Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ (1966)


Πριν απολαύσω το αριστουργηματικό έργο του Ρόμπερτ Μπρεσόν, δε περίμενα πως θα με συγκινούσε τόσο έντονα η ιστορία ενός ταλαίπωρου και πολύπαθου γαϊδουριού. Κι όμως ο γλυκύτατος Μπαλταζάρ με τα θλιμμένα του μάτια και τη βουβή του καρτερικότητα απέναντι στα βάσανα που του προκάλεσαν οι άνθρωποι, καταφέρνει να λυγίσει και τον πιο σκληρόπετσο κινηματογραφόφιλο. Αυτή η τόσο γλυκόπικρη ταινία του Ρόμπερτ Μπρεσόν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα έργο προσιτό που ξεχωρίζει τόσο με την λυρική του αφήγηση όσο και με την υπέροχη μουσική του. Ένα λιτό και βουβό δοκίμιο για την υποτιθέμενη ελευθερία των ανθρώπων που δυστυχώς ασφυκτιά κι αναιρείται εγκλωβισμένη σε καλούπια που η ίδια η κοινωνία δημιουργεί για να μαντρώνει και να ελέγχει τα μέλη της. 
Η ιστορία ξεκινάει με τη γέννηση του γαϊδαράκου κι ολοκληρώνεται με το θάνατό του. Έχοντας ως γραμμική αφήγηση τη ζωή του τετράποδου πρωταγωνιστή, μας παρουσιάζονται οι προβληματικές ζωές των ανθρώπων που αδυνατούν να λύσουν τα συμπλέγματά τους, μ' αποτέλεσμα να ξεσπούν την οργή που κουβαλούν μέσα τους με το να κακομεταχειρίζονται τους πιο αδύναμους της κοινωνίας. Πόσο μάλλον σ' ένα ζωό. 
Η ιστορία ξεκινά με τη γέννηση του Μπαλταζάρ, όπου μαζί μ' αυτήν μας αποκαλύπτεται κι ένας παιδικός έρωτας, ο οποίος νεκρώνει με το τέλος των διακοπών. Από τη μια έχουμε τον Ζακ που επιστρέφει με τους δικούς του στο Παρίσι κι από την άλλη την Μαρί που μένει με τον πατέρα της στους αγρούς. Ενθύμιο του καλοκαιρινού παιδικού έρωτα είναι η υιοθέτηση του μικρού γαϊδουριού κάτι που δημιουργεί μία αφύσικη αγάπη της Μαρί με τον Μπαλταζάρ. 
Τα χρόνια περνούν και τα παιδιά μεγαλώνουν. Μαζί μ' αυτά κι ο μικρός γάιδαρος. Όμως η πορεία δε κυλάει ευχάριστα για κανέναν. Οι γονείς των παιδιών τσακώνονται για μια υποτιθέμενη κακοδιαχείριση του αγροκτήματος κάτι που αναγκάζει τον Ζακ να επιστρέψει μετά από πολλά χρόνια στα Πυρηναία για να διευθετήσει το θέμα με τον μπαμπά της Μαρί. Όμως οι άκαρπες προσπάθειές του θα τον αναγκάσουν να φεύγει απογοητευμένος. Η σχέση των δύο νεαρών κλυδωνίζεται κάτι που κάνει την Μαρί να αντιδράσει με το να πάψει να ασχολείται άλλο με τον Μπαλταζάρ. Η πρώτη άδικη τιμωρία στο γαϊδουράκο παρόλο που φαίνεται αθώα, τελικά αποδεικνύεται πως λειτουργεί ως αφετηρία σε όλα αυτά που θα ακολουθήσουν.
Ο γάιδαρος πωλείται στον φούρναρη κι έκτοτε αρχίζει η μαρτυρική του ζωή. Η διαδικασία του πεταλώματος, μετατρέπεται σε μια ιεροτελεστία όπου το ζωντανό αφήνει την παιδική του ανεμελιά και εισχωρεί στη σκληρή ενήλικη ζωή της παραγωγής.  Όμως κι η ζωή της Μαρί παίρνει την κάτω βόλτα καθώς η κοπέλα αποπλανιέται από τον Ζεράρ, έναν νεαρό που εργάζεται στο φούρνο και με κάθε ευκαιρία βασανίζει το άμοιρο ζωντανό. 
Στη συνέχεια ο Μπαλταζάρ περνάει από πολλά χέρια κι έτσι από αποδιοπομπαίος τράγος που του χουν φορτώσει την ευθύνη ενός ατυχήματος με μια άμαξα μετατρέπεται σε έξυπνο ζώο που λύνει μαθηματικές πράξεις σε ένα τσίρκο (δεν είναι τυχαίο που στην ταινία το ζωντανό εκτιμάται μόνο στο κολαστήριο του τσίρκου) και καταλήγει να αγιοποιηθεί επειδή κουβάλησε τα λείψανα ενός τοπικού αγίου. Παρόλο που ο Μπαλταζάρ είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, διαπιστώνουμε πως ο ίδιος παρακολουθεί βουβός κι ανήμπορος τη μοίρα που του επιφυλάσσουν οι άνθρωποι. Σαν να είναι κι αυτός ένας αμέτοχος θεατής της ίδιας του της ζωής. Από την αρχή μετατρέπεται σε σιωπηλό παρατηρητή μέχρι που καταλήγει ως αθέλητος συνένοχος κάποιων παρανομιών που θα του στοιχίσουν την ίδια του τη ζωή. Κατά μία έννοια η πορεία του συμβαδίζει με την πονεμένη ιστορία της Μαρί, η οποία όταν αποφασίζει να παντρευτεί τον Ζακ, κακοποιείται από την παρέα του Ζεράρ, οι οποίοι την αφήνουν γυμνή και κλειδωμένη σε ένα αγροτόσπιτο. Και κάπου εκεί η δυο βασανισμένες ψυχές της ιστορίας οδεύουν προς το τέλος. Από την μια η Μαρί εξαφανίζεται, με τον δημιουργό να αφήνει την υπόνοια της αυτοκτονίας ενώ ο Μπαλταζάρ χρησιμοποιείται σε μία παράνομη αγοραπωλησία κοντά στα γαλλοϊσπανικά σύνορα, κάτι που τελικά θα του στοιχίσει τη ζωή.
Φτάνοντας προς το τέλος της ταινίας, συνειδητοποιούμε πως η βιαιότητα και τα λάθη που έχουν συσσωρευτεί στην κλειστή αυτή κοινωνία παραμένουν ατιμώρητα. Κι όσο πιο πολλά γίνονται τόσο περισσότερο βαραίνουν τα πρόσωπα που ευθύνονται γι' αυτά. Δειλοί στο να αντιμετωπίσουν τις ευθύνες τους αναζητούν τη λιγότερο οδυνηρή λύση μέχρι που διαπιστώνουν πως το μόνο που χρειάζεται για να σβηστούν διαπαντός ώστε να δώσουν ξανά ανάσα στην καταπιεσμένη κοινωνία, είναι ένας αποδιοπομπαίος τράγος που θα τα επωμιστεί όλα τα δεινά και θα θυσιαστεί για το καλό όλων. Στη συγκεκριμένη ιστορία δεν είναι άλλος από τον Μπαλταζάρ, ο οποίος κουβαλώντας συμβολικά και κυριολεκτικά τις αμαρτίες των ανθρώπων στο ήδη καταπονημένο κορμί του, θα αποδεχτεί (;) βουβός κι αξιοπρεπής την μαρτυρική του θυσία και θα ξεψυχήσει ολομόναχος σε μια σκηνή που κλείνει σπαρακτικά όλη την λυρική αφήγηση του Μπρεσόν. 


Κατά τη διάρκεια της ταινίας ο Μπαλταζάρ θα ζήσει πολλές στιγμές, άλλες όμορφες κι άλλες τραγικές. Θα νιώσει την αγάπη της Μαρί, η οποία με μια άκρως παγανιστική ιεροτελεστία του στολίζει το κεφάλι με λουλούδια αλλά θα βιώσει και το μίσος των κακομαθημένων παιδιών με ανελέητες κλωτσιές και τις μπουνιές. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα πως η βιαιότητα που ασκούν κάποιοι άνθρωποι απέναντι στα ζώα μπορεί άνετα να μετατραπεί σε εγκληματική δράση απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Έπειτα μετά την αδιαφορία της Μαρί αρχίζει η συνεχής αλλαγή των αφεντικών του, κάτι που τον κάνει να νιώσει την απάρνηση αλλά και τον χλευασμό της ύπαρξής του καθώς περνά από χέρι σε χέρι μέχρι που καταλήγει στα γεράματά του να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορικό μέσο για ύποπτες και παράνομες δοσοληψίες στα γαλλοϊσπανικά σύνορα.  Όλη αυτή την βαναυσότητα, ο Μπαλταζάρ την υφίσταται βουβός. Όπως επίσης με τον ίδιο τρόπο θα δεχτεί και το τέλος του, ως ένα ακόμη ακατανόητο κι άδικο πράγμα που οφείλει να υπομείνει. Όμως στην περίπτωση του άκακου αυτού ζώου, δεν υπάρχει καμιά άλλη επιλογή από την στωικότητα καθώς ο Μπαλταζάρ είναι μια ακόμη αθώα ψυχή που δε μπορεί να κατανοήσει τις έννοιες του καλού και του κακού αλλά κι ούτε είχε μάθει εξαρχής το δικαίωμα της ελεύθερης ζωής που οφείλουν να έχουν όλα τα πλάσματα της φύσηε καθώς γεννήθηκε και μεγάλωσε μαθαίνοντας να προσφέρει υπηρεσίες υποκύπτοντας βουβά σε βάναυσους και σκληρούς κανόνες. Ωστόσο μες στη ταινία υπάρχει μια στιγμή που αναλογίζεται τη μοίρα του όταν συναντιέται με τα μελαγχολικά βλέμματα των υπολοίπων ζώων που είναι εγκλωβισμένα στα κλουβιά του τσίρκου. Συνταρακτικό είναι το απαθές βλέμμα της τίγρης και το ναρκωμένο μάτι του ελέφαντα στη συγκεκριμένη σκηνή. 
Μετά από πολλές κακουχίες φτάνουμε στο θάνατο του Μπαλταζάρ, ο οποίος δε διαφέρει από την υπόλοιπη ζωή του. Με την ίδια βουβή απορία που υπομένει τα βασανιστήρια, φτάνει στο λυτρωτικό του τέλος. Παραμένει όμως ως την ύστατη στιγμή αξιοπρεπής καθώς πληγωμένος από μια σφαίρα και με δάκρυα στα μάτια οδεύει προς τον ήσυχο θάνατό του. Ξαποσταίνει στη μέση ενός ηλιόλουστου λιβαδιού με τα πρόβατα ενός παρευρισκόμενου κοπαδιού να κάνουν ένα κύκλο γύρω του αφήνοντάς του ελεύθερο τον αέρα που θα εισπνεύσει για τελευταία φορά. Το τσοπανόσκυλο είναι το τελευταίο πλάσμα που ακούγεται δίνοντας το έναυσμα στην πλάση να σταθεί σιωπηλή μπροστά σε ένα άκρως σπαρακτικό φευγιό.


Όπως στον "Πορτοφολά" έτσι κι εδώ ο Ρόμπερτ Μπρεσόν επιλέγει ερασιτέχνες ηθοποιούς για να ερμηνεύσουν τους ρόλους του έργου. Με τις επιλογές του αυτές, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να βγάλει την αυθεντική συγκίνηση των ανθρώπων που δεν έχουν σχέση με την υποκριτική καθώς τη θεωρεί πιο ειλικρινής από τη συγκίνηση των επαγγελματιών ηθοποιών που συνήθως είναι κατευθυνόμενη (η θεωρεία του αυτή αποδεικνύεται περισσότερο στον Πορτοφολά). Επίσης με την επιλογή του αυτή δίνει περισσότερη έμφαση στην μορφή και την "ερμηνεία" του γαϊδουριού το οποίο πραγματικά κλέβει τις εντυπώσεις.
Από την άλλη μου τράβηξε το ενδιαφέρον τόσο η επιλογή του ζώου όσο και η πορεία του. Αναζητώντας πληροφορίες για την ταινία, διαπίστωσα πως αρκετοί το συσχέτισαν με την ζωή του Χριστού καθώς στην ταινία ο γαϊδαράκος μας συστήνεται από τη γέννησή του, με την παιδική του ηλικία να προσπερνιέται χωρίς καμία αναφορά και καταλήγει στα τελευταία του χρόνια όπου κυριαρχούν τα πάθη και τα βασανιστήρια λίγο πριν οδηγηθεί στη δική του λυτρωτική σταύρωση.  Επίσης υπάρχουν κι άλλα πολλά στοιχεία που συσχετίζουν την παρουσία του ζώου με τη θρησκεία. Κατά την Καινή Διαθήκη, ο γάιδαρος ήταν το ζώο, που μετέφερε τον Ιησού στην Ιερουσαλήμ την Κυριακή των Βαΐων, ενώ στην παράδοση του Ισλάμ πιστεύεται ότι το ίδιο ζώο μετέφερε τον Μωάμεθ στον παράδεισο. Επίσης στη Βίβλο, διαπιστώνουμε πως ένας από του τρεις μάγους που ακολούθησαν το αστέρι για να φτάσουν στη Βηθλεέμ ονομαζόταν Μπαλταζάρ. Επίσης ο γάιδαρος θεωρούταν ως εβραϊκό σύμβολο δύναμης και κουράγιου που πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να ακολουθήσει τον δρόμο της αλήθειας. Θεωρούταν ένα πλάσμα που ήταν ικανοποιημένο με τα λίγα και άντεχε την πείνα και τα χτυπήματα.
Το συγκινητικό κινηματογραφικό διαμαντάκι του Ρόμπερτ Μπρεσόν με τη ζωή του αξιολάτρευτου Μπαλταζάρ είναι μια σπαρακτική απόδειξη πως η ανθρώπινη ελευθερία κι ανεμελιά σβήνει με το πέρασμα των παιδικών μας χρόνων, καθώς η ενηλικίωση μας επιβάλει σκληρούς κανόνες. Ακολουθώντας λοιπόν τις συγκυρίες των νέων αυστηρών καταστάσεων, μας δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουμε αν θέλουμε να πάρουμε το ρόλο του θύτη ή του θύματος μες στην κοινωνία στην οποία ζούμε. Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Μπαλταζάρ μετατρέπεται άθελά του σε θύμα κι αποδέκτη βίαιων πράξεων από μια κοινωνία που έχει αρχίσει να χάνει την ανθρώπινή της φύση και την ανιδιοτελή της αλληλεγγύη. Αντιμετωπίζοντας ως το τέλος αυτήν την άδικη και βίαιη συμπεριφορά, καταφέρνει να εκφράσει ένα καίριο ερώτημα που είχαν θέσει κάποτε μέσα από τη μουσική τους οι Στέρεο Νόβα. Τελικά ποιος έχει τη δύναμη; Αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου