Έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την πολυπόθητη επίσκεψή μου στη Βενετία κι ακόμα δεν έχω καταφέρει να καταλαγιάσω τόσο τα συναισθήματα που μου γέννησε όσο και τις στιγμές που μου πρόσφερε απλόχερα η πλωτή κοσμοπολιτεία με την μοναδική της ομορφιά. Εδώ και μέρες προσπαθώ να τοποθετήσω σε μια σειρά όλες τις στιγμές που απόλαυσα στις βενετσιάνικες περιπλανήσεις μου, αλλά όσο περνά ο καιρός τόσο εκείνες ενώνονται σε ένα πολύχρωμο κι άκρως ρομαντικό συνονθύλευμα εικόνων, χρωμάτων και συναισθημάτων. Αυτό όμως που έχω διατηρήσει πεντακάθαρα στο μυαλό μου και μπορώ να περιγράψω με σιγουριά, είναι η δυσκολία με την οποία συγκρατούσα τον ενθουσιασμό μου καθώς φτάναμε για πρώτη φορά με το τραίνο στο σταθμό Σάντα Λουτσία, θυμίζοντάς μου έντονα τις πρώτες σκηνές του "Summertime" του Ντέιβιντ Λην όπου η γοητευτική Κάθριν Χέπμπορν σχεδόν κρεμασμένη από το παράθυρο του βαγονιού, απαθανάτιζε αχόρταγα με τη φωτογραφική της μηχανή τις πρώτες βενετσιάνικες εικόνες που αντίκρυζε από τη σιδηροδρομική σύνδεση της Βενετία με το Μέστρε.
Η Βενετία είναι χτισμένη πάνω σε μια ομάδα 118 μικρών νησιών της ομώνυμης ελώδους λιμνοθάλασσας που απλώνεται κατά μήκος της ακτογραμμής μεταξύ των εκβολών των ποταμών Πάδου και Πιάβε. Το όνομα της προέρχεται από τον αρχαίο λαό των Βένετων, που κατοίκησαν την περιοχή από τον 10ο αιώνα π.Χ. κι έκτοτε υπήρξε πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Βενετίας. Η πόλη είναι γνωστή ως «Γαληνοτάτη», «Βασίλισσα της Αδριατικής», «Πόλη του Νερού», «Πόλη των Μασκών», «Πόλη των Γεφυρών», «Επιπλέουσα Πόλη» και «Πόλη των Καναλιών». Η Δημοκρατία της Βενετίας υπήρξε μεγάλη ναυτική δύναμη κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, αλλά κι ορμητήριο των Σταυροφοριών προς την Ανατολή. Επίσης υπήρξε σημαντικό κέντρο εμπορίου (ιδιαίτερα μεταξιού, σιτηρών και μπαχαρικών) και τέχνης από τον 13ο μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, μετατρέποντάς την σε πλούσια πόλη καθόλη την ιστορία της, μ' αποτέλεσμα σήμερα, ολόκληρη η πόλη να είναι καταγεγραμμένη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Η αγάπη κι ο έντονος τοπικισμός που έχουν οι Βενετσιάνοι με την πόλη τους, φάνηκε στο Βενετικό δημοψήφισμα αυτονομίας που πραγματοποιήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 2017. Το δημοψήφισμα δεν ήταν δεσμευτικό, αλλά ήταν πιθανό να έχει συνέπειες, όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και αυτής του Βένετο, καθώς η περιφερειακή κυβέρνηση θα ζητούσε περισσότερες εξουσίες, εάν το ναι κέρδιζε. Σύμφωνα με τον Mario Bertolissi, καθηγητή δικαίου και σύμβουλο της περιφερειακής κυβέρνησης, το δημοψήφισμα επρόκειτο να είχε "συστατική εξουσία", αν και είχε χαρακτηρισθεί ως άχρηστο. Τελικά, το «ναι» επικράτησε με ποσοστό 98.1%, έναντι του "όχι" που έλαβε μόλις 1.9%, αλλά η προσέλευση στην εκλογική διαδικασία ήταν πολύ χαμηλή, της τάξεως του 57.2%. Επίσης, ο έντονος τοπικισμός εκδηλώνεται με τις σημαίες της Βενετίας που είναι κρεμασμένες σχεδόν σε όλα τα μπαλκόνια της πόλης.
Βγαίνοντας από το σταθμό Σάντα Λουτσία, συναντήσαμε αμέσως το "Μεγάλο Κανάλι" (00:04-00:55), γνωστό ως "canalazzo", το οποίο αποτελεί τον κύριο υδάτινο άξονα μετακίνησης στην πόλη. Το "Μεγάλο Κανάλι" έχει μήκος 3,8 χλμ. και πλάτος 30 με 90 μέτρα, ενώ το βάθος του δε ξεπερνάει τα 5 μέτρα. Η κίνηση στο κανάλι πραγματοποιείται µε ιδιωτικές βάρκες, με τα θαλάσσια λεωφορεία γνωστά ως "vaporetti", τα θαλάσσια ταξί και φυσικά τις διάσημες γόνδολες. Το "Μεγάλο Κανάλι" ξεκινάει από το σιδηροδρομικό σταθμό και καταλήγει στην καρδιά της πόλης, η οποία είναι η πλατεία του Άγιου Μάρκου. Κατά μήκος του καναλιού ορθώνονται πανέμορφα κτήρια του 12ου μέχρι 18ου αιώνα, τα οποία άλλοτε ανήκαν σε ευγενείς, ενώ σήμερα φιλοξενούν μουσειακές συλλογές και πολυτελή ξενοδοχεία, όπως το Ca’ d’Oro με τη γοτθική πρόσοψη του 15ου αιώνα, το Palazzo Grimani, η εκκλησία Santa Maria di Nazareth, το Fondaco dei Turchi του 13ου αιώνα και τα μουσεία μοντέρνας τέχνης Palazzo Grassi και Ca’ Pesaro.
Στο "Μεγάλο Κανάλι" βρίσκεται κι ένα από τα κορυφαία τουριστικά αξιοθέατα της πόλης, η Γέφυρα του Ριάλτο (00:32-00:42), η παλαιότερη από τις τέσσερις μεγάλες γέφυρες του καναλιού. Η Γέφυρα του Ριάλτο έχει χτιστεί αρκετές φορές και σκοπός της ήταν να συνδέει τις συνοικίες του Αγίου Μάρκου με του Σαν Πόλο. Η πρώτη κατασκευή ήταν μια πλωτή γέφυρα το 1173, ενώ η πρώτη σταθερή κατασκευή στήθηκε το 1181 από τον Νικολό Μπαρατιέρι κι ονομάστηκε Πόντε ντέλα Μονέτα, πιθανώς λόγω του νομισματοκοπείου που βρισκόταν κοντά στην ανατολική είσοδο. Η ύπαρξη αυτής της γέφυρας τόνωσε την αγορά του Ριάλτο (01:47-02:03), η οποία βρίσκεται στην ανατολική όχθη, οδηγώντας στην αντικατάσταση της το 1255 με μια νέα ξύλινη γέφυρα. Η νέα της μορφή αποτελούταν από δυο κεκλιμένες ράμπες, οι οποίες συνδέονταν σε ένα κεντρικό κινητό τμήμα, το οποίο ανυψωνόταν για να διευκολύνει τη διέλευση των πλοίων. Κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, στις κεκλιμένες ράμπες χτίστηκαν δύο σειρές καταστημάτων και στις δυο πλευρές της γέφυρας, των οποίων τα ενοίκια έφεραν εισόδημα στο Δημόσιο Ταμείο, το οποίο με τη σειρά του βοήθησε στις εργασίες διατήρησης της γέφυρας.
Η ιστορία της Γέφυρας του Ριάλτο κουβαλάει αρκετές καταστροφές. Η πρώτη σημειώθηκε το 1310, όταν η ξύλινη γέφυρα κάηκε εν μέρει στην εξέγερση που είχε σημειωθεί με επικεφαλής τον Μπατζαμόντε Τιεπόλο ενώ το 1444 κατέρρευσε κάτω από το βάρος ενός πλήθους που έσπευσε να δει το γάμο του Μαρκησίου της Φερράρα. Η ξύλινη γέφυρα που την αντικατέστησε κατέρρευσε ξανά το 1524, δίνοντας το έναυσμα να ανοικοδομηθεί μια νέα γέφυρα από πέτρα, μια ιδέα που είχε προταθεί για πρώτη φορά το 1503. Από το 1551, οι αρχές ζήτησαν προτάσεις για την αναστύλωση της γέφυρας από διάσημους αρχιτέκτονες, όπως ο Τζάκοπο Σανσοβίνο, ο Αντρέα Παλλάντιο κι ο Βινιόλα, αλλά όλοι επέλεγαν μια κλασική προσέγγιση με αρκετές καμάρες, η οποία δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του "Μεγάλου Καναλιού". Επίσης, ζήτησαν σχέδιο της γέφυρας κι από τον Μιχαήλ Άγγελο. Τελικά επιλέχθηκε το σχέδιο του Αντόνιο ντα Πόντε, ο οποίος πρότεινε μια γέφυρα με ένα άνοιγμα, η οποία άρχισε να χτίζεται από το 1588 μέχρι το 1591, πατώντας πάνω στο σχέδιο της προγενέστερης ξύλινης γέφυρας που διαδέχθηκε. Η κατασκευή της γέφυρας θεωρήθηκε τόσο τολμηρή που ο αρχιτέκτονας Βιτσέντζο Σκαμότσι προέβλεψε τη μελλοντική της καταστροφή. Όμως, η γέφυρα αψήφισε τους τότε επικριτές της κι έτσι σήμερα θεωρείται ως ένα από τα ομορφότερα αρχιτεκτονικά σύμβολα της Βενετίας. Στη σημερινή της μορφή εξακολουθούν να υπάρχουν δυο κεκλιμένες ράμπες που οδηγούν σε μια κεντρική στοά, όπου στις εσωτερικές της πλευρές υπάρχει μια σειρά καταστημάτων με αναμνηστικά και κοσμηματοπωλεία.
Μέσα από τις πολύωρες περιπλανήσεις μας τόσο στο "Μεγάλο Κανάλι" όσο και στα μικρότερα που διακλαδώνονται στις πανέμορφες συνοικίες της πόλης, διαπίστωσα πως η Βενετία είναι η μοναδική πόλη στα μέχρι τώρα ταξίδια μου, όπου θεώρησα αχρείαστο το GPS. Παρόλο που στην αρχή αγχώθηκα που δε μπορούσα να το χρησιμοποιήσω καθώς ήταν αδύνατον να με κατευθύνει στους ατελείωτους λαβυρίνθους των συνοικιών, στην πορεία αφέθηκα να με καθοδηγήσουν τα δαιδαλώδη σοκάκια κι οι μικρές πλατείες που ανοίγονταν κάθε τόσο (00:56-02:22), γνωρίζοντας πως ανά πάσα στιγμή θα βρεθώ σε κάποιο άνοιγμα του "Μεγάλου Καναλιού" ή σε κάποιο από τα μνημεία της πόλης που θα με κατατόπιζαν σε ποιο σημείο της πόλης βρίσκομαι. Επίσης, εξυπηρετούσαν πολύ κι οι κίτρινες πινακίδες που συναντούσαμε σε αρκετά σημεία των συνοικιών, οι οποίες έδειχναν την κατεύθυνση προς τα κυριότερα σημεία της πόλης όπως η Γέφυρα του Ριάλτο, η πλατεία του Αγίου Μάρκου κι ο σιδηροδρομικός σταθμός Σάντα Λουτσία.
Στη συγκεκριμένη φωτογραφική περιπλάνηση, σκέφτηκα να παρουσιάσω τα αξιοθέατα της πόλης και σε μια άλλη τις υπέροχες εκκλησίες. Ξεκινώντας λοιπόν με τη Γέφυρα του Ριάλτο και το Μεγάλο Κανάλι, συνεχίζω με ένα ακόμη διάσημο μνημείο, το οποίο είναι η "Γέφυρα των Στεναγμών" (02:28-02:40), η οποία σχεδιάστηκε από τον Αντόνιο Κοντίνο κι άρχισε να κατασκευάζεται από το 1602 μέχρι το 1604. Η γέφυρα δημιουργήθηκε μετά από εντολή του Δόγη Μαρίνο Γκριμάνι με σκοπό να ενώνει την παλιά φυλακή του 11ου αιώνα και τα δωμάτια των ανακρίσεων του παλατιού των Δόγηδων με τη νέα φυλακή (Prigioni Nuove) που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, καθώς τα δυο αυτά κτήρια χωρίζονται από το κανάλι Rio d’ Palazzo (ποτάμι του Παλατιού). Οι νέες φυλακές σχεδιάστηκαν από τον Αντόνιο ντα Πόντε, ο οποίος είχε κατασκευάσει και την Γέφυρα του Ριάλτο.
Για την ονομασία της γέφυρας υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή υποστηρίζει τους στεναγμούς των κρατουμένων που τη διέσχιζαν οδεύοντας προς την εκτέλεσή τους, καθώς έβλεπαν για τελευταία φορά τον έξω κόσμο. Η άλλη εκδοχή επινοήθηκε από τον ποιητή Λόρδο Βύρωνα, ο οποίος είχε αναφέρει πως τα ζευγάρια που φιλιόντουσαν το ηλιοβασίλεμα κάτω από τη γέφυρα κατακτούσαν την αιώνια αγάπη. Πέρα όμως από τους θρύλους της ονομασίας της, η γέφυρα είναι διάσημη και για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της, η οποία ακολουθεί τον ιταλικό αναγεννησιακό ρυθμό επιλέγοντας ως υλικό το λευκό ασβεστόλιθο της πέτρας από την Ίστρια. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της γέφυρας, είναι πως όλα τα πρόσωπα στον γλυπτό της διάκοσμο, είναι λυπημένα ή θυμωμένα, με εξαίρεση ένα μονάχα πρόσωπο που χαμογελάει. Γιατί άραγε;
Από το παλάτι των Δόγηδων και τη Γέφυρα των Στεναγμών αρχίζει η Riva degli Schiavoni (02:40-03:06), η παλιά προκυμαία της Βενετίας. Η οικοδόμηση της περιοχής ξεκίνησε πιθανότατα από τον 9ο αιώνα, αποξηραίνοντας την ελώδη περιοχή που υπήρχε σ' εκείνο το σημείο. Η προκυμαία άρχισε να χτίζεται το 1324, χρησιμοποιώντας πλακοστρώσεις από τερακότα κι η επέκτασή της ολοκληρώθηκε το 1782. Το όνομά της προέρχεται από τους Σλάβους εμπόρους της Δαλματίας, η οποία την εποχή που υπήρξε ως κτίση της Δημοκρατίας της Βενετίας ονομαζόταν "Slavonia" ή "Schiavonia". Στη συγκεκριμένη προκυμαία έδεναν τα εμπορικά πλοία από εκείνες τις παράκτιες περιοχές κι οι έμποροι έστηναν τους πάγκους τους. Επίσης, οι εμπορικές συναλλαγές που πραγματοποιούνταν στη συγκεκριμένη προκυμαία αποκτούσαν επιπλέον αξία καθώς βρισκόταν δίπλα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και στο διοικητικό κέντρο της Βενετίας. Σήμερα, η προκυμαία έχει μετατραπεί σε έναν ευχάριστο περίπατο δίπλα στη λιμνοθάλασσα έχοντας αντικριστά το νησί Lido που φιλοξενεί το διάσημο φεστιβάλ κινηματογράφου και το νησάκι του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε.
Η παλιά προκυμαία τελειώνει σε ένα κανάλι που οδηγεί στο βενετσιάνιο οπλοστάσιο. Φτάνοντας προς τους δυο πύργους του, που εξακολουθούν αγέρωχοι να επιτηρούν το συγκεκριμένο κανάλι, μου έκανε τρομερή εντύπωση η αναλλοίωτη εικόνα του τοπίου, συγκρίνοντάς την με πίνακες του 17ου κι 18ου αιώνα. Το βενετσιάνικο οπλοστάσιο ήταν ένα κρατικό συγκρότημα ναυπηγείων κι αποθήκης πυρομαχικών, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ναυτική παντοδυναμία της Βενετίας που διήρκεσε από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι την πτώση της Ενετικής Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα το 1797. Η κατασκευή του οπλοστασίου ξεκίνησε το 1104 και με την πάροδο του χρόνο μετατράπηκε στο μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα της Ευρώπης αιώνες πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση, με την έκτασή του (περίπου 45 εκτάρια) να αποτελεί το 15% ολόκληρης της Βενετίας. Το συγκεκριμένο συγκρότημα περιτριγυρίζεται από ένα τείχος 3,2 χλμ., του οποίου το ύψος προστάτευε τους εργάτες και τους ναυπηγούς που κατασκεύαζαν τα εμπορικά πλοία, τα οποία είχαν μετατρέψει την πόλη σε μεγάλη εμπορική δύναμη της Μεσογείου. Αξιοσημείωτο είναι ότι το βενετσιάνικο οπλοστάσιο είχε ένα αποκλειστικό δάσος στην περιοχή των λόφων Montello του Βένετο, που του παρείχε την προμήθεια ξυλείας που χρειαζόταν για την κατασκευή των πλοίων. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως στην επιβλητική πύλη του οπλοστασίου στέκει περίφημο το λιοντάρι του Πειραιά.
Από το βενετσιάνικο οπλοστάσιο κινήσαμε προς τα ήρεμα και χωρίς κόσμο σοκάκια και κανάλια του Καναρέτζιο, διασχίζοντας ολόκληρη την πόλη από την ανατολική της άκρη στη δυτική, εκεί που βρίσκεται το βενετσιάνικο εβραϊκό γκέτο. Η συγκεκριμένη περιοχή είναι η λιγότερο τουριστική της πόλης, μ' αποτέλεσμα οι συνοικίες να διατηρούν μια αυθεντικότητα που έχει σβηστεί από τις υπόλοιπες γειτονιές της Βενετίας.
Η ιστορία του εβραϊκού γκέτο είναι πολύ ενδιαφέρουσα κι αξίζει να αναφερθώ σ' αυτήν. Η εβραϊκή παρουσία στην Βενετία, μαρτυρείται ήδη από πολύ παλιά, καθώς η πόλη αποτελούσε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα ήδη από το 945 και 992 υπάρχουν αναφορές σε έγγραφα που απαγόρευαν στους Βενετούς καπετάνιους να δέχονται Εβραίους στα πλοία τους, γεγονός που αποδεικνύει μετακινήσεις Εβραίων προς και από την Βενετία.
Μετά το 1204, με την προσχώρηση πολλών πρώην βυζαντινών περιοχών στη βενετική επικράτεια, η πόλη αναδεικνύεται σε κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, δίνοντας την αφορμή για μετακινήσεις πληθυσμών προς την μητρόπολη, μεταξύ αυτών και πολλών Εβραίων, οι οποίοι διακρίνονταν πάντα για το εμπορικό τους πνεύμα. Μάλιστα το 1290 η Βενετία επέτρεψε σε Εβραίους εμπόρους και δανειστές να δραστηριοποιούνται στην πόλη, αν και επέβαλε διάφορους περιορισμούς, όπως φόρους στα εισαγόμενα και εξαγόμενα είδη. Ωστόσο η πρώτη κανονική συμφωνία μεταξύ της βενετικής κυβέρνησης και των Εβραίων, η οποία μαρτυρεί τη συστηματική εγκατάστασή τους εκεί, είναι το 1382. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή η Βενετία ήθελε την προσέλκυση Εβραίων, καθώς βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση λόγω του πολέμου με την Γένοβα. Από την άλλη, και πολλοί Εβραίοι από τη Δυτική Ευρώπη ήθελαν να καταφύγουν στην Ιταλία εξαιτίας του ιδιαίτερα έντονου αντισημιτικού κλίματος που ξέσπασε με αφορμή την κατηγορία ότι οι Εβραίοι είχαν μολύνει τα πηγάδια και έτσι είχαν προκαλέσει την μεγάλη επιδημία πανούκλας του 1348-1493, μια κατηγορία ιδιαίτερα συνηθισμένη στην Δυτική Ευρώπη σε περιπτώσεις εμφάνισης πανώλης. Αυτά τα αντισημιτικά συναισθήματα οδηγούσαν συχνά σε πογκρόμ, διώξεις, περιορισμούς και διακρίσεις. Παρόλα αυτά στην Βενετία λόγω του μη κυρίαρχου ρόλου της Εκκλησίας, η πολιτεία καθόριζε τη στάση απέναντι στους Εβραίους, και όχι τόσο οι αντισημιτικές διαθέσεις του όχλου. Ως εκ τούτου δεν υπήρξαν τόσο έντονες διώξεις, αλλά αρκετοί περιορισμοί, όπως για παράδειγμα το 1395, όπου δινόταν στους Εβραίους μόνο διετείς άδειες παραμονής με εξαίρεση τους γιατρούς, τους οποίους οι Βενετοί εμπιστεύονταν λόγω των εξαιρετικών τους γνώσεων.
Το 1508 επιτράπηκε στους Εβραίους να νοικιάζουν τα σπίτια, στα οποία θα κατοικούσαν, αλλά όχι να τα κατέχουν ως ιδιοκτησία τους ενώ το 1515 τους επιτράπηκε να ανοίξουν καταστήματα πώλησης υφασμάτων και ρούχων. Το 1516 η βενετική πολιτεία υποχρέωσε τους Εβραίους να εγκατασταθούν πλέον μόνιμα σε μια καθαρά δική τους συνοικία, στο Κανναρέτζιο, όπου παλαιότερα βρισκόταν ένα χυτήριο μετάλλων, γνωστό ως «geti». Από αυτήν την λέξη προήλθε η λέξη «ghetto», η οποία χρησιμοποιήθηκε έπειτα ως ένας γενικός όρος για κάθε πυκνοκατοικημένη περιοχή αλλά κι ως σύμβολο διαχωρισμού των ανθρώπων.
Το Γκέτο της Βενετίας αποτέλεσε και το πρώτο γκέτο εβραίων του κόσμου και υπήρξε μοντέλο και για τα μετέπειτα εβραϊκά γκέτο της Δυτικής Ευρώπης. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια πρωτοφανή περίπτωση εγκλεισμού και περιθωριοποίησης μιας αστικής πληθυσμιακής ομάδας, καθώς το γκέτο έκλεινε τις πύλες του από τις 6.00 το απόγευμα, ενώ στα τριγύρω κανάλια περιπολούσαν βάρκες με χριστιανούς φρουρούς για να εμποδίζουν νυχτερινές παραβιάσεις. Εκτός από τις νυχτερινές ώρες οι Εβραίοι περιορίζονταν στη συνοικία τους και κατά την διάρκεια κάποιων χριστιανικών εορτών, με την πρόφαση ότι αυτό το μέτρο εφαρμοζόταν για την προστασία των ίδιων από φανατικούς χριστιανούς σε περιόδους θρησκευτικής έξαρσης.
Παρά τις αντιξοότητες οι Εβραίοι είχαν την δική τους αυτοδιοίκηση και οργάνωναν μόνοι τους την καθημερινή τους ζωή. Δημιούργησαν τους δικούς τους τόπους λατρείας και ετοίμαζαν τα τρόφιμά τους σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση. Παράλληλα λειτουργούσαν ενεχυροδανειστήρια, τυπογραφεία και μαγαζιά με είδη ρουχισμού. Όμως, οι συνθήκες διαβίωσης στο Γκέτο δυσχέραιναν καθώς η κοινότητα μεγάλωνε καθώς είχε φτάσει στους 2.000 κατοίκους στα τέλη του 16ου αιώνα, ενώ η αρχική χωρητικότητα ήταν για 600 περίπου άτομα. Αποτέλεσμα της έλλειψης χώρου ήταν η ανέγερση επιπλέον ορόφων. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, οι κάτοικοι προσέθεταν ταβάνια στα δωμάτια για να διπλασιάσουν τους χώρους, με αποτέλεσμα οι χώροι να γίνονται ασφυκτικά κοντοί ενώ υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις κτιρίων που κατέρρευσαν εξαιτίας αυτών των παρεμβάσεων.
Από το 1590 και μετά κάποιοι περιορισμοί άρχισαν να χαλαρώνουν ενώ παράλληλα βελτιώθηκε σημαντικά η μεταχείριση των Εβραίων. Οι απαγορεύσεις σχετικά με την έξοδο από το Γκέτο ατόνησαν κι οι Εβραίοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν πιο ελεύθερα διάφορες εκδηλώσεις της πόλης. Εκείνην την περίοδο άρχισε μια νέα ακμή της εβραϊκής κοινότητας, οδηγώντας σε νέα αύξηση του πληθυσμού σε 2.500 κατοίκους. Οι αλλαγές αυτές έγιναν αφορμή να επεκταθούν τα όρια του Γκέτο με τη δημιουργία του Ghetto Nuovissimo το 1633, στο οποίο εγκαταστάθηκαν κάποια από τα πιο εύπορα μέλη της κοινότητας καθώς διέθετε πιο άνετα διαμερίσματα και καλύτερα κτήρια. Στα τέλη του 17ου αιώνα στη Βενετία ζούσαν πάνω από 5.000 Εβραίοι.
Με τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή αύξηση εκείνης της περιόδου ξεκίνησε η οικοδόμηση εξαώροφων κτιρίων, (οι λεγόμενοι “Ουρανοξύστες” της Βενετίας), στο Ghetto Vecchio και στο γειτονικό Ghetto Nuovissimo. Ωστόσο κατά τον 18ο αιώνα ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται, λόγω του αντιεβραϊκού κλίματος που άρχισε να επικρατεί ξανά και της μεγάλης φορολογίας, η οποία προκάλεσε κλείσιμο καταστημάτων. Ως εκ τούτου αρκετές εξέχουσες οικογένειες έφυγαν για άλλες πόλεις.
Το 1797, με την έλευση των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στην πόλη, αποφασίστηκε το τέλος του εγκλεισμού των Εβραίων με το γκρέμισμα των πυλών του Γκέτο. Μερικοί Εβραίοι συνέχισαν να ζουν στην ίδια περιοχή, αλλά οι πιο πλούσιοι έφυγαν προς άλλες συνοικίες της Βενετίας. Με την ενοποίηση της Ιταλίας, το 1866, οι Εβραίοι απέκτησαν ίσα δικαιώματα με τους άλλους Ιταλούς αλλά τα προβλήματα επανήλθαν με την άνοδο του Φασισμού στην Ιταλία και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν το 1943 τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Βενετία, στην πόλη ζούσαν περίπου 1.200 Εβραίοι. Από αυτούς κάποιοι κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελβετία και σε άλλες περιοχές, αλλά 246 Βενετοί Εβραίοι πιάστηκαν και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σήμερα στην Βενετία κατοικούν περίπου 600 Εβραίοι, εκ των οποίων οι 30 εξακολουθούν να ζουν στην περιοχή του Γκέτο, το οποίο έχει διατηρηθεί σχεδόν αναλλοίωτο. Έτσι, μας δόθηκε η ευκαιρία να περιπλανηθούμε κάτω από τις εξαώροφες "πολυκατοικίες" κι τις παλιές συναγωγές. Μέσα από τις περιπλανήσεις μας παρατηρήσαμε πως υπάρχουν ακόμη πολλά σημεία που μαρτυρούν τον παρελθοντικό εγκλεισμό που βίωναν οι Εβραίοι της πόλης. Τα κτήρια εξακολουθούν να στέκουν ως θεόρατα τείχη ενώ οι πύλες που κλείδωναν το απόγευμα, στέκουν πλέον στοιχειωμένες αλλά ανοιχτές για να υποδεχτούν τόσο τους επισκέπτες όσο και τους εναπομείναντες κατοίκους. Επίσης, στο Ghetto Vecchio συναντήσαμε τη Spanish Synagogue, στην οποία εξακολοθούν να γίνονται λειτουργίες από τον 16ο αιώνα, τη Levantine Synagogue, στην οποία υπάρχει και εργαστήριο που φτιάχνει ματσά και το εβραϊκό μουσείο.
Σ' αυτή τη περιοχή ανακαλύψαμε ένα ήσυχο μέρος καλά κρυμμένο από τις ορδές των τουριστών, όπου νέοι απολάμβαναν το βενετσιάνικο ηλιοβασίλεμα. Ένα σημείο το οποίο ανακαλύψαμε κι εμείς τυχαία καθώς επιστρέφαμε με το βαπορέτο από το Μουράνο. Σαν να μας έκανε η πόλη ένα μοναδικό δώρο θέλοντας να μας αποχαιρετήσει με το πιο γλυκό τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου