Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Η Κιβωτός των Ανθρώπων



Ο Αλεξάντρ Σοκούροφ είχε αναφέρει σε παλιές του συνεντεύξεις πως προτιμά να απέχει από τα σημερινά γεγονότα της Ευρώπης, επιλέγοντας τις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος. Γοητευμένος από τη μυσταγωγική "Ρωσική Κιβωτό", αποφάσισα χωρίς επιφυλάξεις να απολαύσω την νέα του ταινία με το διεθνή τίτλο "Francofonia", ο οποίος για εμπορικούς πιθανόν λόγους μεταφράστηκε στη χώρα μας με τον αδόκιμο "Η Κιβωτός των Ανθρώπων". Στη συγκεκριμένη ταινία, ο σπουδαίος Ρώσος σκηνοθέτης με εξέπληξε με τη φράση "Δε θέλω να μιλάμε για το παρελθόν! Θέλω να μιλήσουμε για το παρόν...". Εκεί συνειδητοποίησα πως βρέθηκα απροετοίμαστος στην προβολή ενός ξεχωριστού και σπάνιου κινηματογραφικού διαμαντιού.
Η προβολή της ταινίας στο πολυαγαπημένο μου Άστυ, ήταν από τις κινηματογραφικές περιπτώσεις όπου το σβήσιμο των φώτων ακολουθείται από μία σιωπηλή προβολή. Μαγεμένος μαζί με το κοινό παρακολουθήσαμε ένα ποίημα να εκτυλίσσεται μπροστά μας, όμορφα δεμένο με πίνακες κι εκθέματα του Λούβρου μαζί με βιντεοσκοπημένα ντοκουμέντα της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και με τις λυρικές σκηνές όπου το πνεύμα της Μαριάν τρέχει μέσα στο μουσείο φωνάζοντας "Liberté, égalité, fraternité" και του Ναπολέοντα να μας παρουσιάζει τους θησαυρούς του κτιρίου ως δικά του κειμήλια, εξέφραζαν εύστοχα την ματαιότητα αυτού του κόσμου.




Το έργο ξεκινάει με έναν ιδιαίτερα έξυπνο διάλογο, όπου ο σκηνοθέτης μιλάει διαδικτυακά με έναν φίλο του ναυτικό, ο οποίος μέσα στα κοντέινερ του πλοίου μεταφέρει μια σημαντική συλλογή έργων τέχνης. Έχει όμως πέσει σε μία επικίνδυνη φουρτούνα κι ανησυχεί για το "εμπόρευμά" του. Με έναν άκρως λιτό αλλά υπέροχα ουσιώδη συμβολισμό, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ένα δριμύ κατηγορό στην εμπορευματοποίηση της τέχνης σήμερα.
Για τον Σοκούροφ, η Τέχνη είναι το καλύτερο μέσο για να επικοινωνήσουμε με το παρελθόν, μήπως κι έτσι καταφέρουμε να ακούσουμε τις συμβουλές των προγόνων μας. Πολύ πιθανόν να διαπιστώσουμε και τους φαύλους κύκλους της Ιστορίας. Μπορεί προσωπικότητες σαν τον Τσέχωφ, τον οποίον ο σκηνοθέτης επικαλείται συνέχεια, να έχουν κλείσει από καιρό τα μάτια τους, αλλά η ανθρωπότητα εξακολουθεί να υπάρχει και κάποιοι από μας οφείλουμε να μεταλαμπαδεύσουμε τη γνώση και την ομορφιά στις επόμενες γενιές.
Ο Αλεξάντρ Σοκούροφ τοποθετεί ως σημείο αναφοράς της ιστορίας το Μουσείου του Λούβρου, το οποίο είχε αδειάσει πριν από την κατάληψη του Παρισιού από τους Γερμανούς. Οι ναζί έδειξαν ενδιαφέρον για τα εναπομείναντα εκθέματα του μουσείου, δηλώνοντας στα εγκαίνια της νέας διεύθυνσης πως θα τα προστατεύσουν με σεβασμό κι ευαισθησία. Είναι όμως αυτό το ενδιαφέρον πραγματικό, όταν την ίδια στιγμή βομβάρδιζαν και κατέστρεφαν τις ήδη άδειες αίθουσες του Ερμιτάζ; Κι εδώ ο δημιουργός αναζητεί τα κριτήρια με τα οποία διαχωρίζεται η Τέχνη από τους εισβολείς-κατακτητές.
Η αλήθεια είναι πως τόσο οι άδειες αίθουσες του Λούβρου όσο και οι κατεστραμμένες πτέρυγες του Ερμιτάζ μου θύμισαν πολύ τις εικόνες της Παλμύρα στην Συρία. Πως γίνεται λοιπόν να οργιζόμαστε για την βαρβαρότητα των τζιχαντιστών όταν πριν από εβδομήντα μόλις χρόνια οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι κατέστρεφαν και λεηλατούσαν τις συλλογές των γειτόνων τους;
Από την άλλη ο σκηνοθέτης πέφτει στην παγίδα της προπαγάνδας ειδικά στο κομμάτι όπου προσπαθεί αν δικαιολογήσει την αδράνεια της Γαλλίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιώντας ως αίτιο την καλοσύνη των Γάλλων, οι οποίοι δεν ήθελαν ένα νέο αιματοκύλισμα στην Γηραιά Ήπειρο. Σ' αυτό το κομμάτι όχι μόνο δεν μ' έπεισε αλλά με ενόχλησε αρκετά. Όπως επίσης ενοχλήθηκα όταν προσπαθούσε να μας πείσει πως ήταν αναγκαίο κακό να μεταφερθούν κειμήλια της Μέσης Ανατολής προς την Κεντρική Ευρώπη για να διασωθεί και να διαδοθεί ο παγκόσμιος πολιτισμός. Βέβαια δεν ξεχώρισα τον σαρκασμό του στην παραπάνω άποψη, έναν σαρκασμό που έγινε εμφανής όταν μέσα από πλάνα της αποκατάστασης της Νίκης της Σαμοθράκης, ο Ναπολέων ανοίγει ενοχλημένος μία πόρτα ζητώντας τον λόγο της φασαρίας. Αμέσως όμως η όψη του αλλάζει κι αναρωτιέται θαμπωμένος να μάθει για το έκθεμα αυτό. Ο Σοκούροφ απλά τον ενημερώνει πως δεν ανήκει στα δικά του λάφυρα καθώς είναι μεταγενέστερο.




Το Λούβρο μπορεί να θεωρείται ως ένα από τα σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου, αλλά πολλά από τα εκθέματά του προήλθαν μέσα από πολέμους. Πάνω σ' αυτό το σκοτεινό παρελθόν, ο δημιουργός πατάει θέτοντας το ερώτημα "πως γίνει όλες αυτές οι αποθήκες λαφύρων πολέμου να χαρακτηρίζονται σήμερα κοιτίδες πολιτισμού;" Με ποιον τρόπο η ηθική πάει περίπατο και σβήνει το σκοτεινό παρελθόν προς όφελος των μεγάλων και ισχυρών κρατών;
Ο Σοκούροφ δεν αναλύει μόνο τον ρόλο της Τέχνης αλλά βυθίζεται και στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τον οποίο και παρομοιάζει με μία συνεχή τρικυμία. Άραγε πως θα αντιδρούσαμε αν ερχόταν κάποιος και μας έλεγε με συνοπτικό τρόπο το μέλλον μας;
Θα χλωμιάζαμε;
Θα γελούσαμε;
Θα ζητούσαμε παραπάνω πληροφορίες;
Ή θα φεύγαμε εκνευρισμένοι;
Αξίζει να ξέρουμε από πριν το μέλλον μας ή είναι προτιμότερο να το πλάθουμε εμείς σιγά σιγά;
Με αυτούς τους προβληματισμούς για την μοναχική πορεία που όλοι μας ακολουθούμε προς ένα μέλλον αβέβαιο, βγήκα από τη σκοτεινή αίθουσα και περιπλανήθηκα στους δρόμους της Αθήνας.
Ως ταινία θα την πρότεινα ανεπιφύλακτα αλλά πολύ φοβάμαι πως η δουλειά του Σοκούροφ είναι ιδιαίτερη κι "επικίνδυνη" γι' αρκετούς. Παρ' όλα αυτά την θεωρώ ως ένα από τα κινηματογραφικά διαμάντια της φετινής χρονιάς.

Βαθμολογία: 9/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου