Υπάρχουν κάποιες ταινίες που συνήθως τις αποφεύγω θεωρώντας τες με έναν απροσδιόριστο τρόπο καλτ, αν και υποθέτω πως με την προκατάληψή μου αυτή αγνοώ αρκετά κινηματογραφικά διαμάντια. Μια απ' αυτές τις ταινίες που τις είχα στο περιθώριο της κινηματογραφικής μου λίστας ήταν ο "Θυρωρός της Νύχτας". Μάλιστα όταν μου προτάθηκε να την δω, κάπως δίστασα κι η αλήθεια είναι πως από τα πρώτα της λεπτά, ένιωθα πως παρακολουθώ μια φτηνή ευρωπαϊκή παραγωγή της δεκαετίας του '70 που θα μου προκαλούσε δυσφορία.
Τελικά οι επιφυλάξεις μου υποχώρησαν όσο η ιστορία προχωρούσε και με εισχωρούσε με έναν άκρως σκοτεινό τρόπο στο σκοτεινό ναζιστικό παρελθόν της Γηραιά Ηπείρου. Μάλιστα, αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία ξεχωριστή είναι η εντρύφηση της στη σαδομαζοχιστική πλευρά του ναζισμού καθώς και στην αρρωστημένη ερωτική σχέση που δημιουργείται κάποιες φορές μεταξύ θύτη και θύματος.
Όμως από την άλλη, ο τρόπος που η συγκεκριμένη ταινία χειρίστηκε το επίμαχο θέμα, στάθηκε αφορμή να δεχτεί μια σωρεία αρνητικών κριτικών με αρκετούς να τη θεωρήσουν κι ως φιλοναζιστική. Πράγματι είναι γεγονός πως το έργο καθ'όλη τη διάρκειά του πατάει σε ένα τεντωμένο σκοινί και σε αρκετά σημεία ταλαντώνεται επικίνδυνα. Ακόμη κι εγώ ενοχλήθηκα αρκετές φορές. Ζυγίζοντας όμως αυτά που αποκόμισα στο φινάλε, κατέληξα στο συμπέρασμα πως πέρα από την σαδομαζοχιστική σχέση που παρουσιάζεται, ο "Θυρωρός της Νύχτας" είναι ένα δριμύ κατηγορώ όχι μόνο στο ναζισμό αλλά και στο μεταπολεμικό σύστημα που κουκούλωσε τα εγκλήματα πολλών αξιωματικών των SS και τους άφησε να ζήσουν μια ήρεμη ζωή με τους ίδιους να παραμένουν αμετανόητοι για το βεβαρημένο τους παρελθόν και την τερατώδης ιδεολογία τους.
Η ιστορία μας μεταφέρει στη Βιέννη μια δεκαετία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ένας αινιγματικός νυκτερινός ρεσεψιονίστ ενός μπαρόκ ξενοδοχείου, ο οποίος καλύπτει το σκοτεινό του παρελθόν διατηρώντας χαμηλούς τόνους τόσο με τους συναδέλφους του όσο και με τους πελάτες του ξενοδοχείου. Όμως η ήρεμη καθημερινότητά του θα διαταραχθεί όταν συναντηθεί με μια γοητευτική γυναίκα, η οποία υπήρξε κάποτε κρατούμενη σε ένα από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης που εκείνος υπηρετούσε. Εκείνη αμέσως αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον σαδιστή αξιωματικό των SS με τον οποίον είχε συνάψει ερωτική σχέση την περίοδο που βρισκόταν φυλακισμένη στο ναζιστικό κολαστήριο. Η τυχαία αυτή συνάντηση θα ξυπνήσει τα φαντάσματα του παρελθόντος που κι οι δυο είχαν θάψει μέσα τους κι αναζωπυρώνει την άλλοτε αρρωστημένη ερωτική τους σχέση.
Παράλληλα εκείνην την περίοδο ο μυστηριώδης ρεσεψιονίστ προετοιμάζεται για τη δίκη που στήνεται εναντίον του για τα εγκλήματα πολέμου που ο ίδιος διέπραξε. Παρά το βάρος των καταγγελιών, ο ίδιος δείχνει ατάραχος καθώς βασίζεται σε μια ομάδα πρώην αξιωματικών των SS που ζουν κι αυτοί στη Βιέννη και καταστρέφουν κάθε αρχείο αλλά και κάθε μαρτυρία για τα εγκλήματα που ο καθένας τους έχει κάνει. Όμως μέσα σ' αυτά τα στοιχεία που πρέπει να εξαφανιστούν είναι κι οι μάρτυρες-θύματα αυτών των εγκλημάτων που βρίσκονται ακόμη σε ζωή. Αυτή είναι η λεπτομέρεια που θα οδηγήσει τον ρεσεψιονίστ σε αδιέξοδο καθώς πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη ζωή της ερωμένης του και στην ολοκληρωτική κάθαρση του μητρώου του που θα του προσφέρει μια φιλήσυχη καθημερινότητα για το υπόλοιπο της ζωής του. Η εσωτερική του πάλη είναι σφοδρή κι η ηρωική του έξοδος στο τέλος άκρως επικίνδυνη ηθικά καθώς μ' αυτόν τον τρόπο αφήνεται μια υπόνοια πως ο αξιωματικός των SS αθωώνεται μέσα από την "τιμωρία".
Επιτρέψτε μου να παρακάμψω τη σαδομαζοχιστική πλευρά της ταινίας και να επικεντρωθώ στο πολιτικό της κομμάτι καθώς είναι λίγες οι φορές που έχω παρακολουθήσει κάποιο έργο που να αναφέρεται στο ξέπλυμα του σκοτεινού παρελθόντος όσων ναζί αξιωματικών γλίτωσαν μετά τον πόλεμο. Στο "Θυρωρό της Νύχτας" παρατηρούμε βήμα βήμα τις κινήσεις των εγκληματιών να κρύψουν το παρελθόν τους. Το κράτος είναι ανύπαρκτο, φανερώνοντας την αδυναμία ενός συστήματος να εξοντώσει τα τέρατα που το ίδιο εκκόλαψε. Επίσης η κοινωνία είναι βουβή κι απούσα, μαρτυρώντας την εξοργιστική κοινή άγνοια κι αδιαφορία στα πρόσφατα εγκλήματα πολέμου ενώ παράλληλα την δείχνει ως "έτοιμη" ως βουβός θεατής στο ενδεχόμενο ύπαρξης νέων κολαστηρίων και πολέμων. Τα τέρατα κυκλοφορούν μαζί με τους ανθρώπους το ίδιο ελεύθερα όπως συνέβαινε και στο πόλεμο, με την μόνη διαφορά πως τώρα τα τέρατα έχουν κρύψει τα σύμβολα και τις στολές τους σε ντουλάπες και μπαούλα. Τα δικαστήρια γελοιοποιούνται καθώς αποδεικνύεται πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα θεσμό με θεατρικό χαρακτήρα που απλώς κρύβει τη σκόνη κάτω από το χαλάκι της λήθης.
Στην περίπτωση του πρωταγωνιστή, διαπιστώνουμε πως ο ίδιος δεν νιώθει σε καμία στιγμή μετανιωμένος για τα εγκλήματά του. Μάλιστα φτάνει στο σημείο να δολοφονήσει κάποιον πρώην συνεργάτη του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, διότι φοβάται πως θα τον καρφώσει στη δικαιοσύνη. Ούτε εξανθρωπίζεται όταν συναντά την πρώην κρατούμενή του, παρόλο που η ταινία αφήνει μία υπόνοια μεταστροφής του (κάτι που θεωρώ ως μεγάλο φάουλ της ταινίας). Κατά κάποιο τρόπο, η ταινία εξομαλύνει την εγκληματική φύση του αξιωματικού θέλοντας να δείξει πως ακόμη κι οι ίδιοι οι ναζί μπορούν να φαγωθούν από τους ομοϊδεάτες τους αν παρεκκλίνουν έστω και λίγο από το κοινό τους συμφέρον.
Καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται δημιουργώντας μία μίξη παραδικαστικού θρίλερ κι ερωτικής ιστορίας, μας παρουσιάζονται διάφορες παρελθοντικές αναδρομές που αποκαλύπτουν τόσο το παρελθόν των δυο προσώπων όσο και την πρότερη σύνδεσή τους. Σ' αυτήν την αναδρομή αρχίζει να μας αποκαλύπτεται η προσωπικότητα της Λουτσία, η οποία από τρομοκρατημένο παιδί ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης μετατρέπεται σε μια σεξουαλικά χειραφετημένη γυναίκα. Σ' ένα απ' αυτά τα φλας μπακ παρακολουθούμε την περιβόητη σκηνή όπου η Λουτσία εμφανίζεται ημίγυμνη φορώντας μόνο ένα παντελόνι, ένα ζευγάρι γάντια κι ένα ναζιστικό καπέλο ενώ δυο τιράντες προσπαθούν ανεπιτυχώς να καλύψουν το γυμνόστηθο κορμί της. Η ίδια με βλέμμα χαμένο, χορεύει ανάμεσα σε γκρίζα και παγερά πρόσωπα τραγουδώντας το «Wenn ich mir was wunschen durfte» της Μαρλέν Ντίτριχ κι αποπνέει μια απίστευτη σεξουαλική απελευθέρωση σβήνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την αρχική της τρομοκρατημένη όψη. Κλείνοντας το χορό, ο ρεσεψιονίστ (ως αξιωματικός των SS τότε) την ευγνωμονεί προσφέροντάς της ένα κουτί στο οποίο περιέχει το κομμένο κεφάλι ενός συγκρατούμενού της που την παρενοχλούσε. Εκείνη ως μια σύγχρονη Σαλώμη, αρχικά παγώνει στη θέα του κομμένου κεφαλιού αλλά στη συνέχεια αφήνει να ξεγλιστρήσει ένα κυνικό χαμόγελο καθώς συνειδητοποιεί πως κι η ίδια έγινε ένα με το τέρας που μέχρι πρότινος φοβόταν. Ίσως σ' αυτήν την ενοχή πατάει κι η αρρωστημένη ερωτική τους σχέση.Η συνάντησή τους που θα πραγματοποιηθεί δέκα χρόνια μετά τον πόλεμο θα αποδείξει πως το πάθος τους δεν πέθανε με το τέλος του πολέμου παρόλο που οι δύο ήρωες ζούσαν ως ζωντανοί-νεκροί. Από τη μια η γοητευτική κοπέλα ζει στη σκιά του διάσημο άνδρα της κι από την άλλη ο ρεσεψιονίστ προτιμά να κινείται την νύχτα καθώς δεν αντέχει το φως της μέρας. Όταν συναντιούνται, ο έρωτας επιστρέφει. Όμως η επανασύνδεσή τους που θα τους φέρει σε θανάσιμο κίνδυνο κάτι που αναγκάζει την ταινία να χάσει κάπως τις ισορροπίες καθώς τα δύο αυτά πρόσωπα γίνονται σταδιακά συμπαθείς προς το κοινό. Μάλιστα η ηθική ισορροπία κλονίζεται ανεπανόρθωτα όταν πραγματοποιείται η τελική ηρωική τους έξοδος.
Η ταινία προκάλεσε πολλές αντιδράσεις κυρίως στην Αμερική ενώ στην Ιταλία απαγορεύτηκε λόγω αισχρότητας με τις κόπιες να κατάσχονται από τις ιταλικές αρχές ενώ παράλληλα ασκήθηκαν ποινικές διώξεις στη Λιλιάνα Καβάνι για απεικόνιση σεξουαλικών βασανιστηρίων. Αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από σπουδαίους Ιταλούς δημιουργούς όπως ο Βισκόντι, ο Αντονιόνι κι ο Παζολίνι, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της ταινίας και της σκηνοθέτιδος. Τελικά μετά την νικηφόρα λήξη της δικαστικής διαμάχης και παρά τον θόρυβο που είχε προηγηθεί «Ο θυρωρός της νύχτας» χαιρετίστηκε σχεδόν ομόφωνα ως ένα θαρραλέο αριστούργημα και εγκωμιάστηκε για την ασυμβίβαστα διεισδυτική ματιά του στο θέμα της παρεκκλίνουσας σεξουαλικότητας που συνδέεται με παιδικό τραύμα και στις ψυχολογικές ασάφειες που γεννά η εκμετάλλευση της εξουσίας.
Προσωπικά αγάπησα τη συγκεκριμένη ταινία καθώς μέσα απ' αυτήν ανάγνωσα το μεγάλο κατηγορώ της δημιουργού για την οργανωμένη αθώωση τόσο των ναζί όσο και της πλούσιας αστικής τάξης που σιγοντάρισε τα εγκλήματα του φασισμού. Μάλιστα έχω την αίσθηση πως, η κραυγή της συγκεκριμένης ταινίας γίνεται περισσότερο εκκωφαντική στη δική μας χώρα όπου οι δωσίλογοι και λοιποί εγκληματίες της Κατοχής όχι μόνο δεν καταδικάστηκαν αλλά πήραν την εξουσία στα χέρια τους με τις ευλογίες των "συμμάχων" Βρετανών. Γι' αυτήν και μόνο την κραυγή, τόσο η συγκεκριμένη ταινία όσο κι άλλες που αναφέρονται στην προστασία των εγκληματιών πολέμου (όπως για παράδειγμα ο Γερμανός Γιατρός), πρέπει να προβάλλονται κάθε τόσο για να υπενθυμίζουν την ανατριχιαστική ρήση του Μπέρτολτ Μπρέχτ "Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό".
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου