Το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής μας βρήκε να περιπλανόμαστε στα στενά της Τεργέστης. Ήδη είχαμε γυρίσει ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης, με αφετηρία το κάστρο. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη θάλασσα αλλά εμείς προτιμήσαμε να βγούμε στο Μεγάλο Κανάλι 02:25-03:06).
Ένα κομμάτι θάλασσας εισχωρούσε προς το εσωτερικό της πόλης για να προσθέσει την τυρκουάζ απόχρωση του νερού στις κομψές προσόψεις των κτιρίων αλλά και να δροσίσει τους κατοίκους που επέλεγαν τη συγκεκριμένη περιοχή για να ξαποστάσουν από τους ρυθμούς της καθημερινότητάς τους. Πάνω στις μικρές γέφυρες που ενώνουν τις δυο μεριές του καναλιού, περπάτησα με χαμογελαστούς ανθρώπους, οι οποίοι έτειναν το πρόσωπό τους προς τον ήλιο για να απολαύσουν τα ανοιξιάτικα χάδια του. Μέσα σ' αυτούς συνάντησα και τον Τζέιμς Τζόις, ή για να το θέσω καλύτερα το "περιπλανώμενο" άγαλμά του (02:53). Ο διάσημος Ιρλανδός συγγραφέας ήταν ερωτευμένος με την Τεργέστη, κι όχι άδικα.
Αφού γευτήκαμε ορισμένα από τα πιάτα της ιταλικής κουζίνας σ' ένα από τα καλαίσθητα εστιατόρια του καναλιού, αποφασίσαμε να απολαύσουμε μία μπύρα σε ένα στέκι που είχαμε ανακαλύψει πίσω από την μεγάλη πλατεία Ουνιτά ντ' Ιτάλια. Η όρεξή μου όμως να περπατήσω κι άλλο την πόλη, με ώθησε να αποχωριστώ για λίγη ώρα τους φίλους μου και να περιπλανηθώ στην προκυμαία μόνος.
Πριν αρχίσω τη βόλτα μου, στάθηκα γι' αρκετή ώρα στην Πιάτσα Ουνιτά ντ' Ιτάλια (00:08-01:32), η οποία είναι και η μεγαλύτερη παραθαλάσσια πλατεία της Ευρώπης. Παλιά είχε την ονομασία "Πλατεία Αγίου Πέτρου" επειδή υπήρχε μία μικρή εκκλησία κι έπειτα "Πλατεία Γκράντε". Το σημερινό της όνομα το πήρε το 1918 όταν προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Ιταλίας και παγιώθηκε το 1955 όταν η πόλη ενσωματώθηκε τελικά στην Ιταλία.
Πέρα από το μέγεθός της, η πλατεία είναι πλούσια σε υπέροχα και ογκώδη κτίρια, ειδικά τα δυο ακριανά, τα οποία δεσπόζουν τόσο στην πλατεία όσο και στην προκυμαία της πόλης, το Παλάτσο των Αυστριακών υπολοχαγών (00:25) και το παλάτσο Lloyd (00:30). Τα υπόλοιπα είναι το παλάτσο Στράττι, το παλάτσο Μοντέλο, το παλάτσο Πιττέρι, το παλάτσο Βανόλι και στο κέντρο στέκει το πανέμορφο Δημαρχείο με τον πανύψηλο πύργο με το ρολόι.
Στην άκρη της πλατείας, κοντά στο δημαρχείο βρίσκεται η Κρήνη των Τεσσάρων Ηπείρων, μιας και τότε που δημιουργήθηκε αυτό το γλυπτό σύμπλεγμα, ήταν γνωστές μόνο οι τέσσερις ήπειροι (Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Αμερική). Οι μορφές που υπάρχουν πάνω στη σύνθεση φέρουν τα χαρακτηριστικά των λαών της κάθε ηπείρου ενώ το νερό που ρέει συμβολίζει τους μεγάλους ποταμούς τους. Στην κορυφή δεσπόζει μία φτερωτή γυναικεία μορφή, η οποία είναι η Τεργέστη.
Αυτό που μου αρέσει στις ιταλικές πόλεις, είναι οι γλυπτοί διάκοσμοι που συναντάμε πάνω σε κτίρια είτε δημόσια είτε ιδιωτικά. Αυτή η ωραιοπάθεια των Ιταλών τους κάνει αρκετά συμπαθητικούς στα μάτια μου κι επιβεβαιώνει το πόσο πολύ αγαπάνε τη ζωή. Φανερώνει όμως και την ματαιοδοξία τους.
Έφυγα από την πλατεία και περπάτησα ανατολικά προς το παλιό τελωνείο, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε έναν ευήλιο και ευρύχωρο εκθεσιακό χώρο (02:03-02:14). Από εκείνο το σημείο ξεκινάει και το σύγχρονο λιμάνι της πόλης, γκρίζο κι αδιάφορο. Έκανα μεταβολή κι επέστρεψα προς την πλατεία. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται ο ελληνοορθόδοξος ναός του Αγίου Νικολάου (02:15-02:24). Έξω απ' αυτήν την εκκλησία, οι Αυστριακοί συνέλαβαν τον Ρήγα Φεραίο και τον παρέδωσαν στους Τούρκους.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να κατηφορίζει στον ορίζοντα. Ένα δροσερό αεράκι μου πρόσφερε μία ευχάριστη ανατριχίλα στο σβέρκο μου. Εκείνη την ώρα είδα αρκετούς νέους να μαζεύονται σε μία διαγώνια προβλήτα, η οποία έφτανε πολύ μέσα στη θάλασσα. Κάθονταν στα πεζούλια και συζητούσαν, φωτογραφιζόντουσαν, γελούσαν, έπιναν μπύρες, ή έμεναν σιωπηλοί συντροφιά με τις σκέψεις τους. Μέσα σε λίγα λεπτά, όλη η ζωή της πόλης μαζεύτηκε πάνω σ' αυτό το μακρόστενο κομμάτι γης.
Η ώρα είχε περάσει. Επέστρεψα στη μπυραρία να βρω τους φίλους μου. Είχαν βυθιστεί σε μία άκρως ενδιαφέρουσα κουβέντα. Τους διέκοψα ενθουσιασμένος για να τους ανακοινώσω τη μάζωξη πάνω στη προβλήτα. Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκωθήκαμε και περπατήσαμε μέχρι εκεί. Ο ήλιος βρισκόταν λίγο πιο πάνω από τις απέναντι ιταλικές ακτές. Ένα χρυσαφί χρώμα σκέπασε όλες τις προσόψεις των κτιρίων της Τεργέστης. Τα χάδια του ήλιου στο πρόσωπό μας, ανέβασαν κατακόρυφα τη διάθεση. Η κούραση έφυγε και οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μας εξαφανίστηκαν.
Έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή κι άρχισα να αποθανατίζω τους ανθρώπους γύρω μου. Ο καθένας κουβαλούσε μία προσωπικότητα, η οποία λες και φωτιζόταν έντονα εκείνες τις στιγμές. Προσπάθησα να το συλλάβω με τον φακό. Μάταια όμως. Πολλές φορές η τεχνολογία αποτυγχάνει να αποτυπώσει πράγματα που βλέπει το ανθρώπινο μάτι. Κρέμασα τη φωτογραφική μηχανή στον ώμο και στάθηκα όρθιος για να απολαύσω το ηλιοβασίλεμα.
Για λίγα λεπτά έπεσε σιωπή. Όλα τα κεφάλια ήταν στραμμένα στη δύση. Ο ήλιος πλέον ακουμπούσε στις απέναντι βουνοκορφές. Ένα κρουαζιερόπλοιο που είχε αναχωρήσει από την Βενετία, προσπαθούσε ανεπιτυχώς να τραβήξει τη προσοχή μας. Μόλις ο ήλιος κρύφτηκε, ο ουρανός βάφτηκε κόκκινος. Από την άλλη μεριά, η νύχτα άρχισε να σκεπάζει την πόλη. Γαληνεμένος ο κόσμος επέστρεψε προς την προκυμαία. Μικρές σκιές που διασκορπίστηκαν και χάθηκαν στα γύρω στενά.
Μαζί μ' αυτούς πήραμε κι εμείς το δρόμο της επιστροφής. Η πλατεία είχε φωταγωγηθεί. Η λάμψη των υπέροχων παλάτσων έκαναν τη νύχτα μέρα, ενώ τα μικρά μπλε φωτάκια σε όλη την επιφάνεια της πλατείας, δημιουργούσαν έναν νέο γαλαξία. Κι έτσι ο ουρανός βρισκόταν παντού. Ότι υπήρχε πάνω το έβλεπες και κάτω.
Επιστρέφοντας στο δωμάτιο αργά το βράδυ, μου ήρθε στο μυαλό η μορφή του Ιρλανδού συγγραφέα. Ήμουν βέβαιος πως ακόμα θα περιφερόταν άσκοπα στις γέφυρες του Μεγάλου Καναλιού...
Χαμένος αλλά γεμάτος συναισθήματα για την αγαπημένη του πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου