Φεύγοντας από Θεσσαλονίκη με αμάξι κι έχοντας διασχίσει μια μεγάλη απόσταση με όμορφη μουσική, ατελείωτες συζητήσεις αλλά και με μια απίστευτη χιονοθύελλα να μας περικυκλώνει έξω από τη Φλώρινα φτάσαμε τελικά στα σύνορα. Κοιτώντας τη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας να κυματίζει στο απέναντι φυλάκιο, μου εντεινόταν η περιέργεια να δω πως θα μας συμπεριφερθούν οι βόρειοι γείτονες και κατά πόσο επηρεασμένοι θα είναι τόσο μετά τις χρόνιες διαμάχες μας σχετικά με την επίσημη ονομασία της χώρας τους και την διεκδίκηση της αρχαίας ιστορίας όσο και με τις διαμαρτυρίες που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών.
Αφού περάσαμε από μικρές πόλεις που κουβαλούσαν πάνω τους μια ξεθωριασμένη γοητεία και διασχίσαμε στενές κοιλάδες που σχηματίζονταν ανάμεσα από ψηλά χιονισμένα βουνά, φτάσαμε αργά το βράδυ στην Οχρίδα. Η νυχτερινή μας άφιξη δεν μας άφηνε πολλά περιθώρια να δούμε την όψη της πόλης καθώς μπαίναμε σ' αυτήν. Από την άλλη είχαμε και το άγχος να βρούμε το κατάλυμα. Φτάνοντας στην προκυμαία, σταθμεύσαμε προσωρινά σε ένα άνοιγμα προσπαθώντας να βρούμε τρόπο για να μπορέσουμε να ανεβάσουμε με το αμάξι στην παλιά πόλη καθώς η κυκλοφορία από ένα σημείο και μετά επιτρεπόταν μόνο για τους κατοίκους της παλιάς γραφικής συνοικίας. Για καλή μας τύχη και με τη συνδρομή της αυθόρμητης εξυπηρέτησης ενός περαστικού που μας βοήθησε να συνεννοηθούμε με την οικοδέσποινα, ανηφορίσαμε στα στενά καλντερίμια. Και τότε μας αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά η μοναδική ομορφιά αυτού του τόπου.
Τα υπέροχα αρχοντικά με τους κλιμακωτούς ορόφους τους σχεδόν έγερναν επιβλητικά πάνω από το αμάξι ενώ σε κάθε σημείο της παλιάς πόλης κρέμονταν μικρά φαναράκια στο σχήμα των σπιτιών δίνοντας μια γλυκιά και παιχνιδιάρικη νότα στην αύρα της Οχρίδας. Φευγαλέα προλάβαμε να δούμε το αρχαίο θέατρο και τα παλιά τείχη που είχαν γίνει ένα με τις πάνω συνοικίες. Οι πρώτες αυτές εντυπώσεις ανέβασαν κατά πολύ τις προσδοκίες που είχαμε εξαρχής γι' αυτήν την πόλη. Προσδοκίες που όχι μόνο κάλυψε η Οχρίδα αλλά μας πρόσφερε άλλες τόσες απολαύσεις και συγκινήσεις που δεν τις περιμέναμε.
Ο ενθουσιασμός αλλά κι η ανυπομονησία να ξεχυθούμε στην πόλη, είχαν σβήσει κάθε ίχνος κούρασης από την τετράωρη διαδρομή με το αμάξι. Αφού αφήσαμε τα πράγματα στο σπίτι, κατεβήκαμε στην ακτή της λίμνης για να κάνουμε την πρώτη μας βόλτα. Στο βάθος διακρίνονταν τα φώτα του Πόγραδετς ενώ από πάνω μας δέσποζε το φωταγωγημένο φρούριο του Σαμουήλ. Δυο χώρες που επιβλέπουν νυχθημερόν τη λίμνη αυτή. Αμέσως εισχωρήσαμε στα γραφικά καλντερίμια της Οχρίδας για να πάρουμε μια ιδέα για την πόλη. Οι περιπλανήσεις μας όμως δεν κράτησαν πολύ καθώς ανακαλύψαμε ένα αυθεντικό τζαζ μπαρ δίπλα στο ναό της Αγιά Σοφιάς, το οποίο είχε πετύχει απίστευτα την υπόγεια ατμόσφαιρα των μαγαζιών αυτών κι έπαιζε πολύ αγαπημένα κομμάτια. Κλείνοντας τη βραδιά με κόκκινο κρασί κι αγαπημένες μελωδίες, συμφωνήσαμε πως η πόλη αυτή μας υποδέχτηκε με τον πιο όμορφο τρόπο.
Ποια είναι όμως αυτή η πόλη που για καιρό την είχα βάλει στο μάτι θέλοντας να την επισκεφθώ; Η Οχρίδα είναι η όγδοη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Μακεδονίας και η μεγαλύτερη της ομώνυμης λίμνης. Η ομορφιά της αλλά κι η ιστορία που κουβαλάει, έπαιξαν σημαντικό ρόλο για να ενταχθεί ως πόλη το 1979 κι ως λίμνη το 1980 στην UNESCO ως Πολιτιστικό και Φυσικό Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Επίσης η πόλη φημίζεται για τις 365 εκκλησίες της που αντιστοιχούν μια για κάθε μέρα του χρόνου. Γι' αυτόν τον λόγο αναφέρεται ως "Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων" κάτι το οποίο με βρίσκει κάθετο καθώς θεωρώ πως το Σαράγεβο δικαιούται τον χαρακτηρισμό αυτό. Η πόλη είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στις όχθες της ομώνυμης λίμνης και θυμίζει στην τοπογραφία της νησί κάτι που την κάνει ως ένα από τους διασημότερους τουριστικούς προορισμούς της χώρας της κι όχι μόνο. Στην αρχαιότητα η πόλη ήταν γνωστή με το αρχαιοελληνικό όνομα Λύχνιδος (και το Λατινικό Lychnidus), που πιθανόν σημαίνει "πόλη του φωτός" πιθανότατα από την διαύγεια και καθαρότητα των κρυστάλλινων νερών της λίμνης της. Όμως από το 879 μ.Χ. και μετά η πόλη μετονομάστηκε από τους Σλάβους σε Όχριντ, από τις σλαβικές λέξεις βο χριντ, που σημαίνουν "στο λόφο", καθώς η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου. Η Οχρίδα περηφανεύεται για τα τριάντα σημαντικά της πολιτιστικά μνημεία που ελκύουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών. Ανάμεσα σ' αυτά είναι πολλές βυζαντινές εκκλησίες, το μεσαιωνικό κάστρο του τσάρου Σαμουήλ, το ελληνορωμαϊκό θέατρο αλλά κι η μαγευτική της λίμνη. Προτίμησα να μοιράσω τα αξιοθέατα σε δυο φωτογραφικά βίντεο, όπου στο ένα θα αναφερθώ μόνο για τις εκκλησίες που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον ενώ στο άλλο θα επικεντρωθώ περισσότερο στην πόλη και τα υπόλοιπα μνημεία της.
Φυσικά δε θα μπορούσα να ξεκινήσω από την βασική πρωταγωνίστρια της περιοχής που δεν είναι άλλη από την ομώνυμη λίμνη. Δίκαια η λίμνη Οχρίδα κερδίζει τον τίτλο της Θάλασσας του Γλυκού Νερού όχι μόνο λόγω των καταγάλανων νερών της τα οποία είναι απόλυτα διαυγή με καθαρότητα που φτάνει τα 20 μ. βάθος το χειμώνα, αλλά και εξαιτίας της έκτασής της, που παραπέμπει σε θάλασσα, καλύπτοντας 358 τετρ. χλμ. με μεγαλύτερο βάθος τα 294 μέτρα. Είναι η πιο βαθιά λίμνη των Βαλκανίων και προστατευμένος υδροβιότοπος. Πρόκειται για μια φυσική, τεκτονική λίμνη που ανήκει στις παλαιότερες του κόσμου, με ηλικία τριών εκατομμυρίων ετών. Την λίμνη την απολαύσαμε από πολλά σημεία της Οχρίδας, δίνοντάς μας την εντύπωση πως απ' όπου κι αν την κοιτούσαμε εκείνη άλλαζε όψη. Από τη μεγάλη προκυμαία η εικόνα της έδενε υπέροχα με τους δύο λόφους που απλωνόταν η παλιά πόλη, από το Kaneo που ήταν η συνοικία των ψαράδων είχε μια πιο κρυφή όψη ενώ από το βράχο που δέσποζε ο Άγιος Ιωάννης σου δινόταν η αίσθηση πως πετούσες πάνω από τα καταγάλανα νερά της. Η λίμνη αυτή περιτριγυρισμένη από ψηλά βουνά, σου άφηνε μια γλυκιά αίσθηση που σε ανάγκαζε φεύγοντας από την πόλη να δώσεις μια υπόσχεση πως θα την επισκεφτείς ξανά καλοκαίρι για να μπορέσεις να κολυμπήσεις στα καταγάλανα νερά της.
Πηγαίνοντας προς την Αγιά Σοφιά, διασχίζοντας πολλά παράκτια σοκάκια, πέρασε κάτω από το Εθνικό Μουσείο της Οχρίδας που στεγάζεται σήμερα στην οικία Robevci και θεωρείται ως το αρχαιότερο μουσείο στο είδος του στην Ευρώπη καθώς ιδρύθηκε το 1516, δύο αιώνες δηλαδή πριν το Λούβρο και το Βρετανικό Μουσείο. H Οικία Robevci είναι ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα του 1863 και φιλοξενεί την αρχαιολογική κληρονομιά της περιοχής Οχρίδας και Στρούγκας από την προϊστορία μέχρι σήμερα ενώ η εθνογραφική συλλογή φιλοξενείται στην έπαυλη Uranija.
Από το προαύλιο της Αγιά Σοφιάς, πήραμε ένα μικρό κατηφορικό δρομάκι που μας έβγαλε στη λίμνη κι από κει διαβήκαμε ένα μακρύ ξύλινο μονοπάτι που εκτεινόταν ακριβώς πάνω από τα καταγάλανα νερά. Από την μια είχαμε τους θεόρατους βράχους που έπεφταν κάθετοι στο νερό κι από την άλλη την απέραντη λίμνη. Ακολουθώντας το μονοπάτι βγήκαμε στο Kaneo, την παλιά φτωχική γειτονιά των ψαράδων που πλέον λειτουργεί ως τουριστικό θέρετρο γεμάτο ταβερνάκια και μπαρ, τα οποία τις μέρες που βρεθήκαμε εκεί ήταν κλειστά. Όμως η γραφικότητα της συνοικίας ήταν λίγο πιο πέρα. Κρυβόταν στα εγκαταλειμμένα σπίτια των ψαράδων που κούρνιαζαν στα ριζά των γκρεμών και στις λαμαρινένιες βάρκες που ήταν αραγμένες στις μικρές βοτσαλωτές παραλίες.
Αφού θαυμάσαμε την θέα από τον ψηλό βράχο του Αγίου Ιωάννη, ακολουθήσαμε τα μικρά μονοπάτια που χανόντουσαν μέσα στο δάσος που κυριαρχούσε λίγο βορειότερα από τον αρχαιολογικό χώρο του Plaoshnik που είναι ένα από τα πιο ήρεμα και γαλήνια σημεία της παλιάς πόλης. Εκεί βρίσκονται τα ερείπια μιας πεντάκλιτης βασιλικής που πιθανότατα κτίστηκε τον 5 αιώνα, όταν η πόλη Λυχνιδός ήταν σημαντικό επισκοπικό κέντρο του πρώιμου χριστιανισμού. Η μονή ιδρύθηκε από τον Άγιο Κλήμη της Αχρίδας, ο οποίος ήταν ένθερμο υπέρμαχο της Ορθοδοξίας. Λέγεται ότι ο ίδιος δεν έμεινε ικανοποιημένος από το μέγεθος του μοναστηριού και έτσι έκτισε πάνω στην αρχική εκκλησία ένα νέο μοναστήρι που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα. Σε αυτό το σημείο, ιδρύθηκε και το πρώτο σλαβικό πανεπιστήμιο όπου σπούδασαν πάνω από 3500 μαθητές, μέχρι να μετατραπεί σε τζαμί κατά την Οθωμανική κυριαρχία. Σήμερα έχουν μείνει μόνο λίγα σπαράγματα διάσπαρτα μέσα στο χώρο ενώ η σημερινή μονή που στέκει περιμετρικά του αρχαιολογικού πάρκου αποτελεί αντίγραφο της αρχικής, η οποία είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά.
Από τον αρχαιολογικό χώρο του Plaoshnik διακρίναμε την μεγάλη σημαία της χώρας να κυματίζει στα τείχη του μεγαλοπρεπούς Φρουρίου του Σαμουήλ. Τα απανωτά της τινάγματα μας καλούσαν να πάμε κοντά της. Όταν πια φτάσαμε στα ριζά του κάστρου, σταθήκαμε να θαυμάσουμε τις ισχυρές του οχυρώσεις και τους θεόρατούς του πύργους, που εξακολουθούσαν να διατηρούν ένα μέρος της αίγλης από την περίοδο που η Οχρίδα ήταν πρωτεύουσα του πρώτου κράτους της Σλαβικής Μακεδονίας μέχρι το 1018,. Εκείνη τη περίοδο αποφάσισε ο Τσάρος Σαμουήλ (976-1014) να κτίσει εκεί το φρούριό του, προστατεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο την πόλη από τις τρεις πλευρές που έβλεπαν στη λίμνη. Σήμερα, το φρούριο κυριαρχεί στο τοπίο και αποτελεί ένα εξαιρετικό σημείο για να απολαύσει κανείς μια πανοραμική θέα της πόλης, της λίμνης και των γυρω βουνών.
Από 'κείνο το σημείο ξεκίνησε η κατάβασή μας προς την παλιά πόλη περνώντας πρώτα από το ελληνορωμαϊκό αμφιθέατρο που βρίσκεται ανάμεσα στους λόφους Gorni Saraj και Deboj. Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου μνημείου είναι που έχουν διατηρηθεί σκαλισμένα τα ονόματα επιφανών οικογενειών της πόλης, που είχαν δικές τους θέσεις στις πρώτες σειρές του θεάτρου.
Ο ήλιος είχε αρχίσει πια να γέρνει προς τις απέναντι αλβανικές βουνοκορφές καθώς εμείς εισχωρούσαμε ξανά στα γραφικά σοκάκια θαυμάζοντας τα καλαίσθητα αρχοντικά και φωτογραφίζοντας τις φουντωτές γάτες που απολάμβαναν τα πρώτα ηλιόλουστα ανοιξιάτικα χάδια. Όταν φτάσαμε πια στην προκυμαία, ο ήλιος σχεδόν ακουμπούσε στον ορίζοντα προσφέροντάς μας μια μεγάλη ποικιλία χρωμάτων που ξεκινούσαν από το πιο θερμό πορτοκαλί και κατέληγαν στο πιο ψυχρό μπορντό ενώ τα σχήματα των σύννεφων έπαιρναν περίεργους σχηματισμούς.
Το φως της μέρας έφευγε με έναν ονειρικό τρόπο παραχωρώντας τη θέση του στα φωταγωγημένα μνημεία της πόλης. Στο πεδινό κομμάτι της πόλης διέκρινα τους δυο μιναρέδες που φλέγονταν ενώ πάνω στο λόφο έλαμπε το φρούριο του Σαμουήλ σαν χρυσή κορώνα. Τα υπέροχα φαναράκια της πόλης άρχισαν ξανά να παίζουν μαζί μας ένα νοσταλγικό κρυφτό. Κι όσο εμείς προσπαθούσαμε να τα ανακαλύψουμε τόσο εκείνα μας οδηγούσαν σε ένα ζεστό και φιλόξενο χώρο όπου μας δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσουμε την τοπική τους κουζίνα απολαμβάνοντας ένα από τα πολλά ερυθρά κρασιά της λίμνης κι έχοντας μια μπάντα να παίζει μουσική για μας.
Με τη μεθυστική μελωδία του Czardas επιστρέψαμε το βράδυ στο σπίτι, νιώθοντας ένα γλυκό πόνο στο στήθος καθώς αυτή η πόλη όχι μόνο μας μάγεψε αλλά μας έκανε να νιώσουμε από την πρώτη στιγμή οικεία κι όμορφα μαζί της. Γι' αυτό το λόγο, φεύγοντας την επόμενη μέρα από την Οχρίδα, μετριάσαμε τη μελαγχολία μας δίνοντας της μια υπόσχεση πως θα την επισκεφθούμε ξανά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου