Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η περίπτωση της ατιμώρητης ρητορικής μίσους




των Νάνσυ Παπαθανασίου* & Ελενα-Ολγα Χρηστίδη**

Οι επιπτώσεις της πρόσφατης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου του Αιγίου επηρεάζουν άμεσα τόσο τις κοινωνικές σχέσεις, όσο και την ψυχική υγεία των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται.
Tα ανθρώπινα δικαιώματα συχνά αντιμετωπίζονται ως ένα περιφερειακό θέμα που προκύπτει με αφορμή άλλα επείγοντα κύρια ζητήματα, παρά ως ένα αυτόνομο πεδίο γνώσης και δράσης, με κομβική σημασία για την κοινωνική συνοχή και την εν γένει εξελικτική μας πορεία, όμως οι ατιμώρητες παραβιάσεις τους είναι άμεσα και βαριά επιζήμιες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. 
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η απόφαση έχει συνέπειες τόσο για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, όσο και για το περιβάλλον τους αλλά και συνολικά για τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Η δικαστική αίθουσα, συμβολικά αλλά και πραγματικά, όπως και η έννοια της δικαιοσύνης και της εφαρμογής της, δεν λειτουργεί σε «κενό» χώρο, αλλά είναι μέρος του κοινωνικού περιβάλλοντος, με όσα στοιχεία διακρίσεων και ομοφοβίας/τρανσφοβίας αυτό περιέχει και μπορεί να λειτουργήσει επανορθωτικά μόνο εφόσον αναγνωρίσει την αδικία που διαπράχθηκε, ακόμη και αν δεν την τιμωρήσει αυστηρά.
Ενώ είναι εύκολο να επαναπαυτούμε στην ιδέα ότι η ρητορική μίσους ή/και η διάδοση μισαλλόδοξων θέσεων δεν είναι παρά έκφραση άποψης με μηδαμινές συνέπειες, τα διεθνή ερευνητικά δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών παρουσιάζουν μια αρκετά διαφορετική εικόνα.
Από την μελέτη της επίδρασης των διακρίσεων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο γενικότερα, αλλά και της ρητορικής μίσους πιο ειδικά, προκύπτει αδιάσειστα ότι οι συνέπειές τους είναι βαρύτατες και ιδιαίτερα ανησυχητικές.
Η ρητορική μίσους, ειδικά όταν μένει ατιμώρητη, δημιουργεί μία αίσθηση διάχυτης ανασφάλειας, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύεται από έκθεση σε σωματικό κίνδυνο. Αυτή η αίσθηση ανασφάλειας μεταφράζεται σε περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα, γενικευμένο άγχος, και σημαντικές δυσλειτουργίες στην επαγγελματική ή/και ακαδημαϊκή ζωή.
Ειδικότερα, για τους εφήβους, αυτό συχνά σημαίνει σχολική διαρροή, με προφανείς επιπτώσεις στη μελλοντική κοινωνική προσαρμογή, αυτοκτονικότητα, και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Πολύ συχνά, συνοδεύεται από απόρριψη από την οικογένεια και το κοινωνικό πλαίσιο, που επιτείνει το αίσθημα μοναξιάς.
Στους ενήλικες, η ρητορική μίσους γίνεται αντιληπτή και ως μια υπαρξιακή επίθεση ενάντια στην αξιοπρέπεια και συνιστά τραυματικό βίωμα με μακροχρόνιες συνέπειες για την ψυχική υγεία, όπως είναι ο χρόνιος θυμός, διαταραχές ύπνου, προβλήματα μνήμης και συγκέντρωσης, χαμηλή αυτό-εκτίμηση, και ένα συνεχές αίσθημα επαγρύπνησης σε διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις.
Μία από τις λιγότερο προφανείς συνέπειες αποτελεί και η απόσυρση από τα κοινά, καθώς το άτομο νιώθει περισσότερο εκτεθειμένο σε κίνδυνο και τραυματίζεται επαναλαμβανόμενα από την ρητορική μίσους στον δημόσιο χώρο. Ταυτόχρονα, αν η ρητορική μίσους συνοδεύεται από ατιμωρησία, οδηγεί και σε χρόνια συναισθήματα αβοηθητότητας και απαξίωσης των θεσμών.
Έρευνες δείχνουν ότι η συχνή έκθεση σε λόγο μίσους προκαλεί σταδιακά ηπιότερες αντιδράσεις στα «εχθρικά μηνύματα». Ειδικά όταν τα θύματα της διάκρισης δεν λαμβάνουν τη θεμιτή υποστήριξη ή αναγνώριση της θέσης τους από το περιβάλλον, ερμηνεύουν τα μηνύματα αυτά ως λιγότερο αρνητικά και όχι παραβιαστικά των κοινωνικών κανόνων. Αυτό από τη μία δεν αναιρεί τις συνέπειες στην ψυχική υγεία των ατόμων, ενώ ταυτόχρονα, σε βάθος χρόνου, αυξάνει την τάση για προκατάληψη στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.
Με λίγα λόγια, μιλάμε για μια σταδιακή απευαισθητοποίηση η οποία ξεκινά από το άτομο και ανάγεται στο σύνολο και τους κοινωνικούς κανόνες, για έναν φαύλο κύκλο διάκρισης: η απουσία έντονων αρνητικών αντιδράσεων στη ρητορική μίσους οδηγεί τα άτομα στο να αποδέχονται περισσότερο το περιεχόμενο του ρατσιστικού λόγου και τις αντίστοιχες διακρίσεις που εκφράζονται μέσα από αυτόν και τελικά οι διακρίσεις αυτές καταλήγουν να αποτελούν κοινά αποδεκτές αρχές. 
Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις διακρίσεων όπως αυτές, το να κατορθωθεί έστω και να αναγνωριστεί από το ίδιο το θύμα η διάκρισή που δέχτηκε, είναι ένα μεγάλο βήμα εμπρός. Όταν μάλιστα αυτή η αναγνώριση γίνει καταγγελία και η καταγγελία συζητηθεί δημόσια στον ανάλογο χώρο –μια δικαστική αίθουσα- , τότε συζητάμε ήδη για ένα μεγάλο κέρδος –σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, όπως περιγράψαμε και παραπάνω. Άλλωστε, έχει ήδη καταγραφεί σε πολλές διεθνείς έρευνες, ότι μία από τις λίγες αντισταθμιστικές ενέργειες στις συνέπειες των διακρίσεων είναι η αναγνώριση και η δημόσια καταγγελία τους.
Η επιθυμία μας να αντιλαμβανόμαστε –ορθά- τη δικαιοσύνη ως ανεξάρτητη και τυφλή, θα πρέπει να μη μας κάνει να ξεχνάμε πως οι κανόνες που τη διέπουν ετεροπροσδιορίζονται και αλληλεπιδρούν με τον κοινωνικό τόπο και χρόνο με όλους τους θαυμαστούς τρόπους που σχηματίζονται κοινωνικά σχήματα, αντιλήψεις και κανόνες.
Για μια σφαιρικότερη εικόνα της πρόσφατης δίκης λοιπόν, αλλά και κάθε ανάλογης που έχει προηγηθεί ή έπεται, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι σε ζητήματα ρητορικής μίσους, είναι κρίσιμο να επιτευχθεί μία απαραίτητη αλλά δύσκολη ακροβασία: ο συνδυασμός της επιστήμης της Ψυχολογίας (ως κοινωνική επιστήμη αλλά και μελέτη του ανθρώπου) με το Νόμο και την απονομή δικαιοσύνης -και τα δύο συστήματα κομβικά για την κατανόηση των εγκλημάτων μίσους, που συνδυάζονται απαράμιλλα στην ακροαματική διαδικασία.
Κάπως έτσι καλλιεργείται ένας «κοινός τόπος» με όχημα την Ψυχολογία, όπου εκτός από την τυχόν παραβίαση νομικών «κανόνων», αναγνωρίζεται πώς τα ανθρώπινα δικαιώματα δύναται να παραβιαστούν μέσα από διαφορετικά είδη κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων.
Σε αυτήν ακριβώς την ακροβασία απέτυχε η εφαρμογή της δικαιοσύνης στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου. Μόνο μέσα από αυτόν τον κοινό τόπο και τη «συνάντηση» Νόμου και Ψυχολογίας (ή αλλιώς των ανθρώπινων κανόνων και του ίδιου του ανθρώπου, εξαρχής), μπορούμε να έχουμε την ελπίδα για διάκριση της αλήθειας από το στερεότυπο, και του προσωπικού βιώματος από την κοινωνική κατασκευή.
Η πρόσφατη δίκη, παρά το αποτέλεσμά της, ήταν ένα μεγάλο και γενναίο βήμα προς αυτόν τον κοινό τόπο. Και αν κάποιες φορές οι προσπάθειες φαίνονται αποτυχημένες, μπορούμε να κρατήσουμε κάτι από τα παρακάτω λόγια:

"ποιος ξέρει - ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου" 
Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα από το «Ελένη» 

❗11528 Γραμμή Τηλεφωνικής Υποστήριξης για ΛΟΑΤΚΙ άτομα, οικογένειες και εκπαιδευτικούς 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Eggebø, H., & Stubberud, E. (2016). Hate speech, report 2. Research on hate and discrimination. Rapport-Institutt for samfunnsforskning.
House, A. S., Van Horn, E., Coppeans, C., & Stepleman, L. M. (2011). Interpersonal trauma and discriminatory events as predictors of suicidal and nonsuicidal self-injury in gay, lesbian, bisexual, and transgender persons. Traumatology, 17(2), 75.
Judge, M., & Nel, J. A. (2018). Psychology and hate speech: a critical and restorative encounter. South African Journal of Psychology, 48(1), 15-20.
Russell, G. M., Bohan, J. S., McCarroll, M. C., & Smith, N. G. (2011). Trauma, recovery, and community: Perspectives on the long-term impact of anti-LGBT politics. Traumatology, 17(2), 14-23.
Shipherd, J. C., Maguen, S., Skidmore, W. C., & Abramovitz, S. M. (2011). Potentially traumatic events in a transgender sample: Frequency and associated symptoms. Traumatology, 17(2), 56-67. 
Soral, W., Bilewicz, M., & Winiewski, M. (2017). Exposure to hate speech increases prejudice through desensitization. Aggressive behavior. DOI: 10.1002/ab.21737
Szymanski, D. M., & Balsam, K. F. (2011). Insidious trauma: Examining the relationship between heterosexism and lesbians’ PTSD symptoms. Traumatology, 17(2), 4-13. DOI: 10.1177/1534765609358464

*κλινική ψυχολόγος PhD, επιστημονικά υπεύθυνης
**ψυχολόγος, επιστημονική συνεργάτης

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου