Σάββατο 20 Μαΐου 2023

Βενετία, η πόλη των γερμένων καμπαναριών




Είναι ανέφικτο να συγκεντρώσεις την ομορφιά της Βενετίας σε ένα μόνο κείμενο. Αφού πρώτα παρουσίασα τα μνημεία και τις συνοικίες της πόλης σε μία προηγούμενη δημοσίευση (πατήστε εδώ), σ' αυτήν εδώ θα μιλήσω για τις επιβλητικές και πλούσιες σε θησαυρούς εκκλησίες της. Ο λόγος που κάνω ξεχωριστή μνεία στα συγκεκριμένα μνημεία, είναι διότι οι βενετσιάνικες εκκλησίες δε φημίζονται μόνο για τη μεγάλη τους ιστορία, τη μοναδική τους ομορφιά και τις πλούσιες συλλογές έργων τέχνης αλλά και για τα γερμένα τους καμπαναριά, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις χάσκουν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των υποψιασμένων κατοίκων και των ανυποψίαστων επισκεπτών. 
Οι πρώτες εκκλησίες που συναντήσαμε βγαίνοντας από το σιδηροδρομικό σταθμό Σάντα Λουτσία ήταν η Santa Maria di Nazareth, γνωστή ως "Scalzi" λόγω του τάγματος των ξυπόλητων μοναχών της, οι οποίοι ήρθαν στη Βενετία τη δεκαετία του 1670 επιθυμώντας να χτίσουν την εκκλησία τους πάνω στο Μεγάλο Κανάλι. Η εκκλησία ξεχωρίζει για το μπαρόκ αρχιτεκτονικό της ύφος και την εντυπωσιακή πρόσοψή με τον πλούσιο γλυπτό της διάκοσμο, έργο του Giuseppe Sardi, ο οποίος χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να την ολοκληρώσει (από το 1672 μέχρι το 1680). Φημίζεται όμως και για τον εσωτερικό της διάκοσμο με τα μαρμάρινα κι επιχρυσωμένα ξύλινα γλυπτά της. Αυτό όμως για το οποίο η συγκεκριμένη εκκλησία περηφανεύεται, είναι η εντυπωσιακή της οροφογραφία, η «Διακήρυξη της Μητρότητας της Παναγίας» του Ettore Tito (1934), η οποία αντικατέστησε μια παλαιότερη του Giovanni Battista Tiepolo, που είχε καταστραφεί τον Οκτώβριο του 1915 από μια αυστριακή βόμβα που είχε στόχο το σιδηροδρομικό σταθμό.
Ωστόσο, εξέχουσα θέση στην πρώτη εικόνα που αντικρίζουν οι επισκέπτες της Βενετίας έχει κι η εκκλησία του San Simeone Piccolo, με το νεοκλασικό της ύφος και τον οβάλ μεγάλο για το μέγεθος του ναού τρούλο της, ο οποίος σχεδιάστηκε επίτηδες ογκώδης για να φαίνεται η εκκλησία πολύ μεγαλύτερη από το πραγματικό της μέγεθος. Ο ναός άρχισε να χτίζεται από το 1718 κι ολοκληρώθηκε το 1738 από τον Giovanni Antonio Scalfarotto κι ο σχεδιασμός του είναι διαμορφωμένος στο πρότυπο του Πάνθεον με πρόναο μπροστά και της εκκλησίας Santa Maria della Salute του αρχιτέκτονα Baldassare Longhena. Επίσης, ανήκει στους τελευταίους ναούς που χτίστηκαν στη Βενετία, σε μία από τις φτωχότερες (για τα δεδομένα της πόλης) συνοικίες της. Παρά το μικρό της μέγεθος, η εκκλησία έχει μια πλούσια συλλογή έργων τέχνης του Antonio Marinetti, του Francesco Polazzo κι άλλων δημιουργών. 
Η πρώτη εκκλησία που μας εντυπωσίασε στις βενετσιάνικες περιπλανήσεις μας ήταν η Basilica di Santa Maria Gloriosa dei Frari (00:10-00:51), γνωστή ως "Frari", η οποία βρίσκεται στην καρδιά της συνοικίας San Polo, στο Campo dei Frari. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι η μεγαλύτερη της πόλης. Το επιβλητικό της οικοδόμημα είναι χτισμένο από τούβλα κι είναι μια από τις τρεις εκκλησίες της πόλης που έχουν διατηρήσει τη βενετσιάνικη γοτθική τους όψη. Επίσης, η συγκεκριμένη εκκλησία ξεχωρίζει για την πλούσια συλλογή έργων τέχνης και μνημείων, καθώς στο εσωτερικό της έχουν θαφτεί αρκετοί διακεκριμένοι Βενετοί και Δόγηδες. Πολλά από τα έργα τέχνης της συλλογής της, ανήκουν στα σημαντικότερα στην ιστορία της βενετσιάνικης γλυπτικής, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής του Donatello κι οι επιβλητικοί τάφοι του Tiziano και του Antonio Canova. 
Είναι ενδιαφέρουσα η ιστορία των δυο συγκεκριμένων τάφων. Ο γλύπτης Αντόνιο Κανόβα επιχείρησε να σχεδιάσει έναν νέο τάφο για τον σπουδαίο Ιταλό δημιουργό Τιτσιάνο. Όμως ο θάνατος το πρόλαβε μ' αποτέλεσμα να μην προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του. Την υλοποίηση των σχεδίων του ανέλαβαν οι μαθητές του, οι οποίοι όμως αντί να τον αφιερώσουν στον φημισμένο Βενετσιάνο ζωγράφο, τον μετέτρεψαν σε τάφο του δασκάλου τους. Οπότε σήμερα, στο εσωτερικό του ναού ορθώνεται ένα επιβλητικό μασονικό μνημείο που δεσπόζει αντικριστά από τον παλιό κι εκλεπτυσμένο τάφο του Τιτσιάνο. Αυτό που με εντυπωσίασε στα δύο συγκεκριμένα μνημεία, ήταν η θλιμμένη έκφραση του λιονταριού του Αγίου Μάρκου στον τάφο του Αντόνιο Κανόβα κι η περήφανη μορφή της Αρτέμιδος της Εφέσου που στέκεται δίπλα στον στιβαρό αδριάντα του Τιτσίανο. 
Η ιστορία της συγκεκριμένης εκκλησίας ξεκινάει από το 1231, όταν ο Δόγης Jacopo Tiepolo, πρόσφερε σ' ένα Φραγκισκανικό Τάγμα τη συγκεκριμένη τοποθεσία για να ιδρύσει ένα μοναστήρι στη θέση μιας παλιάς εκκλησίας. Όμως η εκκλησία αποδείχθηκε αρκετά μικρή κι έτσι άρχισε να χτίζεται στη θέση της μια μεγάλη τρίκλιτη εκκλησία, η οποία ξεκίνησε το 1250 κι ολοκληρώθηκε το 1338. Όμως ούτε η νέα της μορφή αρκούσε, οπότε σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν οι εργασίες για την οικοδόμηση μιας ακόμη μεγαλύτερης εκκλησίας, φτάνοντας στη σημερινή της όψη, η οποία χρειάστηκε περισσότερο από έναν αιώνα για να ολοκληρωθεί. Η νέα εκκλησία ανέτρεψε τον αρχικό της προσανατολισμό, τοποθετώντας την πρόσοψη της προς την μεριά της πλατείας και του μικρού καναλιού. Το έργο ξεκίνησε υπό τον αρχιτέκτονα Jacopo Celega, αλλά ολοκληρώθηκε από τον γιο του Pier Paolo. Το καμπαναριό, το δεύτερο ψηλότερο στην πόλη μετά από αυτό του Αγίου Μάρκου, ολοκληρώθηκε το 1396 ενώ η πρόσοψη του ναού το 1440. Υπό την αιγίδα του Giovanni Corner, προστέθηκε το παρεκκλήσι του Αγίου Μάρκου το 1420 ενώ το 1432-1434, ο επίσκοπος Vicenza Pietro Miani έχτισε το παρεκκλήσι του San Pietro δίπλα στο καμπαναριό. Στις 27 Μαΐου 1492, ο ναός καθαγιάστηκε με το σημερινό του όνομα Santa Maria Gloriosa. 
Μια άλλη εκκλησία που είναι ιδιαίτερα αγαπητή για τους Έλληνες, είναι ο San Giorgio dei Greci (00:53-01:06), η οποία βρίσκεται στη συνοικία του Castello, στη Scuola dei Greci της Αδελφότητας των Ελλήνων στη Βενετία. Μια παρόμοια εκκλησία της ίδια περιόδου είχε χτιστεί στην αντίστοιχη Ελληνική Αδελφότητα της Νάπολης, η οποία ονομαζόταν Santi Pietro e Paolo dei Greci. Παρόλο που η Βενετία είχε στενούς δεσμούς με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς υπήρξε κομμάτι της κάποτε, είχε απαγορεύσει τις ελληνορθόδοξες λειτουργείες στην πόλη. Παρά τις τελετουργικές απαγορεύσεις, το 1498 η ελληνική κοινότητα της Βενετίας απέκτησε το δικαίωμα να ιδρύσει το Scuola de San Nicolò dei Greci, μια αδελφότητα που βοηθούσε τα μέλη της, ενώ το 1539, μετά από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, ο παπισμός επέτρεψε την κατασκευή της εκκλησίας του San Giorgio, η οποία χρηματοδοτήθηκε μέσω των συνεισφορών των Ορθόδοξων Ελλήνων της Βενετίας και των Ελλήνων ναυτικών που περνούσαν από την πόλη. Η κατασκευή του κτηρίου, σε ύφος υστεροαναγεννησιακό, ξεκίνησε το 1536 με βάση τα σχέδια του Sante Lombardo και τα έργα συνεχίστηκαν μετά το 1548 υπό την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Giannantonio Ciona κι ολοκληρώθηκαν το 1561. Η εξωτερική όψη του ναού ολοκληρώθηκε το 1571 με την κατασκευή του τρούλου. Το καμπαναριό είναι χτισμένο χωριστά στο προαύλιο του ναού προς το Rio dei Greci και είναι έργο του Bernardo Ongarin. Χτίστηκε μεταξύ 1587 και 1603 και σήμερα παρουσιάζει έντονη κλίση λόγω της καθίζησης των θεμελίων του. Ωστόσο, σύμφωνα με τα χρονικά, η κλίση είχε ήδη προκληθεί πριν ακόμη ολοκληρωθεί το καμπαναριό. Το εσωτερικό του ναού αποτελείται από ένα κλίτος και καλύπτεται με τοιχογραφίες του Giovanni di Cipro. Ανάμεσα στους θησαυρούς της εκκλησίας υπάρχουν και τρεις εικόνες που ανήκαν στη συλλογή της Άννας Νοταρά, κόρης του Λουκά Νοταρά, του τελευταίου Μεγάλου Δούκα και μεσάζοντα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία τις έφερε μαζί της στην Ιταλία πριν από το 1453. Τον Νοέμβριο του 1991, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η εκκλησία μετατράπηκε σε καθεδρικό ναό της Ιεράς Μητροπόλεως Ιταλίας και Μελίτης. Κοντά στον ναό βρίσκεται κι η Φλαγγίνειος Σχολή, ένα ελληνικό σχολείο που σήμερα στεγάζει το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών. Στο κτήριο αυτό υπάρχει κι ένα μικρό μουσείο με ελληνοβυζαντινές εικόνες και ορθόδοξα άμφια, το οποίο ιδρύθηκε από τη Σοφία Αντωνιάδη 
Μια ακόμη ιστορική εκκλησία της Βενετίας, είναι του San Zaccaria (01:19-01:40), μια πρώην μοναστική εκκλησία του 15ου αιώνα που βρίσκεται στο Campo San Zaccaria, κοντά στην πλατεία και τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, η οποία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ζαχαρία, τον πατέρα του Ιωάννη του Προδρόμου. Η πρώτη εκκλησία ιδρύθηκε από τον δόγη Giustiniano Participazio στις αρχές του 9ου αιώνα για να στεγάσει το σώμα του αγίου, δώρο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Λέοντος Ε' του Αρμένιου. Πέρα όμως από τα οστά του αγίου, στην κρύπτη της εκκλησίας βρίσκονται και τα λείψανα διαφόρων δόγηδων. Η πρώτη εκκλησία χτίστηκε το 1170 κι αντικαταστάθηκε τον 15ο αιώνα από μια γοτθική εκκλησία, η οποία χτίστηκε μεταξύ 1458 και 1515. Ο Antonio Gambello ήταν ο αρχικός αρχιτέκτονας, ο οποίος ξεκίνησε το κτήριο σε γοτθικό στυλ, αλλά το πάνω μέρος της πρόσοψης με τα τοξωτά παράθυρα και τους κίονες ολοκληρώθηκε από τον Mauro Codussi, ο οποίος επέλεξε ένα πιο πρώιμο αναγεννησιακό ύφος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πρόσοψη του ναού να είναι ένα αρμονικό βενετσιάνικο μείγμα υστερογοτθικού και αναγεννησιακού ρυθμού. Οι τοίχοι στο εσωτερικό του ναού είναι σχεδόν ολόκληροι καλυμμένοι με πίνακες ζωγραφικής καλλιτεχνών του 17ου και 18ου αιώνα, όπως οι Andrea del Castagno, Palma Vecchio, Tintoretto, Giuseppe Porta, Palma il Giovane, Antonio Vassilacchi, Anthony van Dyck, Andrea Celesti, Antonio Zanchi, Antonio Balestra, Angelo Trevisani και Giovanni Battista Tiepolo. Ένα από τα πιο διάσημα έργα της συλλογής του ναού είναι το San Zaccaria Altarpiece του Giovanni Bellini. Επίσης, μέσα στον ναό βρίσκεται κι ο τάφος του καλλιτέχνη Alessandro Vittoria. 
Ωστόσο απ' όλες τις βενετσιάνικες εκκλησίες υπάρχει μια, την οποία ξεχωρίζω προσωπικά διότι την είχα ζωγραφίσει πιτσιρικάς θεωρώντας πως εκείνη είναι η Βασιλική του Άγιου Μάρκου. Την είχα βρει σε ένα από τα περιοδικά που διάβαζα μικρός κι επεδίωξα να την σχεδιάσω σε κάρβουνο καθώς με είχε εντυπωσιάσει το μεγάλο της καμπαναριό κι η θέση που είχε μπροστά στη λιμνοθάλασσα. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι αντί για τον Άγιο Μάρκο, είχα ζωγραφίσει τον San Giorgio Maggiore (01:43), ο οποίος ορθώνεται στο ομώνυμο νησάκι του. Το νησί αρχικά ονομαζόταν Insula Memmia από την οικογένεια Memmo που το κατείχε. Η εκκλησία χτίστηκε το 829 κι αφιερώθηκε στον San Giorgio Maggiore για να ξεχωρίσει από το San Giorgio in Alga. Το 982, η εκκλησία μετατράπηκε σε μοναστήρι και πήρε κάτω από τον έλεγχό της ολόκληρο το νησί μετά από σύσταση του μοναχού Giovanni Morosini προς τον δόγη Tribuno Memmo. Στις αρχές του 19ου αιώνα, το μοναστήρι βυθίστηκε και στη θέση του στήθηκε το πυροβολικό της Βενετίας, ενώ σήμερα έχει μετατραπεί σε κέντρο τεχνών του Cini Foundation, διαθέτοντας μια μεγάλη βιβλιοθήκη κι ένα υπαίθριο θέατρο, το Teatro Verde. 
Αντικριστά από το νησί του San Giorgio Maggiore, λίγο πριν το τελείωμα του στενού ακρωτηρίου Punta della Dogana στη συνοικία Dorsoduro, βρίσκεται ένας ακόμη επιβλητικός και πολυφωτογραφημένος ναός, η Santa Maria della Salute (04:34-04:57). Η συγκεκριμένη εκκλησία άρχισε να χτίζεται το καλοκαίρι του 1630 αλλά ένα χρόνο αργότερο οι εργασίες σταμάτησαν καθώς η πανώλη έπληξε τη Βενετία σκοτώνοντας το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Στην πόλη πέθαναν 46.000 άνθρωποι ενώ στην ευρύτερη περιοχή οι απώλειες έφτασαν στους 94.000. Οι κάτοικοι της Βενετίας προχώρησαν σε αρκετές λιτανείες και προσευχές για να σταματήσει η επιδημία. Μια από αυτές τους τις προσπάθειες ήταν να κτιστεί μια νέα εκκλησία, η οποία θα αφιερωνόταν στην Παναγιά, η οποία θεωρούταν προστάτιδα της Δημοκρατίας της Γαληνοτάτης. Από τα σχέδια που προτάθηκαν, επιλέχθηκε αυτό του αρχιτέκτονα Baldassare Longhena για μια ροτόντα σε ρυθμό μπαρόκ καθώς ήταν δημοφιλής εκείνη την περίοδο. Η κατασκευή του ναού άρχισε το 1631 και ολοκληρώθηκε το 1687, με μια πλούσια διακοσμημένη πρόσοψη με αγάλματα του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Θεοδώρου, των Ευαγγελιστών, των Προφητών και της Ιουδίθ με το κεφάλι του Ολοφέρνη. Στο κύριο τέμπλο του ναού, έργο κι αυτό του Baldassare Longhena, βρίσκεται η βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Μεσοπαντίτισσας, η οποία μεταφέρθηκε από την Κρήτη, όταν εκείνη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1669. Όσον αφορά τον τρούλο του ναού, ήταν μια σημαντική προσθήκη στο αστικό τοπίο της Βενετίας και σύντομα έγινε ένα από τα πιο διάσημα εμβλήματα της πόλης, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες όπως ο Giovanni Antonio Canal, ο William Turner, ο John Singer Sargent και ο Francesco Guardi.
Κι όπως ήταν αναμενόμενο, άφησα για το τέλος το επιβλητικότερο κι εντυπωσιακότερο μνημείο κι ορόσημο της Βενετίας, το οποίο δεν είναι άλλο από τον πανέμορφο καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου, ο οποίος έχει αναδειχθεί προστάτης της πόλης. Το πρώτο παρεκκλήσι προς τιμή του είχε χτιστεί το 829 για να φυλάξει τα λείψανα του Αγίου Μάρκου, τα οποία έκλεψαν οι Ενετοί θαλασσοπόροι από την Αλεξάνδρεια, δικαιολογώντας τη συγκεκριμένη κλοπή ως μια προσπάθεια να προστατεύσουν τα λείψανα του ευαγγελιστή από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι κατέστρεφαν τις χριστιανικές εκκλησίες χτίζοντας στη θέση τους τζαμιά. Σύμφωνα με το θρύλο, για να μεταφέρουν οι Ενετοί το ανεκτίμητο λείψανο, το έκρυψαν από τους τελωνειακούς μέσα σε χοιρινά κρέατα. Ο λόγος που το έκαναν ήταν επειδή οι μουσουλμάνοι απέφευγαν να αγγίξουν το ακάθαρτο για εκείνους ζώο κι έτσι δεν έλεγξαν το φορτίο. Έπρεπε όμως οι Ενετοί να δικαιολογήσουν την κλοπή των λειψάνων, ώστε να μην επιτρέψουν τους Αλεξανδρινούς να τα ζητήσουν πίσω. Γι' αυτό το λόγο επινόησαν ένα θαύμα. Σκαρφίστηκαν λοιπόν ένα θρύλο, ο οποίος έλεγε πως οι κάτοικοι της πόλης διατάχθηκαν να προσευχηθούν και να νηστεύουν, εκλιπαρώντας μ' αυτόν τον τρόπο τον Θεό να τους δείξει που βρίσκονται τα λείψανα του Αγίου Μάρκου. Τελικά αποδείχτηκε πως η επιμονή τους ήταν αρκετά πιεστική και πειστική, αναγκάζοντας τον Θεό να τους ακούσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σε μια από τις θρησκευτικές λειτουργίες, να δουν οι πιστοί το χέρι του αγίου να τους δείχνει μια τρύπα, μέσα στην οποία βρέθηκαν τα λείψανά του. Θεωρώ πως τον καιρό εκείνο η ιστορία τους έγινε πιστευτή, αν και φοβάμαι πως ίσως υπάρχουν αρκετοί που εξακολουθούν να την πιστεύουν μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά το μνημείο, ο πρώτος ναός του Αγίου Μάρκου καταστράφηκε από πυρκαγιά το 976 κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής εξέγερσης, η οποία ανέτρεψε από τον θρόνο τον Ενετό ηγεμόνα Pietro IV Candiano. Ο νέος καθεδρικός ναός άρχισε να χτίζεται το 1063, ο οποίος μετατράπηκε το 1071 σε μέγαρο του νέου ηγεμόνα της πόλης Domenico Selvo. Με τις εντολές του συγκεκριμένου ηγεμόνα ξεκίνησε ο πρώτος κύκλος κατασκευής του ψηφιδωτού διάκοσμου, ο οποίος διήρκεσε από το 1071 μέχρι το 1084. Τελικά, ο ναός καθαγιάστηκε το 1094 υπό τον δόγη Vital Faliera, ο οποίος θάφτηκε σε μια από τις στοές, όπου βρίσκεται σήμερα ο νάρθηκας του ναού. Για πολλά χρόνια, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Μάρκου λειτουργούσε ως παλάτι-παρεκκλήσι, μέσα στο οποίο στέφονταν οι δόγηδες της Βενετίας. Επίσης μέσα στον ναό έλαβαν ευλογία οι σταυροφόροι που ρήμαξαν την Ανατολή αλλά κι οι καπετάνιοι πριν ξεκινήσουν τα μεγάλα τους ταξίδια.  
Για να χτιστεί ο πεντάτρουλος σταυροειδής καθεδρικός ναός του Αγίου Μάρκου, ο οποίος δημιουργήθηκε στο πρότυπο της εκκλησίας των Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, χρειάστηκαν μόνο τριάντα χρόνια. Παρόλα αυτά, το οικοδόμημα θα μεταβάλλεται συνεχώς για τα επόμενα πεντακόσια χρόνια, με περαιτέρω επεκτάσεις και διακοσμήσεις. Το 1159 ξεκίνησαν οι εργασίες για την πρόσοψη του καθεδρικού ναού με μάρμαρο και με τις υπέροχες ψηφιδωτές συνθέσεις πάνω από τις εισόδους, οι οποίες καταδεικνύουν τα γεγονότα που σχετίζονται με την κλοπή των λειψάνων του αγίου και την εκ θαύματος εμφάνισή τους στη Βενετία. Το Βαπτιστήριο και το Παρεκκλήσι του Αγ. Ισιδώρου θα προστεθούν το 1354 και το παρεκκλήσι Mascoli μαζί με το σκευοφυλάκιο τον 15ο αιώνα. Η διακόσμηση του ναού θα ολοκληρωθεί πλήρως στα τέλη του 15ου αιώνα, σύμφωνα με έναν πίνακα του Giovanni Bellini. Από τους θησαυρούς του ναού, τόσο τα μπρούτζινα άλογα όσο κι άλλα κειμήλια κι έργα τέχνης που βρίσκονται στις συλλογές του, προέρχονται από τις λεηλασίες των σταυροφόρων στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. 
Όσες λέξεις και να διαλέξω για να περιγράψω το συγκεκριμένο μνημείο θα μου φανούν φτωχές. Μπορεί το μνημειώδες αρχιτεκτονικό του ύφος να ενισχύει την πίστη και να εξαγνίζει τη ψύχη των χριστιανών αλλά εγώ επικεντρώθηκα σε άλλα στοιχεία του που θεώρησα πολύ πιο σημαντικά. Ανατριχίλα με έπιασε όταν επιτέλους αντίκρυσα τα χιώτικα άλογα πάνω από τις πέντε επιβλητικές πύλες του ναού. Θαμπώθηκα από τα υπέροχα ψηφιδωτά που δημιουργούν ένα χρυσό ουρανό στο εσωτερικό του μνημείου. Παραξενεύτηκα με την επικίνδυνη σκεύρωση του δαπέδου και τις επικίνδυνες κλίσεις των κολονών που εξακολουθούν να συγκρατούν τους τρούλους, δημιουργώντας μου ένα άγχος για το πόσο ακόμα θα μπορεί να στέκεται όρθιο αυτό το μνημείο. 
Αναπόσπαστο κομμάτι της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου είναι και το θεόρατο καμπαναριό του, το διάσημο "Campanile", το ψηλότερο οικοδόμημα της πόλης καθώς φτάνει τα 99 μέτρα, το οποίο αντικατέστησε έναν πύργο ρολογιού που κάηκε τον 8ο αιώνα από πυρκαγιά που προκλήθηκε από έναν κεραυνό. Το καμπαναριό που δεσπόζει σήμερα χτίστηκε το 1514 από τον ναύαρχο Grimani, θέλοντας να αποφύγει μια καταδίκη του. Το άνοιγμα που βρίσκονται οι καμπάνες είναι από μάρμαρο ενώ η οροφή είναι φτιαγμένη από μπρούτζο, του οποίου η λάμψη φαίνεται από μεγάλη απόσταση. Τέλος, στην κορυφή του πύργου δεσπόζει από το 1511 το άγαλμα του Αρχάγγελου Γαβριήλ, κατασκευασμένο από ξύλο και καλυμμένο με επιχρυσωμένες μπρούτζινες πλάκες. 
Το πανύψηλο οικοδόμημα δε λειτουργούσε μόνο ως καμπαναριό αλλά κι ως φάρος για τα πλοία που έφταναν στη Βενετία αλλά κι ως πύργος σκοπιάς. Επίσης, οι πέντε καμπάνες του καμπαναριού λειτουργούσαν ως ρολόι, με την καθεμία να εκτελεί το δικό της έργο. Η πρώτη καμπάνα, το "Marangona" χτυπούσε όταν ξεκινούσαν οι εργασίες του ναυπηγείου. Η δεύτερη, η "Nona" χτυπούσε για μεσημέρι (κάτι το οποίο εξακολουθεί να κάνει μέχρι σήμερα). Η τρίτη καμπάνα, η "Trottiera", καλούσε τους ευγενείς για τα Μεγάλα Συμβούλια. Η τέταρτη καμπάνα, η "Pregadi" έδινε το σήμα έναρξης για τη σύγκληση της Γερουσίας. Και το πέμπτο, ο "Μαλεφίχο" ανακοίνωνε τη θανατική ποινή στην πλατεία. Ωστόσο, το καμπαναριό κουβαλάει και μια σκοτεινή ιστορία καθώς ήταν και τόπος τιμωρίας για τους λειτουργούς της εκκλησίας που έμπλεκαν σε ομόφυλες σχέσεις. Τους έβαζαν σε ειδικά κλουβιά και τους κρεμούσαν από τον πύργο. 
Ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καμπαναριού είναι η είσοδό του, η Loggetta del Sansovino, η οποία προστέθηκε στο οικοδόμημα τον 16ο αιώνα. Η όψη της θυμίζει αρκετά την Αψίδα του Θριάμβου. Η πρόσοψη της εισόδου αποτελείται από τρία τόξα, διακοσμημένα με πλαϊνούς κίονες. Ανάμεσά τους στις κόγχες υπάρχουν χάλκινα αγάλματα του Ερμή, της Μινέρβας, του Απόλλωνα, έργα του γλύπτη Jacopo Sansovino. Στην αρχή λειτουργούσε ως χώρος συνάντησης των ευγενών και των δόγηδων αλλά αργότερα μετατράπηκε σε σημείο συγκέντρωσης των φρουρών του Παλατιού των Δόγηδων. Κάποια από τα γλυπτά στην πρόσοψη του οικήματος εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης, όταν το καμπαναριό του Αγίου Μάρκου κατέρρευσε στις 14 Ιουλίου 1902 λόγω της φθοράς του οικοδομήματος, δημιουργώντας ζημιές και στο Παλάτι των Δόγηδων. Το καμπαναριό αναστηλώθηκε δέκα χρόνια αργότερα επί δημαρχίας του Filippo Grimani. 
Ανάμεσα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου και τη λιμνοθάλασσα, υπάρχει μια μικρή γραφική πλατεία, η "Piazzetta". Στην πλατεία αυτή ορθώνονται δυο πελώριες κολώνες από γρανίτη, στην κορυφή των οποίων δεσπόζουν το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου κι ο Άγιος Θεόδωρος. Κανονικά θα υπήρχαν τρεις κολώνες, οι οποίες ήταν λάφυρα πολέμου από τη νίκη του βενετσιάνικου στόλου κατά του βασιλιά της Τύρου το 1125. Τα λάφυρα αυτά έφτασαν μέσω θαλάσσης στη Βενετία, αλλά κατά την εκφόρτωσή τους, η μια κολώνα έπεσε και χάθηκε για πάντα στο λασπωμένο βυθό της λιμνοθάλασσας, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως εκδίκηση του ηττημένου βασιλιά. Τα συγκεκριμένα λάφυρα ζύγιζαν 100 τόνους κι η τοποθέτησή τους χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πιο εντυπωσιακά τεχνικά επιτεύγματα εκείνης της εποχής. Παρόλο που το μνημείο αυτό είναι από τα πιο πολυφωτογραφημένα της πόλης, οι Βενετοί δε του δείχνουν ιδιαίτερη εκτίμηση κι αποφεύγουν να περάσουν ανάμεσα από τις κολώνες, διότι το σημείο αυτό ήταν τόπος εκτελέσεων κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Ο λόγος που οι Βενετοί είχαν επιλέξει να γίνονταν εκεί οι εκτελέσεις, ήταν για να δίνεται η δυνατότητα στον κατάδικο να δει για τελευταία λεπτά τον εναπομείναντα χρόνο της ζωής του από τον πύργο του ρολογιού. 
Ο πύργος του ρολογιού λοιπόν ή αλλιώς "Torre dell’ orologio" βρίσκεται στην άλλη μεριά της πλατείας του Αγίου Μάρκου. Το συγκεκριμένο οικοδόμημα χτίστηκε το 1499, για να δείχνει στους ναυτικούς τόσο τις παλίρροιες όσο και τους μήνες που ήταν ευνοϊκοί για να σαλπάρουν. Μετέπειτα προστέθηκαν, οι διαφορετικές φάσεις της σελήνης και τα ζώδια που απεικονίζονται στην πρόσοψη του ρολογιού, σχεδιασμένα από σμάλτο και χρυσό και φιλοτεχνήθηκαν με γνώμονα τους θαλασσοπόρους. Σύμφωνα με τον θρύλο, όταν ολοκληρώθηκε το ρολόι, τύφλωσαν τους εφευρέτες του πολύπλοκου μηχανισμού του, για να μην μπορέσει ποτέ να υπάρξει κάποιο αντίγραφο του. Στο ανώτερο επίπεδο της πρόσοψης του πύργου δεσπόζει το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το οποίο στέκει μπροστά από ένα μπλε φόντο με αστέρια ενώ στην κορυφή βρίσκεται η καμπάνια, η οποία κρούεται κάθε μια ώρα από δυο μπρούτζινες μορφές, γνωστές ως Μόρι (Μαυριτανοί). Κάτω από τον πύργο, υπάρχει μια στοά που συνδέει την πλατεία του Αγίου Μάρκου με την Merceria, μία από τις κεντρικότερες εμπορικές οδούς της Βενετίας, η οποία οδηγεί προς τη Γέφυρα του Ριάλτο. 
Όλα τα παραπάνω μνημεία της πόλης βρίσκονται στη φημισμένη Πλατεία του Αγίου Μάρκου, η οποία είναι ο μοναδικός δημόσιος χώρος της πόλης που αποκαλείται Piazza, καθώς όλα τα υπόλοιπα ανοίγματα λέγονται "Campi". Η ομορφιά της συγκεκριμένης πλατείας έκανε τον Ναπολέοντα να την χαρακτηρίσει ως το "σαλόνι της Ευρώπης". Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου με την Piazzetta, αποτελούν το κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Βενετίας. Υπάρχει όμως και μια ακόμη μικρή πλατεία στη βόρεια πλευρά της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, η οποία ονομάζεται Piazzetta dei Leodici, λόγω των δυο μαρμάρινων λιονταριών, δώρο του Δόγη Alvise IV Mocenigo προς την πόλη το 1722. 
Η πλατεία του Αγίου Μάρκου κλείνεται από τρία κτιριακά συμπλέγματα. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς της, εκτείνεται το Procuratie Vecchie, η Παλιά Επιτροπεία, η οποία χτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα κι αποτελούταν από πρώην κατοικίες και γραφεία των Επιτρόπων του Αγίου Μάρκου κι ανώτερων κρατικών αξιωματούχων τον καιρό της Δημοκρατίας της Βενετίας. Σήμερα, στη στοά της στεγάζονται καταστήματα κι εστιατόρια, όπως το Cafe Quadri, το οποίο ήταν φημισμένο στέκι των Αυστριακών όταν η Βενετία ήταν κομμάτι της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας τον 19ο αιώνα. Το δυτικό κομμάτι της πλατείας ξαναχτίστηκε από τον Ναπολέοντα το 1810 κι ονομάστηκε Ala Napoleonica, δηλαδή Ναπολεόντια Πτέρυγα, η οποία φιλοξενεί σήμερα την αριστοκρατική είσοδο του Μουσείου Correr. Στη νότια πλευρά της πλατείας βρίσκεται η Procuratie Nuove, η Νέα Επιτροπεία, η οποία σχεδιάστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα κι ολοκληρώθηκε το 1640. Στο ισόγειό της βρίσκεται το φημισμένο Cafe Florian που άνοιξε το 1720 από τον Floriano Francesconi.
Οι περιπλανήσεις μας στις εντυπωσιακές εκκλησίες της Βενετίας, ολοκληρώθηκαν με έναν ήρεμο περίπατο στη νότια προκυμαία του Drosoduro, έχοντας απέναντί μας τo Giudecca, το πλησιέστερο νησί στη Βενετία, το οποίο ονομάζεται και Spina Lunga (μακρύ κόκκαλο ψαριού) εξαιτίας του μακρόστενου καμπυλωτού σχήματός του. 
Απολαμβάνοντας ένα ακόμη όμορφο ηλιοβασίλεμα στην φιλήσυχη και χωρίς τουρίστες προκυμαία της Σχολής Καλών Τεχνών, αποχαιρετήσαμε την υπέροχη πόλη της Βενετίας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου