Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου (1986)




Υπάρχουν κάποια αριστουργήματα του κινηματογράφου που ξεφεύγουν από τα όχι και τόσο στενά πλαίσια της ελεύθερης έκφρασης κι από έργα τέχνης μετατρέπονται σε ιδεολογικά κι άκρως επαναστατικά μανιφέστο. Γι' αυτό το λόγο, οι προβολές αυτών των αριστουργημάτων είναι εμπειρίες ζωής κι αστείρευτες πηγές προβληματισμών, στοιχειώνοντας κάθε σκεπτόμενο θεατή που επιλέγει να τις παρακολουθήσει, απροετοίμαστο αρκετές φορές γι' αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει με το σβήσιμο των φώτων στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες. Το συγκλονιστικό σοβιετικό αριστούργημα "Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου", το οποίο έχει διακριθεί με το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Μανχάιμ-Χαϊδελβέργης, ανήκει στην παραπάνω κατηγορία ταινιών, όπου με τα χρόνια έχει μετατραπεί σε μια ταινία θρύλος που εξακολουθεί να εμπνέει και να προβληματίζει με το διαχρονικό εφιαλτικό της θέμα, το οποίο δεν είναι άλλο από την αυτοκαταστροφική φύση των ανθρώπων.
Το είδος της συγκεκριμένης ταινίας θα μπορούσε να τοποθετηθεί στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας καθώς παρουσιάζει κι αναλύει τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η ανθρωπότητα από ενδεχόμενους λανθασμένους χειρισμούς των μεγάλων επιτευγμάτων της επιστήμης, ειδικά σε μια περίοδο που ο εφιάλτης του πυρηνικού ολοκαυτώματος ήταν ανατριχιαστικά πιθανός. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν τότε ή να συμβούν σήμερα, αν λάθος άτομα τοποθετηθούν σε καίριες θέσεις. Ακόμη κι ένα απρόσεκτο ανθρώπινο λάθος ή ένα φυσικό γεγονός θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα, όπως έχει ήδη συμβεί με το Τσέρνομπιλ και τη Φουκουσίμα...  
Η συγκεκριμένη ταινία πατάει πάνω σ' ένα απρόσεκτο λάθος ενός υπολογιστή και στην αδυναμία ενός χειριστή να προλάβει μια εκτόξευση, για να δείξει πόσο αναπόφευκτα μπορεί να προκληθεί ένα πυρηνικό δυστύχημα, ισοπεδώνοντας πόλεις και μολύνοντας τον πλανήτη με ραδιενεργά στοιχεία. Οι νέες συνθήκες διαβίωσης μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα είναι θανατηφόρες μ' αποτέλεσμα να τεθεί ένας αυστηρός αστυνομικός νόμος, ο οποίος παρέχει προστασία σε υπόγεια καταφύγια μόνο σε δυνατούς κι απολύτως υγιείς ανθρώπους. 
Κεντρικό πρόσωπο σ' αυτήν την εφιαλτική πυρηνική δυστοπία, είναι ένας νομπελίστας φυσικός επιστήμονας, ο οποίος ζει μαζί με μια ομάδα επιβιωσάντων στους υπόγειους χώρους ενός μουσείου ιστορίας. Κατά τη διαμονή του στα σκοτεινά κι υγρά έγκατα του κτηρίου, γράφει γράμματα στο γιο του Έρικ, παρόλο που είναι σίγουρος πως δεν πρόκειται ποτέ να τα διαβάσει, καθώς τον θεωρεί νεκρό. Μέσα από τα γράμματά του, εκφράζει την απογοήτευσή του τόσο για την επιστήμη όσο και για τους ανθρώπους που επέλεξαν να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον τους, οδηγώντας την οικουμένη σε μια μεγάλη καταστροφή. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο και να παλεύει γι' αυτό, κάνοντας καθημερινές αποδράσεις από το ασφαλές του καταφύγιο, αναζητώντας και φροντίζοντας εγκαταλελειμμένα παιδιά που συναντά στην αφιλόξενη επιφάνεια της γης, θέτοντας τον ίδιο του τον εαυτό σε θανάσιμο κίνδυνο. 




Πατώντας πάνω σ' αυτήν την απόλυτη καταστροφή, στήνεται ένα συγκλονιστικό διαχρονικό μανιφέστο, το οποίο εκλιπαρεί στη σωστή χρήση της επιστημονικής προόδου, η οποία θα εξυπηρετεί τη ζωή και δε θα την εξοντώνει, θα προβλέπει και θα βελτιώνει το μέλλον κι όχι να το ισοπεδώνει. Παράλληλα παρουσιάζει τις επικίνδυνες πορείες που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη ματαιοδοξία οδηγώντας την ανθρωπότητα σε θανάσιμους κινδύνους και μη αναστρέψιμες καταστροφές. Άραγε, μέχρι που μπορεί να φτάσει η αυτοκαταστροφική αλαζονεία του ανθρώπινου είδους και ποιο είναι το τίμημα που επιφυλάσσει για τις επόμενες γενιές; 
Το σπουδαίο αριστούργημα του Κονσταντίν Λοπουσάνσκι θέτει όλα τα παραπάνω ερωτήματα κι αποδεικνύει πως τα "Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου" δε συγκαταλέγεται στα έργα επιστημονικής φαντασίας αλλά στις προφητικές ταινίες που κραυγάζουν για την έλευση ενός μέλλοντος αρκετά δυσοίωνου κι απειλητικού. Αποκρυπτογραφεί τα σημεία της ψυχροπολεμικής περιόδου και τα αποτυπώνει με μαθηματική ακρίβεια, αποδεικνύοντας τους λόγους που η συγκεκριμένη ταινία είναι εφιαλτικά επίκαιρη. Συμπωματικά η ταινία γυρίστηκε την ίδια χρονιά που συνέβη το τραγικό δυστύχημα του Τσέρνομπιλ. 
Ο δημιουργός επιλέγει να χρησιμοποιήσει κοντινά πλάνα δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, θέλοντας να δείξει πως η αναπόφευκτη καταστροφή είναι μη αναστρέψιμη. Όμως, παρά τον έντονο πεσιμισμό της, στην ταινία εμφανίζονται μικρές χαραμάδες ελπίδας όπως ο στολισμός ενός νεκρού χριστουγεννιάτικου δέντρου με ευτελή υλικά από μια ομάδα μικρών παιδιών που κατάφερε να διασώσει ο πρωταγωνιστής. Είναι όμως αυτό αρκετό; 
Παράλληλα, ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής και της αδυναμίας του ανθρώπινου νου σε κάθε είδους υλιστικής εξάρτησης που μπορεί να τον οδηγήσει στην παράνοια.  Στην επίτευξη των παραπάνω αναλύσεων και στην αποτύπωση της εξαθλίωσης και των αδιεξόδων της ανθρωπότητας μετά από ένα πυρηνικό όλεθρο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και τα φωτογραφικά κάδρα του σπουδαίου φωτογράφου Νικολάι Ποκόπτσεφ, ο οποίος πειραματίστηκε έντονα με τις αποχρώσεις του κίτρινου και της σέπιας, προσδίδοντας στα πλάνα της ταινίας την αίσθηση της σήψης και της παρακμής. 
Αυτό που κρατάω από την ταινία, είναι τα τελευταία συγκλονιστικά λόγια ενός συνειδητοποιημένου αυτόχειρα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στα υπόγεια του μουσείου. Θα ήθελα να κλείσω την ανάρτησή μου μ΄ αυτά τα λόγια, τα οποία κορυφώνουν την ουσία του νοήματος που κουβαλάει το συγκεκριμένο κινηματογραφικό μανιφέστο: 
"Σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω ως νεκρός προς τους νεκρούς. Με άλλα λόγια, ντόμπρα. Παρακαλώ επιτρέψτε μου να δώσω έναν λόγο για τα ανθρώπινα όντα ως βιολογικά όντα. Ήταν τραγικά όντα, ίσως καταδικασμένα απ’ την αρχή. Η θαυμάσια και μοιραία μας μοίρα έγκειται στην αποφασιστικότητά μας να είμαστε ένα βήμα μπροστά απ’ τους εαυτούς μας. Να γίνουμε καλύτεροι, απ’ ό,τι η φύση προόριζε για εμάς να είμαστε. Βρήκαμε βαθιά μέσα μας την συμπόνια, παρόλο που αυτό αλληλοαναιρούσε τους νόμους της επιβίωσης. Να βιώσουμε το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παρόλο που πάντα την ποδοπατούσαμε. Να δημιουργούμε έργα τέχνης, γνωρίζοντας πολύ καλά την χρησιμότητα και την ευθραυστότητα τους. Βρήκαμε βαθιά μέσα μας την αγάπη. Κύριέ μου, πόσο δύσκολο ήταν αυτό. Οι ανελέητες δυνάμεις του χρόνου θα έφθειραν το σώμα, το πνεύμα, και τα συναισθήματα. Αλλά ο άνθρωπος συνέχισε να αγαπά, και η αγάπη δημιουργούσε έργα τέχνης. Οι τέχνες, οι οποίες αιχμαλώτισαν την απόκοσμη λαχτάρα για ένα ιδεώδες, την ατέλειωτη απελπισία μας, και την καθολική κραυγή του φόβου μας. Η κραυγή νοημόνων πλασμάτων που εγκαταλείφθηκαν στην κρύα και απαθή έρημο της πλάσης. Εδώ, πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους, έχουμε προφέρει πολλές λέξεις μίσους, λοιδορίας και εμπαιγμού προς την ανθρωπότητα. Αλλά δεν θα την κατηγορήσω σήμερα. Όχι. Αυτό που θα ήθελα να πω είναι τούτο. Αγάπησα την ανθρωπότητα. Και την αγάπησα περισσότερο, τώρα που έχει χαθεί, ακριβώς εξαιτίας αυτής της τραγικής μοίρας". 
Μετά απ' αυτά τα λόγια, ότι κι αν προσπαθήσω να προσθέσω θα είναι περιττό. 


Βαθμολογία: 10/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου