του Θόδωρου Παρασκευόπουλου
Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας δεν έχει αναπτυχθεί η συζήτηση για τις συμφωνίες «απελευθέρωσης των αγορών» και «διευκόλυνσης των επενδύσεων», που ετοιμάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τρίτα κράτη, συγκεκριμένα με τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Οι συμφωνίες είναι τρεις, από τις οποίες γνωστότερη είναι η «Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων» (TTIP) με τις ΗΠΑ. Οι άλλες δύο είναι η «Συμφωνία για το Εμπόριο με Υπηρεσίες» (TISA) με 23 χώρες και η «Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία» (CETA) με τον Καναδά.
Σε αυτή την τελευταία επικεντρώνεται, ετούτες τις ημέρες, η προσοχή της δημοσιότητας, γιατί οι διαπραγματεύσεις έχουν ολοκληρωθεί. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είχε δηλώσει ότι η CETA είναι αμιγώς κοινοτική συμφωνία και, επομένως, δεν χρειάζεται να επικυρωθεί από τα εθνικά Κοινοβούλια. Ο λόγος γι’ αυτή τη δήλωση είναι διπλός: εντάσσεται, πρώτον, στη δηλωμένη επιδίωξή του να μετατραπεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πραγματική κυβέρνηση της ΕΕ.· ο κυριότερος λόγος, βέβαια, είναι ότι η διαδικασία επικύρωσης από τα κοινοβούλια είναι χρονοβόρα και η έκβασή της αβέβαιη. Υπάρχει, άλλωστε, το παράδειγμα της συμφωνίας ACTA για τα πνευματικά δικαιώματα, που, έπειτα από μαζικές διαμαρτυρίες, απορρίφθηκε άνευ επαίνων, τόσο από τα εθνικά Κοινοβούλια, όσο και από την Ευρωβουλή. Στο παράδειγμα της CETA φαίνεται πόσο επουσιώδης είναι σήμερα η συζήτηση για τις αρμοδιότητες και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωβουλής σε αντιδιαστολή με τις εθνικές αρμοδιότητες των κρατών μελών. Η αποφυγή διαμαρτυριών ήταν, άλλωστε, και ο λόγος που οι διαπραγματεύσεις για όλες αυτές τις συμφωνίες έγιναν μυστικά. η μυστικότητα, όπως ήταν φυσικό, τροφοδότησε τις υποψίες της κοινής γνώμης, ήρθαν μετά οι αποκαλύψεις από διάφορες πηγές (με πρόσφατη και πιο γνωστή την αποκάλυψη μεγάλου μέρους των συμφωνηθέντων από το Wikileaks) κι έτσι κυβερνήσεις και Κοινοβούλια βρίσκονται υπό πίεση. Η μυστικότητα των διαπραγματεύσεων απαγορεύει σε οποιοδήποτε εκλεγμένο αντιπροσωπευτικό όργανο να συμμετάσχει, να προτείνει ή να απορρίψει, να βελτιώσει μέρη ή σημεία της συμφωνίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τους εμπειρογνώμονές της, αλλά και με τη «συμβολή» των λόμπι των μεγάλων επιχειρήσεων, διαπραγματεύτηκε και παρουσιάζει το αποτέλεσμα, στο οποίο η Ευρωβουλή, οι κυβερνήσεις, τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει να απαντήσουν με ένα «Ναι» ή με ένα «Όχι».
Ενίσχυση των επιχειρήσεων
Επί του περιεχομένου, η κριτική που έχει ασκηθεί και εντάθηκε μετά τις αποκαλύψεις, είναι η ίδια που ασκείται στην TTIP. Δηλαδή, ότι περιορίζεται η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των καταναλωτών, ότι δεν προστατεύονται επαρκώς τοπικά προϊόντα και, προπάντων, ότι οι επιχειρήσεις αποκτούν ευθέως και επισήμως -όχι μόνο με τη δραστηριότητα των λόμπι και με δωροδοκίες- αποφασιστικό ρόλο για τη διαμόρφωση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών. Στο μέλλον, εφόσον, η CETA και η TTIP εγκριθούν, οι επιχειρήσεις θα μπορουν να διεκδικούν αποζημιώσεις, εάν θεωρούν ότι κυβερνητικές αποφάσεις βλάπτουν τα συμφέροντά τους: αν, λόγου χάριν, αλλάξει το εργατικό δίκαιο προς όφελος των μισθωτών, αν νομοθετικά επιβληθεί υψηλότερος κατώτατος μισθός ή λιγότερες ώρες εργασίας, αν επιβληθούν νέοι περιορισμοί προστατευτικοί για το περιβάλλον, αν τομείς όπως η Παιδεία, η Υγεία, οι υποδομές, η ενέργεια, η ύδρευση υπαχθούν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δημοσίου. Για την εκδίκαση, μάλιστα, τέτοιων προσφυγών, δεν θα είναι αρμόδια τα τακτικά δικαστήρια του εκάστοτε κράτους ή, έστω, τα ευρωπαϊκά δικαστηρια, αλλά, όπως λέει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα διεθνές Δικαστήριο Εμπορίου. Αυτό αντικατέστησε την αρχική πρόβλεψη για ιδιωτικές επιτροπές διαιτησίας, που είχαν συγκεντρώσει την κριτική της κοινής γνώμης, αλλά και κυβερνήσεων. Ωστόσο, και η ίδρυση ενός νέου Διεθνούς Δικαστηρίου δεν λύνει το πρόβλημα, γιατί αφαιρεί από τα κράτη την εξουσία να καθορίζουν ουσιαστικά ζητήματα, όπως είναι το εργατικό δίκαιο και η προστασία του περιβάλλοντος. Μέχρι τώρα, διεθνείς συμβάσεις γι’ αυτά τα ζητήματα καθορίζουν κατώτατες προδιαγραφές προστασίας, ενώ με τις προβλέψεις της CETA θα περιορίζουν τις προδιαγραφές αυτές με βάση ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα.
Φαινομενική υπαναχώρηση
Έπειτα από την άρνηση των περισσότερων κυβερνήσεων να αποδεχθούν την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή υπαναχώρησε, χωρίς να αλλάξει γνώμη. Η συμφωνία, λέει η Επιτροπή, θα παρουσιαστεί για έγκριση στα εθνικά κοινοβούλια, αλλά και προτού τελειώσει αυτή η αβέβαιη διαδικασία, θα εφαρμοστεί προσωρινά. Η προσωρινή εφαρμογή μπορεί να ισχύσει μόνο για το μέρος της συμφωνίας, που αφορά το εμπόριο (όχι για τις επενδύσεις και, επομένως, χωρίς το ακανθώδες ζήτημα της διαιτησίας), αφού το εμπόριο σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, θα μειωθεί το επίπεδο προστασίας της υγείας, του περιβάλλοντος και των τοπικών προϊόντων στο μέτρο που αυτή επηρεάζεται από τις προδιαγραφές για τα εμπορεύσιμα προϊόντα. Επιπλέον, η προσωρινή εφαρμογή δημιουργεί η ίδια κατάσταση και δίκαιο, και θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν απορριφθεί η CETA, να πάψει η προσωρινή εφαρμογή της. Στις Βρυξέλλες συζητάται ακόμα και προσφυγη της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εάν το Συμβούλιο απορρίψει (με τουλάχιστον 16 ψήφους από τους 28) την προσωρινή εφαρμογή της CETA.
Η συμφωνία με τον Καναδά είναι κρίσιμη. Σε μεγάλο βαθμό είναι ταυτόσημη με την TTIP, τη συμφωνία ΕΕ – ΗΠΑ, η οποία, όπως όλα δείχνουν, δεν θα είναι εύκολο να φτάσει σε αίσιο τέλος για τους εμπνευστές της. Εάν, όμως, ισχύει η CETA, τότε οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ θα μπορούν δια μέσου των θυγατρικών τους στον Καναδά να επωφεληθούν.
Διστακτική η ελληνική κυβέρνηση
Μέχρι τώρα, η ελληνική κυβέρνηση έχει τοποθετηθεί διστακτικά απέναντι στη συμφωνία με τον Καναδά. Προτίμησε να συμφωνήσει με τις ενστάσεις μεγάλων κρατών (για τη διαδικασία της κύρωσης, για το περιβάλλον και για τα τοπικά προϊόντα), χωρίς να προβάλει συνολική ελληνική θέση. Όμως, το αργότερο στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου, που, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα αρχίσει η διαδικασία κύρωσης με τοποθέτηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα πρέπει και η ελληνική κυβέρνηση να τοποθετηθεί. Απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά, φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν έχει καταλήξει -κι αυτό είναι επικίνδυνο- παρ’ όλο που ο δισταγμός, με δεδομένη την πίεση υπό την οποία βρίσκεται η Ελλάδα, είναι κατανοητός. Άλλωστε, ανεξάρτητα από την τελική τοποθέτηση της κυβέρνησης, το ελληνικό Κοινοβούλιο εξαιρετικά δύσκολα θα δεχτεί τη συμφωνία. Είναι βέβαιο ότι στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα υπάρξει πλειοψηφική αντίσταση, καθώς και ότι το κόμμα, το επικείμενο Συνέδριό του και η Κεντρική Επιτροπή, θα τοποθετηθεί αρνητικά.
Στην Ελλάδα, αντίθετα με άλλες χώρες, δεν έχει αναπτυχθεί κίνημα κατ’ αυτών των συμφωνιών, δεν υπάρχει η δημόσια συζήτηση, που θα τροφοδοτούσε με επιχειρήματα τους αντιπάλους τους, είτε αυτά αφορούν την προσβολή της δημοκρατίας, είτε αφορούν εργατικά δικαιώματα, προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Και μόνο, όμως, το γεγονός ότι η ελληνική φέτα εξαιρέθηκε από τα προστατευόμενα προϊόντα (ενώ στον κατάλογο υπάρχουν όλα τα εμβληματικά τυριά της Ευρώπης), θα γεννήσει αντιστάσεις στην Ελλάδα, οι οποίες θα θέσουν υπό πίεση ακόμα και βουλευτές αστικών κομμάτων, προπάντων από αγροτικές περιοχές, που κατά τα άλλα θα ήθελαν να υπερψηφίσουν τη συμφωνία.
Πηγή: Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου