Κάθε φορά που ενθουσιάζομαι από μια ταινία, κατευθείαν ετοιμάζω στο μυαλό μου το προλογικό σημείωμα του κειμένου που θα γράψω γι' αυτήν. Όμως για τον "Άνδρα που αγαπούσε τις Γυναίκες", αυτό το γεμάτο ειλικρίνεια εσωστρεφές αριστούργημα του Φρανσουά Τριφό, δυσκολεύτηκα να βρω μια αρχή στις σκέψεις που μου προκάλεσε. Επιτρέψτε μου λοιπόν να αναφέρω μόνο την άκρως λυρική φράση με την οποία αρχίζει ο πρωταγωνιστής την αποθεωτική του περιγραφή για τις γυναίκες, "τα γυναικεία πόδια είναι διαβήτες που κυκλώνουν την Υδρόγειο, προσδίδοντάς της ισορροπία και αρμονία...".
Η ιστορία ξεκινάει με μια κηδεία, όπου ένα πλήθος γυναικών ακολουθεί ένα φέρετρο. Μέσα σ' αυτό βρίσκεται ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, Μπέρτραντ Μοράν, ο οποίος σίγουρα θα χαιρόταν αν έβλεπε από κάπου ψηλά πως πηγαίνοντας προς την τελευταία του κατοικία συνοδεύτηκε από όλες τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του. Μέσα σ' αυτές, μια στέκεται ως παρατηρητής αυτής της ιδιαίτερης κηδείας. Με το βλέμμα της και τις σκέψεις που κάνει, μαρτυρά πως είναι η μόνη που γνωρίζει καλύτερα απ' όλες τις άλλες την ιδιοσυγκρασία αλλά και τον βίο του ήρωα που εκείνη τη στιγμή εισχωρούσε στην παντοτινή αγκαλιά της γης.
Μ' αυτόν τον μακάβριο τρόπο, ο Φρανσουά Τρυφώ αποφασίζει να μας συστήσει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, έναν μοναχικό κι αντικοινωνικό μεσήλικα που περιφέρεται απερίσκεπτα στο Μονπελιέ, θαυμάζοντας το βάδισμα των γυναικών. Με όσες γοητεύεται, προσπαθεί να τις προσεγγίσει με ανορθόδοξους τρόπους, σαν να επιδιώκει μ' αυτόν τον τρόπο, να δυσκολέψει το εγχείρημά του στο να τις γνωρίσει. Για μια γυναίκα αναγκάζεται να τρακάρει το αυτοκίνητό του ώστε μέσω ασφαλιστικής να βρει τα στοιχεία της. Όταν όμως απογοητεύεται με τη συνάντησή του μαζί της, στρέφεται σε μια υπάλληλο ενοικίασης αυτοκινήτων προτείνοντάς της την ίδια βραδιά να βγουν ραντεβού. Με μια άλλη με την οποία ανταλλάσσουν φευγαλέα βλέμματα σε ένα εστιατόριο, την ακολουθεί ως το σπίτι της και της ζητά να τον συναντήσει στο απέναντι καφέ της πολυκατοικίας της, αδιαφορώντας πως αυτή συνοδευόταν εκείνο το βράδυ με τον άνδρα της. Επίσης συνάπτει μια πλατωνική "τηλεφωνική" σχέση με την κοπέλα που τον ξυπνάει κάθε πρωί από μια τηλεφωνική υπηρεσία. Εκείνος ερωτεύεται τη φωνή της και κάθε πρωί προσπαθεί να την πείσει για να συναντηθούν. Το αρχικό της "όχι" μετατρέπεται με την επιμονή του σε "ίσως" αλλά η συνάντησή τους τελικά δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Μέσα από τις ερωτικές του περιπτύξεις, αναζητάει κάτι συγκεκριμένο, το οποίο όμως δεν το μαρτυρά σε καμία συζήτηση. Κι όσο δεν το βρίσκει τόσο πιο πολύ απογοητεύεται και κλείνεται στον εαυτό του.
Παρόλο που ο Μπέρτραντ Μοράν γίνεται αγαπητός κερδίζοντας με τη γοητεία του τον θαυμασμό των γυναικών, με καμία δεν επιδιώκει να στεριώσει. Σε κάθε ευκαιρία απαλλάσσεται από την παρουσία τους χωρίς να τις κοροϊδεύει ή να τις υποτιμά. Εξάλλου σε κάθε νεο φλερτ εξηγεί πως δεν επιθυμεί δεσμούς, δίνοντας τη δυνατότητα στις γυναίκες να αποφασίσουν μόνες τους στο αν θέλουν να ενδώσουν ή όχι.
Μονάχα μια του εκφράζει κάποια στιγμή το παράπονό της, δηλώνοντάς του πως δεν μπορεί να συνεχίσει την ελεύθερη ερωτική τους σχέση καθώς σ' αυτήν έχουν γεννηθεί συναισθήματα σε αντίθεση μ' αυτόν. Το μόνο που του προσάπτει είναι πως δεν καταλαβαίνει τον πόνο των άλλων διότι δεν επιδιώκει να 'ρθει στη δική τους θέση λόγω αδιαφορίας για το πως νιώθουν. Όταν της επιτίθεται ρωτώντας την αν ποτέ αναρωτήθηκε μήπως κουβαλάει κι αυτός το δικό του σταυρό, εκείνη του απαντάει αφοπλιστικά πως αν κουβαλούσε κάποιο παρελθοντικό βάρος, δε θα επεδίωκε με τις πράξεις του να προκαλέσει κάποιον αντίστοιχο πόνο στους άλλους.
Στην πραγματικότητα, ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να αντιληφθεί τον πόνο που προκαλεί ασυνείδητα. Παρόλο που αγαπάει τις γυναίκες και τις θαυμάζει με έναν δικό του τρόπο, δυσκολεύεται να κατανοήσει τον δικό τους ψυχικό κόσμο, ο οποίος μέσα από την ταινία παρουσιάζεται με μια υπερβολή όχι για να θίξει το γυναικείο φύλο αλλά για να επισημάνει τα σημεία στα οποία δυσκολεύονται οι άνδρες να συνεννοηθούν και να κατανοήσουν τις γυναίκες.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίον ο ήρωας δυσκολεύεται να δεσμευτεί, οφείλεται στα παιδικά του βιώματα. Με την αγνότητα που περιβάλει την νοσταλγία των νεανικών χρόνων, περιγράφει την πρώτη του φορά που πήγε με γυναίκα, η οποία ήταν μια τρυφερή νεαρή πόρνη. Παράλληλα αναφέρεται στην άστατη ζωή της μάνας του, η οποία είχε πολλούς εραστές. Τον όχι και τόσο κρυφό ερωτικό της κόσμο, ο νεαρός πρωταγωνιστής θα τον ανακαλύψει μέσα σε μια βαλίτσα όπου η μητέρα του φύλαγε όλα τα ερωτικά γράμματα και τις φωτογραφίες των εραστών της. Μια συνήθεια που ακολούθησε κι ο πρωταγωνιστής στη δική του ενήλικη ζωή.
Εξαιρετική σκηνή από τα πλάνα της παιδικής του ηλικίας, είναι η στιγμή που ενώ εκείνος φλερτάρει στο δρόμο με ένα κορίτσι, περνάει από μπροστά τους η μητέρα του η οποία χωρίς να σταματήσει τον βηματισμό της τον παρατηρεί ως μια άγνωστη και τον προσπερνά. Μ' αυτήν της την πράξη σιγοντάρει στον απογαλακτισμό του γιού της από 'κείνη, αλλά από τη δική του την μεριά το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι έντονο και γίνεται φανερό στον τρόπο που παρατηρεί τους εραστές της αλλά και στο σκίσιμο των γραμμάτων που του δίνει εκείνη για να τα παραδώσει στους εκάστοτε συντρόφους της.
Ενώ είναι διαχυτικός στο φλερτ, ο Μπερναρντ Μοράν είναι ένας αρκετά κλειστός χαρακτήρας που αποφεύγει να ανοιχτεί στους υπόλοιπους ανθρώπους γύρω του. Εξάλλου μοναδική του συντροφιά είναι οι ερωμένες καθώς δεν έχει κανέναν φίλο. Παρόλο που δεν ανοίγεται σε ανθρώπους, έχει την ανάγκη να μιλήσει για τους προβληματισμούς του και τον τρόπο που βλέπει εκείνος τη ζωή. Εξάλλου έχει πολλά να πει κι αυτό φαίνεται από τον εξαιρετικό λόγο που βγάζει καθώς παρατηρεί ένα νιόπαντρο ζευγάρι, για τους οποίους λέει σαρκαστικά πως πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη προεξοφλώντας πως ο έγγαμος βίος τους θα κρατήσει λίγα μόνο χρόνια. Θεωρώντας όμως πως τα διαζύγια έχουν μετατραπεί σε μια τάση της σύγχρονης μόδας, αποτρέπει έναν συνάδελφό του στο να χωρίσει καθώς θεωρεί πως η σύντροφός του είναι έξυπνη και καλή γυναίκα.
Μετά από μια επίσκεψή του σ' έναν γιατρό, από τον οποίο ακούμε την εκπληκτική παρηγορητική προς τον ίδιο φράση "δεν μπορούμε να κάνουμε σεξ όλη μέρα, γι’ αυτό εφευρέθηκε η δουλειά!", ο πρωταγωνιστής θα αποφασίσει να γράψει όλες του τις σκέψεις και τις εμπειρίες του με τις γυναίκες σε ένα βιβλίο. Θα μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, τη σχέση με την μάνα του αλλά και για τις μετέπειτα συντρόφους του. Όμως η έκδοσή του δε θα 'ναι εύκολη. Μια γυναίκα που της αναθέτει να διορθώσει το κείμενο και να το δακτυλογραφήσει, θα του αρνηθεί ευγενικά δηλώνοντάς του πως δεν συμφωνεί με τις περιγραφές του πατώντας πάνω στους ηθικούς της φραγμούς. Όμως από το βλέμμα της διακρίνεται μια υποψία ζήλειας που δεν συγκαταλέγεται κι εκείνη μες στις γυναίκες που ο πρωταγωνιστής αναφέρει στο βιβλίο. Στη συνέχεια, αρκετοί εκδοτικοί οίκοι θα αρνηθούν να το εκδώσουν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Όμως κάποια στιγμή το κείμενο θα τραβήξει την προσοχή μιας γοητευτικής επιμελήτριας, η οποία μέσα στο κείμενο θα ανακαλύψει τον καλά κρυμμένο ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή και την πλούσια συναισθηματική του φύση. Η ίδια θα επιδιώξει να τον συναντήσει καλώντας τον στο Παρίσι για να του ανακοινώσει τα ευχάριστα μαντάτα αλλά και για να τον γνωρίσει από κοντά. Μάλιστα θα τον πείσει να αλλάξει τον τίτλο του βιβλίου, κι από "Γυναικάς" να γίνει "Ο Άνδρας που αγαπούσε τις γυναίκες", προσθέτοντάς του μ' αυτόν τον τρόπο έναν τόνο συμπάθειας και γοητείας προς το πρόσωπο του πρωταγωνιστή-συγγραφέα. Με τη γνωριμία τους αυτή θα προκύψει μια ακόμη ερωτική σχέση, η οποία φαίνεται πως έχει τις προϋποθέσεις για να εξελιχθεί σ' έναν πιο σοβαρό δεσμό. Όμως οι προσδοκίες αυτές διακόπτονται από ένα τροχαίο στο οποίο ο Μπέρναρντ θα χάσει τη ζωή του.
Πριν όμως συμβεί το δυστύχημα στο Μονπελιέ, έχουμε μια αποκάλυψη στο Παρίσι με την οποία ανακαλύπτουμε ένα σημαντικό γεγονός που είχε σημαδέψει κι αλλάξει τη ζωή του πρωταγωνιστή. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Μπέρτραντ θα συναντηθεί με μια άλλη γυναίκα που άνηκε στο πλούσιο ερωτικό του παρελθόν. Μόνο που αυτή η γυναίκα φαίνεται πως ήταν ο μοναδικός του πραγματικός έρωτας, ο οποίος τον εγκατέλειψε για να πάει στο Λονδίνο, αναγκάζοντάς τον να φύγει μόνιμα στο Μονπελιέ για να ξεχαστεί και να την ξεπεράσει με τη βοήθεια χαπιών κι ηρεμιστικών. Με την τυχαία τους αυτή συνάντηση, ανακαλύπτουμε ένα σημαντικό κομμάτι από το παρελθόν του ήρωα που δίνει εξηγήσεις για τον τρόπο που ζει και σκέφτεται στο παρόν. Παράλληλα εκείνος διαπιστώνει πως δεν έχει αναφέρει την συγκεκριμένη γυναίκα στο βιβλίο του και δυστυχώς δε θα προλάβει να την προσθέσει καθώς το βιβλίο έχει αρχίσει να τυπώνεται. Κατά κάποιο τρόπο, συνειδητοποιούμε πως το βιβλίο αυτό γράφτηκε με αφορμή αυτήν την γυναίκα, χωρίς όμως να αναφέρεται εκείνη μέσα σ' αυτό.
Η ιστορία τελειώνει με το δυστύχημα στο Μονπελιέ. Παραμονή Χριστουγέννων κι ο Μπέρναρντ αναζητάει μια συντροφιά καθώς έχει αρχίσει να τον πνίγει η μοναξιά. Καμία από τις πρώην του δεν είναι εύκαιρη κι έτσι αποφασίζει να βολτάρει στην γιορταστική πόλη μόνος του. Ακολουθώντας όμως τα γοητευτικά πόδια μιας κοπέλας, θα προσπαθήσει να διασχίσει ένα δρόμο για να την προσεγγίσει χωρίς να δει το διερχόμενο αμάξι που δυστυχώς τον χτυπά. Βαριά τραυματισμένος θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο, όπου θα παραληρεί λέγοντας πως μόλις βγει το βιβλίο του, θα τα μαζέψει όλα και θα πάει στο μυθικό νησί που ζουν μόνο γυναίκες, πιστεύοντας πως θα τις πείσει να τον δεχτούν στην κοινότητά τους.
Με τις τελευταίες του αυτές σκέψεις, επιστρέφουμε στην αρχική σκηνή της ταινίας όπου παρακολουθούσαμε την κηδεία του πρωταγωνιστή. Αναγνωρίζουμε στην αποστασιοποιημένη γυναίκα το πρόσωπο της επιμελήτριας που υπήρξε η τελευταία του σύντροφός και παρατηρούμε μαζί της τα βλέμματα των υπολοίπων γυναικών, προσπαθώντας να ταυτίσουμε την κάθε μία με τις εμπειρίες που έγραψε ο ήρωας στο βιβλίο του. Εκεί η επιμελήτρια συνειδητοποιεί το λάθος του Μπέρτραντ, ο οποίος επέμενε να ψάχνει την ευτυχία στην ποσότητα, ενώ θα μπορούσε να τη βρει σε μια μόνο γυναίκα...
Με τη συγκεκριμένη ταινία, επιστρέφει ο Φρανσουά Τρυφώ στο ρόλο του σκηνοθέτη έπειτα από ένα διάλειμμα όπου ασχολήθηκε με την υποκριτική (με αξέχαστη την ερμηνεία του στο αξεπέραστο Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου). Η επιστροφή του σημαδεύτηκε με έναν πρωταγωνιστή που είναι αρκετά εσωστρεφής κι απίστευτα συναισθηματικός. Έναν χαρακτήρα τόσο αντιηρωικό αλλά συνάμα τόσο αληθινό και συμπαθή, που αναδεικνύεται μέσα από την εξαιρετική ερμηνεία του Charles Denne.
Μέσα απ' αυτόν τον ήρωα και με την σκηνοθετική μαεστρία του Τρυφώ, προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις επιρροές των παιδικών μας βιωμάτων στην ενήλικη πια ζωή μας. Σκηνοθετικά βρήκα πανέξυπνα τα σύντομα ασπρόμαυρα φλάσμπακ, όπου ο ανήλικος Μπέρναρντ επηρεάζεται από τον ερωτισμό της δυναμικής του μητέρας. Ζηλεύει τους εραστές της ενώ παράλληλα μέσα του φουντώνει η ανασφάλεια της εγκατάλειψης. Μια ανασφάλεια που διατηρεί και στην υπόλοιπη ζωή του, φοβούμενος πως οι γυναίκες που γνωρίζει ενδέχεται να τον εγκαταλείψουν παρόλο που εκείνες του δείχνουν με κάθε ευκαιρία το πόσο πολύ θέλουν να είναι κοντά του.
Ο Τρυφώ χωρίς να αναδεικνύει τον ήρωα αλλά και χωρίς να τον δικαιολογεί, μας παρουσιάζει μία προσωπικότητα παγιδευμένη στην πιο ατελέσφορη και μοναχική πραγματικότητα, προσφέροντάς μας ένα φιλμ που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία. Κατά κάποιον τρόπο, ο αγαπημένος Γάλλος σκηνοθέτης παίρνει το ρόλο του ψυχαναλυτή και προσπαθεί μέσα από τους δαίμονες των παιδικών μας χρόνων να μιλήσει για τα συμπλέγματα των σημερινών ανθρώπινων σχέσεων προσφέροντάς μας ένα δυναμικό συγκινητικό δίωρο αυτογνωσίας.
Ο "Άνδρας που Αγαπούσε της Γυναίκες" είναι ένα λιτής ομορφιάς ειλικρινέστατο αριστούργημα που δε σου δίνει πολλά περιθώρια να το αναλύσεις παρόλο που σου προσφέρει απλόχερα έναν απίστευτο χείμαρρο συναισθημάτων και προβληματισμών. Επιτρέψτε μου λοιπόν να ολοκληρώσω το κείμενό μου για την ταινία, με ένα ακόμη αποθεωτικό κείμενο του πρωταγωνιστή προς τις γυναίκες. Είναι το καλύτερο πειστήριο για να σας κάνω να αναζητήσετε αυτό το κινηματογραφικό διαμαντάκι.
«Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να κάνω χωρίς τη συντροφιά των γυναικών. Μου χρειάζεται να είμαι μαζί τους, ή τουλάχιστον να τις κοιτάω. Το βάδισμά τους είναι η πεμπτουσία της χάρης, αρκεί το φόρεμά τους ν’ ακολουθεί τον ρυθμό των βημάτων. Μερικές βαδίζουν προς έναν σκοπό, ίσως ένα ραντεβού. Άλλες περνούν απλώς την ώρα τους. Ορισμένες είναι τόσο όμορφες από πίσω που δεν τις προσπερνώ για να μην απογοητευτώ. Μα δεν απογοητεύομαι ποτέ. Όταν τυχαίνει να είναι άσχημες, ανακουφίζομαι κατά κάποιον τρόπο γιατί, δυστυχώς, δεν μπορώ να τις έχω όλες δικές μου. Μιλιούνια από δαύτες προχωρούν στο δρόμο καθημερινά. Ποιες είναι όλες αυτές οι γυναίκες; Που πηγαίνουν; Σε ποιο ραντεβού; Αν οι καρδιές τους είναι ελεύθερες, τα κορμιά τους μιλούν και δεν χάνω την ευκαιρία. Επιζητούν το ίδιο πράγμα μ’ εμένα. Τον έρωτα. Όλοι επιζητούν τον έρωτα. Κάθε είδος έρωτα –σωματικό, συναισθηματικό, ή απλώς την τρυφερότητα κάποιου που δεν θα κοιτάξει πια καμία άλλη. Αλλά όχι εγώ. Εγώ έχω μάτια για όλες. Όπως ορισμένα ζώα, οι γυναίκες πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Εξαφανίζονται για τέσσερις μήνες. Μετά, με την πρώτη λιακάδα του Μάρτη, ως δια μαγείας, σαν να τις διέταξε η μητέρα Φύση, πλημμυρίζουν τους δρόμους με ανοιξιάτικα φορέματα και ψηλοτάκουνα. Κι η ζωή ξαναρχίζει. Επιτέλους ανακαλύπτουμε ξανά τα κορμιά τους, που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στις λυγερόκορμες και στις στρουμπουλές. Τα κολονάτα πόδια είναι ωραία, αλλά μ’ αρέσουν κι οι χοντροί αστράγαλοι. Με ελκύουν, θα έλεγα, επειδή υπόσχονται μεγαλύτερη αρμονία με τη γάμπα και τον μηρό. Τα μυστήρια του ταχυδρομείου είναι ανεξιχνίαστα. Τα γυναικεία πόδια είναι διαβήτες που κυκλώνουν την υδρόγειο, προσδίδοντάς της ισορροπία και αρμονία».Βαθμολογία: 9/10