Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Kneecap (2024)

 



Ο ιρλανδικός κινηματογράφος έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που καθιστά την κάθε του κινηματογραφική πρόταση άκρως ενδιαφέρουσα στα μάτια μου. Αυτό δεν είναι άλλο από το ιρλανδικό ζήτημα πάνω στον απελευθερωτικό του αγώνα, τον εμφύλιο και τον διαχωρισμό του νησιού σε δύο κράτη. Η λίστα των ταινιών που καταπιάνεται με αυτό το θέμα είναι μεγάλη κι αξιοσημείωτη, δίνοντας την εντύπωση πως το ζήτημα αυτό έχει καλυφθεί από κάθε πλευρά. Να όμως που έρχεται ξανά μια νέα πρόταση να προσθέσει μια ακόμη ψηφίδα σ' αυτήν την ιστορική καταγραφή που χρόνια τώρα κάνει ο ιρλανδικός κινηματογράφος. Αυτή τη φορά το πραγματοποιεί μέσα από τη μουσική και συγκεκριμένα τη χιπ χοπ σκηνή, προσφέροντάς μας μια καταιγιστική πρόταση, το "Kneecap".
Η ταινία αναφέρεται στα μέλη ενός χιπ χοπ συγκροτήματος από το Δυτικό Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Οι δυο νεαροί κουβαλούν εντός τους όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τους κατοίκους της πόλης τις δεκαετίες των '80s και '90s, και προσπαθούν να εκφράσουν την οργή τους μέσα από στίχους  που γράφουν. Μέσα από τα τραγούδια τους προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα γεγονότα που συλλέγουν από την καθημερινότητά τους και  περνούν τη δική τους θέση πάνω στο χρόνιο αίτημα των Ιρλανδών Ρεπουμπλικανών για πλήρη ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, το οποίο δεν έχει υποχωρήσει παρά την κατάπαυση του πυρός από τον IRA. 
Πέρα όμως από την κοινωνικοπολιτική τους θέση, οι δυο νεαροί επιμένουν να γράφουν τους στίχους στα ιρλανδικά, προκαλώντας την οργή των αρχών, οι οποίες τους προπηλακίζουν με κάθε τρόπο. Σε μια από τις συλλήψεις τους, οι νεαροί θα γνωρίσουν έναν καθηγητή μουσικής, ο οποίος θα ανακαλύψει τυχαία τα τραγούδια των νεαρών και θα τα λατρέψει. Με την πρώτη ευκαιρία, τους παροτρύνει να δουν με περισσότερη σοβαρότητα το ταλέντο τους και τους προτείνει να ηχογραφήσουν τα τραγούδια τους σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο που ο ίδιος έχει φτιάξει σε ένα γκαράζ. Μετά τις πρώτες ηχογραφήσεις, το συγκρότημα θα ονομαστεί Kneecap, εμπνευσμένο από το διαδεδομένο βασανιστήριο της περιόδου των ταραχών στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου οι αντίπαλες πλευρές πυροβολούσαν ο ένας τα γόνατα του άλλου. Η κάπως ανορθόδοξη συνεργασία τους θα γίνει η αρχή μιας σειράς επεισοδιακών συναυλιών, όπου θα εκφραστούν θέσεις υπέρ της Παλαιστίνης και κατά της Αγγλίας και του παλατιού. Το συγκρότημα θα αποκτήσει αμέσως φήμη και θα κερδίσει γρήγορα αρκετούς οπαδούς. Παράλληλα όμως θα βρεθεί αντιμέτωπο και με αρκετούς εχθρούς.





Η ιστορία του συγκροτήματος παρουσιάζεται μέσα από ένα καταιγιστικό σενάριο, το οποίο καταφέρνει να ελιχθεί σε ένα εντυπωσιακό μοντάζ που κάνει τον κάθε θεατή της ταινίας να τραντάζεται στους φρενήρης ρυθμούς του ιρλανδικού χιπ χοπ. Μέσα σ' αυτή τη πανδαισία ήχων και χρωμάτων, γινόμαστε μέτοχοι σε μια ιστορία γεμάτη κυνηγητά με τις αρχές, ναρκωτικά με συμμορίες, ερωτικές σκηνές με φιλοβρετανίδες και απανωτά συνθήματα στους τοίχους του Μπέλφαστ. Κι αν όλο αυτό ακούγεται κάπως χαοτικό, ομολογώ πως θαύμασα αρκετά τον σκηνοθέτη Ριτς Πέπιατ, ο οποίος καταφέρνει με μαεστρία να περνάει από τη σοβαρότητα του θέματος στο χαβαλέ, παρουσιάζοντας από μια νέα οπτική γωνία το συλλογικό τραύμα μιας ολόκληρης γενιάς. 
Η ταινία καταφέρνει να πατάει σε αρκετά κινηματογραφικά ύφη. Από την μια έχει μια ντοκιμαντερίστικη ματιά, παρουσιάζοντας στιγμιαία ντοκουμέντα από γεγονότα που σημάδεψαν την νεότερη ιστορία του Μπέλφαστ, κι από την άλλη, μετατρέπεται σε ένα ξέφρενο βίντεο κλιπ που σε παρασέρνει με ευφάνταστους τρόπους στους ρυθμούς του συγκροτήματος. Επίσης, πολλά κοινωνικοπολιτικά θέματα τα περνάει με μια μορφή "κινηματογραφικού κόμικς" θυμίζοντας αρκετά, πλάνα από ταινίες του Γκάι Ρίτσι και του Ντάνι Μπόιλ, κάνοντάς τα πιο προσιτά σε νεότερες γενιές. 
Όταν όμως η ταινία εστιάζει σε φλέγοντα ζητήματα της ιρλανδικής κοινωνίας, η ματιά του σκηνοθέτη σοβαρεύει, κρατώντας μια αρκετά ώριμη στάση, όπως συμβαίνει στο ζήτημα της ιρλανδικής γλώσσας, την οποία οι νεαροί μουσικοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αναδείξουν, ξεφεύγοντας από όλες τις απαγορεύσεις των βρετανικών αρχών. Κι είναι λογικό να έχουν το δίκιο με το  μέρος τους διότι "μια πατρίδα χωρίς δική της γλώσσα, είναι έθνος λειψό" όπως δηλώνει στην ταινία μια από τις υπέρμαχους της ιρλανδικής γλώσσας.
Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο που με κέρδισε στη συγκεκριμένη ταινία, είναι η άνεση που είχαν τα μέλη του συγκροτήματος στο φακό, περνώντας μια αυθεντικότητα μέσα από την ασόβαρη συμπεριφορά τους και το αστείρευτο χιούμορ τους. Εξάλλου, τι πιο ενδιαφέρον να σου επικοινωνούν πολύ σοβαρά θέματα όπως είναι η εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, η καταπίεση της εργατικής τάξης κι η απαγόρευση μιας γηγενούς γλώσσας, με έναν έξυπνο χιουμοριστικό τρόπο. 
Η τρέλα αυτών των προσώπων φάνηκε και στους πανηγυρισμούς τους για τα επτά βραβεία που κέρδισαν στo British Independent Film Awards (BIFA), ανάμεσα σ' αυτά το βραβείο καλύτερης ταινίας, καλύτερου casting, κοινής ερμηνείας για τους πρωταγωνιστές και φυσικά της μουσικής. Όταν πολλοί συντηρητικοί δυσανασχέτησαν ζητώντας μια εξήγηση, για το πώς γίνεται μια ταινία που μιλάει ενάντια της αγγλικής κατοχής στη Βόρειο Ιρλανδία να κερδίζει τα παραπάνω βραβεία, εκείνοι τους απάντησαν πως "πρώτα σας πήραμε τα λεφτά (δηλαδή την κρατική επιχορήγηση από το Κέντρο Κινηματογράφου) και τώρα τα βραβεία σας". Αυτή η άκρως διασκεδαστική προκλητική τους δήλωση συνοψίζει το όλο πνεύμα της ταινίας.
Το "Kneepcap" είναι ένα νοσταλγικό κινηματογραφικό διαμάντι που μας θυμίζει αρκετές όμορφες στιγμές του παλιού αγγλικού σινεμά που αγαπήσαμε. Είναι μια εκρηκτική αναζωογονητική εμπειρία με φρενήρεις ρυθμούς που σε προκαλεί να χτυπηθείς σε ακούσματα χιπ χοπ από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Είναι ένας μοντέρνος ύμνος για μια γενιά που χρόνια παλεύει να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα απέναντι σε ένα θηρίο. Είναι μια από τις ταινίες που με κέρδισαν αναπάντεχα τη φετινή χρονιά.


Βαθμολογία: 7/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου