του Γιώργου Βεργόπουλου
Το πιο κρίσιμο ερώτημα για να ερμηνεύσουμε την εξωτερική πολιτική Ερντογάν (ιδιαίτερα στα θέματα που μας αφορούν άμεσα) είναι αν η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε «αναθεωρητική δύναμη». Αν δηλαδή επιδιώκει την αλλαγή/ανατροπή των υφιστάμενων ισορροπιών στην περιοχή μέσα από μια πολιτική «μηδενικού αθροίσματος» μεταξύ των περιφερειακών παικτών. Σε αντίθεση με τις «αναθεωρητικές δυνάμεις», τα κράτη που υποστηρίζουν την υφιστάμενη κατάσταση (status quostates) επιδιώκουν την διατήρηση των υπαρχουσών διεθνών ισορροπιών και κατανομών, προφανώς επειδή θεωρού ότι ευνοούνται από αυτές. Τα status quo states συνήθως ακολουθούν τη λεγόμενη στρατηγική αμοιβαίου οφέλους (win win strategy) δηλαδή οικονομικές συμφωνίες και πλαίσια ασφάλειας που (υποτίθεται ότι) είναι σε όφελος όλων (και πρώτιστα βέβαια των ιδίων αφού ελέγχουν το status quo) . Ενώ οι αναθεωρητικές δυνάμεις, επιδιώκοντας την ανατροπή των ισορροπιών, επιδιώκουν αναγκαστικά πολιτικές μηδενικού αθροίσματος. Αν ο ένας κερδίζει, ο άλλος χάνει.
Σε παγκόσμιο επίπεδο status quo state είναι προφανώς οι ΗΠΑ και μαζί με αυτές τα μεγάλα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, η Ιαπωνία κλπ. Αναθεωρητικές δυνάμεις με την πλήρη έννοια του όρου είναι το Ιράν (που επιδιώκει επέκταση του Σιιτικού άξονα), η Βόρεια Κορέα (που επιδιώκει να εισέλθει στο πυρηνικό κλάμπ), το Πακιστάν (που εγείρει εδαφικές αξιώσεις προς την Ινδία και επίσης για άλλους λόγους) κ.α.
Η Ρωσία και η Κίνα δεν αποτελούν αληθινά αναθεωρητικές δυνάμεις διότι συμμετέχουν στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό σύστημα σε όλα τα επίπεδα του. Θέτουν αναθεωρητικά ζητήματα μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς statusquo, όχι σε κάθετη αντίθεση με αυτό. Και πολιτεύονται ανάλογα με την περιοχή και το ζήτημα.
Εκτιμώ ότι σε περιφερειακό επίπεδο η Τουρκία συμπεριφέρεται με αυτό τον ενδιάμεσο τρόπο. Θέτει αναθεωρητικά ζητήματα χωρίς να επιθυμεί να έλθει σε σύγκρουση συνολικά με το υφιστάμενο σύστημα διεθνών σχέσεων. Και η κύρια στόχευση της είναι προς τα νοτιοανατολικά. Προς τις παλιές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που στερήθηκε με τη συνθήκη της Λωζάνης ( σε συνέχεια της διανομής Σάικς – Πικό το 1917) και με τις οποίες θεωρεί ότι τη συνδέουν πολιτιστικοί και θρησκευτικοί δεσμοί.
Θεωρεί επίσης ότι η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή αυτή της Συρίας, του Ιράκ, ακόμη και του Αζερμπαιτζάν ευνοεί τις φιλοδοξίες της. Αθροίζοντας αυτές τις φιλοδοξίες με την μόνιμη επιδίωξη της να εμποδίσει την δημιουργία ανεξάρτητης Κουρδικής κρατικής οντότητας (η οποία θα χωροθετηθεί ακριβώς εκεί) μπορούμε να ερμηνεύσουμε με έναν συνεκτικό τρόπο την πολιτική της.
Δεν θα διακινδυνεύσει όμως η Τουρκία την διεθνή απομόνωση για τις επιδιώξεις της αυτές. Αντίθετα επιδιώκει να τις νομιμοποιεί μέσα από συμμαχίες, μόνιμες ή τυχοδιωκτικές.
Προς το Αιγαίο και την Κύπρο η Τουρκία έχει τις γνωστές επιδιώξεις του «γκριζαρίσματος» και της συνεκμετάλλευσης. Που για να έχουν νόημα πρέπει να είναι ακόμη περισσότερο εντός του υπάρχοντος διεθνούςstatus quo και πολύ περιορισμένα αναθεωρητικές.
Με απλά λόγια, το ορθό που επισημάνθηκε από τον Έλληνα ΥΠΕΞ ότι «η Ελλάδα δεν είναι Συρία και Ιράκ» το γνωρίζει πρώτα απ όλα η Τουρκία. Γιατί απλά δεν είναι συμφέρον της να μην το γνωρίζει. Δεν επιθυμεί ούτε να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ, ούτε να χάσει ακόμη και την «ειδική σχέση» με την ΕΕ, ούτε να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τη σχέση της με τις ΗΠΑ.
Αντίθετα η Τουρκία θέλει να διαπραγματευτεί σε δεύτερο χρόνο με όλους αυτούς, με την «Δύση» σύμφωνα με τις παραδοσιακές έννοιες, την οικειοποίηση των κερδών που φιλοδοξεί να αποκομίσει στη Δυτική Ασία αλλά και τον ενισχυμένο ρόλο της στην περιοχή χάρη και στα υποθετικά κέρδη της.
Τι σημαίνουν αυτά; Ότι η Τουρκία ακολουθεί μια στρατηγική προκλήσεων στο Αιγαίο και την Κύπρο ώστε να ενισχύει την πίεση της για τις «γκρίζες ζώνες» και την συνεκμετάλλευση, αλλά χωρίς να επιθυμεί να «χρεωθεί» μείζον επεισόδιο. Το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογήσει παράλληλα με την επεμβατική και εκτός διεθνούς δικαίου πολιτική της στη Δυτική Ασία. Θα ήταν too much για το διεθνές σύστημα ασφαλείας, άρα δεν θα την συνέφερε.
Ωστόσο ο Ερντογάν θα συνεχίσει αυτό τον καιρό να προκαλεί, και για να πιέζει προς Ελλάδα και Κύπρο αλλά και επειδή η εθνικιστική ρητορική που έχει υιοθετήσει στο εσωτερικό με βασική στόχευση του τη Δυτική Ασία αναπτύσσει την αντικειμενική δυναμική της. Ενώ άλλες δυνάμεις στην Τουρκία, για να ανταπεξέλθουν στην εσωτερική προπαγάνδα Ερντογάν όσο πλησιάζουν οι κρίσιμες τουρκικές εκλογές, πλειοδοτούν σε ρητορεία για τα ελληνοτουρκικά.
Οπότε η Ελλάδα πρέπει αφενός να απαντά διπλωματικά αλλά και στην πράξη (αναχαιτίσεις κλπ) στις προκλήσεις Ερντογάν αφετέρου να αξιολογεί συνεχώς ψύχραιμα την κατάσταση.
Να αποφύγουμε και τις δυο παγίδες. Και την υποχωρητικότητα που θα ενίσχυε στην πράξη τις τουρκικές διεκδικήσεις και την υπέρμετρη αντίδραση που θα μας έμπλεκε σε ένα διεθνές blame game, ποιος άρχισε πρώτος κλπ. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να είναι 100% δύναμη του status quo, δηλαδή ανυποχώρητη στα δικαιώματα της και θεσμική στην προάσπιση τους.
Παρά την (αναπόφευκτη) γκρίνια της αντιπολίτευσης, θεωρώ ότι αυτή η δύσκολη άσκηση ισορροπίας που ασκείται ήδη από την κυβέρνηση είναι η μόνη σωστή.
Μεσοπρόθεσμα η Τουρκία πρέπει να βρει νέο σημείο σταθεροποίησης εσωτερικά και εξωτερικά. Μπορεί να βγει ενισχυμένη στη Δυτική Ασία. Μπορούμε κι εμείς να είμαστε ενισχυμένοι σε συμμαχίες στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό το παιχνίδι διαμόρφωσης του νέου αλλά όχι ριζικά διαφορετικού πλαισίου ασφαλείας, σταθερότητας και συμμαχιών είναι και το πιο ουσιαστικό για τη δική μας πλευρά.
Πηγή: metasximatismos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου