Πάντα επισκέπτομαι με επιφυλάξεις ένα μέρος που είναι πολυδιαφημισμένο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι φήμες θέλουν το Νυμφαίο να θεωρείται ως ένα από τα ομορφότερα χωριά της Ελλάδος ενώ αρκετοί ταξιδιωτικοί οδηγοί το κατατάσσουν στα δέκα ομορφότερα της Ευρώπης. Η φήμη του όμως δε σταματάει εκεί καθώς το Νυμφαίο διεκδικεί το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη από τον παγκόσμιο οργανισμό της Unesco όσον αφορά την άριστη διαχείριση του πολιτιστικού αποθέματος και φυσικού περιβάλλοντος. Κι επειδή πιστεύω στις παροιμίες, κίνησα κατά κει με "μικρό καλάθι".
Ανεβαίνοντας λοιπόν σε ένα υψόμετρο 1.350 μέτρων, παίρνοντας τις συνεχόμενες στροφές που ξεκινούσαν από το χωριό Αετός, βρεθήκαμε σε ένα αλπικό τοπίο που μας μάγεψε προτού ακόμη μπούμε στον παραδοσιακό οικισμό του Νυμφαίου. Ένα μεγάλος χώρος στάθμευσης έξω από το χωριό, στάθηκε αφορμή να αλλάξουμε ρούχα καθώς είχαμε πάει αρκετά απροετοίμαστοι απέναντι στη βουνίσια ψύχρα παρόλο που βρισκόμασταν στις αρχές του καλοκαιριού. Απέναντί μας ορθωνόταν μια καταπράσινη πλαγιά που καλυπτόταν από πυκνά σύννεφα τα οποία γλιστρούσαν πάνω από τις φουντωτές φυλλωσιές των δέντρων ξυπνώντας όλες τις αποχρώσεις του πράσινου.
Μπαίνοντας πεζοί στο χωριό, συναντήσαμε ένα ξύλινο τοξωτό γεφυράκι που ένωνε δύο αρχοντικά τα οποία στέκουν στην είσοδο του χωριού. Έπειτα ακολούθησαν διάφορες πετρόχτιστες αρχοντικές πόρτες καλυμμένες με πυκνούς κισσούς. Περπατούσαμε και δε ξέραμε που τελειώνει το δάσος και που αρχίζει το χωριό. Ο δρόμος μας έβγαλε στην κεντρική γραφική πλατεία. Ευτυχώς που κυμάτιζε η ελληνική σημαία σε ένα κοντάρι αλλιώς δε θα πίστευα πως βρίσκομαι σε ελληνικό έδαφος. Σημαντικό ρόλο σ' αυτήν την παραπλάνηση παίζει η επιβλητική όψη της Νίκειος Σχολή που στέκει πάνω από τις στέγες των υπόλοιπων σπιτιών με το ψηλό της πύργο με το ρολόι να θυμίζει εικόνες βγαλμένες από πόλεις της κεντρικής Ευρώπης.
Είναι εντυπωσιακό κι άκρως συγκινητικό που αυτό το χωριό κατάφερε να αποφύγει μια ερημοποίηση που το είχε φέρει στα πρόθυρα του αφανισμού τη δεκαετία του '80. Παρόλο που σήμερα έχει τριανταπέντε μόνιμους κατοίκους, το Νυμφαίο σφύζει από επισκέπτες καθώς έχει γίνει ένας από τους δυνατότερους πόλους έλξης της ευρύτερης περιοχής. Σημαντικό ρόλο σ' αυτό έπαιξε το μεράκι αλλά κι η αγάπη των ανθρώπων που φρόντισαν τον τόπο τους, μετατρέποντάς τον σε ένα εντυπωσιακό κινηματογραφικό σκηνικό.
Διασχίζοντας την πλατεία του χωριού μας περικύκλωσαν τρία υπέροχα τσομπανόσκυλα. Αμέσως σταθήκαμε και κάναμε χάζι τα θλιμμένα τους πρόσωπα και τις εντυπωσιακές τους πατούσες ενώ οι όψεις τους έδεναν αρμονικά με την ομορφιά του τοπίου. Ένας γεροντάκος που στεκόταν εκεί κοντά, μας είπε τα ονόματά τους δείχνοντας τον πιο φουντωτό λέγοντας πως είναι δεκαεννιά χρονών. "Υπό άλλες συνθήκες θα μας είχε αφήσει χρόνους αλλά εδώ πάνω κάνει υπέροχη ζωή". Μας μιλούσε γι' αυτόν τον γλυκύτατο γίγαντα και μας έδινε την εντύπωση πως αναφερόταν σε κάποιον συγχωριανό του.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στα πέτρινα σοκάκια του χωριού. Όλα τα αρχοντικά έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους χάρης στην πέτρινη τοιχοδομία τους και στις λαμπερές στέγες από λαμαρίνα (για να μη συγκρατούν το χιόνι). Όμως το κάθε κτίριο ξεχώριζε με μικρές διακοσμητικές πινελιές. Αυτό όμως που μας εντυπωσίασε πιο πολύ, ήταν που παντού επικρατούσε τάξη και καθαριότητα παρουσιάζοντας μια παιδεία αλλά και μια ευγένεια που δυστυχώς λείπει στις περισσότερες ελληνικές πόλεις.
Τώρα λίγα λόγια για το πανέμορφο χωριό Νυμφαίο. Η παλιότερη ονομασία ήταν Νιβέστα κι είχε βλάχικη προέλευση. Η έμπνευση της συγκεκριμένης ονομασίας έχει τρεις ερμηνείες. Πρώτα απ' όλα ως «Νύφη» λόγω της ομορφιάς του (Νιβέστα). Έπειτα λόγω τοποθεσίας του καθώς ήταν «αθέατο» (ni vista). Και τέλος ως «χιονάτη» ή «όπου μένει το χιόνι» (nives sta). Ο οικισμός μετονομάστηκε από Νέβεσκα σε Νυμφαίον (και συνακόλουθα η κοινότητα Νεβέσκης σε κοινότητα Νυμφαίου) με το Προεδρικό Διάταγμα της 9/2/1926 "Περί μετονομασίας κοινοτήτων και οικισμών της Μακεδονίας". Τότε που ελληνοποιήθηκαν οι ονομασίες αρκετών χωριών της βορείου Ελλάδος σβήνοντας μ' αυτόν τον τρόπο το παρελθόν αρκετών τόπων για να κρύψουν κάθε τι σλαβικό που κουβαλούσαν.
Το Νυμφαίο οικίστηκε περί το 1385 από Βλάχους Οδίτες, δηλαδή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες Μακεδόνες, που επί 1.400 χρόνια φύλαγαν τη γειτονική Εγνατία Οδό και οι οποίοι κατέφυγαν τότε στα απρόσιτα βουνά, ύστερα από σκληρές μάχες με τους Οθωμανούς. Αυτοί οι πολεμιστές οικιστές του Νυμφαίου συνθηκολόγησαν αργότερα υπό όρους. Έτσι παρέμειναν ένοπλοι και αυτοδιοικούμενοι, υπαγόμενοι απευθείας στη Βαλιντέ Σουλτάνα, δηλαδή τη μητέρα του Σουλτάνου, στην οποία πλήρωναν πολύ μειωμένους φόρους. Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα ζούσαν κυρίως με ληστρικές επιδρομές στα τσιφλίκια του κάμπου. Περί το 1630 άρχισαν να επιδίδονται στην ασημουργία και ανέδειξαν το χωριό τους σε περιώνυμο κέντρο αργυροχρυσοχοΐας όλης της Μακεδονίας για τους υπόλοιπους τρεις αιώνες. Κατά τις σαρωτικές επιδρομές των Αλβανών, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα μετά τα Ορλωφικά, το Νυμφαίο δέχτηκε πολλούς Βλάχους, Μακεδόνες, Έλληνες πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη, τη Νικολίτσα, το Λινοτόπι και άλλα μέρη που καταστράφηκαν από τους επιδρομείς. Παράλληλα, ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων του χωρίου μετακινήθηκε προς την ανατολική Μακεδονία, στα χωριά Άνω Πορόια, Κάτω Τζουμαγιά, Αλιστράτη, Νιγρίτα, στις Σέρρες και αλλού. Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 σημαντική ήταν η προσφορά των κατοίκων του Νυμφαίου, όπως η οικογένεια του Μίχα Τσίρλη, που χρηματοδότησε τον αγώνα, του Νάκα, καθώς και τον αδερφών Αντώνιου και Βασίλειου Ζούρκου. Στο Μακεδονικό κίνημα του 1878 κατά της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, ιδιαίτερη μορφή του Νυμφαίου αναδείχτηκε ο οπλαρχηγός Βασίλειος Ζούρκας, που δρούσε έως τις περιοχές Βαρνούντα και Μοριχόβου ενώ κατά το Μακεδονικό Αγώνα, οι κάτοικοι πρωτοστάτησαν στις Ελληνικές προσπάθειες με κυριότερο αγωνιστή, τον οπλαρχηγό Δημήτριο Γκόλνα. Επίσης το Νυμφαίο ανέδειξε σημαντικούς ευεργέτες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο Μίχας Τσίρλης.
Στο Νυμφαίο γεννήθηκαν και έζησαν βαθύπλουτοι διεθνείς έμποροι καπνού και βαμβακιού, ενώ ταυτόχρονα το χωριό υπήρξε πάντα ορμητήριο όλων των εθνικών αγώνων, αλλά και πατρίδα πολλών αγωνιστών, ευεργετών και επιστημόνων. Κατά την ακμή του, λοιπόν, το χωριό διέθετε υποδειγματικές υποδομές, πυκνή δόμηση και πλούσιο πολιτισμό. Η παρακμή, ωστόσο, ξεκίνησε από το 1930 και μετά, λόγω οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών μεταβολών που οδήγησαν στην διάσπαση της τοπικής και ευρύτερης αγοράς, ενώ οι δραματικοί πόλεμοι έως το 1949, σχεδόν ερήμωσαν το χωριό, διώχνοντας τους περισσότερους κατοίκους του στην διασπορά.
Η βόλτα μας συνεχίστηκε κι έξω από το χωριό. Περπατώντας ανάμεσα σε πανύψηλες οξιές που άφηναν το χρυσαφί χρώμα του ήλιου να φτάνει διακριτικά ως το έδαφος, πήραμε το μονοπάτι που οδηγεί προς το Ξινό Νερό. Εκεί βρίσκεται το γνωστό σε όλους μας καταφύγιο Αρκτούρος.
Σταθήκαμε τυχεροί καθώς την ώρα που φτάναμε ξεκινούσε μια ξενάγηση στις φωλιές των αρκούδων που φιλοξενούνται εκεί. Ένας συμπαθητικός κι άκρως επικοινωνιακός κύριος που ανήκει στη συγκεκριμένη ΜΚΟ, μας μίλησε για τις αρκούδες αλλά και για την άσχημη ζωή όσων φιλοξενούνται αυτή τη στιγμή εκεί ενώ ακριβώς από πίσω του γυρόφερναν η Σάσα κι η Αλεξάνδρα, δυο αρκούδες που ήρθαν από το ζωολογικό κήπο της Θεσσαλονίκης, οι οποίες μαθημένες να ζουν εγκλωβισμένες σε ένα περιορισμένο κλουβί, τους ήταν δύσκολο να προσαρμοστούν στη φύση. Τουλάχιστον το καταφύγιο τους παραχωρεί ένα μεγάλο κομμάτι γης όπου μπορούν να κινηθούν πιο άνετα και να νιώσουν κάπως ελεύθερες για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Ο ξεναγός μας περιέγραψε την άσχημη κατάσταση που τους είχε επιφέρει η αιχμαλωσία, η οποία τους άφησε συμπτώματα «στερεοτυπικής συμπεριφοράς» (ένα είδος αυτισμού για τα ζώα). Επίσης μας μίλησε για το πώς φροντίζονται οι αρκούδες μέσα στο καταφύγιο, πως τροφοδοτούνται αλλά και τη μέθοδο που οι ίδιοι οι φροντιστές τους έχουν φτιάξει τα σπίτια στα οποία εκείνες κοιμούνται. Έπειτα μας πληροφόρησε πως είναι στειρωμένες καθώς δεν είναι σε θέση να μεγαλώσουν μικρά αρκουδάκια. Στη συνέχεια μας έδωσε συμβουλές για το τι πρέπει να κάνουμε αν έρθουμε σε επαφή με ένα απ' αυτά τα ζώα κι έκλεισε τη κουβέντα του επισημαίνοντας το σπουδαίο έργο του Αρκτούρου καθώς την δεκαετία του '80 που ξεκίνησε τη δράση του υπήρχαν μόνο πενήντα αρκούδες στον ελλαδικό χώρο ενώ σήμερα υπάρχουν πεντακόσιες πενήντα ελεύθερες στα βουνά της Ελλάδος. Δηλώνοντας αυτό το αστρονομικό ποσό, μας εξήγησε πως αυτό το στοιχείο φανερώνει πως τα ελληνικά βουνά είναι υγιείς τόποι.
Επιστρέφοντας από το καταφύγιο στο χωριό, επισκεφθήκαμε τον ναό του Αγίου Νικολάου. Η θέση που βρίσκεται ο ναός, δίνει την δυνατότητα στον επισκέπτη να απολαύσει την αμφιθεατρική ανάπτυξη του χωριού πάνω στη πλαγιά. Παρόλο που ήταν Ιούνης, κάποια τζάκια ήταν αναμμένα κάνοντας τους καπνούς να ανεβαίνουν βιαστικά θέλοντας να συναντήσουν τα σύννεφα που αιωρούνταν ακριβώς πάνω από τις στέγες των σπιτιών.
Από εκεί πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Στην είσοδο του χωριού στεκόταν ο μαθουσάλας σκύλος που είχαμε συναντήσει πρωτύτερα στην κεντρική πλατεία. Αγέρωχος και περήφανος όπως οι κάτοικοι του χωριού, μας αποχαιρέτησε εγκάρδια, κάνοντάς μας με τη σειρά μας να του δώσουμε την υπόσχεση πως θα επισκεφθούμε ξανά το χωριό για να απολαύσουμε και τη χειμερινή του όψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου