της Κατέ Καζάντη
Nach Auschwitz noch ein Gedicht zu schreiben ist barbarisch': «το να γράψεις έστω και ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα», έλεγε ο Αντόρνο. Κι όμως. Οι ποιητές, περικλεισμένοι στην ποίηση καθεαυτή, μακριά από την μπόχα των καιρών, μοιάζουν να αναπαράγουν μια τέχνη εγωική, που υπάρχει μοναχά για τον εαυτό της, την ώρα που κι άλλοι λαοί, λαοί που περισσεύουν, εξακολουθούν να καίγονται σε νέου τύπου κρεματόρια.
Αν η ποίηση εννοείται σαν τη χαϊντεγκεριανή βιομέριμνα, αντίδοτο στο «είναι προς το θάνατο» και τα ποιήματα είναι παραμυθία, αντίδοτο του ενυπάρχοντος στην ανθρώπινη διάνοια πένθους, τότε ο ρόλος της ποίηση, των ποιητών, των ποιημάτων, δεν μπορεί παρά να είναι αντιδραστικός.
Η συλλογιστική δεν ανάγεται στη σφαίρα της μεταφυσικής. Πώς τοποθετείται κανείς απέναντι στο θάνατο –στο Άουσβιτς, στο Αφρίν, στη Συρία ή στο Αγαθονήσι-, πώς αυτοορίζεται μέσα από το οριστικά τελεσίδικο συμβάν του θανάτου, πώς επανεισάγεται στο ζην κουβαλώντας το κρίμα του θανάτου, πώς, εν τέλει, ως animal rationale, ως «ζώον λόγον έχον», βλέποντας γύρω του τόσο θανατικό, μπορεί να φερθεί ως όντως άνθρωπος, είναι κατά βάθος ζήτημα κατεξοχήν πολιτικό.
«… στην πλήρως διαφωτισμένη γη μας ακτινοβολεί ο θρίαμβος της καταστροφής», έλεγε ο Αντόρνο. Ο αστικός πολιτισμός βασίστηκε σε μια ένοχη κουλτούρα «που γεννάται από την απομόνωσή της στην ειδική σφαίρα του πνεύματος χωρίς να βρίσκει την αυτοπραγμάτωσή της στην οργάνωση της κοινωνίας». Κι εφόσον οι δομές του Αουσβιτς είναι εδώ, όπως και ο πόλεμος, στη φονική Δύση, η ποιητική του θανάτου είναι η μόνη δυνατή ποιητική.
Αλλά «η αληθινή τέχνη, εκείνη, δηλαδή, που δεν αρκείται σε παραλλαγές καθορισμένων προτύπων, αλλά προσπαθεί να εκφράσει τα εσωτερικά αιτήματα του ανθρώπου και της ανθρωπότητας, δεν μπορεί να μην είναι επαναστατική, να μην τείνει σε μια πλήρη και ριζική ανασύνθεση της κοινωνίας». Το Μανιφέστο της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας που συνυπέγραψαν Μπρετόν και Ριβέρα – Μπρετόν και Τρότσκι, στην πραγματικότητα- τοποθετεί «την ανάγκη της χειραφέτησης του άνθρωπου» στον πυρήνα της ποίησης.
Κι επειδή δεν μπορεί να υπάρχει ποίηση χωρίς αλληλεγγύη προς τους ταπεινωμένους, τελικά, σε περιόδους βαρβαρότητας, όπως η δική μας, οι ποιητές θα ήταν χρησιμότεροι στο λαό αν, κατά το σεφερικόν, αντί να γράφουν, «πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς».
Η 21η Μάρτη είναι Παγκόσμια ημέρα της Ποίησης αλλά και Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων.
Αν η ποίηση εννοείται σαν τη χαϊντεγκεριανή βιομέριμνα, αντίδοτο στο «είναι προς το θάνατο» και τα ποιήματα είναι παραμυθία, αντίδοτο του ενυπάρχοντος στην ανθρώπινη διάνοια πένθους, τότε ο ρόλος της ποίηση, των ποιητών, των ποιημάτων, δεν μπορεί παρά να είναι αντιδραστικός.
Η συλλογιστική δεν ανάγεται στη σφαίρα της μεταφυσικής. Πώς τοποθετείται κανείς απέναντι στο θάνατο –στο Άουσβιτς, στο Αφρίν, στη Συρία ή στο Αγαθονήσι-, πώς αυτοορίζεται μέσα από το οριστικά τελεσίδικο συμβάν του θανάτου, πώς επανεισάγεται στο ζην κουβαλώντας το κρίμα του θανάτου, πώς, εν τέλει, ως animal rationale, ως «ζώον λόγον έχον», βλέποντας γύρω του τόσο θανατικό, μπορεί να φερθεί ως όντως άνθρωπος, είναι κατά βάθος ζήτημα κατεξοχήν πολιτικό.
«… στην πλήρως διαφωτισμένη γη μας ακτινοβολεί ο θρίαμβος της καταστροφής», έλεγε ο Αντόρνο. Ο αστικός πολιτισμός βασίστηκε σε μια ένοχη κουλτούρα «που γεννάται από την απομόνωσή της στην ειδική σφαίρα του πνεύματος χωρίς να βρίσκει την αυτοπραγμάτωσή της στην οργάνωση της κοινωνίας». Κι εφόσον οι δομές του Αουσβιτς είναι εδώ, όπως και ο πόλεμος, στη φονική Δύση, η ποιητική του θανάτου είναι η μόνη δυνατή ποιητική.
Αλλά «η αληθινή τέχνη, εκείνη, δηλαδή, που δεν αρκείται σε παραλλαγές καθορισμένων προτύπων, αλλά προσπαθεί να εκφράσει τα εσωτερικά αιτήματα του ανθρώπου και της ανθρωπότητας, δεν μπορεί να μην είναι επαναστατική, να μην τείνει σε μια πλήρη και ριζική ανασύνθεση της κοινωνίας». Το Μανιφέστο της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας που συνυπέγραψαν Μπρετόν και Ριβέρα – Μπρετόν και Τρότσκι, στην πραγματικότητα- τοποθετεί «την ανάγκη της χειραφέτησης του άνθρωπου» στον πυρήνα της ποίησης.
Κι επειδή δεν μπορεί να υπάρχει ποίηση χωρίς αλληλεγγύη προς τους ταπεινωμένους, τελικά, σε περιόδους βαρβαρότητας, όπως η δική μας, οι ποιητές θα ήταν χρησιμότεροι στο λαό αν, κατά το σεφερικόν, αντί να γράφουν, «πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς».
Η 21η Μάρτη είναι Παγκόσμια ημέρα της Ποίησης αλλά και Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου