Αναχωρήσαμε για τη Χαϊδελβέργη κάτω από μια ανοιξιάτικη κυριακάτικη βροχή. Η διαδρομή από την μια άκρη της νότιας Γερμανίας στην άλλη κράτησε γύρω στις δυόμιση ώρες και μας πέρασε μέσα από μεγάλες πεδιάδες γεμάτες άχαρα αιολικά πάρκα και πλούσιους αμπελώνες τόσο στη Βαυαρία όσο και στη Βυρτεμβέργη. Επίσης, μέσα απ' αυτή τη διαδρομή είχαμε την τύχη να διασχίσουμε τη γέφυρα Kocher Viaduct (Kochertalbrücke) η οποία μέχρι το 2004 κατείχε τον τίτλο της γέφυρας με τους ψηλότερους στύλους στον κόσμο.
Η Χαϊδελβέργη μας υποδέχτηκε δροσερή και καθαρή από την μπόρα που την διέσχισε καθώς εμείς είμασταν καθοδόν προς αυτήν. Το λεωφορείο μας άφησε κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, ο οποίος είναι λίγο πιο έξω από το ιστορικό κέντρο της πόλης. Περπατήσαμε μια διαδρομή τριών χιλιομέτρων για να φτάσουμε στην άλλη άκρη της παλιάς πόλης καθώς το σπίτι που είχαμε κλείσει βρισκόταν ακριβώς κάτω από τον θεόρατο βράχο με το πανέμορφο παλάτι της πόλης. Η πρώτη μας βόλτα στη Χαϊδελβέργη, μας πρόσφερε το σταδιακό ξεδίπλωμα όλης της ρομαντικής γοητείας που περιβάλει αυτήν την πόλη.
Μπορεί η Χαϊδελβέργη να είναι μια από τις μικρότερες πόλεις της Γερμανίας αλλά είναι φορτωμένη με αρκετές ιστορίες άλλες ευχάριστες κι άλλες δυσάρεστες που την κάνουν ενδιαφέρουσα κι ευχάριστη. Το κλίμα αυτό το αισθάνεσαι στους δρόμους της, στα χαμογελαστά πρόσωπα των φοιτητών της, στα όμορφα στέκια της και φυσικά στο μαγευτικό φυσικό τοπίο που την περιβάλλει. Η πόλη διατηρεί αρκετά την παρελθοντική της αύρα καθώς ήταν σημαντικό κέντρο του γερμανικού ρομαντισμού κι ευτυχώς έχει διασώσει αρκετά στοιχεία του χαρακτήρα της παρόλο που έχει μετατραπεί σε τουριστικό προορισμό. Τα πιο γνωστά αξιοθέατά της είναι τα ερείπια του παλατιού, η παλιά πόλη με τα γραφικά της σοκάκια, ο ποταμός Νέκαρ που την διασχίζει και το πανεπιστήμιο της το οποίο ιδρύθηκε το 1386 και θεωρείται το παλαιότερο της Γερμανίας.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις που αποδεικνύουν πως η ευρύτερη περιοχή κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια ενώ την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η πόλη υπήρξε πολιτικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο. Όμως η πρώτη γραπτή αναφορά για τη Χαϊδελβέργη ανάγεται στον μεσαίωνα και συγκεκριμένα το 1196. Το 1386 ιδρύεται το πανεπιστήμιό της και το 1421 η βιβλιοθήκη της, η οποία θεωρείται κι εκείνη πως είναι η παλαιότερη της Γερμανίας. Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου, η βιβλιοθήκη λεηλατήθηκε από τον στρατηγό Τιλλί και πολλά αντικείμενα από τη συλλογή της μεταφέρθηκαν στο Βατικανό. Το 1688 και το 1693 η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Γάλλους αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα ήρθε με την μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε λίγο μετά την ανοικοδόμησή της. Έπειτα φτάνουμε στο 1848, όπου έγινε μια προσπάθεια από τους φιλελεύθερους να δημιουργήσουν ένα προκαταρκτικό κοινοβούλιο, το οποίο υπήρξε πρώτο βήμα για τη δημιουργία του πρώτου γερμανικού κοινοβουλίου στη Φρανκφούρτη, αλλά καταστάλθηκε από τον πρωσικό στρατό. Το 1871 η πόλη προσχώρησε στην γερμανική αυτοκρατορία κι έκτοτε ακολουθεί την ιστορική πορεία της Γερμανία του 20ου αιώνα.
Η αρχή των περιπλανήσεών μας στην πόλη έγινε από το παλιό νοητό άκρο του ιστορικού της κέντρου το οποίο είναι η πετρόκτιστη μεσαιωνική γέφυρα του Καρόλου Θ (03:21-03:48). Η γέφυρα κατασκευάστηκε το 1786 αλλά καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κι αναστηλώθηκε στα μετέπειτα χρόνια. Στο ένα της άκρο δεσπόζει το άγαλμα του Καρόλου Θ κι η εντυπωσιακή αψίδα της παλιάς πόλης ενώ στο άλλο άκρο στέκει το πανέμορφο άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Δίπλα στην εντυπωσιακή αψίδα της παλιάς πόλης βρίσκεται και το άγαλμα του διάσημου μπαμπουίνου (03:49-04:00) ο οποίος κρατάει επίμονα τον καθρέφτη της αυτογνωσίας. Η στάση του είναι προκλητική καθώς δείχνει τα οπίσθιά του σε όσους εισέρχονται στην παλιά πόλη ενώ με τον καθρέφτη αναγκάζει τους περαστικούς να κάνουν την αυτοκριτική τους ώστε να ξέρουν πως κανένας δεν είναι καλύτερος από τον άλλον. Δίπλα στο συμπαθητικό σοφό μπαμπουίνο θα διακρίνει κανείς δυο χάλκινα ποντικάκια τα οποία συμβολίζουν την τύχη. Διασχίζοντας τη γέφυρα παρατηρούσαμε από κάτω τα φουσκωμένα από τη βροχή νερά του ποταμού Νέκαρ, ο οποίος στα κέλτικα σημαίνει άγριος, έναν χαρακτηρισμό που έχει αποδείξει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των αιώνων (02:00-02:25 & 03:00-03:20).
Φτάνοντας στην αντίπερα όχθη ανεβήκαμε στον Περίπατο των Φιλοσόφων (02:30-02:52), μια ειδυλλιακή διαδρομή στη βόρεια πλευρά του ποταμού Νέκαρ η οποία διασχίζει τα ερείπια του φρουρίου Celtic. Η ονομασία αυτού του μονοπατιού προήλθε από τη συνήθεια των καθηγητών, των φιλοσόφων και των φοιτητών να κάνουν το διάλειμμά τους εκεί. Επιλέξαμε να ξεκινήσουμε από τη δύσκολη αρχή του περιπάτου καθώς χρειάστηκε να ανεβούμε 180 σκαλοπάτια, τα οποία ήταν κρυμμένα μέσα στη πυκνή βλάστηση της πλαγιάς. Κάθε τόσο συναντούσαμε μικρά ανοίγματα όπου ρέμβαζαν φοιτητές, ζευγάρια και παρέες ενώ πιο ψηλά πέσαμε πάνω σε κατσίκια και τράγους που βοσκούσαν προσφέροντάς μας βουκολικές εικόνες και μυρωδιές. Φτάνοντας στο τελείωμα των σκαλοπατιών συναντήσαμε τον Περίπατο των Φιλοσόφων, ο οποίος από τη μια μεριά συνεχίζει την πορεία του μες στο δάσος της κοιλάδας ενώ από την άλλη κατηφορίζει προς το Ziegelhausen (02:53-03:00), μια πανέμορφη και ήρεμη γειτονιά με επαύλεις που βοηθούν τους περιπλανώμενους να εισχωρήσουν σταδιακά από το πυκνό δάσος της πλαγιάς στο αστικό τοπίο της πόλης. Σ' αυτή τη διαδρομή των 800 μέτρων μπορεί κανείς να απολαύσει την πανοραμική θέα της παλιάς πόλης με το εντυπωσιακό παλάτι και τα ψηλά καμπαναριά της.
Το επόμενο πρωί μας βρήκε με έναν υπέροχο ήλιο να στεγνώνει ό,τι είχε αφήσει βρεγμένο η βροχή της προηγούμενης μέρας. Απολαμβάνοντας την καλοσυνάτη ροή του ποταμού που κυλούσε έξω από το σπίτι, ανηφορίσαμε προς το επιβλητικό παλάτι της Χαϊδελβέργης (04:00-06:08), το οποίο θεωρείται ως ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα της Γερμανίας. Τα ερείπιά του, τα οποία εσκεμμένα έχουν διατηρηθεί σ' αυτήν την κατάσταση, φέρνουν στο νου εικόνες από μακρινές κι ονειρικές εποχές. Περπατώντας στο πάρκο που απλώνεται περιμετρικά του παλατιού σου δίνεται η αίσθηση πως βρίσκεσαι μέσα σε ένα παραμύθι γεμάτο ιππότες, βασιλιάδες, ίντριγκες και μάχες.
Το παλάτι στέκει στις πλαγιές του βουνού Königstuhl κι αποτελεί δείγμα αναγεννησιακού και γοτθικού ρυθμού. Τα πρώτα του θεμέλια μπήκαν τον 12ο αιώνα σε ύψος 80 μ., στην πλαγιά του βουνού Hausberg, το οποίο αποκαλείται ο «θρόνος του βασιλιά». Το 1401, όταν ο Ruprecht Γ΄ έγινε βασιλιάς της Γερμανίας, θεώρησε πως το παλάτι είναι πολύ μικρό και διέταξε να αρχίσουν έργα επέκτασης. Η σημερινή του εικόνα φανερώνει πως καταστράφηκε πολλές φορές και αναστηλώθηκε ακόμη περισσότερες. Απ' όποια μεριά κι αν το αντικρύσεις θα δεις κι από μια τελείως διαφορετική όψη τόσο στην αρχιτεκτονική του δομή όσο και στην κατάσταση διατήρησής του. Προσωπικά εντυπωσιάστηκα με τον πύργο Krautturm (05:44) και το συμπαγές του κομμάτι, το οποίο έχει αποκολληθεί κι έχει κατρακυλήσει προς την τάφρο.
Όπως συμβαίνει σε κάθε παραμυθένιο μέρος έτσι και στο παλάτι αυτό έχουν επικρατήσει αρκετοί μύθοι. Ένας απ' αυτούς είναι το δάγκωμα της μάγισσας σε ένα από τα χερούλια της κεντρικής πύλης. Ο θρύλος λέει πως ο τότε βασιλιάς είχε πει πως αν κάποιος σπάσει την πύλη, τότε το παλάτι θα γίνει δικό του. Ο μόνος που κατάφερε να προξενήσει φθορά ήταν μια μάγισσα που δάγκωσε την μεταλλική λαβή αναγκάζοντας τον βασιλιά να τηρήσει το λόγο του (04:51). Επίσης στην τεράστια βεράντα του παλατιού που κοιτάει προς τον ποταμό Νέκαρ και την παλιά πόλη, υπάρχει ένα ίχνος ποδιού στην πέτρινη επιφάνειά της. Ο θρύλος λέει πως ένας πρίγκιπας ήταν σε ένα δωμάτιο με την γυναίκα ενός υπηρεσιακού αξιωματικού. Όμως για κακή του τύχη, ο αξιωματικός επέστρεψε εσπευσμένα στο παλάτι αναγκάζοντας τον πρίγκιπα να πηδήξει από το παράθυρο, δημιουργώντας με την ορμή της πτώσης του τη συγκεκριμένη τρύπα.
Εντός του παλατιού βρίσκεται σε περίοπτη θέση κι η μορφή ενός συμπαθητικού νάνου ο οποίος κρατάει ένα ποτήρι κρασί στο χέρι του κι έχει το όνομα "Περκεό" (00:20 & 05:49)). Την συμπαθητική μορφή μπορεί κανείς να την αντικρύσει και σε άλλα σημεία της πόλης. Η φιγούρα αυτή ανήκει σε έναν Ιταλό νάνο που ζούσε τον 16ο αι. στην πόλη και τον καλούσαν σε όλες σχεδόν τις δεξιώσεις λόγω της σωματικής του δυσπλασίας. Το όνομα με το οποίο έμεινε γνωστός μέχρι τις μέρες μας, το πήρε από τη φράση "perche no" (γιατί όχι) που έλεγε κάθε φορά που του πρότειναν να πιει κρασί ή μπύρα.
Επίσης στο παλάτι βρίσκεται και το μεγαλύτερο βαρέλι κρασιού στον κόσμο το οποίο χωράει 219.000 λίτρα κι είναι φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς (χρειάστηκαν 130 δέντρα για να κατασκευαστεί). Το βαρέλι κατασκευάστηκε το 1751 από τον πρίγκιπα Karl Theodor (ο ίδιος που έχτισε και τη γέφυρα) δείχνοντας την εμμονή του να δημιουργεί μεγάλα σε όγκο πράγματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η δημιουργία του βαρελιού ήταν ένα παιχνίδι ανταγωνισμού με τον δούκα του Βούτερμπέργκ που είχε το δικό του βαρέλι. Παρατηρώντας το θεόρατο μέγεθος του βαρελιού που βρίσκεται στα υπόγεια του παλατιού, τους φαντάστηκα να κοντράρονται σαν δυο μικρά παιδιά, φωνάζοντας αγριεμένα πως το βαρέλι του ενός είναι μεγαλύτερο από το βαρέλι του άλλου. Πάντως το εντυπωσιακό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως πάνω σ' αυτό το βαρέλι είχε φτιαχτεί μια ξύλινη εξέδρα στην οποία γινόντουσαν πολλές γιορτές και χοροί.
Ένα άλλο σημείο που αξίζει κανείς να επισκεφθεί στο παλάτι της Χαϊδελβέργης είναι το μουσείο Γερμανικής Φαρμακευτικής (05:50-06:00) που βρίσκεται στο προαύλιο χώρο του. Μικρό και με διακριτική είσοδο, δε γεμίζει ιδιαίτερα το μάτι αλλά αν του προσφέρεις λίγο από το χρόνο σου θα βιώσεις ένα εντυπωσιακό ταξίδι πίσω στο χρόνο, μπαίνοντας σε αίθουσες παλιών φαρμακείων και παρατηρώντας μέσα σε ξύλινες προθήκες την εξέλιξη της φαρμακολογίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Κατηφορίζοντας προς την παλιά πόλη εισχωρήσαμε στη φοιτητική ζωή της πόλης. Η Χαϊδελβέργη συμπορεύτηκε με το ιστορικό της πανεπιστήμιο, οπότε σε αρκετά σημεία της παλιάς πόλης μπορεί να συναντήσει κανείς σημάδια αυτής της "ανέμελης" σχέσης. Ένα απ' αυτά είναι η γωνιακή καφετέρια Knösel (01:20-01:32) που βρίσκεται αντικριστά της μεγάλης εκκλησίας του Αγίου Πνεύματος. Σ' αυτήν την καφετέρια συναντιόντουσαν οι φοιτητές μετά τα μαθήματά τους. Όμως βάση του πανεπιστημιακού πρωτοκόλλου απαγορευόταν το φλερτ μεταξύ τους, αναγκάζοντας τους φοιτητές να βρουν έναν εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης. Όταν σε κάποιον του άρεσε μια κοπέλα, ζητούσε από τον σερβιτόρο να την κεράσει ένα σοκολατάκι. Μ' αυτόν τον διακριτικό τρόπο γινόταν η προσέγγιση κι ακολουθούσε η γνωριμία των δυο νέων. Στη μνήμη αυτού του πρωτότυπου φλερτ, έχει ανοίξει στον ίδιο δρόμο μια σοκολατερί που πουλάει αυτά τα μικρά αλλά αποτελεσματικά για γνωριμίες σοκολατάκια. Αξίζει μια επίσκεψη στο χώρο της καθώς έχει διατηρήσει μια παρελθοντική αισθητική κι η εξυπηρέτηση προσφέρεται από ευγενικούς φοιτητές. Ακριβώς απέναντι από την σοκολατερί (Heidelberger Studentenkuss) βρίσκεται ένας ακόμη ιδιαίτερος χώρος που αξίζει να τον επισκεφθεί κανείς για ένα καφεδάκι. Στην καφετέρια-γκαλερί yilliy μπορεί να ζήσει κανείς τον σημερινό φοιτητικό παλμό της πόλης απολαμβάνοντας το καφεδάκι του ανάμεσα σε φοιτητές, έργα τέχνης και φυσικά ένα πιάνο δίπλα στην είσοδο του χώρου στο οποίο συνήθως θα βρίσκεται κάποιος να παίζει υπέροχες και γνωστές μελωδίες.
Όμως το μέρος που μας έκλεψε τις καρδιές από τη φοιτητική ζωή της πόλης, είναι οι φοιτητικές φυλακές (06:07-07:00) που βρίσκονται δίπλα στο παλιό πανεπιστήμιο. Η ιστορία αυτών των φυλακών είναι τόσο παλιά όσο και το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, το οποίο από από την ίδρυσή του το 1386, είχε την αυτόνομη δικαιοδοσία και το νόμιμο δικαίωμα κράτησης των σπουδαστών. Βάση αυτού, δημιουργήθηκαν οι φυλακές των φοιτητών (Karzer) για να φυλακίζουνε τους φοιτητές που έκανα μικρές παραβάσεις (Kavaliersdelikte) τιμωρώντας τους με εγκλεισμό από μια μέρα μέχρι τέσσερις βδομάδες. Οι φυλακές αυτές λειτούργησαν από το 1778 ως το 1914. Οι φοιτητές εξακολουθούσαν να παρακολουθούν τα μαθήματα της σχολής τους αλλά δεν τους επιτρεπόταν να πλένονται και κοιμόντουσαν σε στρώματα από άχυρο ενώ το πανεπιστήμιο τους πρόσφερε μόνο νερό και ψωμί. Η τιμωρία αυτή δεν πτοούσε τους φοιτητές καθώς θεωρούσαν την παραμονή εκεί ως μια ένδειξη "τιμής" μεταξύ των φοιτητών της πόλης, οπότε αρκετοί απ' αυτούς προκαλούσαν την τύχη τους για να βρεθούν εκεί μέσα. Τα συνήθη παραπτώματά τους ήταν πως μεθούσαν και φώναζαν ή τραγουδούσαν σε ώρες κοινής ησυχίας, έβγαζαν νύχτα βόλτα τα γουρούνια από τις γειτονικές φάρμες, ή προκαλούσαν τα όργανα της τάξης (συνήθως χτυπώντας το καπέλο ενός αστυνομικού και πετώντας το κάτω). Μάλιστα μια παρέα φοιτητών που βρέθηκε έγκλειστη εκεί, έγραψε σε έναν τοίχο πως "απλώς πετούσαν πέτρες κι έτυχε να περνά η αστυνομία". Για να περάσουν την ώρα τους οι φοιτητές στις "χαρούμενες" φυλακές που τους παραχωρούσε το πανεπιστήμιο, έπαιζαν χαρτιά και ζωγράφιζαν τις μορφές τους στους τοίχους χρησιμοποιώντας το κάρβουνο από τη θέρμανση ενώ αργότερα άρχισαν να αγοράζουν χρώματα τα οποία έπαιρναν μαζί τους στη φυλακή για να κάνουν όσο το δυνατόν καλύτερα κι ομορφότερα σχέδια, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να δηλώσουν την παραμονή τους εκεί. Τα θέματα που κυριαρχούν στους τοίχους είναι τα προφίλ των φοιτητών με τα στοιχεία τους (όνομα, ημερομηνία και λόγοι κράτησης), τα οικόσημα των φοιτητικών τους αδελφοτήτων και διάφορα χυδαία σχόλια. Επίσης υπήρχαν πολλές φωτογραφίες των φοιτητών με τις στολές της φοιτητικής τους αδελφότητας, τις οποίες είχαν βρει τρόπο να τις τοποθετούν στις επιφάνειες των πορτών. Ένα ακόμη στοιχείο είναι πως είχαν δώσει ειρωνικά ονόματα στα δωμάτια των φυλακών, όπως για παράδειγμα το "Palais Royale", το "Solitude", το "Sans Soia" κ.α. Παρόλο που λειτούργησε ως φυλακή, ο χώρος αυτός έχει απίστευτα θετική ενέργεια, την οποία μπορεί κανείς να νιώσει μόνο όταν ανέβει στον πάνω όροφο με τα δωμάτια και περιπλανηθεί στους σκοτεινούς και βαμμένους χώρους. Μια αύρα που πολλοί έχουν νιώσεις όπως κι ο συγγραφέας Μαρκ Τουέιν, ο οποίος ζήτησε μια διανυκτέρευση στο χώρο αυτό αλλά του το αρνήθηκαν με την δικαιολογία πως δεν ήταν φοιτητής του πανεπιστημίου της Χαίδελβέργης.
Λίγο πριν αναχωρήσουμε από την πόλη κάναμε έναν τελευταίο περίπατο στην Hauptstrasse (00:04-02:00), η οποία θεωρείται ως ο μεγαλύτερος πεζόδρομος στην Ευρώπη με μήκος 1,6 χιλιόμετρα. Ο πεζόδρομος αυτός ξεκινάει από την κεντρική πλατεία με το αρχοντικό κτίριο του Δημαρχείου και την περίφημη γοτθικού ρυθμού εκκλησία του Αγίου Πνεύματος (01:41-01:52) που κατασκευάστηκε το 1400 από τον Ruprecht I και συνεχίζει με το Hotel Ritter του 1592 και με δεκάδες άλλα υπέροχα μαγαζάκια όπως μπυραρίες, καφέ, ζαχαροπλαστεία, παλαιοπωλεία και κατοικίες φοιτητών οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να ζουν στο ιστορικό κέντρο της πόλης (κάτι το οποίο δεν έχω συναντήσει σε άλλη πόλη που έχω επισκεφθεί).
Ένα από τα σπουδαία αξιοθέατα αυτής της βόλτας είναι είναι το ξενοδοχείο Zum Ritter (00:29-00:37) που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος και το οποίο θεωρείται ως το ομορφότερο και πιο καλοδιατηρημένο κτίριο της πόλης αλλά κι ένα από τα σημαντικότερα κτίρια αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, το οποίο αποτελείται εξολοκλήρου από πέτρα. Η ύπαρξη της πέτρας στα κτίσματα σηματοδοτούσε και τον πλούτο του ιδιοκτήτη του ακινήτου κι επίσης προστάτευε το κτίσμα από τις φωτιές καθώς τα περισσότερα κτίρια της πόλης ήταν κατασκευασμένα από ξύλο. Σήμερα το κτίριο αυτό λειτουργεί ως ξενοδοχείο κι αξίζει λίγο από το χρόνο σας για να απολαύσετε την καλαίσθητη πρόσοψή του με τα ανάγλυφα διακοσμητικά.
Η διαμονή μας στην Χαϊδελβέργη κι οι όμορφες περιπλανήσεις μας στην πόλη αυτή ολοκληρώθηκαν με ένα καφέ στην Marktplatz (01:33-01:40) που απλώνεται ανάμεσα στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος και του δημαρχείου της πόλης. Στο κέντρο της πλατείας υπάρχει ένα σιντριβάνι με το άγαλμα του Ηρακλή πάνω σε μια ψηλή στήλη που αναγέρθηκε μεταξύ 1706 με 1709 ως ανάμνηση των τεράστιων προσπαθειών που απαιτήθηκαν για την ανοικοδόμηση της πόλης μετά την πλήρη σχεδόν καταστροφή της στον πόλεμο της διαδοχής του Παλατινάτου και περιμετρικά της βρίσκονται πολλές καφετέριες και καταστήματα με αναμνηστικά. Μπορεί σήμερα η πλατεία αυτή να έχει παλμό και ζωντάνια και να μετατρέπεται κάθε χρόνο σε μια πανέμορφη χριστουγεννιάτικη αγορά αλλά στον μεσαίωνα ήταν τόπος μαρτυρίου καθώς οι Γερμανοί την χρησιμοποιούσαν για να κάψουν μάγισσες κι αιρετικούς.
Αναχωρήσαμε από τη Χαϊδελβέργη παίρνοντας τον ίδιο δρόμο που οδηγεί στο σιδηροδρομικό σταθμό. Καθώς απομακρυνόμασταν από το ιστορικό κέντρο έσβηνε η ρομαντική όψη της πόλης, δίνοντας χώρο στη γκρίζα απόχρωση του βιομηχανικού βορρά. Όμως αυτό δε μας πτοούσε καθώς σε κάθε μας βήμα νιώθαμε πως αποθηκεύαμε στη μνήμη μας κι από μια πολύχρωμη ψηφίδα που μας πρόσφερε η πόλη αυτή. Παρόλο που μείναμε λίγο, φύγαμε χορτασμένοι από εικόνες, στιγμές και με μια αίσθηση αγάπης για την αύρα που εξακολουθεί να έχει αυτή η τόσο παραμυθένια πανεπιστημιούπολη της Γερμανίας.