Ξεκινήσαμε σχετικά νωρίς το πρωί από την πόλη της Καστοριάς για να πάμε στις Πρέσπες. Η καταρρακτώδης βροχή της προηγούμενης μέρας είχε αφήσει ένα τοπίο φρέσκο και δροσερό, έτοιμο να μας υποδεχτεί. Οι βρεγμένες φυλλωσιές των δέντρων της λίμνης έλαμπαν στον πρωινό ήλιο ενώ η ήρεμη επιφάνεια του νερού είχε μετατραπεί σε έναν πελώριο καθρέφτη δημιουργώντας μια ανεστραμμένη όψη της πόλης. Σου δινόταν η εντύπωση πως η Καστοριά έγερνε πάνω από την όχθη ως ένας μελαγχολικός τσιμεντένιος νάρκισσος που επιθυμούσε να αντικρίσει το είδωλό του.
Ο περιφερειακός που πήραμε για να βγούμε από την πόλη, είχε τεράστια κλίση και πολλές στροφές, ταλαιπωρώντας αλύπητα το αμάξι που αγκομαχούσε παραπονεμένα από τα πρώτα κιόλας μέτρα της διαδρομής. Όμως από ένα σημείο κι έπειτα, ο δρόμος έγινε πιο ομαλός κι ευχάριστος καθώς ακολουθούσε μια μικρή κοιλάδα που απλωνόταν προς το βορρά. Το τοπίο ήταν γεμάτο δάση και μικρά διάσπαρτα βράχια ενώ ένα μικρό ποτάμι κυλούσε από κάτω μας. Εικόνες ονειρεμένες που μας προετοίμαζαν για την ομορφιά που θα συναντούσαμε στις Πρέσπες.
Κάπου στα μισά της διαδρομής, πριν φτάσουμε στο πρώτο χωριό που είχαμε βάλει στο πρόγραμμά μας, συναντήσαμε το χωριό Γάβρος, το οποίο μας αποκαλύφθηκε με έναν άκρως κινηματογραφικό τρόπο, δίνοντάς μας την αίσθηση πως εισχωρούσαμε σε κάποιο από τα θρυλικά πλάνα του κ.Θόδωρου Αγγελόπουλου. Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εκείνη τη στιγμή να το δούμε αλλά το αφήσαμε για την επιστροφή.
Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε στο χωριό Ανταρτικό, το οποίο παλιότερα ονομαζόταν Ζέλοβο. Η αλλαγή αυτή προέκυψε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου πολλά από τα χωριά της Μακεδονίας μετονομάστηκαν για να αποκτήσουν ξεκάθαρη ελληνική ταυτότητα. Η επιλογή της ονομασίας του Ανταρτικού έγινε για να τιμηθούν οι κάτοικοί του που συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα.
Παρόλο που το χωριό αυτό υπήρξε κάποτε σημαντικό εμπορικό κέντρο, σήμερα η όψη του δείχνει απελπιστικά ερημική και μαρασμένη. Ο οικισμός αναπτύσσεται γύρω από ένα κεντρικό δρόμο που ξεκινάει από το σχολείο κι αφού πρώτα περάσει μπροστά από την κεντρική πλατεία καταλήγει στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Μια διαδρομή γεμάτη πλινθόκτιστα κτίρια που επιμένουν στη φθορά του χρόνου, δημιουργώντας διάφορους ορθωμένους ερυθρούς όγκους που ξεπετάγονται ακανόνιστα μέσα από το πυκνό πράσινο. Από τα κτίρια που στέκουν ακόμη όρθια, μεγάλο ενδιαφέρον έχει το ταχυδρομείο της πλατείας, όπου μέσα από τα σπασμένα του τζάμια μπορεί κανείς να δει τον σταματημένο χρόνο περασμένων δεκαετιών στον εσωτερικό του χώρο.
Να ήταν ζήτημα αν συναντήσαμε δυο τρεις ανθρώπους μέσα στο χωριό, με την ανθρώπινη απουσία να γίνεται περισσότερο εμφανής όταν μας γάβγιζαν τα λιγοστά οικόσιτα σκυλιά. Ακόμη κι η εκκλησία φαινόταν πως εξέπεμπε μια αίσθηση εγκατάλειψης. Το κρεμασμένο κλειδί δίπλα στη πόρτα αρκούσε για να καταλάβουμε πως κανείς δεν υπάρχει για να μας την ανοίξει. Μόνο το χαρτί με το τηλέφωνο του ιερέα που ήταν καρφιτσωμένο στη μέσα μεριά της πόρτας άφηνε μια υπόνοια πως ακόμη υπάρχουν κάποιοι κάτοικοι που προσπαθούν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν τον συγκεκριμένο τόπο ζωντανό.
Βγαίνοντας από το έρημο Ανταρτικό που δεν είχε κάτι παραπάνω να μας δείξει, σταματήσαμε σε ένα μαγαζί που βρισκόταν στην είσοδό του χωριού, το μοναδικό που βρήκαμε ανοιχτό. Αφού απολαύσαμε δύο αναζωογονητικούς ελληνικούς καφέδες, γευτήκαμε τις πλούσιες ομελέτες και τα τεράστια κομμάτια τυρόπιτας και χορτόπιτας που μας πρόσφεραν. Πάνω στο τραπέζι είχε απλωθεί ένα πλούσιο πρωινό που μας κράτησε ως το απόγευμα. Καθώς δοκίμαζα τις εξαίσιες γεύσεις του χωριού, το αυτί μου έπιασε την κουβέντα δυο γερόντων που καθόντουσαν πιο πέρα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άκουγα τα ελληνικά να μπλέκουν τόσο όμορφα με τα σλάβικα. Άλλες φορές καταλάβαινα τι έλεγαν κι άλλες χανόμουν μέσα σε άγνωστες λέξεις. Απέφυγα να τους αντικρίσω καθώς δεν ήθελα να διακόψω την άνεση με την οποία έδεναν τις δυο μητρικές τους γλώσσες. Από την άλλη, προσπάθησα να κρατήσω μια διακριτική στάση ξέροντας πως οι κάτοικοι αυτών των περιοχών υπέστησαν άσχημες μεθόδους για να αποτινάξουν από πάνω τους κάθε τι σλαβικό που κουβαλούσαν. Να όμως που η μνήμη επιμένει...
Φεύγοντας από το Ανταρτικό, κινηθήκαμε προς τον Άγιο Γερμανό. Στα μισά της διαδρομής μας αποκαλύφθηκε η ομορφιά της Μικρής Πρέσπας. Κι ενώ οδηγούσαμε προς τα σύνορα με την Βόρειο Μακεδονία, στα δυτικά μας είχαμε το Βιδρονήσι και το νησί του Αγίου Αχίλλειου να επιπλέουν σαν δυο μικρές βαρκούλες καταμεσής της λίμνης.
Ο Άγιος Γερμανός που είναι η πρωτεύουσα των Πρεσπών, βρίσκεται λίγες εκατοντάδες μέτρα από τα σύνορα με την Βόρειο Μακεδονία, χτισμένος σε μια πλαγιά έχοντας μπροστά του σε πανοραμική θέα την Μικρή Πρέσπα και το νότιο τμήμα της Μεγάλης. Η ονομασία του χωριού οφείλεται στον ομώνυμο ναό που χτίστηκε εκεί τον 10ο αιώνα και είχε αφιερωθεί στη μνήμη του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού. Αυτό που με εντυπωσίασε στο συγκεκριμένο μνημείο ήταν η συνύπαρξή του με ένα τζαμί μεγαλύτερου μεγέθους που σήμερα λειτουργεί ως εκκλησία. Στο περίεργο αυτό σύμπλεγμα των δύο διαφορετικών θρησκευτικών κτιρίων ήρθε να δεθεί και το καμπαναριό που στήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν όλα πια είχαν κριθεί κι η περιοχή αυτή είχε περαστεί στην Ελλάδα.
Σε αντίθεση με το Ανταρτικό, ο Άγιος Γερμανός ήταν πιο ζωντανό χωριό γεμάτο επισκέπτες που απολάμβαναν το μεσημεριανό τους καφέ στα μαγαζιά της κεντρικής πλατείας. Πέρα όμως από τη ζωντάνια του δεν είχε κάτι περισσότερο να μας προσφέρει. Ακόμη κι ο περιβόητος αναστηλωμένος νερόμυλος που είχε βραβευτεί το 2016 με το βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Πολιτιστική Κληρονομία Europa Nostra, έδειχνε παραμελημένος, έτοιμος να τον καταπιεί για μια ακόμη φορά η πυκνή φύση της περιοχής.
Χωρίς να χρονοτριβούμε κατηφορίσαμε προς τον Άγιο Αχίλλειο, ο οποίος μας καλούσε περιβαλλόμενος από τα αρυτίδωτα νερά της λίμνης. Παρκάραμε το αμάξι απέναντι από μια μεγάλη πεζογέφυρα 650 μέτρων που ενώνει το μοναδικό κατοικήσιμο νησί των Πρεσπών με τη στεριά. Καθώς τη διασχίζαμε, παρακολουθούσαμε τον κυκλικό χορό των πελεκάνων πάνω από τα κεφάλια μας ενώ κάμποσοι μικροί κορμοράνοι μας συνόδευαν κολυμπώντας δίπλα στο ξύλινο περίπατό μας. Σε κάθε μας βήμα αισθανόμασταν πως γινόμαστε ένα με τη φύση ενώ μόλις πατήσαμε στο νησί, μας υποδέχτηκαν γελάδια ελευθέρας βοσκής. Μου ήταν πρωτόγνωρο να περπατάω ανάμεσα σ' αυτά τα ζώα που κινούνταν αμέριμνα στο χώρο αδιαφορώντας για την παρουσία μας. Μόνο ένας τεράστιος ταύρος, στεκόταν πάνω σε ένα βράχο και παρακολουθούσε με σοβαρό ύφος τους επισκέπτες. Σαν να μετρούσε τις ενοχλητικές μας παρουσίες πάνω στο νησί.
Ακολουθώντας ένα μονοπάτι, βρεθήκαμε στα απομεινάρια της βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου, ένα εκπληκτικό κτίσμα του 10ου αιώνα που χτίστηκε με έξοδα του Βουλγάρου τσάρου Σαμουήλ με τη βοήθεια Λαρισαίων μαστόρων. Ήταν άκρως συγκινητικό να δω μπροστά μου αυτό το πανέμορφο μνημείο, το οποίο μου είχε τραβήξει την προσοχή από τότε που είχα αρχίσει να ονειρεύομαι ταξίδια εντός κι εκτός Ελλάδος. Ένα μνημείο που με στοίχειωσε για δεκαετίες διότι λόγω της γεωγραφικής του θέσης (ακριβώς στην άκρη της Ελλάδος), δεν το είχα βάλει σε κανένα ταξιδιωτικό μου πλάνο. Και να που τώρα βρέθηκα στο κέντρο της βασιλικής, να θαυμάζω την αρμονία του ιερού που στέκει ακόμη όρθιο και την συνύπαρξη των υπολοίπων αρχιτεκτονικών τμημάτων με το περιβάλλον που ευλαβικά έχει γείρει δίπλα στο μνημείο για να το προστατεύσει.
Στον Άγιο Αχίλλειο ένιωσα την απερίγραπτη μαγεία των λιμνών. Αυτήν την μυσταγωγική αύρα που δυσκολεύεται κανείς να προσδώσει γραπτώς ή προφορικώς. Απλώς πηγαίνει σ' αυτά τα μέρη κι αφήνεται ψυχή και σώμα ενώ παράλληλα αισθάνεται πως ο χρόνος σταματάει με το που πατήσει τη γέφυρα ενώ ο καθαρός αέρας φρεσκάρει το μέσα του διώχνοντας κάθε τι τοξικό που κουβαλάει από την καθημερινότητά του.
Πέρα από τα κοπάδια που βόσκουν σ' ολόκληρο το νησί, συναντήσαμε και τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού. Γνήσιοι ψαράδες που σου δίνουν την αίσθηση πως παρόλη τη μεγάλη τους ηλικία εξακολουθούν να κάνουν τη δουλειά τους με μεράκι. Τους βρήκαμε να απολαμβάνουν τον μεσημεριανό τους ρεμβασμό έξω από τα σπιτάκια τους. Είμαι σίγουρος πως στα βλέμματά τους διέκρινα το μυστικό της εσωτερικής τους γαλήνης. Μας χαιρετούσαν με ένα ευγενικό χαμόγελο που συνάμα άφηνε την υπόνοια της λύπησης προς το πρόσωπό μας, αφουγκραζόμενοι με έναν απροσδιόριστο τρόπο το άγχος της καθημερινότητάς μας. "Έχει ο θεός" μας είπε ένας, δίνοντάς μας ένα ψήγμα ελπίδας πως κάποια στιγμή θα βρούμε κι εμείς τις δικές μας εσωτερικές ισορροπίες.
Από τον Άγιο Αχίλλειο κινήσαμε προς τους Ψαράδες, το τελευταίο βορειοδυτικό κατοικήσιμο μέρος της Ελλάδος. Το χωριό αυτό βρίσκεται μέσα σ' έναν μικρό στενό κόλπο που καταλήγει σε ένα ακόμη βοσκοτόπι. Στους Ψαράδες λέγεται πως οι άνθρωποι γεννιούνται μες στις βάρκες και μαθαίνουν από τα παιδικά τους χρόνια να ζουν με το ψάρεμα. Βλέποντας τα πρόσωπα των λιγοστών κατοίκων, ομολογώ πως πείστηκα για τη συγκεκριμένη φήμη.
Περιπλανώμενοι στην κεντρική οδό του χωριού, μας σταμάτησε ένας γεροντάκος έξω από έναν καφενέ. Το θολό του βλέμμα κι η κοκκινωπή του μύτη μαρτυρούσαν λίγη παραπάνω κατανάλωση αλκοόλ. Όταν μας αντιλήφθηκε, το βλέμμα του άλλαξε και το σώμα του ορθώθηκε στητό προσπαθώντας να κρύψει το καμπούριασμα της μέθης. "Θα θέλατε να σας πάω στα βυζαντινά;" μας ρώτησε με ένα γλυκό κι άκρως ευγενικό τόνο που δεν ταίριαζε με τη σακατεμένη του όψη. Ευγενικά του αρνηθήκαμε συνεχίζοντας τη βόλτα μας στο χωριό συναντώντας την ίδια εγκατάλειψη που αντικρίσαμε και στο Ανταρτικό. Μόνο στο παραλιακό κομμάτι έχει ζωή καθώς βρίσκονται τα ταβερνάκια και τα καφέ του χωριού. Λίγο πριν φύγουμε ένας άλλος ψαράς μας σταμάτησε για να μας κάνει την ίδια ερώτηση. Αρνηθήκαμε και σ' αυτόν ευγενικά για να εισπράξουμε ένα παράπονο "πως αν δε δούμε τα βυζαντινά ερείπια θα 'ναι σαν να μην ήρθαμε στους Ψαράδες". Είμαι βέβαιος πως είχε απόλυτο δίκιο καθώς στους Ψαράδες πράγματι δεν είδαμε τίποτα. Όμως η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να γυρίσουμε Καστοριά πριν νυχτώσει για τα καλά.
Πριν όμως επιστρέψουμε στο κατάλυμά μας, κάναμε μια τελευταία στάση στη Μικρολίμνη, ξέροντας πως εκεί θα αντικρίσουμε την ομορφότερη θέα της Μικρής Πρέσπας και θα απολαύσουμε εξαιρετικό φαγητό από την ταβέρνα του Χάσου. Και πράγματι, από την εξέδρα με τα τραπεζάκια του συμπαθητικού αυτού μαγαζιού, είχαμε μπροστά μας ολόκληρη την λίμνη. Στο κέντρο δέσποζε το Βιδρονήσι, που θεωρείται καταφύγιο για τους κορμοράνους μ' αποτέλεσμα να απαγορεύεται η επισκεψιμότητά του από ανθρώπους αλλά και η παραγωγή κάθε θορύβου. Για να επιτευχθεί αυτό, έχει σταματήσει να χτυπάει ακόμη κι η καμπάνα της μικρής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται πάνω στο νησί. Ακριβώς από πίσω, διακρίνεται το νησί του Αγίου Αχίλλειου κι η στενή λωρίδα που χωρίζει τη Μικρή με τη Μεγάλη Πρέσπα. Στα δυτικά μια στενή λωρίδα λίμνης χάνεται ανάμεσα σε απότομα βουνά, καταλήγοντας σε ένα στενόμακρο άκρο που ανήκει στην Αλβανία.
Με απαλή ταξιδιάρικη μουσική συνοδευόμενη από τον ήπιο παφλασμό των κυμάτων κάτω από τα πόδια μας και με την ευχάριστη κουβέντα που είχαμε με τον ιδιοκτήτη της ψαροταβέρνας αποχαιρετήσαμε την ονειρεμένη φυσική ομορφιά των Πρεσπών.
Ρίξαμε ένα τελευταίο βλέμμα προς το τοπίο λίγο πριν χαθούμε στα βουνά της επιστροφής μας. Ο ήλιος είχε πια αγγίξει τις κορυφογραμμές του Βροντερού και μας αποχαιρετούσε διαχέοντας μια χρυσή απόχρωση τόσο στον ουρανό όσο και στα νερά της λίμνης. Ένα δροσερό αεράκι του βουνού μας ανάγκασε να γυρίσουμε πάλι πίσω στο αμάξι. Γεμάτος ικανοποίησης που επισκέφθηκα επιτέλους τις Πρέσπες και χορτασμένος από τις όμορφες εικόνες έβαλα μπρος στο όχημα κι αναχωρήσαμε για Καστοριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου