Η Καστοριά ήταν ένας προορισμός που με ιντρίγκαρε για πολλά χρόνια αλλά η γεωγραφική της θέση μ' έκανε να την έχω εκτός πλάνων στις ταξιδιωτικές μου εξορμήσεις. Τη μόνη φορά που βρέθηκα κοντά της, ήταν όταν επέστρεφα από το μεγάλο οδοιπορικό των Δυτικών Βαλκανίων. Να όμως που η περίοδος της πανδημίας με τα κλειστά σύνορα, στάθηκε αφορμή να επισκεφθώ διάφορα μέρη της Ελλάδος που είχα αφήσει όλα αυτά τα χρόνια στην άκρη.
Για την αρχόντισσα της λίμνης είχα διαβάσει αρκετά κείμενα που μιλούσαν για την ομορφιά της και την ιστορία της κι είχα απολαύσει κάμποσες φωτογραφίες της που έβρισκα κατά καιρούς σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντάς με να θέλω όλο και πιο πολύ να την επισκεφθώ. Όταν λοιπόν βρέθηκε η ευκαιρία να την συναντήσω από κοντά, σημείωσα αμέσως τα μέρη της πόλης που άξιζε να επισκεφθώ.
Η πρώτη αναφορά για την πόλη γίνεται με το όνομα Ιουστινιανούπολη και Διοκλητιανούπολη. Για το Καστοριά που βγήκε μετέπειτα, κάποιοι το συσχέτισαν με το "κάστρο" καθώς η πόλη ήταν σε οχυρωματική θέση. Γι' αυτό το λόγο κι οι κάτοικοι της λέγονται Καστρινοί. Όμως η άποψη αυτή θεωρείται αβάσιμοι με πολλούς να θεωρούν πως το όνομα προέρχεται από τον Κάστορα καθώς σύμφωνα με τη μυθολογία, η πόλη χτίστηκε το 840 π.Χ. από τον αδελφό του τον Πολυδεύκη. Πέρα όμως από την προέλευση του ονόματος, αυτό όμως που με αγγίζει και συγκινεί περισσότερο από την ιστορία αυτής της πόλης είναι οι ιστορικές στιγμές που έζησε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου καθώς η Καστοριά βρίσκεται ανάμεσα στο Γράμμο και στο Βίτσι όπου διατελέστηκαν εγκλήματα πολέμου από τον ελληνικό στρατό και τους συμμάχους.
Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε εκεί, συνειδητοποίησα πως η πόλη δεν είναι καθόλου εύκολη και προσιτή στους επισκέπτες. Σαν μια ντροπαλή κοπέλα, κρύβει την αρχοντική της ομορφιά πίσω από τις κλειστοφοβικές πολυκατοικίες που στέκουν κρεμασμένες πάνω από τα καταπράσινα νερά της λίμνης ενώ τα αδιάφορα μπαρ της ακτής μας προκαλούσαν μια άδικη αποστροφή για την πόλη αυτή. Στρίβοντας όμως προς την περιοχή του Ντολτσό όλη η αύρα της Καστοριάς αλλάζει. Τα αρχοντικά παίρνουν την θέση των άχαρων πολυκατοικιών και οι μυρωδάτοι κήποι προσθέτουν μια πανδαισία χρωμάτων στους παραλίμνιους περιπάτους.
Για καλή μας τύχη αλλά όχι για το ατρόμητο αμάξι μας, το διαμέρισμα που θα μέναμε βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της πλαγιάς απ' όπου ξεκινούσε η χερσόνησος που εισχωρούσε στη λίμνη της Ορεστιάδας. Από το μπαλκόνι μας είχαμε μια πανοραμική όψη της λίμνης ενώ από κάτω μας απλωνόταν το σύγχρονο μουντό κομμάτι της Καστοριάς. Όταν όμως η νύχτα έπεφτε, τα θαμπά φώτα των δρόμων έσβηναν τις τσιμεντένιες ουλές της πόλης κι η λίμνη μετατρεπόταν σε έναν υδάτινο καθρέφτη. Μάλιστα η μαγεία του τοπίου έπαιρνε άλλη διάσταση όταν έβγαινε πίσω από τη χερσόνησο το ολόγιομο φεγγάρι που μάλιστα εκείνες τις νύχτες παραήταν λαμπερό.
Απολαμβάνοντας από το μπαλκόνι την Καστοριά, προσπάθησα να θυμηθώ τους κατακτητές που διεκδίκησαν την πόλη. Πέρα από τους Βούλγαρους και τους Οθωμανούς, είχαν έρθει ακόμη κι οι Νορμανδοί σ' αυτήν την γωνιά των Βαλκανίων. Αυτό φανερώνει πως η πόλη αυτή υπήρξε πόλος έλξης για πολλούς λαούς κάτι που αποδεικνύεται κι από τον μεγάλο αριθμό βυζαντινών κι οθωμανικών (κρίμα που τα αποκαλούμε μεταβυζαντινά σβήνοντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα κομμάτι της ιστορίας του κάθε τόπου) μνημείων αλλά κι αρκετών αρχοντικών οικιών που ορθώνονται στην περιοχή του Ντολτσό.
Η ομορφιά της πόλης, μας αποκαλύφθηκε σταδιακά καθώς περιπλανιόμασταν κατά μήκος της λίμνης. Αφήνοντας πίσω τα άχρωμα κι αδιάφορα μπαρ της ακτής, φτάνουμε στη παλιά συνοικία της πόλης, το Ντολτσό. Το τοπίο ανοίγει αμφιθεατρικά χρησιμοποιώντας ως ορχήστρα την κεντρική πλατεία ενώ δεκάδες αρχοντικά, άλλα ερειπωμένα κι άλλα αναστηλωμένα στέκουν στις φανταστικές κερκίδες ώστε να παρακολουθούν την παράσταση της κεντρικής σκηνής αλλά και να απολαμβάνουν ανεμπόδιστα την ομορφιά της λίμνης. Αυτά τα υπέροχα κτίσματα μαζί με τις εβδομήντα βυζαντινές εκκλησίες, γίνονται αφορμή για ένα ακόμη ταξίδι στο χρόνο και στον πολυεθνικό πολιτισμό των Βαλκανίων.
Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η ευγένεια και η φιλήσυχη διάθεση των κατοίκων της πόλης. Μάλιστα σε ένα κεντρικό καφέ της πλατείας Ντολτσό πέρα από το υπέροχο πρωινό που απολαύσαμε, μεγάλη εντύπωση μας έκανε η ζεστή εξυπηρέτηση και συμπεριφορά των ανθρώπων που το έχουν.
Πριν αναχωρήσουμε από την πόλη απολαύσαμε έναν υπέροχο περίπατο προς τη Σπηλιά του Δράκου και τη Βυζαντινή Μονή της Παναγιάς Μαυριώτισσας. Ο περίπατος είναι μες στα δέντρα, γεμίζοντας με πράσινο κάθε κάδρο. Στις καλαμιές της λίμνης κρυβόντουσαν διάφορα μικρά πουλιά που έκαναν αρκετό θόρυβο με τις τραγουδιστές φωνές τους ενώ στις πέτρες της ακτής ξεπρόβαλαν αρκετά νερόφιδα τα οποία αμέσως βυθίζονταν στα θολά νερά φοβισμένα από τη παρουσία μας. Δυστυχώς τη μέρα εκείνη το σπήλαιο ήταν κλειστό οπότε αρκεστήκαμε στο να θαυμάσουμε τις θαυμάσιες αγιογραφίες της μονής που χρονολογείται από τον 11ο αι. όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αλέξιος Α' Κομνηνός.
Φεύγοντας από την Καστοριά μας έπιασε μια ψιλή βροχή, η οποία όλο και δυνάμωνε καθώς οδεύαμε προς τον περιφερειακό. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη λίμνη πριν χαθώ προς τα νοτιοανατολικά, συνειδητοποίησα πως η πόλη αυτή μετατρέπεται σε μία υδρόβια νύμφη όταν βρέχεται ευλαβικά από τα σύννεφα. Πόσο μάλλον όταν ντύνεται στα λευκά τον χειμώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου