Οι φετινές θερινές κινηματογραφικές βραδιές ήταν αφιερωμένες στον πολυαγαπημένο σκηνοθέτη Λουί Μάλ, τιμώντας μ' αυτόν τον τρόπο τα ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του. Αυτό στάθηκε αφορμή να παρακολουθήσω κάποιες από τις ταινίες από την πλούσια φιλμογραφία του που μου είχαν διαφύγει. Μια απ' αυτές ήταν "Το Δείπνο μου με τον Αντρέ", την οποία είχα αποφύγει παρελθοντικά φοβούμενος πως θα με απογοήτευε το πειραματικό της ύφος καθώς είχα συσχετίσει τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη με τα αξεπέραστα αριστουργήματά του "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει", "Ασανσέρ για Δολοφόνους" και "Αντίο Παιδιά". Παρόλα αυτά αποφάσισα να την δω κι ομολογώ πως με μια επιφύλαξη την κατέταξα στην προσωπική μου λίστα με τα αριστουργήματα του παρελθόντος κι αυτό χάρη στην συγκλονιστική ολοκλήρωση του χαοτικού σουρεαλιστικού διαλόγου που μου πρόσφεραν οι δυο συγγραφικοί φίλοι Γουόλας Σον κι Αντρέ Γκρέγκορι.
Το πρωτοποριακό (για εκείνην την εποχή) κινηματογραφικό πείραμα του Λουί Μαλ ξεκινάει με μια άκρως διασκεδαστική κι αυτοσαρκαστική διάθεση, με τη βαριεστημένη φιγούρα του Γουόλας Σον να περιφέρεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης μοιραζόμενος μαζί μας τις σκέψεις του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του θεωρώ πως περισσότερο προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του παρά τους θεατές, πως το επάγγελμα του συγγραφέα είναι αρκετά σκληρός κι απαιτητικό. Παράλληλα προσπαθεί να συνοψίσει τα αδιέξοδα της προσωπικής του ζωής αλλά και της φιλίας του με τον Αντρέ που διεκόπη απότομα, γεγονός που τον απογοήτευσε αρκετά μαζί του αλλά και τον έκανε να απορήσει που δέχτηκε την πρότασή του για ένα δείπνο μετά από πολλά χρόνια.
Μέσα από τη σύντομη περιπλάνηση του Γουόλας Σον μαθαίνουμε ότι ο "Γουόλι" νιώθει πως έχει αποτύχει ως θεατρικός συγγραφέας και προσπαθεί να επιβιώσει ψάχνοντας δεύτερες δουλειές, έχοντας απαρνηθεί τα χρήματα των γονιών του θέλοντας από μικρός να γίνει καλλιτέχνης. Όμως η έμπνευσή του έχει στερέψει κι η διάθεσή του έχει χαθεί καθώς σε καθημερινή βάση αγχώνεται για εύρεση δουλειά αλλά και για την αποπληρωμή των λογαριασμών που κατακλύζουν το γραμματοκιβώτιό του. Αντιθέτως ο Αντρέ, τον οποίον υποδύεται ο Αντρέ Γκρέγκορι, είναι ένας πετυχημένος κι αναγνωρισμένος θεατρικός σκηνοθέτης που στο απόγειο της δόξας του τα παράτησε όλα κι άρχισε να ταξιδεύει σε διάφορες μεριές του κόσμου (Πολωνία, Σαχάρα, Αγγλία κ.α.) προσπαθώντας από τη μια να συλλέξει εμπειρίες κι από την άλλη να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, τον ρόλο του στη ζωή αλλά και την σχέση του με τον θάνατο. Μετά από τις πολύχρονες περιπλανήσεις του επιστρέφει στην Νέα Υόρκη τελείως αλλαγμένος. Μάλιστα ο Γουόλι αναφέρει μια φήμη που άκουσε πως τον είδαν να βγαίνει από την προβολή της ταινίας "Φθινοπωρινή Σονάτα" του Ινγκμαρ Μπέργκμαν και να μονολογεί με αναφιλητά την εξής φράσης: «Μπορώ να ζήσω μόνο μέσα στο έργο μου, αλλά όχι στη ζωή μου».
Έχοντας σχηματίσει μια εικόνα για τις ζωές των δυο πρωταγωνιστών, γίνονται φανεροί οι λόγοι που ο Γουόλι δεν έχει διάθεση να δειπνίσει με τον Αντρέ. Όμως τον τρώει η περιέργεια να μάθει από πρώτο χέρι όλα αυτά που έζησε ο Αντρέ στα ταξίδια που έκανε και κατά κάποιον τρόπο θέλει να "απολαύσει" τον δημιουργικό εκπεσμό του άλλοτε στενού του φίλου.
Από ένα σημείο κι έπειτα έχασα τον ειρμό των απόψεων του Αντρέ. Το εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Πολωνία τον έκανε να αναθεωρήσει αρκετές απόψεις που είχε για το θέατρο και την ίδια του την ζωή. Έπειτα ακολούθησαν κι άλλες φυγές σε διάφορα μέρη του κόσμου. Κι από παντού κουβαλούσε μια εμπειρία που ξέφευγε από τα όρια της πραγματικότητας. Φαντασιώσεις, οράματα, οπτασίες κι άλλα πολλά που δυστυχώς αδυνατούσα να κατανοήσω και να συγκρατήσω στη μνήμη μου. Ο Αντρέ μετατρέπεται σταδιακά σε έναν χείμαρρο σουρεαλιστικών περιγραφών και πνευματικών προβληματισμών, τα οποία προσωπικά μου φάνηκαν αβάσιμα κι ανούσια. Κατά κάποιον τρόπο, η ροή της συζήτησης κατάφερε να αποστρέψει την προσοχή μου και το ενδιαφέρον μου από την ίδια την ταινία. Περισσότερο κοιτούσα την ώρα που περνούσε κι αναρωτιόμουν για ποιον λόγο χάνω τον χρόνο μου παρακολουθώντας μια φλύαρη συζήτηση δυο διανοούμενων της Νέας Υόρκης.
Όμως, στο σημείο που αποφάσισα να σηκωθώ από την καρέκλα μου και να φύγω, ήρθε η απόλυτη ανατροπή της συζήτησης καθώς ακολούθησε μια συγκλονιστική ανάλυση σύγχρονων σκέψεων κι επίκαιρων προβληματισμών που μ' ενδιαφέρουν και μ' αφορούν απόλυτα. Μια αντίρρηση του Γουόλι στα πιστεύω του Αντρέ, έδωσε το έναυσμα μιας εσώψυχης κατάθεσης και ενός οργουελικού εφιάλτη για τον μοντέρνο τρόπο ζωής που όχι μόνο αποδείχτηκε ανατριχιαστικά προφητικός αλλά θεωρώ πως τον βιώνω κι εγώ ο ίδιος τα τελευταία χρόνια.
Έχοντας πλέον παραδοθεί ψυχικά και σωματικά, πορεύομαι προς τη λήξη του διαλόγου και την ολοκλήρωση της ταινίας με την λατρεμένη μελωδία του Ερίκ Σατί, την οποία ο Λουί Μαλ είχε επιλέξει και στην πολυαγαπημένη μου ταινία "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει". Ο Γουίλι συγκινημένος από την συζήτηση με τον φίλο του, επιστρέφει με ταξί στο σπίτι παρατηρώντας την πόλη του από το πίσω μέρος του καθίσματος, αντικρίζοντας μέρη γνώριμα με άλλο μάτι, καθώς η συνάντησή του με τον Αντρέ μετατράπηκε σε μια αφετηρία αναθεώρησης και της δικής του ύπαρξης. Την ίδια τακτική προσπάθησα να εφαρμόσω κι εγώ μετά το πέρας της προβολής γυρνώντας με τα πόδια στο σπίτι.
Η πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή ταινία ήταν ένα δημιούργημα τόσο του Λουί Μαλ όσο και των δυο θεατρικών συγγραφέων Γουόλας Σον κι Αντρέ Γκρέγκορι. Οι δυο πρωταγωνιστές ερμήνευαν τους ίδιους τους εαυτούς. Μάλιστα, ο Αντρέ Γκρέγκορι είχε πράγματι φύγει σε ένα ταξίδι προσωπικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης. Όμως δεν γνωρίζω στο κατά πόσο αυτοσχεδίασαν τη συζήτηση που ανέπτυξαν μπροστά στην κάμερα, αν και κάπου διάβασα πως ο διάλογός τους ήταν προϊόν προηγούμενων ηχογραφημένων τους συζητήσεων.
Όπως και να χει, ο Λουί Μαλ, ο Γουάλας Σον κι ο Αντρέ Γκρέγκορι, μας πρόσφεραν ένα αφοπλιστικό έργο, το οποίο καταφέρνει να μας κερδίσει και να μας προβληματίσει μέσα από τα ερωτήματα που θέτει σχετικά με τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, την τέχνη, την επιτυχία ή την αποτυχία του καθενός αλλά και την αναζήτηση της πολυπόθητης ευτυχίας. Τα θέματα τα οποία θίγονται είναι επίκαιρα και οι ανησυχίες του Αντρέ δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν λίγες δεκαετίες μετά από την κινηματογραφική του συζήτηση με τον Γουόλι.
Είναι όμως εντυπωσιακό το πως μεταστρέφεται η κουβέντα κι από τα (ψευτο)φιλοσοφικά θέματα επικεντρώνεται σε καίρια ερωτήματα όπως το νόημα της ύπαρξή μας κι ο τελικός μας ρόλος στη ζωή. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, η συζήτηση μετατρέπεται από ακαδημαϊκή και φιλοσοφική σε υπαρξιακή κι ανθρώπινη κι αποκτά μια ειλικρίνεια, μια ζεστασιά και μια ανησυχία.
Επίσης ένα άλλο στοιχείο που διέκρινα στη συγκεκριμένη ταινία είναι η τέχνη του διαλόγου, η οποία δυστυχώς έχει εκλείψει στις μέρες μας τόσο σε κινηματογραφικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Οι άνθρωποι έπαψαν να συνδιαλέγονται και να μοιράζονται απόψεις και σκέψεις καθώς ο εγωισμός έχει καλύψει μάτια κι έχει βουλώσει αυτιά. Στις μέρες μας θεωρούμε πως έχουμε περισσότερη αξία μόνο όταν μιλάμε κι όχι όταν ακούμε τους διπλανούς μας. Γι' αυτόν τον λόγο γοητεύομαι μ' αυτού του είδους τις ταινίες. Διότι παρακολουθώ μια κατάσταση που πλέον δεν υφίσταται πια.
Είμαι βέβαιος πως "Το Δείπνο μου με τον Αντρέ" θα φανεί φλύαρος και κουραστικούς κι οι ιδέες του θα θεωρηθούν όχι αδίκως ξεπερασμένες. Όμως το νόημα της ζωής που τίθεται στη συζήτηση των δύο φίλων, αποδεικνύεται πως είναι ένα ζήτημα διαχρονικό. Επίσης επιβεβαιώνει πως τα ερωτήματα που προκύπτουν πάνω σ' αυτό το θέμα παραμένουν αναπάντητα. Αυτό όμως δεν γίνεται αφορμή για παραίτηση κάθε προσπάθειας καθώς αυτά τα ερωτήματα είναι που μετατρέπονται σε μοχλούς δημιουργικότητας κι ατέρμονης αναζήτησης του ίδιου μας του εαυτού ως στο τέλος της ύπαρξης μας.
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου