Ένα παλιό οχυρό μας υποδέχθηκε στα σύνορα της Κροατίας με την Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στέκει ακόμα αγέρωχο δίπλα σ' ένα ποτάμι που κυλά προς τον νότο. Κάποτε έλεγχε τις πλωτές κινήσεις στους υδάτινους δρόμους και τους διαβάτες που τύγχανε να περάσουν από εκεί. Σήμερα, την υποχρέωση αυτήν, την έχει αναλάβει ο συνοριακός έλεγχος, ο οποίος βρίσκεται πίσω ακριβώς από το οχυρό.
Οι πρώτες εικόνες δεν ήταν ενθαρρυντικές. Επικρατούσε ένα χάος στον έλεγχο των διαβατηρίων, ενώ η συχνή προέλαση πεζών κι από τις δυο πλευρές (τα σύνορα χώριζαν δυο κωμοπόλεις), καθυστερούσαν την κάθοδό μας προς το Σαράγιεβο.
Στην πρώτη πόλη που μπήκαμε συναντήσαμε φτώχεια και μιζέρια. Τα σημάδια του πολέμου ήταν ακόμη έντονα σ' αυτή τη περιοχή των Βαλκανίων. Ακόμα θυμάμαι ένα σπίτι που ήταν γαζωμένο με μία ευθεία διαγώνια γραμμή τρυπών, η οποία κάλυπτε όλη σχεδόν τη πρόσοψη του. Όμως στο παράθυρο καθόταν μία μεσήλικη γυναίκα και ήρεμη παρατηρούσε τη κίνηση στους δρόμους. Το βιωτικό επίπεδο είναι πιο χαμηλό σε σχέση με τις άλλες χώρες που επισκεφθήκαμε στο ταξίδι. Παρ' όλα αυτά η Βοσνία διατηρεί την αυθεντικότητά της και τον βαλκανικό της χαρακτήρα.
Το βόρειο κομμάτι της χώρας είναι φτωχό και μίζερο. Ανήκει στην σερβοορθόδοξη κοινότητα, η οποία δε νιώθει πως αποτελεί μέρος της Βοσνίας. Γι' αυτό και δε συναντήσαμε πουθενά τη σημαία της χώρας. Αντιθέτως σε καίρια σημεία κυμάτιζε η σημαία της Σερβικής Δημοκρατίας.
Η Μπάνια Λούκα, γνωστή από τους βομβαρδισμούς που υπέστη στον πόλεμο, ήταν η πρώτη μας στάση. Αδιάφορη και μουντή μας έδιωξε γρήγορα, όταν μία τεράστια νεροποντή διέκοψε τη βόλτα μας στην κεντρική της αγορά. Μοναδικό της σημείο αναφοράς ήταν ο ναός του Χριστού Σωτήρος με τους χρυσούς τρούλους.
Κατηφορίζοντας προς το νότο μπήκαμε σε μία ατελείωτη καταπράσινη κοιλάδα (00:05-00:22). Τα σύννεφα είχαν εγκλωβιστεί στα βράχια που έχασκαν πάνω από τα κεφάλια μας, προσφέροντας μία μυστικιστική ατμόσφαιρα στην γύρω περιοχή. Ο δρόμος μας οδηγούσε σ' ένα χωριό που μας το είχε προτείνει μία κοπέλα στο Ζάγκρεμπ. Το συναντήσαμε σ' ένα άνοιγμα της κοιλάδας. Εκεί μας αποκαλύφθηκε το Γιάτσε.
Το Γιάτσε βρίσκεται στην καρδιά της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, δίπλα στα όρια του σερβοορθόδοξου με το μουσουλμανικό κομμάτι της χώρας. Η εναλλαγή είναι έντονη μιας και στο χωριό δεσπόζουν μόνο τζαμιά με μιναρέδες, ενώ από τις άλλες θρησκείες έχει μείνει το υπόλειμμα ενός σερβοορθόδοξου μοναστηριού (01:51) και το καμένο καμπαναριό ενός φραγκισκάνικου μοναστηριού (01:57).
Το Γιάτσε είχε την ατυχία να κατοικείται κι από τα τρία έθνη της Γιουγκοσλαβίας (Σέρβους, Κροάτες και Βόσνιους). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν αρκετές μάχες για την τελική κυριαρχία της πόλης. Τέλη άνοιξης του 1992, ο σέρβικος πληθυσμός έφυγε από την πόλη. Αμέσως η πόλη καταλήφθηκε από κροατικά και βοσνιακά στρατεύματα. Λίγες βδομάδες μετά, ο σέρβικος στρατός άρχισε να την βομβαρδίζει ανηλεώς. Ο βομβαρδισμός αυτός άφησε πίσω του 40.000 πρόσφυγες, οι οποίοι περπάτησαν 16 χιλιόμετρα προς το Τράβνικ. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίστηκε ως "η μεγαλύτερη και πιο άθλια μαζική έξοδος" του πολέμου της Βοσνίας.
Στη σημερινή όψη της πόλης, αρκετά κτίρια παραμένουν πληγωμένα κι ερειπωμένα για να θυμίζουν τις σκοτεινές μέρες που βίωσαν οι κάτοικοί της. Το μίσος δεν έχει κοπάσει ακόμα, κάτι που φάνηκε και στα ήρεμα λόγια ενός εστιάτορα που μας σέρβιρε το παραδοσιακό τους "τσεβάπσκι". Στην πόλη αυτή ζουν μόνο μουσουλμάνοι, μας είπε δείχνοντάς μας το μιναρέ του κεντρικού τζαμιού της πόλης.
Παρά την ψυχρή τους φυσιογνωμία, οι κάτοικοι της πόλης ήταν αρκετά φιλόξενοι και χαμογελαστοί μαζί μας. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε η καλοσύνη ενός αστυνομικού, ο οποίος μη γνωρίζοντας αγγλικά, περπάτησε λίγα μέτρα πιο πέρα από την είσοδο του τοπικού αστυνομικού τμήματος, για να μας δείξει σε ποιο σημείο μπορούμε να παρκάρουμε το αμάξι. Ένα ευχαριστώ από την μεριά μας, ήταν αρκετό για να μας προσφέρει ένα ειλικρινές χαμόγελο.
Ακριβώς απέναντι από το τμήμα, στέκονταν ακόμη όρθιες, δυο εργατικές κατοικίες, οι οποίες ήταν βαριά πληγωμένες από σφαίρες και βλήματα. Οι μεγάλες τρύπες είχαν κλειστεί ξανά με τούβλα, χωρίς όμως να καλυφθούν με τσιμέντο, αφήνοντας ορατά τα σημάδια του πολέμου στην εξωτερική μεριά των κτιρίων. Το τραύμα κλειστό αλλά η ουλή εμφανής στο πρόσωπο της πόλης.
Στη κορυφή του χωριού δεσπόζει ένα καλοδιατηρημένο κάστρο (02:03-02:56). Περπατώντας στα τείχη του, είχαμε θέα ένα μεγάλο μέρος της κοιλάδας και τις κορυφογραμμές της γύρω περιοχής. Εξαιρετικό παρατηρητήριο τα χρόνια εκείνα. Σε μας πρόσφερε λίγες στιγμές καθαρού αέρα καθώς παρατηρούσαμε το παιχνίδι των σύννεφων με τα γύρω βουνά.
Κατηφορίζοντας από το κάστρο, βρεθήκαμε στους φημισμένους καταρράκτες του Γιάτσε (03:03-03:24). Στο σημείο εκείνο ενώνεται ο ποταμός Pliva με τον Vrbas. Οι καταρράκτες αυτοί είχαν κάποτε ύψος 30 μέτρα, αλλά μετά τον πόλεμο το ύψος τους μειώθηκε στα 20 μέτρα.
Ολοκληρώνοντας την περιήγηση στο Γιάτσε, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ιστορικό γεγονός, για το οποίο οι κάτοικοι του νιώθουν περήφανοι. Κατά την περίοδο της Κατοχής στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κι ενώ οι Γερμανοί ξεκινούσαν την επίθεσή τους στην Σοβιετική Ένωση, ο Τίτο στηριζόμενος σε ένα σύνθημα "Αδελφότητα κι Ενότητα" με απώτερο σκοπό την ίδρυση ενός πολυεθνικού κράτους (την Γιουγκοσλαβία), οργάνωσε το μεγαλύτερο ένοπλο αντάρτικο κίνημα στην κατεχόμενη Ευρώπη. Το κίνημα αυτό αποτελούταν από παρτιζάνους, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στον Εμφύλιο της Ισπανίας με το πλευρό των Διεθνών Ταξιαρχιών. Έτσι δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 1942 το Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης (AVNOJ), το οποίο ανακηρύχθηκε σε ανώτατο όργανο εξουσίας της Γιουγκοσλαβίας στη διάσκεψη του Γιάτσε, τον Δεκέμβριο του 1943. Από εκείνη τη στιγμή το Γιάτσε έγινε η καρδιά της εθνικής αντίστασης κατά των φασιστών, κερδίζοντας έτσι ένα μέρος της καρδιάς όλων των αθεράπευτα ρομαντικών ανθρώπων που εξακολουθούν να ονειρεύονται στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε και πάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου