Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πετυχημένη "Αποστολή στη Μπριζ" (In Bruges, 2008), ο σκηνοθέτης Μάρτιν ΜακΝτόνα έσμιξε ξανά τους δυο φίλους Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον, σε ένα απομακρυσμένο και σχεδόν ξεχασμένο τοπίο της Ιρλανδίας, προσφέροντας για μια ακόμη φορά μια απολαυστική και πανέξυπνη μαύρη κωμωδία, όπου μέσα από τους πιο απλούς διαλόγους ξεπετάγονται οι πιο δυνατές αλήθειες. Θεωρώ πως "Τα Πνεύματα του Ινισέριν" είναι ένα από τα σπάνια κινηματογραφικά έργα που εστιάζουν με ευαισθησία κι ειλικρίνεια στα ανθρώπινα υπαρξιακά αδιέξοδα και καταφέρνουν εύκολα να μετατρέψουν το πικρό γέλιο σε αγνό κλάμα.
Η ταινία μας γυρνάει στο 1923, σε ένα απομονωμένο νησί της Ιρλανδίας, όπου οι κάτοικοί του συνεχίζουν την καθημερινότητά τους παρακολουθώντας σαστισμένοι κι αμήχανοι τον εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται στην απέναντι ακτή. Η αφήγηση ξεκινάει από τη στιγμή που ο Πάτρικ (Κόλιν Φάρελ) μαθαίνει από τον κολλητό του, τον Κολμ (Μπρένταν Γκλίσον), πως δε θέλει να κάνουν άλλο παρέα επειδή τον βρίσκει αδιάφορο και βαρετό. Ο Πάτρικ χάνει ξαφνικά τη γη κάτω από τα πόδια του και προσπαθεί να καταλάβει πού ακριβώς έχει κάνει λάθος. Αντιθέτως, ο Κολμ, φοβισμένος στην ιδέα του χρόνου που κυλά άσκοπα και χάνεται, έχει αποφασίσει να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του συνθέτοντας μουσική, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να αφήσει κάτι πίσω του όταν θα πεθάνει.
Ο Πάτρικ προσπαθεί να προσεγγίσει ξανά τον φίλο του και να χτίσει νέες γέφυρες φιλίας μαζί του, φτάνοντας στο σημείο να του τονίζει την καλοσύνη που κουβαλάει σαν άνθρωπος, αλλά ο Κολμ αρνείται επίμονα δηλώνοντάς του πως «κανείς δεν θυμάται κάποιον μόνο και μόνο επειδή ήταν καλός». Όμως, ο Πάτρικ θα επιμείνει, φτάνοντας στο σημείο η παρουσία του να γίνεται άθελά του φορτική κι εκνευριστική. Η εξέλιξη αυτή, θα αναγκάσει τον Κολμ να απειλήσει τον παλιό του φίλο, πως κάθε φορά που θα τον προσεγγίζει για να τα ξαναβρούν, εκείνος θα κόβει κι από ένα δάχτυλο του χεριού του με το κλαδευτήρι. Η προειδοποίησή του αυτή θα γίνει γρήγορα πράξη, φανερώνοντας στον Πάτρικ πως δεν αστειεύεται με την απόφαση που έχει πάρει.
Το δράμα των δυο αυτών προσώπων θα κλονίσει τους κατοίκους του μικρού νησιού, οι οποίοι διψούν για δράματα σαν το συγκεκριμένο, που τους βγάζουν από τη στάσιμη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους. Με την εμπλοκή κι άλλων προσώπων, παρουσιάζεται ένα σύνολο καλοσχεδιασμένων χαρακτήρων, οι οποίοι αναδεικνύουν τόσο τους καλοδουλεμένους διαλόγους όσο και το εξαιρετικό σενάριο της ταινίας. Από τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ταινίας, ξεχωρίζουν η Σιόμπαν, η αδελφή του Πάτρικ, την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Κέρι Κόντον, εκπροσωπώντας τη φωνή της λογικής και του ανοιχτού μυαλού που προσπαθεί να ξεφύγει από τη στενότητα και τις προκαταλήψεις των κλειστών κοινοτήτων κι ο Ντομινίκ, ο χαζούλης του χωριού από τον οποίον ακούγονται οι πιο πικρές αλήθειες τις οποίες οι περισσότεροι φοβούνται να ξεστομίσουν, τον οποίον υποδύεται απολαυστικά ο Μπάρρυ Κιόγκαν.
Η εξιστόρηση της ταινίας ξεκινά με απολαυστικό τρόπο, καθώς όλοι οι συντελεστές της έχουν μπει με μεγάλη όρεξη κι επιτυχία στο πετσί των ρόλων τους. Οι διάλογοι κι οι μετωπικές συγκρούσεις των δυο φίλων, προσφέρουν στους θεατές μια πνευματώδη μαύρη κωμωδία, δίνοντας μπόλικη τροφή για σκέψη πάνω στα υπαρξιακά ζητήματα του καθενός. Αυτό οδηγεί ασυναίσθητα σε ένα έντονο μελαγχολικό κλίμα, ξαφνιάζοντάς μας για την απότομη μεταβολή που προκαλεί η εξέλιξη της ταινίας στη διάθεσή μας, καθώς μεμιάς το άφθονο γέλιο μετατρέπεται σε βουβό κλάμα.
Με άψογη μαεστρία, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μετατρέψει την ταινία από μαύρη κωμωδία σε βαθύ υπαρξιακό δράμα, τονίζοντας με αλληγορικό τρόπο όλα τα ανθρώπινης φύσης αγκάθια που κουβαλάει ο καθένας μας, οδηγώντας μας σε αυτοκαταστροφικά αδιέξοδα. Τα πείσματα κι οι εγωισμοί που κυριεύουν εύκολα τους ανθρώπους, τους οδηγούν σε βίαιες λύσεις κι όχι σε λογικούς συμβιβασμούς, φανερώνοντας πως κι οι πιο φιλήσυχοι άνθρωποι μπορεί να οδηγηθούν σε μη αναστρέψιμα ξεσπάσματα.
Η διαφορετική αντίληψη που έχουν οι δυο φίλοι για την αξία και το νόημα της ζωής, τους οδηγεί σε έναν ακόμη ιρλανδέζικο εμφύλιο, ο οποίος παίρνει μεγάλες διαστάσεις λόγω της κλειστής κι απομονωμένης κοινωνίας που εξελίσσεται. Πατώντας πάνω σ' αυτόν τον πρωτότυπο εμφύλιο, ο σκηνοθέτης προσφέρει πνευματώδεις και καλογραμμένους διαλόγους, μέσα από τους οποίους αποκαλύπτονται άνθρωποι πληγωμένοι που έχουν βυθιστεί στην κατάθλιψη και την αγωνία της καθημερινής βιοπάλης. Παράλληλα μέσα από τις ανησυχίες τους, αναλύονται άλλοτε με χιουμοριστικό κι άλλες φορές με μελαγχολικό τρόπο, θέματα υπαρξιακά, κοινωνικά κι ανθρώπινα.
Ένα ακόμη στοιχείο που ξεχώρισα στην ταινία "Τα Πνεύματα του Ινισέριν", είναι ότι ο Μάρτιν ΜακΝτόνα καταφέρνει να παντρέψει το προσωπικό του καυστικό ύφος με το ιρλανδέζικο φολκλόρ, προσεγγίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο το πορτρέτο των μικρών κι απομονωμένων κοινοτήτων, οι οποίες με τη σειρά τους αντιπροσωπεύουν την ψυχολογία, τα ήθη και τις ιδέες ενός ολόκληρου έθνους. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να αντιληφθεί κανείς παρακολουθώντας αυτήν την ταινία, είναι ότι υπάρχουν αρκετά γνώριμα στοιχεία και συμπεριφορές που μοιράζονται οι Ιρλανδοί με τους Έλληνες, δημιουργώντας μια εύλογη απορία στο πως γίνεται να υπάρχουν τόσα κοινά σε δύο λαούς που βρίσκονται γεωγραφικά στα δυο άκρα της Γηραιάς Ηπείρου.
Στην ταινία ξεχωρίζει η πετυχημένη χημεία των ηθοποιών Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον, οι οποίοι μετά το "Αποστολή στη Μπριζ", προσφέρουν μια ακόμη απολαυστική δίδυμη ερμηνεία, όπου καταφέρνουν να παραμείνουν αξιαγάπητοι, αστείοι αλλά συνάμα και τραγικοί τόσο με τις επιλογές όσο και με τις συμπεριφορές τους. Εξαιρετικοί όμως στους ρόλους τους είναι κι η Κέρι Κόντον κι ο Μπάρρυ Κιόγκαν.
Πέρα από τις εκπληκτικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών που συμμετέχουν στην ταινία και τους απολαυστικούς διαλόγους που προσέφερε το έξυπνο σενάριο που έγραψε ο σκηνοθέτης Μάρτιν ΜακΝτόνα, με μάγεψε τρομερά κι η εκπληκτική φωτογραφία του Ben Davis, ο οποίος καταφέρνει να παρουσιάσει την γοητεία της ιρλανδέζικης υπαίθρου, ντύνοντάς την με μια λυρική κι απόκοσμη ατμόσφαιρα, δίνοντας την αίσθηση πως οι ηθοποιοί περιφέρονται, συζητούν και μελαγχολούν σε ένα τοπίο ονειρικό.
Η καλλιτεχνική αξία του «The Banshees of Inisherin» αναγνωρίστηκε στις διακρίσεις, στις υποψηφιότητες και τα βραβεία που απέσπασε στα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. Στο Φεστιβάλ Βενετίας ήταν υποψήφιο για τον Χρυσό Λέοντα Καλύτερης Ταινίας ενώ κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου και το βραβείο Ερμηνείας για τον Κόλιν Φάρελ. Στις Χρυσές Σφαίρες έσπασε το ρεκόρ εικοσαετίας με τις οκτώ υποψηφιότητές του από τις οποίες κέρδισε τελικά το Βραβείο Καλύτερης Κωμωδίας-Μιούζικαλ, Σεναρίου, Ερμηνείας για τον Κόλιν Φάρελ.
Το «The Banshees Of Inisherin» είναι ένας ύμνος για τις διαφορετικές αντιλήψεις που έχει κανείς απέναντι στη ζωή και στο νόημα της ύπαρξής του, την αξία που δίνει στην κάθε στιγμή αλλά και την αντίληψη της φευγαλέας αιωνιότητας. Επίσης είναι μια λυρική προσέγγιση στη φθαρτότητα της αγάπης αλλά και στα αδιέξοδα που μπορούν να οδηγήσουν τον καθέναν η περηφάνεια κι οι προκαταλήψεις. Τέλος, είναι μια ωδή στην αγάπη που έχει ο καθένας για τον τόπο του και τους δεσμούς που τον κρατούν καθηλωμένο στα μέρη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Και φυσικά, είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που πέρασε.
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου