Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Μάχη του Αλγερίου (1966)


Έχοντας γράψει πρόσφατα ένα κείμενο για τον "Ξένο" του Λουκίνο Βισκόντι, μου προτάθηκε μία ακόμη ταινία σχετικά με την ιστορία της Αλγερίας και την εξέγερσή της κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας. Έχοντας ακούσει και σε παλιότερες κινηματογραφοφιλικές συζητήσεις διάφορες απόψεις για την "Μάχη του Αλγερίαου", αναρωτήθηκα αν θα με άγγιζε ως έργο. Οι όποιες αμφιβολίες μου τελικά διαλύθηκαν από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας. Μάλιστα όσο η ιστορία προχωρούσε τόσο η αγωνία μου ανέβαινε σε μεγάλο βαθμό, φτάνοντας με σε μια πρωτόγνωρη συναισθηματική φόρτιση καθώς παρακολουθούσα τα τελευταία συγκλονιστικά λεπτά της ταινίας. 
Η ταινία ξεχωρίζει για την άψογη δόμηση της που στήνεται κομμάτι κομμάτι, κάνοντας κατανοητή τόσο την οργάνωση και τη δράση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας όσο και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Γάλλων που επεδίωξαν να επαναφέρουν την τάξη στην τότε αποικία τους. Αυτό όμως που θαύμασα ακόμη περισσότερο στη συγκεκριμένη ταινία είναι τα άψογα πλάνα της τόσο από τον ανταρτοπόλεμο στην πόλη όσο κι από την λαϊκή εξέγερση τα οποία αρχικά υπέθεσα πως είναι ιστορικά ντοκουμέντα. Οπότε ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν έμαθα μετά την προβολή της ταινίας πως κι αυτά ήταν σκηνοθετημένα. Και μόνο για τη τόσο ρεαλιστικότατη σχεδόν αληθοφανή αναπαράσταση του ανταρτοπόλεμου των εξεγερθέντων Αλγερινών, θεωρώ πως η συγκεκριμένη ταινία είναι ένα από τα σημαντικότερα φιλμ της ιστορίας του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. 
Η ιστορία ξεκινάει από τις αρχές του ανταρτοπόλεμου, συγκεκριμένα από την 1η Νοέμβρη του 1954 με την προκήρυξη του FLN για ανεξαρτησία. Στις πρώτες αντιδράσεις των κατοίκων, η αστυνομία θα ανταποκριθεί με τακτικούς ελέγχους αλλά και στη μετατροπή της Κάσμπα, της συνοικίας που ήταν πάνω στα κάστρα του Αλγερίου,  σε γκέτο ώστε να προστατευθεί η παραλιακή ευρωπαϊκή συνοικία. Μια αποικιοκρατική απόφαση που θα οδηγήσει στις τυφλές εκτελέσεις αρκετών Γάλλων αστυνομικών. Σ' αυτήν την εξέλιξη, ο αρχηγός της αστυνομίας θα αντιδράσει με μια πράξη ωμής αντεκδίκησης τοποθετώντας βόμβα σε μια αραβική συνοικία, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να χαθούν πολλοί άμαχοι. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει ο ανεξέλεγκτος χορός της απροκάλυπτης βίας με το FLN να ανταπαντά στέλνοντας τρεις γυναίκες καμικάζι να ανατινάξουν δύο καφέ και τα γραφεία της Air France που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή συνοικία του Αλγερίου. 
Το Αλγέρι μετατρέπεται αμέσως σε ένα πεδίο μάχης όπου το αίμα κι από τις δυο πλευρές ρέει άφθονο. Οι Αλγερινοί μετά από παρότρυνση του FLN κατεβαίνουν σε καθολική απεργία ενώ η Γαλλία στέλνει εκστρατευτικό στρατιωτικό σώμα με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ματιέ ο οποίος ήταν γνωστός για τη σκληρότητά του αλλά και τα βασανιστήρια που έκανε σε όσους έπιανε. Τελικώς η απεργία όχι μόνο αποτυγχάνει παταγωδώς αλλά γίνεται αφορμή να αποκαλυφθούν όλα τα ηγετικά μέλη της FLN και να πέσουν στα χέρια του γαλλικού στρατού κατοχής. Η μάχη ολοκληρώνεται με την ανατίναξη του τελευταίου ηγετικού στελέχους και τριών συντρόφων του που είναι κρυμμένοι στο κρησφύγετό του. Όμως ο αγώνας που έδωσαν αυτοί οι άνθρωποι δε πήγε χαμένος καθώς δυο χρόνια μετά τις μάχες στο Αλγέρι, η συντριπτική πλειοψηφία του αλγερινού λαού ξεσηκώθηκε για ανεξαρτησία ενώ την ίδια περίοδο στη Γαλλία ξεκινούσε ένα κίνημα για την απόσυρση του στρατού κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε το 1962.




Πριν ξεκινήσω να μνημονεύω την ταινία, θα ήθελα να μιλήσω για το βιβλίο του Saadi Yacef «Αναμνηστικά από τη Μάχη του Αλγερίου» στο οποίο βασίστηκε ο Ιταλός σκηνοθέτης Τζίλο Ποντεκόρβο. Ο Saadi Yacef υπήρξε ιδρυτικό μέλος του FLN και συμμετείχε στις μάχες που πραγματοποιήθηκαν στο Αλγέρι μέχρι που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γάλλους και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά του δίνεται χάρη από τη γαλλική κυβέρνηση μετά την επιστροφή του Ντε Γκωλ στην εξουσία το 1958. Η ποινή του, που ήταν τρεις εις θάνατο, μετατρέπεται σε ισόβια και μεταφέρεται από την Αλγερία στην Γαλλία, όπου και γράφει τα απομνημονεύματα του. Μετά την απελευθέρωσή του και με την υποστήριξη και την ενίσχυση της Αλγερινής κυβέρνησης, ιδρύει την εταιρία παραγωγής, Casba Films και γίνεται συμπαραγωγός σε πολλές ταινίες, μέσα σε αυτές και το "Ξένο" του Λουκίνο Βισκόντι. Λίγα χρόνια αργότερα συναντιέται με τον σκηνοθέτη Τζίλο Ποντεκόρβο κι αποφασίζουν να μεταφέρουν τα απομνημονεύματά του στον κινηματογράφο. Μάλιστα ο ίδιος υποδύθηκε τον εαυτό του στη συγκεκριμένη ταινία. 
Και μιας κι έθιξα το θέμα του πρωταγωνιστικού ρόλου, θα ήθελα να επισημάνω πως όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας ήταν ερασιτέχνες πέρα από τον συνταγματάρχη Ματιέ που τον υποδύεται ο Γάλλος ηθοποιός Jean Martin, ο οποίος κατά βάση ήταν ηθοποιός θεάτρου κι είχε χάσει πολλές δουλειές, καταδικάζοντας τις δράσεις της κυβέρνησης του στην Αλγερία. Πολλοί από τους υπόλοιπους ηθοποιούς στην ταινία ήταν αγωνιστές της αντίστασης ενώ αρκετοί κομπάρσοι επιλέχτηκαν με βάση τα χαρακτηριστικά τους θέλοντας με αυτόν τον τρόπο οι συντελεστές να δώσουν μια σκληρή εικόνα της άγριας καταστολής που υπέστη ο εξεγερμένος αλγερινός λαός. 
Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει μοναδική τη συγκεκριμένη ταινία είναι πως γυρίστηκε στα πραγματικά πεδία των μαχών. Στενά καλντερίμια, κλειστοφοβικά αίθρια και ταράτσες που επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Μία παλιά πόλη που μετατράπηκε σε πεδίο άγριων συμπλοκών. Μάλιστα βρήκα ανατριχιαστική την εικόνα του ελικοπτέρου που πετά χαμηλά και φαίνεται στιγμιαία από ένα στενό άνοιγμα κάποιων κτιρίων. Οι σκηνές με τις εκρήξεις είναι τόσο ζωντανές κι ο τρόμος στα πρόσωπα των ηθοποιών ενισχύει την δική μας αγωνία ως θεατές. Συγκλονιστικές ήταν οι βομβιστικές επιθέσεις των Αλγερινών αλλά περισσότερο συνταρακτικές ήταν οι σκηνές με τα βασανιστήρια που ασκούσε ο γαλλικός στρατός σε όσους έπιανε και προσπαθούσε να αποσπάσει πληροφορίες. 
Επίσης θα θελα να μνημονεύσω την εξαιρετική μουσική της ταινίας που επιμελήθηκε ο αγαπημένος Ιταλός συνθέτης Έννιο Μορικόνε, ο οποίος κατάφερε να δημιουργήσει έναν συνδυασμό του Μπαχ με τη μουσική των Βεδουίνων και την τζαζ του ’50, προσφέροντας ένα από τα καλύτερα κινηματογραφικά soundtrack. Αλλά ακόμη κι εκεί που τα πλάνα δεν είναι μουσικά ντυμένα, έρχονται οι κραυγές των γυναικών, οι θρήνοι των Αλγερινών, οι ήχοι των πυρών και οι εκρήξεις των βομβών να παίξουν ένα εναλλακτικό είδος μουσικής.
  



Όμως σ' αυτό που επικεντρώθηκα ήταν στις σκληρές αλήθειες που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της ταινίας. Σε κάποια στιγμή πάνω στη ταράτσα μιλούν δύο από τα ιδρυτικά μέλη του FLN. Φεύγοντας ο ένας (ο οποίος για έναν αδιευκρίνιστο λόγο μου θύμιζε τον Νίκο Πλουμπίδη) λέει στο σύντροφό του το εξής: "Είναι δύσκολο να ξεκινήσεις μια επανάσταση κι ακόμα πιο δύσκολο να την κρατήσεις. Όμως είναι δυσκολότερο να νικήσεις. Κι αν νικήσεις τότε αρχίζουν τα δύσκολα". Με αυτά τα λόγια δημιουργείται αμέσως το ερώτημα "για ποιο λόγο να κυνηγήσει κανείς την ανεξαρτησία του;". Κι όμως η συγκεκριμένη ταινία το απαντάει με τον πιο δυνατό τρόπο. Είναι η αξιοπρέπεια κι η ελευθερία που οδηγούν τον κάθε λαό. Κι αυτές οι δυο σημαντικές αξίες απαιτούν ευθύνες και καθημερινούς αγώνες. Δεν είναι τυχαίο που οι άβουλοι, οι βολεμένοι, οι τεμπέληδες κι οι καλοπερασάκηδες αποζητούν τα καθεστώτα και την υποδούλωση σε ξένους. 
Επίσης πολύ δυνατοί είναι οι διάλογοι των δημοσιογράφων με τον συνταγματάρχη Ματιέ, όπου εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η στιγμή που ο αξιωματικός ξεσπάει επειδή τον αποκαλούν φασίστα δηλώνοντας πως στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο ίδιος πολέμησε τους ναζί. Κι όμως σε έναν πόλεμο κανείς δεν είναι άγιος. Ακόμη τα τέρατα του ναζισμού δε μπορούν να κρύψουν τις σφαγές των αποικιοκρατών σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Εξάλλου η δράση του γαλλικού στρατού κατοχής αποδεικνύει πως έχει μαθητεύσει καλά από τις αντίστοιχες γερμανικές δυνάμεις. 
Από τον ίδιο το συνταγματάρχη ακούμε κι άλλες άβολες αλήθειες ειδικά όταν διώχνει έναν αιχμάλωτο που απαντάει σε ερωτήσεις δημοσιογράφων λέγοντας πως δε πρέπει να μεταφερθούν στον υπόλοιπο κόσμο πληροφορίες από την αντίπαλη πλευρά, ή όταν ζητάει από τους δημοσιογράφους να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, εννοώντας την παραπληροφόρηση. Ενώ επίσης ήταν εξαιρετική η δήλωσή του για τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, λέγοντας πως τον θεωρεί εχθρό του θεωρώντας λυπηρό που δε βρίσκεται στη δική του πλευρά. 
Παρόλο που στην ταινία απονεμήθηκε το «Χρυσό Λιοντάρι» και το Βραβείο των Κριτικών στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1966, ενώ ήταν επίσης υποψήφια και για τρία Οσκαρ: Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Ξένης Ταινίας, οι γαλλικές κυβερνήσεις την είχαν απαγορεύσει μέχρι το 1971. Μάλιστα η πρώτη προβολή της στο Παρίσι (μια λογοκριμένη έκδοση που κατέβηκε αμέσως) σημαδεύτηκε από συγκρούσεις και διαδηλώσεις από ακροδεξιούς της OAS Algerie (Οργάνωση Μυστικού Στρατού Αλγερίας) με την αστυνομία ενώ επίσης είναι εντυπωσιακό που προβλήθηκε για πρώτη φορά στη γαλλική τηλεόραση μόλις το 2004. Κάτι ακόμη αξιοσημείωτο είναι πως η συγκεκριμένη ταινία προβλήθηκε το 2003 στο Πεντάγωνο με αφορμή την εισβολή του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ κι είχε αποδέκτες αξιωματικούς του στρατού κι ειδικούς επί πολεμικών θεμάτων υπό τον ηχηρότατο τίτλο «Πώς να κερδίσετε τη μάχη κατά της τρομοκρατίας και να χάσετε τον πόλεμο των ιδεών».
Μετά το τέλος της ταινίας αναρωτήθηκα πως κατάφερε ο Τζίλο Ποντεκόρβο να σκηνοθετήσει ένα τόσο αληθινό έργο. Πως κατάφερε να με μπερδέψει πιστεύοντας πως βλέπω πραγματικά ντοκουμέντα ενώ τελικά ήταν όλα άρτια σκηνοθετημένα από τον ίδιο. Πως κατάφερε τόσο πιστά να συλλάβει και να αποδώσει, το πώς είναι να αγωνίζεται κανείς για την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα του.
Η "Μάχη του Αλγερίου" είναι ένα αξεπέραστο αντιπολεμικό αριστούργημα που τότε ενόχλησε έντονα αλλά έκτοτε έμεινε στην ιστορία ως ένα άριστο κινηματογραφικό διαμάντι που διδάσκει τον αγώνα για την ελευθερία του κάθε λαού αλλά και του κάθε ανθρώπου.

Βαθμολογία: 10/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου