Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Το Δέντρο που Πληγώναμε (1987)


Αν μου ζητήσει κανείς να του περιγράψω διάφορες μνήμες των παιδικών μου χρόνων, σίγουρα θα αναφερθώ και στην πολυαγαπημένη ταινία του Δήμου Αβδελιώδη, το "Δέντρο που Πληγώναμε", καθώς για έναν απροσδιόριστο λόγο έχω συνδυάσει τις τότε ανέμελες στιγμές μου με τα κοντοκουρεμένα κεφαλάκια των πρωταγωνιστών, τα γνώριμα σοκάκια των Μαστιχοχωρίων, τη κάψα του ήλιου στα λευκά βότσαλα της Αγίας Φωτιά αλλά και την 80s μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Έχοντας δει σε πολύ μικρή ηλικία τη συγκεκριμένη ταινία, είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφούν για πάντα στη μνήμη μου κάποια απ' τα όμορφά της πλάνα. Έκτοτε η ταινία με είχε στοιχειώσει καθώς ένιωθα πως την είχα δει ενώ στην ουσία δε θυμόμουν απολύτως τίποτα. Ένα αίσθημα οικειότητας αλλά και άγνοιας που έμπλεκε περίεργα μες στο μυαλό μου. Όμως μες στην καρδιά της καραντίνας ένα διαδικτυακό κινηματογραφικό φεστιβάλ μου έδωσε την αφορμή να την ξαναδώ. Ή για να το θέσω καλύτερα, να την δω για πρώτη φορά.
Θεωρώ πως η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δήμου Αβδελιώδη, είναι ιδιαίτερα συγκινητική κι αυθεντική. Ίσως ο ρεαλισμός της είναι αυτός που την κάνει τόσο οικεία σε σημείο να την νιώθω ως μια ακόμη παιδική μου ανάμνηση. Ξαναβλέποντάς την όμως τρεις δεκαετίες μετά, ήμουν σε θέση να καταλάβω τους λόγους για τους οποίους υπήρξε μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες τόσο του κοινού όσο και των κριτικών τότε αλλά κι ως ένα έργο που όχι μόνο άντεξε αλλά θα συνεχίσει να αντέχει στο χρόνο χάρη στην ειλικρίνεια, τον αυθορμητισμό και την αθωότητά του. 
Η ιστορία μας ταξιδεύει στη δεκαετία του '60 όπου σε ένα χωριό της Χίου, δυο συμμαθητές παρεξηγιούνται από μία ατυχής στιγμή την ώρα του μαθήματος μ' αποτέλεσμα να περάσουν χώρια το μισό καλοκαίρι. Η ψυχρότητα μεταξύ τους θα παγιωθεί καθώς οι δυο τους θα ασχοληθούν με δυο διαφορετικά πράγματα. Ο ένας ακολουθεί την μητέρα του στα μαστιχόδεντρα ενώ ο άλλος ο πιο ατίθασος τον βάζουν οι συγχωριανοί του να σκοτώνει αδέσποτα ζώα. 
Όμως κάποια στιγμή καθώς ο ένας πιτσιρικάς ρεμβάζει στο παράθυρο, βλέπει το φίλο του να σέρνει ένα γατάκι που το χει δεμένο με ένα σπάγκο στο λαιμό και χωρίς να το σκεφτεί του κάνει νόημα όταν αντιλαμβάνεται πως η μάνα του τον έχει πάρει από πίσω για να του τις βρέξει. Αυτή η σωτήρια κίνησή του θα σταθεί αφορμή να ξανασμίξουν οι δυο φίλοι και να ακολουθήσουν μαζί το δρόμο προς την ενηλικίωση. Μαζί θα αρχίσουν τις πρώτες επαναστάσεις, τις πρώτες αμφισβητήσεις, τις πρώτες επικίνδυνες επιδρομές στο γειτονικό χωριό, θα κερδίσουν τα πρώτα χρήματα που θα τα ξοδεύσουν σε παγωτά, θα εκμυστηρευτούν τα πρώτα τους όνειρα χαμένοι στον καπνό του πρώτου τους τσιγάρου και θα βιώσουν τον πρώτο έρωτα που θα ρθει με την έλευση ενός κοριτσιού στο χωριό. Κι έτσι, το σμίξιμο των δύο φίλων θα κάνει το καλοκαίρι να φύγει γρήγορα φέρνοντας μια ώρα νωρίτερα την επιστροφή τους στη γεμάτη σχολική αίθουσα. 


Η ταινία είναι ένας ύμνος της παιδικής ηλικίας που όλοι αφήσαμε πίσω μας. Οι εικόνες του αλλά και οι σκανταλιές των μικρών μου θύμισαν πολλές από τις στιγμές των καλοκαιρινών μου αναμνήσεων στο νησί. Τη ξεγνοιασιά, τη μεσημεριανή ζέστη που ήταν γεμάτη σκόνη και ιδρώτα, το άρωμα των μαστιχόδεντρων και το ατελείωτο τραγούδι των τζιτζικιών αλλά και το άγριο τοπίο της Χίου που έχει αρχίσει να εξομαλύνεται στο βωμό του τουρισμού.
Ένα άλλο στοιχείο που εκτιμώ στο έργο του Δήμου Αβδελιώδη είναι πως καταφέρνει να βγάλει από διάφορους ερασιτέχνες ηθοποιούς άψογες ερμηνείες γεμάτες αυθορμητισμό και γλυκύτητα. Έτσι και στη συγκεκριμένη ταινία δίνει την εντύπωση πως αφήνει να παιδιά να εισχωρήσουν ελεύθερα στο δικό τους κόσμο όπου δεν έχουν εισβάλει ακόμη οι ενήλικες. Έχοντας τους εαυτούς τους ως κέντρο του κόσμου, παρατηρούν όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους και τα βλέπουν ως ένα απλό παιχνίδι. Ακόμη και μια κηδεία. Ακόμη και το φευγιό ηλικιωμένων ανθρώπων του χωριού, που ο πιτσιρικάς το βλέπει ως επιπλέον χαρτζιλίκι.
Η παρουσία των παιδιών είναι η επίμονη ομορφιά της αθωότητας σε έναν κόσμο σκληρό. Εκεί που ο άνθρωπος δολοφονεί, όπως ο κυνηγός που πιάνει τα πουλιά με τον ύπουλο τρόπο της ξόβεργας, έρχονται τα παιδιά για να τα σώσουν. Εκεί που ο κόσμος πενθεί κάποιον νεκρό, έρχονται τα πιτσιρίκια να κάνουν έναν αγώνα δρόμου μπροστά από το φέρετρο. Έναν αγώνα προς την ενηλικίωση διότι ακόμη δε γνωρίζουν τη φθορά και τις ασθένειες που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Γι' αυτό επιτίθενται χωρίς προστασία σε σφίγγες κι οργανώνουν εξορμήσεις με σφεντόνες στο διπλανό χωριό. Όμως τα παιδιά όσο κι αν ομορφαίνουν το κόσμο, άλλο τόσο γίνονται αυστηρά κι άδικα απέναντι στον αδύναμο. Στον τρελό του χωριού. 
Για την ερμηνεία του τρελού ναυτικού, ομολογώ πως ο Δήμος Αβδελιώδης ήταν απίστευτα συγκινητικός. Αγνοώντας τα παιδιά που τον περιγελούν, στέκεται σε μια στέρνα γεμάτη νερό και πετάει μέσα σ' αυτήν τα ψάρια που βγάζει από μια κονσέρβα, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να δείξει πως κι ο ίδιος είναι ένα νεκρό σώμα εγκλωβισμένο στην ασφυκτική κονσέρβα ενός σκληρού χωριού. "Έτσι ζεις;" ρωτάει τον εαυτό του για να δώσει την σπαρακτική απάντηση "τι να κάνω, έτσι ζω". Κι όμως δε κοιτάει με μίσος τα παιδιά που τον κακομεταχειρίζονται. Δε ρίχνει στιγμή το φταίξιμο σ' αυτά. Ο ίδιος γνωρίζει πως είναι μια ταλαιπωρημένη ψυχή που περιφέρεται άσκοπα στους αγρούς της Χίου κι είναι συνειδητοποιημένος πως η ζωή του θα κυλήσει έτσι ως το τέλος. Και πως το αντιμετωπίζει αυτό; Μα φυσικά με χαμόγελο. 
Επίσης θα ήθελα να επισημάνω μια ακόμη συγκινητική σκηνή της ταινίας. Όταν οι δυο φίλοι σμίγουν ξανά, ο ένας οδηγεί τον άλλον σε ένα μυστικό καταφύγιο που έχει φτιάξει έξω από το χωριό στο οποίο αφήνει όλα τα ζώα που οι υπόλοιποι συγχωριανοί του ζητούν να σκοτώσει. Έτσι "ο μανιακός δολοφόνος" του χωριού είναι ένας ανιδιοτελής προστάτης των κατατρεγμένων ψυχών. Για μένα αυτή η σκηνή συγκαταλέγεται στις πιο ποιητικές στιγμές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. 




Ωστόσο παρακολουθώντας αυτήν την ταινία, αναρωτιόμουν για ποιο λόγο ο Δήμος Αβδελιώδης επέλεξε τον συγκεκριμένο τίτλο. Έπρεπε να ξαναδώ την ταινία για να καταλάβω πως το κέντημα των μαστιχόδεντρων (δηλαδή το τρύπημα των δέντρων που ξεκινάει μέσα καλοκαιριού) τα κάνει να συμμετέχουν με το δάκρυ τους στον κύκλο της ζωής, καθώς το μαστιχόδεντρο πληγώνεται για να προσφέρει το πολύτιμο ρετσίνι του κι αυτό το κάνει χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα ενώ συνάμα περιμένει καρτερικά το ερχόμενο καλοκαίρι για να πληγωθεί ξανά.
Για μένα ο κύκλος τους μαστιχόδεντρου εκφράζει τόσο όμορφα τον φαύλο κύκλο της ζωής που όλοι πορευόμαστε αλλά λίγοι συνειδητοποιούμε. Ένα κύκλο που δε μπορούμε να δαμάσουμε αλλά μπορούμε να παρατηρήσουμε και να ερμηνεύσουμε χωρίς να αφήνουμε το χρόνο να περνάει χωρίς ουσία και σκοπό. Εξάλλου αν το δούμε ρεαλιστικά γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, γερνάμε και στο τέλος πεθαίνουμε.
Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα που όταν το συνειδητοποιούμε μας πιάνει ένα γλυκόπικρο σφίξιμο στο στήθος. Αυτή η μελαγχολία που νιώθουμε όταν έρχονται τα πρωτοβρόχια, που μας προϊδεάζουν για το τέλος του καλοκαιριού και τον ερχομό του φθινοπώρου. Είναι αυτό το βίαιο πέρασμα από τα παιδικά χρόνια στην ενήλικη ζωή. Ένα πέρασμα που μας ζητάει να αφήσουμε πίσω μας την αθωότητα και την ανεμελιά. Μία φυγή που μόνο με ένα δακρυσμένο μαστιχόδεντρο μπορεί να αποτυπωθεί. Ένα δέντρο πληγωμένο όπου πάνω του λάμπουν στο φως του ήλιο οι πιο βαθιές μας αναμνήσεις. Ένα δέντρο που ανατρέχουμε κάθε φορά που μας πιάνει ο νόστος των παιδικών μας χρόνων. Ένα δέντρο που θα βρίσκεται για πάντα στις καρδιές μας να θυμίζει πως όποτε κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας πίσω, θα διαπιστώσουμε πως όλα είναι έντονα και καθαρά όπως ήταν και τότε που τα ζήσαμε.
Είναι εντυπωσιακό που μετά από τόσα χρόνια η πρώτη ταινία του Δήμου Αβδελιώδη, εξακολουθεί να μας προσφέρει μέσα από τα μάτια ενός αγοριού την ίδια ποιητική περιγραφή των παιδικών μας χρόνων που πέρασαν κι έφυγαν για πάντα. Ένα ιδιαίτερο αριστούργημα που έχει την γλυκόπικρη γεύση του μαστιχιού.

Βαθμολογία: 9/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου