Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Παρίσι, επίσκεψη στα αγαπημένα μου μουσεία





Η όψη του Παρισιού καθιστά την πόλη ως ένα τεραστίων διαστάσεων υπαίθριο μουσείο. Όμως η πόλη φημίζεται επίσης και για τα σπουδαία της μουσείου. Στην πρώτη μου επίσκεψη πέρασα σχεδόν δύο μέρες μέσα στις πλούσιες  τους αίθουσες. Αυτή τη φορά όμως διάλεξα να επισκεφθώ ξανά μόνο το αγαπημένο μου μουσείο Ορσέ, το οποίο όταν το αντίκρισα ξανά μετά από δέκα χρόνια ένιωσα ένα σκίρτημα στη καρδιά καθώς τα δυο μεγάλα του ρολόγια με κοιτούσαν σα δυο θεόρατα μάτια που έλαμπαν από χαρά με το αντάμωμά μας.
Το κομψότατο κι άκρως ενδιαφέρον κτίριο του μουσείου που έχει την τύχη να στέκει ακόμα όρθιο, σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βικτόρ Λαλού (Victor Laloux) και κατασκευάσθηκε με την επίβλεψή του καθώς και των αρχιτεκτόνων Λυσιέ Μάνι (Lucien Magne) και Εμίλ Μπενάρ (Émile Bénard). Η κατασκευή του άρχισε το 1898 και χρησιμοποιήθηκε, από το 1900 έως το 1939, ως κτήριο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της σιδηροδρομικής εταιρείας Παρισιού - Ορλεάνης (Chemin de fer de Paris à Orléans).
Όμως το μήκος που είχαν οι πλατφόρμες του,  κατέστησαν το σταθμό ακατάλληλο για τα μεγάλου μήκους τρένα της εποχής κι έτσι ο σταθμός άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο από τους συρμούς του προαστιακού, ενώ ένα τμήμα του, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως ταχυδρομικό γραφείο αλλά και ως σταθμός μεταφοράς κρατουμένων στη Γερμανία. Ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε, επίσης και για τη μεταφορά των επαναπατριζόμενων Γάλλων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μάλιστα υπάρχει αναμνηστική πλάκα που αναφέρει τη χρήση του Ορσέ ως σταθμού επαναπατρισμού Γάλλων κρατουμένων.
Μετά τον Πόλεμο ο σταθμός χρησίμευσε ως στούντιο για το γύρισμα αρκετών ταινιών όπως η Δίκη του Φραντς Κάφκα σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς και ως κέντρο δημοπρασιών, καθώς το τότε κτήριο των δημοπρασιών (Hôtel Drouot) ανακατασκευαζόταν. Το κτήριο σταμάτησε οριστικά να χρησιμοποιείται το 1973.
Η μετατροπή του σε μουσείο έγινε το 1977 από την Γαλλική Κυβέρνηση, αφιερωμένο αρχικά στην τέχνη του 19ου αιώνα, ενώ το 1978 χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο. Την αναμόρφωση ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Ρενό Μπαρντόν, Πιέρ Κολμπόκ και Ζαν-Κλώντ Φιλιππόν, ενώ την αναμόρφωση των εσωτερικών χώρων η Ιταλίδα αρχιτέκτονας Γκαέ Αουλέντι (Gae (Gaetana) Aulenti). Οι εργασίες άρχισαν το 1983 και ολοκληρώθηκαν το 1986. Η αναμόρφωση περιλάμβανε, ουσιαστικά, την ανακατασκευή των δαπέδων και των τεσσάρων ορόφων του κτίσματος και, φυσικά, τη συντήρηση των διακοσμητικών στοιχείων του. Το νέο μουσείο εγκαινιάσθηκε από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν την 1η Δεκεμβρίου 1986 και άνοιξε για το κοινό στις 9 του ίδιου μήνα.
Αυτή τη φορά βρήκα την διαρρύθμισή του εντελώς διαφορετική. Τα γλυπτά της κεντρικής αίθουσας δεν είχαν αλλάξει θέση δίνοντάς μου την χαρά να τα απολαύσω ξανά από κοντά. Όμως αρκετούς από τους διάσημους πίνακες δε κατάφερα να τους βρω παρόλο που οι περισσότεροι πίνακες ήταν εκτεθειμένοι στον τελευταίο όροφο συνδέοντας την πλούσια έκθεση με τα περύφημα ρολόγια.
Η οικειότητα που ένιωθα με τον εκθεσιακό χώρο με κανε να αγαπήσω περισσότερο το συγκεκριμένο μουσείο. Αυτή τη φορά αισθάνθηκα πως τα γλυπτά της συλλογής ήταν με τέτοιο τρόπο στημένα που σχημάτιζαν έναν χαρούμενο χορό μέσα σε μια όμορφη φωτεινή αίθουσα κι εμείς ως επισκέπτες ήμασταν οι καλεσμένοι που θαυμάζαμε τις αέρινες κινήσεις τους. Κι έπειτα, χορτασμένοι από τις κυκλικές τους κινήσεις εισχωρούσαμε σε μια θάλασσα χρωμάτων των Μονέ, Ρενουάρ, Βαν Γκογκ κι άλλων σπουδαίων δημιουργών.
Βγαίνοντας από το μουσείο ενιωσα πως κουβαλούσα μέσα μου ένα κομμάτι απ αυτούς τους αιώνιους ρομαντικούς που περιφέρονταν κάποτε στους δρόμους του Παρισιού αναζητώντας τη μούσα τους. Με την ίδια διάθεση ξεχύθηκα στους δρόμους να την αναζητήσω και γω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου