεύω τους όσο και τους ομοϊδεάτες συντρόφους τους, με σκοπό να γλιτώσουν το δικό τους τομάρι. 
Τέλος, θέλω να υμνήσω ένα από τα πιο συγκλονιστικά πλάνα που έχω παρακολουθήσει στον κινηματογράφο με θέμα τον ρατσισμό. Αναφέρομαι στη σκηνή όπου μετά από μια επίθεση στο αγρόκτημα μιας οικογένειας μαύρων, ο πατέρας εξοργισμένος με την συνεχή τρομοκρατία των λευκών, βγαίνει με την καραμπίνα για να αντιμετωπίσει τους δράστες. Εκείνοι όμως τον ακινητοποιούν και τον κρεμούν σε ένα δέντρο. Η εικόνα με το αιωρούμενο σώμα του έχοντας πίσω του φόντο το φλεγόμενο κτήμα, μου έφερε στο νου το συνταρακτικό τραγούδι "Strange Fruits", για το οποίο είχε απαγορευτεί η μετάδοσή του εκείνον τον καιρό από τα αμερικανικά ραδιόφωνα. 
Κάποια στοιχεία που έμαθα για την ταινία, κάνοντάς με να την εκτιμήσω παραπάνω είναι πως ο τίτλος της βασίστηκε στον κωδικό αποστολής των πρακτόρων του FBI που είχαν αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης. Επίσης κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, οι κάτοικοι της περιοχής κατέστρεψαν δυο φορές τον εξοπλισμό του κινηματογραφικού συνεργείου προσπαθώντας να διακόψουν τα γυρίσματα κι ο Άλαν Πάρκερ κάλεσε σε δείπνο την κοινότητα των μαύρων για να τους ζητήσει συγγνώμη για τα εγκλήματα των λευκών. Όσο για την κοινότητα του Μισισίπη, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υποστηρίζει πως δεν διαπράχθηκε κάποιο έγκλημα το 1964. Όσο για την ταινία, κατάφερε να διχάσει τους Αμερικανούς λόγω του θέματός της και γι' αυτό το λόγο αδικήθηκε στα κινηματογραφικά βραβεία. 
Ο "Μισισίπης Καίγεται" δεν είναι ένα ακόμη πολιτικό θρίλερ όπου οι αρχές προσπαθούν να εξιχνιάσουν ένα έγκλημα. Το σπουδαίο αυτό αριστούργημα του Άλαν Πάρκερ, είναι μια σπάνια κι άκρως σκληρή αυτοκριτική της ίδιας της Αμερικής για το σκοτεινό της παρελθόν, το οποίο έχει αρχίσει να αναβιώνει ξανά, οδηγώντας σε εμφυλιακές καταστάσεις την ξεπεσμένη παγκόσμια υπερδύναμη. Είναι μια αποκάλυψη του κεκαλυμμένου φασισμού που εξακολουθεί να επιβιώνει στις δυτικές κοινωνίες, αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να σηκώσει ξανά κεφάλι. Είναι μια πετυχημένη παρουσίαση της επικράτησης του φασισμού, στηριγμένη στο τρόμο των μειονοτήτων και των αδύναμων κοινωνικών ομάδων αλλά και στο φόβος της υπόλοιπης κοινωνίας που επιλέγει την απάθεια απέναντι στο έγκλημα που συντελείται μπροστά στα μάτια της. Το μόνο που λείπει από την ταινία, ήταν μια αναφορά στη δράση και το όραμα των τριών ακτιβιστών που δολοφονήθηκαν από τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν. 
Παρ' όλα αυτά, ο "Μισισίπης Καίγεται" είναι ένα συγκλονιστικό παράδειγμα που αποδεικνύει πως η έβδομη τέχνη μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση τόσο του ρατσισμού όσο και των υπολοίπων απάνθρωπων καταλοίπων που εξακολουθούν να μαστίζουν τις κοινωνίες μας. 

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Τα "Ερωτήματα" του Νίκου Γραικού

 


Τα Ερωτήματα του Νίκου Γραικού δεν είναι ένα ακόμη συνηθισμένο βιβλίο. Είναι μια αφήγηση εμπειριών, προβληματισμών και διαλόγων που ντύνονται αρμονικά με τις μελωδίες αγαπημένων ασμάτων. Είναι απλές στιγμές που κρύβουν μια αδιανόητη μαγεία. Εκείνη τη μαγεία που όλοι μας κυνηγάμε αναζητώντας έναν επίγειο παράδεισο, όπως υπήρξε η Αλόννησος για τον ίδιο. 
Επίσης μέσα από το βιβλίο του, θυμήθηκα την κουβέντα που είχαμε κάνει στο Παρίσι πέρσι, όπου μου παραπονέθηκε πως βγάζω θανατερές φωτογραφίες. Ομολογώ πως αισθάνθηκα μια απροσδιόριστη ικανοποίηση που ένταξε τη συζήτησή μας αυτή στο κεφάλαιο "Ταξιδεύει;". Σε ένα άλλο κεφάλαιο, επανάφερα στη μνήμη μου μια άλλη συζήτηση που είχαμε κάνει στο μουσείο της Ακρόπολης, στην οποία μου εξηγούσε τους λόγους που απέφευγε τα μουσεία. Τότε τα λεγόμενά του μου είχαν φανεί παράλογα, όμως μέσα από τα κείμενα του βιβλίου του κατάφερα να κατανοήσω τους λόγους που τον κάνουν να έχει την συγκεκριμένη άποψη. 
Αυτό όμως που με μάγεψε περισσότερο στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν η ακόρεστη όρεξη για νέες εμπειρίες, η ανιδιοτελής ανάγκη για επικοινωνία με άλλους ανθρώπους κι η επίμονη μάχη για την πάταξη του φόβου που έχει ο καθένας μας στη σκέψη του επερχόμενου θανάτου. 
Γι' αυτόν τον λόγο, θα κρατήσω τα λόγια από το τελευταίο ποίημα του βιβλίου, τα οποία με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο. 
"Είμαι ένας μελαγχολικός αισιόδοξος. 
Θα μείνω λοιπόν, ότι και να γίνει, με τα πόδια γερά στη γη 
και το μυαλό στον ουρανό της ουτοπίας". 
Όσο για τα ερωτήματα που μας θέτει ο Νίκος μέσα από το βιβλίο του, είμαι βέβαιος πως θα απαντηθούν στις μελλοντικές μαζώξεις που θα συνοδευτούν με όμορφους μεζέδες, μπόλικο ουζάκι και ζεστά χαμόγελα.