Η «Ρώσικη Κιβωτός» έχει θεωρηθεί από αρκετούς κριτικούς κινηματογράφου, ως το πρώτο αυθεντικό αριστούργημα του 21ου αιώνα. Για την παραγωγή της χρειάστηκαν 867 ηθοποιοί, πάνω από 1000 κομπάρσοι, 150 τεχνικοί στο κινηματογραφικό συνεργείο και τρεις συμφωνικές ορχήστρες. Επίσης για τα γυρίσματα χρησιμοποιήθηκαν αναρίθμητα κοστούμια και περούκες εποχής. Όμως ο μεγάλος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το μουσείο του Ερμιτάζ, στην καρδιά της Αγίας Πετρούπολης.
Ξεναγοί της ιστορίας είναι η φωνή ενός αφηγητή (του ίδιου του σκηνοθέτη Αλεξάντερ Σοκούροφ) κι ενός κυνικού Γάλλου διπλωμάτη (προσωπικά θεωρώ πως είναι ο Αυστριακός διπλωμάτης Κλέμενς φον Μέττερνιχ), οι οποίοι συναντιούνται κατά έναν παράδοξο τρόπο εντός του μουσείου, κάπου στα μισά του 18ου αιώνα. Μέσα από τις συζητήσεις τους, καταφέρνουν να παρασύρουν τους θεατές σε ένα μαγικό ταξίδι τόσο στην ιστορία του ρωσικού λαού όσο και στον κόσμο της τέχνης.
Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στις αίθουσες του μουσείου, πραγματοποιείται μια αναβίωση των 300 χρόνων της ρωσικής ιστορίας, από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης μέχρι την πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ, ξεδιπλώνοντας τις ίντριγκες και τις συγκρούσεις που διαδραματίστηκαν εντός του Χειμερινού Ανακτόρου. Η παρουσίαση κι ανάλυση των ιστορικών γεγονότων, γίνονται αφορμή για ειρωνικά και κυνικά σχόλια, κυρίως από τον σκηνοθέτη, για τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις που υφίστανται σήμερα τόσο στη Ρωσία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όσο και την ασαφή θέση των δυτικών χωρών στις γρήγορους ρυθμούς της σύγχρονης ιστορίας.
Ωστόσο, η ταινία καταφέρνει να παρουσιάσει τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα του μουσείου αλλά και τα υπέροχα και σπουδαία έργα τέχνης της συλλογής του, χωρίς να χρησιμοποιεί κάποια ντοκιμαντερίστικη περιγραφή, δημιουργώντας μ' αυτήν την επιτυχία ένα νέο κινηματογραφικό είδος. Επίσης, η "Ρώσικη Κιβωτός" εντυπωσιάζει για το τεράστιο και πολυσύνθετο μονοπλάνο της, μέσα στο οποίο παντρεύει τον κινηματογράφο με τις υπόλοιπες τέχνες και τη ρώσικη ιστορία με το χώρο του θεάτρου. Μπροστά από τον φακό περνάει μια πλούσια γκάμα εποχών, ανθρώπων, έργων τέχνης, γεγονότων, καλλιτεχνικών τάσεων, ντυσιμάτων, διασκεδάσεων κι ιντρίγκων. Κατά κάποιον τρόπο περνάει η ίδια η ζωή, η οποία με ένα ξαφνικό παλαμάκι πετάει σαν πουλάκι στους κομψούς διαδρόμους του μουσείου και χάνεται. Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία εντυπωσιακή είναι το μεγάλο πλήθος των ηθοποιών και των κομπάρσων κι η κίνησή τους μέσα στους χώρους του μουσείου.
Ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ, του οποίου η παρουσία εκδηλώνεται με την κίνηση της κάμερας στο χώρο, προσπαθεί να εξηγήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, εισχωρώντας στο μουσείο μαζί με άλλους ανθρώπους. Παρατηρώντας τα κοστούμια γύρω του, αναρωτιέται αν βρίσκεται στον 18ο αιώνα. Παράλληλα, ο φωτισμός που χρησιμοποιεί, δημιουργεί ένα οπτικό παιχνίδισμα, κάνοντας τους θεατές να αισθανθούν πως βρίσκονται μέσα σε κάποιο όνειρο. Η κίνηση της κάμερας, η οποία υποδηλώνει την μετακίνηση του σκηνοθέτη μέσα στο πλήθος, δημιουργεί ένα αίσθημα αποπροσανατολισμού, αντίστοιχο μ’ αυτό που βιώνει κάποιος άνθρωπος, όταν βυθίζεται σε ένα βαρύ ύπνο. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης αναρωτιέται αν γίνεται αντιληπτός από τους γύρω του ή είναι αόρατος, δημιουργώντας στους θεατές ένα αίσθημα ηδονοβλεψίας προς έναν άγνωστο κόσμο που αρχίζει να αποκαλύπτεται μέσα από τις σκοτεινές περιπλανήσεις στις αίθουσες του μουσείου.
Μέσα σ' αυτή τη σκοτεινή περιδίνηση, ο σκηνοθέτης συναντιέται με έναν μυστηριώδη Ευρωπαίο διπλωμάτη, ο οποίος γίνεται συνοδοιπόρος του στο όνειρο. Ο Ευρωπαίος διπλωμάτης δείχνει το ίδιο χαμένος με τον σκηνοθέτη κι απορεί που μιλάει τόσο καλά τη ρωσική γλώσσα.
Η πρώτη ορχήστρα που συναντούν τα δύο πρόσωπα, σηματοδοτεί τις περιπλανήσεις τους στις αίθουσες του μουσείου Ερμιτάζ. Ο σκηνοθέτης αναγνωρίζει την Μεγάλη Αικατερίνη, επιβεβαιώνοντάς τον ότι βρίσκεται στον 18ο αιώνα. Οι δυο πρωταγωνιστές συνεχίζουν να περιφέρονται στις αίθουσες του μουσείου, σχολιάζοντας τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο του και συγκρίνοντας τον με τις αντίστοιχες αίθουσες του Βατικανού. Στις συζητήσεις τους γίνεται ένας συσχετισμός των τοιχογραφιών του μουσείου Ερμιτάζ με την τεχνοτροπία στους πίνακες του Ραφαήλ. Ο Ευρωπαίος διπλωμάτης γίνεται εριστικός απέναντι στις καλλιτεχνικές ανησυχίες των Ρώσων, οι οποίοι προτιμούν να αντιγράφουν τους υπόλοιπους Ευρωπαίους δημιουργούς χωρίς να επενδύουν στις δικές τους δημιουργικές δυνατότητες.
Συγκινητική είναι η στιγμή, στην οποία οι δυο πρωταγωνιστές συναντούν μια εργαζόμενη του μουσείου, η οποία παρόλο που είναι τυφλή, έχει αρκετές γνώσεις σχετικά με τα εκθέματα του μουσείου. Η τυφλή ξεναγός, της οποίας η παρουσία αποκτά μια συμβολική αξία, ξεναγεί τα δυο πρόσωπα στη αίθουσα των Φλαμανδών ζωγράφων, όπου αναλύει κάποιους από τους πίνακες, όπως «Η Παρθένος με τις πέρδικες» του Άντονι Βαν Ντάικ, ο οποίος αποκτήθηκε από την Αικατερίνη Β’, «Η Γιορτή στο Σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου» του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς κι οι «Απόστολο και Παύλο» του Ελ Γκρεκο. Στη συγκεκριμένη σκηνή προηγείται κι η στιγμιαία εμφάνιση του Ρώσου ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν.
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ, με μια έντονα φορτισμένη σκηνή, κάνει μνεία στην Πολιορκία του Λένινγκραντ ή αλλιώς την «Πολιορκία των 900 ημερών», που πραγματοποιήθηκε από τις 8 Σεπτέμβριου του 1941 μέχρι τις 27 Ιανουαρίου του 1944, κι αποτέλεσε κομβικό ιστορικό γεγονός του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου ή αλλιώς Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αφήνοντας πίσω της πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς από τη μεριά της Ρωσίας (και πεντακόσιες χιλιάδες νεκρούς από τη μεριά του Άξονα). Το γεγονός αυτό ξεδιπλώνεται σε μια παγωμένη αίθουσα με άδεια κάδρα, θέλοντας ο σκηνοθέτης μ’ αυτόν τον τρόπο να δηλώσει την απομάκρυνση των έργων τέχνης από το μουσείο κατά την περίοδο του πολέμου, ενώ η ύπαρξη των νεκρών δηλώνεται με την παρουσία ενός Ρώσου στρατιώτη (το κοστούμι κι η ψυχική του διαταραχή λόγω της χρόνιας πολιορκίας παίζουν σημαντικό ρόλο στη δήλωση του ιστορικού γεγονότος), ο οποίος κατασκευάζει το δικό του φέρετρο.
Ο δημιουργός δε παραλείπει να αφιερώσει ένα πλάνο και στους διευθυντές του μουσείου Ερμιτάζ, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Τα ονόματα που ακούγονται κι οι ενδύσεις βοηθούν τους θεατές να αναγνωρίσουν τα ιστορικά πρόσωπα που υποδύονται οι ηθοποιοί, με εξαίρεση τον Mikhail Piotrovsky που υποδύεται τον εαυτό του. Τα πρόσωπα τα οποία παρουσιάζονται στη συγκεκριμένη σκηνή είναι οι Iosif Orbeli που διετέλεσε διευθυντής του μουσείου από το 1934 μέχρι το 1951, ο Mikhail Artamonov που υπηρέτησε στην ίδια θέση από το 1951 μέχρι το 1964, ο Boris Piotrovsky που συνέχισε στον ίδιο θώκο από το 1964 μέχρι το 1990 κι ο γιος του Mikhail Piotrovsky που εξακολουθεί να είναι διευθυντής του μουσείου μέχρι σήμερα.
Η κορύφωση της ταινίας έρχεται με την πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ. Το φοβισμένο «αντίο» που ακούγεται από τον τσάρο Νικόλαο, μαρτυρά το τέλος μιας εποχής τόσο για τη Ρωσία όσο και για το μέχρι τότε Χειμερινό Ανάκτορο Ερμιτάζ. Η νέα εποχή καλωσορίζεται με μια ακόμη ορχήστρα, οι οποία συνοδεύει τους πρωταγωνιστές, τους κομπάρσους αλλά και τους θεατές της ταινίας προς την Μεγάλη Έξοδος. Η τελευταία σκηνή ξεκινάει με την αποθέωση της ορχήστρας από τους παρόντες ηθοποιούς και με τον κυνικό Ευρωπαίο διπλωμάτη να συγκινείται από την αριστοκρατική ατμόσφαιρα, το αισιόδοξο κλίμα των αρχών του 20ου αιώνα και την αίγλη που αποπνέουν τόσο οι Ρώσοι (μέσα από το χορό και τις ενδυμασίες τους) όσο και το μουσείο Ερμιτάζ. Αρνείται να ακολουθήσει τον σκηνοθέτη προς το μέλλον κι αποφασίζει να μείνει για πάντα στο νοσταλγικό όνειρο του παρελθόντος, αποχαιρετώντας μια νέα Ευρώπη που αρχίζει να χτίζεται. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να αναδείξει την ελκυστική αίγλη και το αξεπέραστο μεγαλείο του μουσείου Ερμιτάζ.
Η κάμερα ακολουθεί το πλήθος προς την έξοδο του μουσείου, εντυπωσιάζοντας τους θεατές με την ομορφιά του πλούσιου εσωτερικού διακόσμου. Διασχίζει σχεδόν όλους τους συντελεστές της ταινίας, καταλήγοντας σε μια πόρτα από πού φαίνεται μια ταραγμένη σκοτεινή θάλασσα. Η θάλασσα υποδηλώνει τον έξω κόσμο και το άγνωστο που επιφυλάσσει το μέλλον, αφήνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την υπόνοια πως το μουσείο Ερμιτάζ είναι μια κιβωτός πολιτισμού, που έχει καταφέρει να επιβιώσει από πολλές καταιγίδες (πολέμους, επαναστάσεις, καθεστώτα, φυσικές καταστροφές κ.α.).
Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο οποίος υπήρξε μαθητής και φίλος του Αντρέι Ταρκόφσκι, συνδύασε πρωτοποριακές κινηματογραφικές τεχνολογίες και τεχνικές, δημιουργώντας την πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου που δε χρειάστηκε να γίνει μοντάζ καθώς ολόκληρο το έργο ήταν μονοπλάνο. Το όραμα του Ρώσου δημιουργού, το στήριξε κι ο Αμερικανός σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος συμμετείχε στην παραγωγή της ταινίας. Μέσα από την ταινία, ο σκηνοθέτης παρομοιάζει το σπουδαίο μουσείο Ερμιτάζ ως μια «Ρωσική Κιβωτό», η οποία έχει συγκεντρώσει εντός της σπουδαία έργα των Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Ογκίστ Ροντέν, Πάμπλο Πικάσο, Ανρί Ματίς, Πολ Γκογκέν, Πολ Σεζάν, Κλοντ Μονέ κι άλλων, με τον συνολικό αριθμό των έργων που ανήκουν στις συλλογές του μουσείου να ξεπερνούν τα 3.000.000. Οπότε εύλογα, το μουσείο Ερμιτάζ μετατρέπεται συμβολικά σε μια Κιβωτό Ιστορίας, Μνήμης και Πολιτισμού.
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έλαβε χώρα στο Φεστιβάλ των Καννών του 2002 και συμμετείχε σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ τόσο σε Αμερική όσο και σε Ευρώπη (Στοκχόλμη, Σαν Σεμπάστιαν, Γκέτεμποργκ, Βρυξέλλες, Κάρλοβυ Βάρυ, Ρόττερνταμ), όπως επίσης στο Τόκυο και στο Σάο Πάολο. Η ταινία είχε τεράστια εισπρακτική επιτυχία σε Η.Π.Α. κι Ευρώπη ενώ δέχτηκε διθυραμβικά σχόλια από κριτικούς κινηματογράφου. Κάποια απ’ αυτά τα σχόλια είναι τα παρακάτω: «Ένα από τα πιο εκπληκτικά φιλμ όλων των εποχών. Η τελική σκηνή κόβει την ανάσα…» από Chicago Sun, «Ασύγκριτη δεξιοτεχνία» από το περιοδικό TIME. «Μια υπέροχη πράξη δημιουργίας, μια παράξενη ιστορική οφθαλμαπάτη…» από τους NEY YORK TIMES, «Το πρώτο αυθεντικό αριστούργημα του 21ου αιώνα…» από την Washington Post, «Ανοίγει νέους δρόμους στην κινηματογραφική γραφή…» από την El Pais.
Η "Ρώσικη Κιβωτός" είναι ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα, το οποίο αντανακλά τόσο το όνειρο του Αλεξάντερ Σοκούροφ, όσο και το όνειρο πολλών ανθρώπων που οι ζωές τους έχουν συνδεθεί με το μουσείο Ερμιτάζ. Είναι μια ταινία ύμνος για την ιστορική μνήμη, την ατέρμονη αξία των έργων τέχνης και τη διαχρονικότητα όλων των καλλιτεχνικών εκφράσεων. Η "Ρώσικη Κιβωτός" είναι ένα απερίγραπτο κινηματογραφικό όνειρο που μας παρασύρει σε πρωτόγνωρες χορογραφίες και λαμπερά χρώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου