Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Ο Άνδρας που Αγαπούσε τις Γυναίκες (1977)

 



Κάθε φορά που ενθουσιάζομαι από μια ταινία, κατευθείαν ετοιμάζω στο μυαλό μου το προλογικό σημείωμα του κειμένου που θα γράψω γι' αυτήν. Όμως για τον "Άνδρα που αγαπούσε τις Γυναίκες", αυτό το γεμάτο ειλικρίνεια εσωστρεφές αριστούργημα του Φρανσουά Τριφό, δυσκολεύτηκα να βρω μια αρχή στις σκέψεις που μου προκάλεσε. Επιτρέψτε μου λοιπόν να αναφέρω μόνο την άκρως λυρική φράση με την οποία αρχίζει ο πρωταγωνιστής την αποθεωτική του περιγραφή για τις γυναίκες, "τα γυναικεία πόδια είναι διαβήτες που κυκλώνουν την Υδρόγειο, προσδίδοντάς της ισορροπία και αρμονία...". 
Η ιστορία ξεκινάει με μια κηδεία, όπου ένα πλήθος γυναικών ακολουθεί ένα φέρετρο. Μέσα σ' αυτό βρίσκεται ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, Μπέρτραντ Μοράν, ο οποίος σίγουρα θα χαιρόταν αν έβλεπε από κάπου ψηλά πως πηγαίνοντας προς την τελευταία του κατοικία συνοδεύτηκε από όλες τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του. Μέσα σ' αυτές, μια στέκεται ως παρατηρητής αυτής της ιδιαίτερης κηδείας. Με το βλέμμα της και τις σκέψεις που κάνει, μαρτυρά πως είναι η μόνη που γνωρίζει καλύτερα απ' όλες τις άλλες την ιδιοσυγκρασία αλλά και τον βίο του ήρωα που εκείνη τη στιγμή εισχωρούσε στην παντοτινή αγκαλιά της γης. 
Μ' αυτόν τον μακάβριο τρόπο, ο Φρανσουά Τρυφώ αποφασίζει να μας συστήσει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, έναν μοναχικό κι αντικοινωνικό μεσήλικα που περιφέρεται απερίσκεπτα στο Μονπελιέ, θαυμάζοντας το βάδισμα των γυναικών. Με όσες γοητεύεται, προσπαθεί να τις προσεγγίσει με ανορθόδοξους τρόπους, σαν να επιδιώκει μ' αυτόν τον τρόπο, να δυσκολέψει το εγχείρημά του στο να τις γνωρίσει. Για μια γυναίκα αναγκάζεται να τρακάρει το αυτοκίνητό του ώστε μέσω ασφαλιστικής να βρει τα στοιχεία της. Όταν όμως απογοητεύεται με τη συνάντησή του μαζί της, στρέφεται σε μια υπάλληλο ενοικίασης αυτοκινήτων προτείνοντάς της την ίδια βραδιά να βγουν ραντεβού. Με μια άλλη με την οποία ανταλλάσσουν φευγαλέα βλέμματα σε ένα εστιατόριο, την ακολουθεί ως το σπίτι της και της ζητά να τον συναντήσει στο απέναντι καφέ της πολυκατοικίας της, αδιαφορώντας πως αυτή συνοδευόταν εκείνο το βράδυ με τον άνδρα της. Επίσης συνάπτει μια πλατωνική "τηλεφωνική" σχέση με την κοπέλα που τον ξυπνάει κάθε πρωί από μια τηλεφωνική υπηρεσία. Εκείνος ερωτεύεται τη φωνή της και κάθε πρωί προσπαθεί να την πείσει για να συναντηθούν. Το αρχικό της "όχι" μετατρέπεται με την επιμονή του σε "ίσως" αλλά η συνάντησή τους τελικά δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Μέσα από τις ερωτικές του περιπτύξεις, αναζητάει κάτι συγκεκριμένο, το οποίο όμως δεν το μαρτυρά σε καμία συζήτηση. Κι όσο δεν το βρίσκει τόσο πιο πολύ απογοητεύεται και κλείνεται στον εαυτό του.   
Παρόλο που ο Μπέρτραντ Μοράν γίνεται αγαπητός κερδίζοντας με τη γοητεία του τον θαυμασμό των γυναικών, με καμία δεν επιδιώκει να στεριώσει. Σε κάθε ευκαιρία απαλλάσσεται από την παρουσία τους χωρίς να τις κοροϊδεύει ή να τις υποτιμά. Εξάλλου σε κάθε νεο φλερτ εξηγεί πως δεν επιθυμεί δεσμούς, δίνοντας τη δυνατότητα στις γυναίκες να αποφασίσουν μόνες τους στο αν θέλουν να ενδώσουν ή όχι. 
Μονάχα μια του εκφράζει κάποια στιγμή το παράπονό της, δηλώνοντάς του πως δεν μπορεί να συνεχίσει την ελεύθερη ερωτική τους σχέση καθώς σ' αυτήν έχουν γεννηθεί συναισθήματα σε αντίθεση μ' αυτόν. Το μόνο που του προσάπτει είναι πως δεν καταλαβαίνει τον πόνο των άλλων διότι δεν επιδιώκει να 'ρθει στη δική τους θέση λόγω αδιαφορίας για το πως νιώθουν. Όταν της επιτίθεται ρωτώντας την αν ποτέ αναρωτήθηκε μήπως κουβαλάει κι αυτός το δικό του σταυρό, εκείνη του απαντάει αφοπλιστικά πως αν κουβαλούσε κάποιο παρελθοντικό βάρος, δε θα επεδίωκε με τις πράξεις του να προκαλέσει κάποιον αντίστοιχο πόνο στους άλλους.




Στην πραγματικότητα, ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να αντιληφθεί τον πόνο που προκαλεί ασυνείδητα. Παρόλο που αγαπάει τις γυναίκες και τις θαυμάζει με έναν δικό του τρόπο, δυσκολεύεται να κατανοήσει τον δικό τους ψυχικό κόσμο, ο οποίος μέσα από την ταινία παρουσιάζεται με μια υπερβολή όχι για να θίξει το γυναικείο φύλο αλλά για να επισημάνει τα σημεία στα οποία δυσκολεύονται οι άνδρες να συνεννοηθούν και να κατανοήσουν τις γυναίκες. 
Ένας άλλος λόγος για τον οποίον ο ήρωας δυσκολεύεται να δεσμευτεί, οφείλεται στα παιδικά του βιώματα. Με την αγνότητα που περιβάλει την νοσταλγία των νεανικών χρόνων, περιγράφει την πρώτη του φορά που πήγε με γυναίκα, η οποία ήταν μια τρυφερή νεαρή πόρνη. Παράλληλα αναφέρεται στην άστατη ζωή της μάνας του, η οποία είχε πολλούς εραστές. Τον όχι και τόσο κρυφό ερωτικό της κόσμο, ο νεαρός πρωταγωνιστής θα τον ανακαλύψει μέσα σε μια βαλίτσα όπου η μητέρα του φύλαγε όλα τα ερωτικά γράμματα και τις φωτογραφίες των εραστών της. Μια συνήθεια που ακολούθησε κι ο πρωταγωνιστής στη δική του ενήλικη ζωή. 
Εξαιρετική σκηνή από τα πλάνα της παιδικής του ηλικίας, είναι η στιγμή που ενώ εκείνος φλερτάρει στο δρόμο με ένα κορίτσι, περνάει από μπροστά τους η μητέρα του η οποία χωρίς να σταματήσει τον βηματισμό της τον παρατηρεί ως μια άγνωστη και τον προσπερνά. Μ' αυτήν της την πράξη σιγοντάρει στον απογαλακτισμό του γιού της από 'κείνη, αλλά από τη δική του την μεριά το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι έντονο και γίνεται φανερό στον τρόπο που παρατηρεί τους εραστές της αλλά και στο σκίσιμο των γραμμάτων που του δίνει εκείνη για να τα παραδώσει στους εκάστοτε συντρόφους της.
Ενώ είναι διαχυτικός στο φλερτ, ο Μπερναρντ Μοράν είναι ένας αρκετά κλειστός χαρακτήρας που αποφεύγει να ανοιχτεί στους υπόλοιπους ανθρώπους γύρω του. Εξάλλου μοναδική του συντροφιά είναι οι ερωμένες καθώς δεν έχει κανέναν φίλο. Παρόλο που δεν ανοίγεται σε ανθρώπους, έχει την ανάγκη να μιλήσει για τους προβληματισμούς του και τον τρόπο που βλέπει εκείνος τη ζωή. Εξάλλου έχει πολλά να πει κι αυτό φαίνεται από τον εξαιρετικό λόγο που βγάζει καθώς παρατηρεί ένα νιόπαντρο ζευγάρι, για τους οποίους λέει σαρκαστικά πως πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη προεξοφλώντας πως ο έγγαμος βίος τους θα κρατήσει λίγα μόνο χρόνια. Θεωρώντας όμως πως τα διαζύγια έχουν μετατραπεί σε μια τάση της σύγχρονης μόδας, αποτρέπει έναν συνάδελφό του στο να χωρίσει καθώς θεωρεί πως η σύντροφός του είναι έξυπνη και καλή γυναίκα. 
Μετά από μια επίσκεψή του σ' έναν γιατρό, από τον οποίο ακούμε την εκπληκτική παρηγορητική προς τον ίδιο φράση "δεν μπορούμε να κάνουμε σεξ όλη μέρα, γι’ αυτό εφευρέθηκε η δουλειά!", ο πρωταγωνιστής θα αποφασίσει να γράψει όλες του τις σκέψεις και τις εμπειρίες του με τις γυναίκες σε ένα βιβλίο. Θα μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, τη σχέση με την μάνα του αλλά και για τις μετέπειτα συντρόφους του. Όμως η έκδοσή του δε θα 'ναι εύκολη. Μια γυναίκα που της αναθέτει να διορθώσει το κείμενο και να το δακτυλογραφήσει, θα του αρνηθεί ευγενικά δηλώνοντάς του πως δεν συμφωνεί με τις περιγραφές του πατώντας πάνω στους ηθικούς της φραγμούς. Όμως από το βλέμμα της διακρίνεται μια υποψία ζήλειας που δεν συγκαταλέγεται κι εκείνη μες στις γυναίκες που ο πρωταγωνιστής αναφέρει στο βιβλίο. Στη συνέχεια, αρκετοί εκδοτικοί οίκοι θα αρνηθούν να το εκδώσουν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Όμως κάποια στιγμή το κείμενο θα τραβήξει την προσοχή μιας γοητευτικής επιμελήτριας, η οποία μέσα στο κείμενο θα ανακαλύψει τον καλά κρυμμένο ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή και την πλούσια συναισθηματική του φύση. Η ίδια θα επιδιώξει να τον συναντήσει καλώντας τον στο Παρίσι για να του ανακοινώσει τα ευχάριστα μαντάτα αλλά και για να τον γνωρίσει από κοντά. Μάλιστα θα τον πείσει να αλλάξει τον τίτλο του βιβλίου, κι από "Γυναικάς" να γίνει "Ο Άνδρας που αγαπούσε τις γυναίκες", προσθέτοντάς του μ' αυτόν τον τρόπο έναν τόνο συμπάθειας και γοητείας προς το πρόσωπο του πρωταγωνιστή-συγγραφέα. Με τη γνωριμία τους αυτή θα προκύψει μια ακόμη ερωτική σχέση, η οποία φαίνεται πως έχει τις προϋποθέσεις για να εξελιχθεί σ' έναν πιο σοβαρό δεσμό. Όμως οι προσδοκίες αυτές διακόπτονται από ένα τροχαίο στο οποίο ο Μπέρναρντ θα χάσει τη ζωή του. 
Πριν όμως συμβεί το δυστύχημα στο Μονπελιέ, έχουμε μια αποκάλυψη στο Παρίσι με την οποία ανακαλύπτουμε ένα σημαντικό γεγονός που είχε σημαδέψει κι αλλάξει τη ζωή του πρωταγωνιστή. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Μπέρτραντ θα συναντηθεί με μια άλλη γυναίκα που άνηκε στο πλούσιο ερωτικό του παρελθόν. Μόνο που αυτή η γυναίκα φαίνεται πως ήταν ο μοναδικός του πραγματικός έρωτας, ο οποίος τον εγκατέλειψε για να πάει στο Λονδίνο, αναγκάζοντάς τον να φύγει μόνιμα στο Μονπελιέ για να ξεχαστεί και να την ξεπεράσει με τη βοήθεια χαπιών κι ηρεμιστικών. Με την τυχαία τους αυτή συνάντηση, ανακαλύπτουμε ένα σημαντικό κομμάτι από το παρελθόν του ήρωα που δίνει εξηγήσεις για τον τρόπο που ζει και σκέφτεται στο παρόν. Παράλληλα εκείνος διαπιστώνει πως δεν έχει αναφέρει την συγκεκριμένη γυναίκα στο βιβλίο του και δυστυχώς δε θα προλάβει να την προσθέσει καθώς το βιβλίο έχει αρχίσει να τυπώνεται. Κατά κάποιο τρόπο, συνειδητοποιούμε πως το βιβλίο αυτό γράφτηκε με αφορμή αυτήν την γυναίκα, χωρίς όμως να αναφέρεται εκείνη μέσα σ' αυτό.
Η ιστορία τελειώνει με το δυστύχημα στο Μονπελιέ. Παραμονή Χριστουγέννων κι ο Μπέρναρντ αναζητάει μια συντροφιά καθώς έχει αρχίσει να τον πνίγει η μοναξιά. Καμία από τις πρώην του δεν είναι εύκαιρη κι έτσι αποφασίζει να βολτάρει στην γιορταστική πόλη μόνος του. Ακολουθώντας όμως τα γοητευτικά πόδια μιας κοπέλας, θα προσπαθήσει να διασχίσει ένα δρόμο για να την προσεγγίσει χωρίς να δει το διερχόμενο αμάξι που δυστυχώς τον χτυπά. Βαριά τραυματισμένος θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο, όπου θα παραληρεί λέγοντας πως μόλις βγει το βιβλίο του, θα τα μαζέψει όλα και θα πάει στο μυθικό νησί που ζουν μόνο γυναίκες, πιστεύοντας πως θα τις πείσει να τον δεχτούν στην κοινότητά τους. 
Με τις τελευταίες του αυτές σκέψεις, επιστρέφουμε στην αρχική σκηνή της ταινίας όπου παρακολουθούσαμε την κηδεία του πρωταγωνιστή. Αναγνωρίζουμε στην αποστασιοποιημένη γυναίκα το πρόσωπο της επιμελήτριας που υπήρξε η τελευταία του σύντροφός και παρατηρούμε μαζί της τα βλέμματα των υπολοίπων γυναικών, προσπαθώντας να ταυτίσουμε την κάθε μία με τις εμπειρίες που έγραψε ο ήρωας στο βιβλίο του. Εκεί η επιμελήτρια συνειδητοποιεί το λάθος του Μπέρτραντ, ο οποίος επέμενε να ψάχνει την ευτυχία στην ποσότητα, ενώ θα μπορούσε να τη βρει σε μια μόνο γυναίκα...




Με τη συγκεκριμένη ταινία, επιστρέφει ο Φρανσουά Τρυφώ στο ρόλο του σκηνοθέτη έπειτα από ένα διάλειμμα όπου ασχολήθηκε με την υποκριτική (με αξέχαστη την ερμηνεία του στο αξεπέραστο Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου). Η επιστροφή του σημαδεύτηκε με έναν πρωταγωνιστή που είναι αρκετά εσωστρεφής κι απίστευτα συναισθηματικός. Έναν χαρακτήρα τόσο αντιηρωικό αλλά συνάμα τόσο αληθινό και συμπαθή, που αναδεικνύεται μέσα από την εξαιρετική ερμηνεία του Charles Denne. 
Μέσα απ' αυτόν τον ήρωα και με την σκηνοθετική μαεστρία του Τρυφώ, προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις επιρροές των παιδικών μας βιωμάτων στην ενήλικη πια ζωή μας. Σκηνοθετικά βρήκα πανέξυπνα τα σύντομα ασπρόμαυρα φλάσμπακ, όπου ο ανήλικος Μπέρναρντ επηρεάζεται από τον ερωτισμό της δυναμικής του μητέρας. Ζηλεύει τους εραστές της ενώ παράλληλα μέσα του φουντώνει η ανασφάλεια της εγκατάλειψης. Μια ανασφάλεια που διατηρεί και στην υπόλοιπη ζωή του, φοβούμενος πως οι γυναίκες που γνωρίζει ενδέχεται να τον εγκαταλείψουν παρόλο που εκείνες του δείχνουν με κάθε ευκαιρία το πόσο πολύ θέλουν να είναι κοντά του.  
Ο Τρυφώ χωρίς να αναδεικνύει τον ήρωα αλλά και χωρίς να τον δικαιολογεί, μας παρουσιάζει μία προσωπικότητα παγιδευμένη στην πιο ατελέσφορη και μοναχική πραγματικότητα, προσφέροντάς μας ένα φιλμ που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία. Κατά κάποιον τρόπο, ο αγαπημένος Γάλλος σκηνοθέτης παίρνει το ρόλο του ψυχαναλυτή και προσπαθεί μέσα από τους δαίμονες των παιδικών μας χρόνων να μιλήσει για τα συμπλέγματα των σημερινών ανθρώπινων σχέσεων προσφέροντάς μας ένα δυναμικό συγκινητικό δίωρο αυτογνωσίας.
Ο "Άνδρας που Αγαπούσε της Γυναίκες" είναι ένα λιτής ομορφιάς ειλικρινέστατο αριστούργημα που δε σου δίνει πολλά περιθώρια να το αναλύσεις παρόλο που σου προσφέρει απλόχερα έναν απίστευτο χείμαρρο συναισθημάτων και προβληματισμών. Επιτρέψτε μου λοιπόν να ολοκληρώσω το κείμενό μου για την ταινία, με ένα ακόμη αποθεωτικό κείμενο του πρωταγωνιστή προς τις γυναίκες. Είναι το καλύτερο πειστήριο για να σας κάνω να αναζητήσετε αυτό το κινηματογραφικό διαμαντάκι. 
«Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να κάνω χωρίς τη συντροφιά των γυναικών. Μου χρειάζεται να είμαι μαζί τους, ή τουλάχιστον να τις κοιτάω. Το βάδισμά τους είναι η πεμπτουσία της χάρης, αρκεί το φόρεμά τους ν’ ακολουθεί τον ρυθμό των βημάτων. Μερικές βαδίζουν προς έναν σκοπό, ίσως ένα ραντεβού. Άλλες περνούν απλώς την ώρα τους. Ορισμένες είναι τόσο όμορφες από πίσω που δεν τις προσπερνώ για να μην απογοητευτώ. Μα δεν απογοητεύομαι ποτέ. Όταν τυχαίνει να είναι άσχημες, ανακουφίζομαι κατά κάποιον τρόπο γιατί, δυστυχώς, δεν μπορώ να τις έχω όλες δικές μου. Μιλιούνια από δαύτες προχωρούν στο δρόμο καθημερινά. Ποιες είναι όλες αυτές οι γυναίκες; Που πηγαίνουν; Σε ποιο ραντεβού; Αν οι καρδιές τους είναι ελεύθερες, τα κορμιά τους μιλούν και δεν χάνω την ευκαιρία. Επιζητούν το ίδιο πράγμα μ’ εμένα. Τον έρωτα. Όλοι επιζητούν τον έρωτα. Κάθε είδος έρωτα –σωματικό, συναισθηματικό, ή απλώς την τρυφερότητα κάποιου που δεν θα κοιτάξει πια καμία άλλη. Αλλά όχι εγώ. Εγώ έχω μάτια για όλες. Όπως ορισμένα ζώα, οι γυναίκες πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Εξαφανίζονται για τέσσερις μήνες. Μετά, με την πρώτη λιακάδα του Μάρτη, ως δια μαγείας, σαν να τις διέταξε η μητέρα Φύση, πλημμυρίζουν τους δρόμους με ανοιξιάτικα φορέματα και ψηλοτάκουνα. Κι η ζωή ξαναρχίζει. Επιτέλους ανακαλύπτουμε ξανά τα κορμιά τους, που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στις λυγερόκορμες και στις στρουμπουλές. Τα κολονάτα πόδια είναι ωραία, αλλά μ’ αρέσουν κι οι χοντροί αστράγαλοι. Με ελκύουν, θα έλεγα, επειδή υπόσχονται μεγαλύτερη αρμονία με τη γάμπα και τον μηρό. Τα μυστήρια του ταχυδρομείου είναι ανεξιχνίαστα. Τα γυναικεία πόδια είναι διαβήτες που κυκλώνουν την υδρόγειο, προσδίδοντάς της ισορροπία και αρμονία».

Βαθμολογία: 9/10

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Μεθεόρτιες σκέψεις δημοκρατικής αφύπνισης κι αντιφασιστικής δράσης...



Η Τετάρτη που μας πέρασε θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη όλων. Θα 'ναι μια από τις ημερομηνίες που θα θυμόμαστε πεντακάθαρα το που βρισκόμασταν τη στιγμή που συνέβη, πως το βιώσαμε και τι συναισθήματα νιώσαμε. Κάτι αντίστοιχο με την 11η Σεπτέμβρη, για την οποία παρόλο που έχουν περάσει δυο δεκαετίες, θυμάμαι λεπτό προς λεπτό εκείνο το τόσο μακρινό μεσημέρι της Τρίτης που άλλαξε το ρου της ιστορίας. 
Την Τετάρτη θα τη θυμόμαστε για την μεγαλειώδη κραυγή αξιοπρέπειας, περηφάνειας κι ελευθερίας που ακούστηκε σ' ολόκληρο το λεκανοπέδιο, τρομάζοντας ακόμη και τους ένστολους νεοναζί, οι οποίοι λίγα δευτερόλεπτα μετά το άκουσμα της καταδίκης της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση, επιτέθηκαν απρόκλητα στο πλήθος, διαλύοντας μια πρωτόγνωρη γιορτή της δημοκρατίας.
Κι όμως, όσα δακρυγόνα κι αν πέσανε για να αντικαταστήσουν τα δάκρυα χαράς σε δάκρυα πόνου κι όσες βόμβες κρότου-λάμψης κι αν έσκασαν για να καλύψουν έστω και για λίγο τις ζητωκραυγές του ενθουσιασμένου πλήθους, εμείς συνεχίσαμε και θα συνεχίζουμε να φωνάζουμε αυτό που τόσα χρόνια δηλώναμε, πως οι ναζί ήταν, είναι και θα είναι εγκληματίες. 
Το γνωρίζαμε πριν την απόφανση της δικαιοσύνης. Δε περιμέναμε την καταδίκη της νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής για να το διαλαλήσουμε. Όμως τώρα οι φωνές μας έχουν έναν άλλον δυναμισμό. Πήραμε μια επιπλέον ώθηση για να εξαλείψουμε και τα όποια υπολείμματα νεοφασισμού και νεοναζισμό έχουν απομείνει στην ελληνική κοινωνία. 
Από την Τετάρτη κι έπειτα πολλοί θιασώτες των νεοναζί έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους και πολλά από τα τηλεοπτικά παπαγαλάκια που μέχρι πρότινος τους σιγοντάριζαν, πλέον δεν μπορούν να κρύψουν την ταραχή τους. Κάποιοι εξανίστανται που τους κατηγορούμε πως ήταν για χρόνια αγκαζέ με τους νεοναζί. Όμως όσο κι αν φωνάζουν, δε θα καταφέρουν ποτέ να συγκαλύψουν τα ντοκουμέντα που τους εκθέτουν. Κάποιοι λιγοστοί σκύβουν το κεφάλι και προσπαθούν να αλλάξουν τη συζήτηση για να αποφύγουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, αλλά ούτε αυτό τους γλιτώνει καθώς ο στρουθοκαμηλισμός τους εκθέτει ακόμη περισσότερο. Και τέλος υπάρχουν οι πιο σιχαμένοι που στεγάζονται σε ένα συγκεκριμένο τηλεοπτικό σταθμό που η ύπαρξή του χρόνια τώρα ρυπαίνει τα δέλτα του Φαλήρου. Αυτοί οι ανεκδιήγητοι παραχαράκτες της αλήθειας και της ενημέρωσης, συνεχίζουν να διασπείρουν την τρισκατάρατη χολή τους μέσα από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Γι΄ αυτούς (αλλά και για τους υπόλοιπους) υπάρχει μια μόνο λύση. Κλείσιμο τηλεόρασης και συνεχής έκθεση του γκεμπελικού τους έργου μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι η πιο αξιοπρεπής πράξη με την οποία μπορούμε να αποδείξουμε πως αυτές οι ανήθικες μαριονέτες των ολιγαρχών δεν ανήκαν ποτέ στο δημοκρατικό τόξο της χώρας. 
Επίσης υπάρχουν αρκετά πολιτικά πρόσωπα, που συνεχώς υποστήριζαν την ύπαρξη της Χρυσής Αυγής και κάλυπταν την βρώμικη δράση της. Πως γίνεται να ξεχάσουμε τις δηλώσεις για συνεργασία με μια σοβαρή Χρυσή Αυγή ή τις αναφορές σημαντικών πολιτικών προσώπων που αποκαλούσαν τους νεοναζί "αδελφό κόμμα" με την Νέα Δημοκρατία; Πως γίνεται να αγνοήσουμε τους δεκάδες φακέλους που παραδόθηκαν στη δικαιοσύνη μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα; Που ήταν κρυμμένοι τόσα χρόνια και γιατί; Υπάρχουν ονόματα, υπάρχουν δηλώσεις, υπάρχουν βίντεο, υπάρχουν άρθρα, υπάρχουν παρεμβάσεις. Όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχαστούν και να πεταχτούν στο κάλαθο της λήθης. Οφείλουμε κάθε μέρα να τα θυμίζουμε στον κόσμο ώστε να καταλάβει κι ο πιο αδαής πως ο νεοφασισμός κι ο νεοναζισμός δεν νικήθηκαν ολοκληρωτικά με την καταδικαστική απόφαση του Εφετείου αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν και να δρουν γραβατωμένοι. Και δε θα σταματήσουμε να το φωνάζουμε μέχρι να αποδειχτεί η κεκαλυμμένη φασιστική ιδεολογία κι αυτών των προσώπων. 
Έπειτα, έχουμε τους θιασώτες του νεοναζιστικού μορφώματος. Όλους αυτούς τους τραγουδιστές που υμνούσαν τη δράση της Χρυσής Αυγής. Όλους αυτούς που εισχώρησαν στα τάγματα εφόδου, ξυρίζοντας το κεφάλι και φορώντας μαύρα μπλουζάκια με στρατιωτικά παντελόνια κι αρβύλες για να προκαλέσουν τρόμο όχι μόνο στις αδύναμες κοινωνικές ομάδες αλλά και στους αποστασιοποιημένους συμπολίτες μας. Όλοι αυτοί που είχαν ενεργό δράση ως στρατιωτάκια των καταδικασμένων νεοναζί εγκληματιών της Χρυσής Αυγής, που θα κρυφτούν τώρα; Τι δικαιολογία θα 'χουν να πουν; Όχι πως είχαν δικαιολογίες ή επιχειρήματα πριν. 
Στο νησί μου για παράδειγμα, όπου η κοινωνία είναι κλειστή κι όλοι γνωρίζουμε τα πολιτικά κι ιδεολογικά πιστεύω του καθενός, ξέρουμε ποιοι είναι οι ντόπιοι υποστηρικτές της εγκληματικής οργάνωσης. Πολλοί απ' αυτούς προσπαθούν τώρα να το κρύψουν είτε από ντροπή είτε από φόβο. Κάποιοι μάλιστα αισχροί δε δίστασαν να πανηγυρίσουν για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής αποδεικνύοντας πως μια ζωή ήταν, είναι και θα είναι θρασύδειλοι και τιποτένιοι. Ούτε αυτούς πρέπει να ξεχάσουμε. Το ότι κρύφτηκαν στις τρύπες τους δε σημαίνει πως δε θα ξαναβγούν με την πρώτη ευκαιρία.
Τέλος, έχουμε τους "ασυμπτωματικούς" υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής, όπως πολύ σωστά αναφέρθηκαν σε ένα από τα πλακάτ της αντιφασιστικής συγκέντρωσης έξω από το Εφετείο. Αυτούς που όλα αυτά τα χρόνια αποσιωπούσαν με την εγκληματική της δράση. Οι κυρ-Παντελήδες της διπλανής μας πόρτας που έτριβαν διακριτικά τα χέρια τους, παρακολουθώντας τη βρώμικη δουλειά των νεοναζί. Μέσα σ' αυτούς συγκαταλέγονται κι όσοι γυρνούσαν απλώς την πλάτη δηλώνοντας πως δεν τους ενδιαφέρουν όλα αυτά. Όμως φέρουν κι αυτοί ευθύνη διότι η σιωπή είναι συνενοχή. Οφείλουμε να αφυπνίσουμε κι αυτόν τον κόσμο, διότι σε μια επερχόμενη πολιτικοκοινωνική κρίση, θα γίνουν οι πλάτες αυτών των νεοναζί εγκληματιών. 
Είναι κατανοητό λοιπόν, πως ο αντιφασιστικός αγώνας δεν τελείωσε με την μεγαλειώδης νίκη της Τετάρτης. Μέσα στη χαλαρότητα που επέφερε η χαρά της καταδίκης, είναι πιθανόν να εκκολαφθούν τα νέα αυγά του νεοναζιστικού φιδιού. Σκοπός μας είναι να το αποτρέψουμε συνεχίζοντας τον αγώνα, στρέφοντας αυτή τη φορά  την προσοχή μας στον εναπομείναντα φασισμού που εξακολουθεί να υπάρχει στην κοινωνία μας. 

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Ένοχοι για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης!




Η σημερινή απόφαση του δικαστηρίου στέλνει ένα μήνυμα ότι παρά το διεθνές αντιδραστικό κύμα που σαρώνει τον κόσμο, η αντίσταση και η κινητοποίηση μπορούν να παράξουν και νομικά αποτελέσματα. 
Ο χαρακτηρισμός της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης και η καταδίκη της ηγεσίας της υπό τον «φιρερίσκο» Μιχαλολιάκο είναι μια νίκη του διεθνούς και ελληνικού αντιφασιστικού κινήματος με ιστορική σημασία. 
Η επανάκαμψη των νεοναζιστών στη Γερμανία και αλλού, η επανεμφάνιση του κινήματος της «λευκής ανωτερότητας» στις ΗΠΑ και η διάδοση αντιδραστικών και αντιεπιστημονικών θεωριών συνωμοσίας συνιστούν μια ορατή απειλή για τη δημοκρατία και όχι απλώς ένα «καμπανάκι» για το μέλλον. 
Η δεκαετής οικονομική κρίση, οι ακρότητες του νεοφιλελεύθερου συστήματος και η κοινωνική οπισθοδρόμηση σε διάφορα πεδία σπρώχνουν εκατομμύρια ανθρώπους στην αγκαλιά ακροδεξιών και φιλοφασιστών ηγετών, οι οποίοι επιτείνουν τον φαύλο κύκλο της παρακμής. 
Σ' αυτό το κλίμα η σημερινή απόφαση, αλλά και οι χιλιάδες αντιφασίστες στους δρόμους, αποτελούν μια ακτίνα ελπίδας και αισιοδοξίας ότι ο κοινωνικός εκφασισμός δεν μπορεί να περάσει ατιμώρητα και αναίμακτα. 
Οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής, η τραγική φιγούρα της Μάγδας Φύσσα και οι δικαστές αποτελούν τα ορόσημα ενός αγώνα που διήρκεσε πεντέμισι χρόνια. 
Δεν έχουν άδικο ορισμένοι που μιλούν για ελληνική δίκη της Νυρεμβέργης, αφού σ' αυτήν κατηγορούμενοι ήταν εκείνοι που νοιώθουν τον εαυτό τους «σπορά των ηττημένων» του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Οι θιασώτες της ναζιστικής βίας, των εγκλημάτων και του ωμού ρατσισμού. Ο Παύλος Φύσσας αποτέλεσε την τραγική αφορμή για να αποκαλυφθεί η δράση της ναζιστικής συμμορίας και να καταδικαστούν οι πρωταίτιοι. 
Να μην ξεχνάμε ότι οι απόψεις της Χρυσής Αυγής έχουν πλέον ενσωματωθεί σε ένα κομμάτι του πολιτικού συστήματος, από τη Ν.Δ μέχρι την Ελληνική Λύση, αλλά και σ' ένα μέρος του εκλογικού σώματος, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό. 
Ένα μεγάλο μπράβο στους δικαστές για το θάρρος, την ευθυκρισία και την πολιτική ωριμότητα που επέδειξαν.

Από την Εφημερίδα των Συντακτών

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Ο Νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι


Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται. 
Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες. 
Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει. 
Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους. (Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης). 
Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω. 
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους). 
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία. 
Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε. 
Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται. 
Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας. 
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια. 
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος. 

*Κείμενο που έγραψε τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, το οποίο είχε δημοσιευτεί στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων με έργα Βάιλ, Λίστ και Μπάρτον. Το ίδιο κείμενο παράλληλα είχε δημοσιευτεί και στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Αριστουργήματα του Παρελθόντος: Έτσι Ισχυρίζεται ο Περέιρα (1995)

 



Ανακάλυψα το πλούσιο λογοτεχνικό έργο του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι πριν λίγα καλοκαίρια μέσα από το εξαίρετο του βιβλίο "Ταξίδια και άλλα ταξίδια" κι έκτοτε μου αποκαλύφθηκε ένας ακόμη λογοτεχνικός κόσμος με πλούσιο μεσογειακό ταπεραμέντο αλλά και με μια τάση να αναμοχλεύει το παρελθόν σε κάθε ευκαιρία. Επίσης μέσα από τα βιβλία του Αντόνιο Ταμπούκι, έγινα μάρτυρας ενός αρμονικού σμιξίματος των διαφορετικών ψυχών μιας κλειστής με μιας ανοιχτής θάλασσας καθώς μέσα από τα βιβλία του είναι έντονο το πάντρεμα του ιταλικού και του πορτογαλικού στοιχείου. Σε ένα αντίστοιχο πάντρεμα γινόμαστε θεατές στην ταινία "Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα" του Ρομπέρτο Φαέντσα, με επιστέγασμα αυτού του δεσίματος τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι στο ρόλο του γλυκύτατου λογοτεχνικού ήρωα Περέιρα.
Η ιστορία μας ταξιδεύει στην Λισαβόνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και με τον Ισπανικό Εμφύλιο να μαίνεται λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από τις ήρεμες ακτές του Ατλαντικού ωκεανού. Μέσα σ' αυτήν την έντονη κοινωνικοπολιτική δίνη, ο Περέιρα περιφέρεται μελαγχολικά προσπαθώντας να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη της πεθαμένης του συζύγου, αποστρέφοντας παράλληλα το βλέμμα του από την εδραίωση του φασισμού τόσο στη χώρα του όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ενδεικτική η σκηνή όπου μέσα από το τραμ παρακολουθεί μουδιασμένος κάποιους αστυνομικούς να βαρούν πολίτες, ένα συμβάν που ναι μεν τον τρομάζει αλλά δεν τον συγκινεί. Και είναι κρίμα που δεν τον συγκινεί καθώς ο Περέιρα εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα "Λισμπόα", όπου ο ίδιος έχει επιλέξει τη στήλη με τα πολιτιστικά, επιβεβαιώνοντας την αποστειρωμένη του στάση απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Πληγωμένος από τον θάνατο της γυναίκας του και φοβισμένος στην ιδέα του δικού του θανάτου, αναζητά μέσα από τη λογοτεχνία αλλά και τις σχεδόν κωμικές του συζητήσεις με έναν ιδιαίτερο παπά, το νόημα της ζωής και τη μεταθανάτια σωτηρία της ψυχής υποβιβάζοντας την αξία του σώματος. Θεωρίες και σκέψεις άκρως υπαρξιακές που τον αποξενώνουν συνεχώς από τον υπόλοιπο κόσμο. Με τη στάση του αυτή, δείχνει πως έχει επιλέξει τη σιωπή θεωρώντας πως το καθήκον του ολοκληρώνεται στη λογοτεχνία. 
Όμως η ζωή του θα αλλάξει αναπάντεχα όταν θα συναντηθεί με έναν νεαρό Ιταλό για τον οποίον επιθυμεί να εντάξει στο δυναμικό της πολιτιστικής του στήλης, με τον Περέιρα να του ζητά να ετοιμάσει μια σειρά από νεκρολογίες γνωστών συγγραφέων και ποιητών ώστε να 'ναι έτοιμη η εφημερίδα του σε μελλοντικές απώλειες πνευματικών ανθρώπων, ξεκινώντας με τον "Ραπανέτα". Ακούγοντας αυτό το όνομα αναρωτήθηκα ταυτόχρονα με τον νεαρό, σε ποιον ποιητή αναφερόταν ο Περέιρα, κι ένιωσα έκπληκτος όταν τελικά κατάλαβα πως αναφερόταν στον περιβόητο εθνικιστή Γκαμπριέλε Ντ' Ανούτσιο. Η νεκρολογία που ετοίμασε ο νεαρός ήταν πέρα για πέρα ειλικρινής εξοργίζοντας τον Περέιρα, ο οποίος επιθυμούσε μια πιο αντικειμενική γραφή χωρίς συναισθηματισμούς και πολιτικές δηλώσεις. Όμως παρά την αρχική του δυσφορία, τα λόγια του νεαρού θα δημιουργήσουν τις πρώτες ρωγμές αμφισβήτησης στο τείχος που έχει ορθώσει ο Περέιρα. 
Η ουδετερότητα του πρωταγωνιστή θα κλονιστεί κι άλλες φορές. Πέρα από τον νεαρό που του μιλάει με πάθος για την αγάπη και την αξία της ζωής, ο ήρωας της ιστορίας έρχεται σε καθημερινή τριβή και με έναν συνειδητοποιημένο σερβιτόρο στη καφετέρια που συχνάζει. Με έναν τελείως ανορθόδοξο τρόπο, ο Περέιρα προτιμά να ενημερώνεται για τα τεκταινόμενα από τον σερβιτόρο παρά από την εφημερίδα που ο ίδιος εργάζεται καθώς θεωρεί πιο αμερόληπτη τη στάση του σερβιτόρου παρά του διευθυντή που έχει πάνω από το κεφάλι του. Εκεί αρχίζει να συνειδητοποιεί την ως τότε απάθειά του απέναντι στις ραγδαίες εξελίξεις. 
Όμως, το ισχυρότερο χαστούκι θα το δεχτεί από μια γοητευτική γυναίκα μέσα στο τραίνο. Αφού πρώτα κερδίσει την εμπιστοσύνη της, θα του εκμυστηρευτεί πως έχει εβραϊκή καταγωγή και πως φοβάται για την ίδια της τη ζωή βλέποντας την εδραίωση του φασισμού στην Ευρώπη. Ο ίδιος παρόλο που δουλεύει σε μια εφημερίδα που πιστεύει πως είναι αντικειμενική κι αδέσμευτη, δηλώνει αδύναμος στο να κάνει κάτι απέναντι στο άδικο που επικρατεί και στο φόβο που κυριαρχεί, όταν εκείνη του ζητάει να υψώσει τη φωνή του μήπως και καταφέρει την ύστατη στιγμή να αφυπνίσει ένα κομμάτι της αποστασιοποιημένης κοινωνίας. "Θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά δεν είναι εύκολο, κάποιος σαν κι εμένα, σε μια χώρα σαν κι αυτή, να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, εγώ, ξέρετε, δεν είμαι ο Τόμας Μανν..." της λέει κι αμέσως καταλαβαίνει πως ο ίδιος υποβιβάζει τον εαυτό του διότι ποτέ του δεν τόλμησε να δράσει πάνω από τις δυνάμεις του. Είναι η πρώτη φορά που αντιλαμβάνεται πως ο φόβος κι η ανασφάλεια τον έχουν μετατρέψει σε ένα άβουλο πλάσμα που πορεύεται αδιάφορα μες στη ζωή μέχρι να πεθάνει. 




Ο Περέιρα θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί η προσωποποίηση της πορτογαλικής κοινωνίας, την περίοδο που βρισκόταν άπραγη και μουδιασμένη υπό την δικτατορία του Σαλαζάρ, την ώρα που στη γειτονική Ισπανία μαινόταν ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος και στην Ιταλία εδραιωνόταν το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη πύκνωνε το σκοτεινό σύννεφο του ναζισμού. Γι' αυτόν τον λόγο στη συνάντησή του με τους ένθερμους δημοκρατικούς νεαρούς, ο Περέιρα εξανίσταται καθώς πιστεύει πως στους δύσκολους αυτούς καιρούς κανείς δεν μπορεί να προκαλεί την τύχη του για τις ιδέες που υποστηρίζει. Αυτό που τον κάνει να δικαιολογεί τη στάση του και να νιώθει λιγότερο ενοχικό, είναι που βλέπει ολόκληρη τη χώρα του να σιωπά την ώρα που άνθρωποι ξυλοκοπούνται από την αστυνομία κι οι φασίστες εδραιώνεται σε καίριες θέσεις. Την ίδια στιγμή όμως, ο ίδιος σιχτιρίζει όταν μες στις κινηματογραφικές αίθουσες, οι φασίστες απαιτούν από το κοινό να χειροκροτήσει μετά από μια προπαγανδιστική προβολή. 
Η μεταστροφή του είναι αναπόφευκτη και ξεκινάει μετά από ένα άκρως ενδιαφέρον ξέσπασμα που θα κάνει σε έναν έμπιστο φίλο του, όπου θα του αναφέρει πως στην Ισπανία πραγματοποιείται μια μαζική σφαγή κάτω από τα μάτια μιας νόμιμης (κατά τη δικιά του γνώμη) κυβέρνησης που ελέγχεται από έναν θρησκόληπτο αρχηγό. Όλο αυτό τον αγχώνει καθώς και στην δική του χώρα επικρατεί ένα δικτατορικό καθεστώς με την αστυνομία να έχει αρχίσει να παριστάνει το αφεντικό όλων, σκοτώνοντας κόσμο και κάνοντας κατ’ οίκον έρευνες χωρίς εισαγγελείς ενώ παράλληλα αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες της λογοκρισίας στα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Με όλα αυτά αισθάνεται πως η χώρα του έχει μετατραπεί σε ένα αυταρχικό κράτος όπου ο λαός δεν μετράει καθόλου όπως κι η κοινή γνώμη, δεχόμενος μια άκρως αποστομωτική απάντηση από τον φίλο του, ο οποίος τον ρωτάει περιπαιχτικά "δημοσιογράφος είσαι και πιστεύεις στη κοινή γνώμη;". Εκεί είναι που με 'πιασε ένα μούδιασμα συνειδητοποιώντας πως η ιστορία κάνει κύκλους κι εμείς σήμερα βρισκόμαστε ξανά στα σκοτάδια μιας ακόμη καθόδου. 
Οι συζητήσεις με τον σερβιτόρο, ο διάλογος με την γοητευτική κυρία στο τραίνο κι ο νεαρός που επέλεξε ο Περέιρα για να αρθρογραφεί στην πολιτιστική στήλη της εφημερίδας αλλά και η πολιτικοποιημένη σύντροφο του νεαρού, θα ταρακουνήσουν συθέμελα την στάσιμη ζωή του πρωταγωνιστή. Τα ξεσπάσματά του δεν είναι τίποτα παραπάνω από τις ύστατες αμυντικές του προσπάθειες πριν πέσει το τείχος που τον απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο. Εκπληκτικός είναι ο διάλογος που έχει με την σύντροφο του νεαρού, η οποία του τονίζει πως θα 'πρεπε να είναι με το μέρος τους με αυτόν να της απαντά πως δεν είναι σύντροφος κανενός καθώς θεωρεί μοναδικό του σύντροφο τον εαυτό του. Συνταρακτική είναι κι η δήλωσή του πως προτιμάει να μην ξέρει τίποτε από τις ιστορίες των νεαρών καθώς γι' αυτόν η Ιστορία είναι ένα ζώο που δεν εξημερώνεται εύκολα. 
Παρά το πείσμα του να κρατήσει μια ουδέτερη στάση, ο Περέιρα θα βοηθήσει τον νεαρό να βρει ένα καταφύγιο όταν επιστρέψει κρυφά από το μέτωπο του ισπανικού εμφυλίου. Παράλληλα αρχίζει να μετατρέπεται σταδιακά σε ενεργό πολίτη επηρεασμένος από τις κουβέντες που γίνονται στα καφενεία αλλά κι από τα άρθρα που διαβάζει στις ξένες εφημερίδες που φτάνουν στη χώρα του με μεγάλη καθυστέρηση. Νιώθοντας ευάλωτος βιώνοντας την κατάρρευση του μικρόκοσμού του, ο Περέιρα θα πάει για λίγες μέρες σε μια θαλασσοθεραπευτική κλινική όπου εκεί θα αναπτύξει ενδιαφέρουσες συζητήσεις με τον γιατρό Καρντόζο, έχοντας μεταξύ τους κοινό σημείο τη γαλλική λογοτεχνία. Από κει θα ξεπηδήσει μια ιδιαίτερη ανάλυση των προβληματισμών που έχει ο Περέιρα για την ψυχή, όπου μέσα απ' αυτήν θα εκπλαγεί με την θεωρία που έχει σχηματίσει ο γιατρός Καρντόζο, ο οποίος υποστηρίζει την γαλλική θεωρία της συνομοσπονδίας των ψυχών. 
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιατρού, το να πιστεύει κανείς ότι ζει αυτοδύναμος, αποκομμένος από την άμετρη πολλαπλότητα των διαφόρων εγώ, σημαίνει ότι ζει σε μια αρκετά αφελή ψευδαίσθηση, αυτή της μίας και μοναδικής ψυχής ενώ γι' αυτόν η προσωπικότητα μοιάζει με συνομοσπονδία διαφορετικών ψυχών. Ο γιατρός πιστεύει πως όλοι έχουμε διαφορετικές ψυχές μέσα μας που ελέγχονται από ένα ηγεμονικό εγώ το οποίο έχει επιβληθεί στις υπόλοιπες. Όμως υπάρχουν στιγμές που ένα άλλο εγώ πιο ισχυρό επιχειρεί να αναδυθεί και μέχρι να αποδειχτεί ισχυρότερο ώστε να πάρει τη ηγεμονική θέση, ο κάτοχος αυτής της συνομοσπονδίας ψυχών περνάει από μια σύγχυση. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να του εξηγήσει πως τα νέα πρόσωπα που μπήκαν στη ζωή του, ξεκλείδωσαν μια ψυχή που ως τώρα ο Περέιρα δε γνώριζε πως υπήρχε εντός του. Κι αν τελικά αυτά τα νέα πρόσωπα έχουν δίκιο, δε σημαίνει πως η ζωή του Περέιρα παύει να χει κάποιο νόημα αλλά πως αποκτά κάποιο νέο που καλό είναι να το ακολουθήσει.
Όλο αυτό συνταράσσει τον Περέιρα, ο οποίος έχει μάθει μια ζωή να κινείται με έναν βούρδουλα πάνω από το κεφάλι του, ο οποίος άλλες φορές είναι ο διευθυντής της εφημερίδας που έχει στενές σχέσεις με το καθεστώς Σαλαζάρ κι άλλες φορές η θυρωρός της πολυκατοικίες που έχει το γραφείο του, που είναι χαφιές της αστυνομίας. Κι όλα αυτά τα δικαιολογούσε με το πρόσχημα πως οι άνθρωποι του νότου έχουν ανάγκη από έναν αρχηγό κάνοντάς τους να υπακούν σε αυτόν που φωνάζει περισσότερο και σε αυτόν που διατάζει επιτακτικά. 
Η πρώτη "επαναστατική" κίνηση του Περέιρα μετά τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις στη θαλασσοθεραπευτική κλινική, θα 'ναι η δημοσίευση ενός διηγήματος του Αλφόνς Ντωντέ, το οποίο είναι εγκωμιαστικό για την Γαλλία κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Μια πράξη που θα τον οδηγήσει σε ρήξη με τον διευθυντή της εφημερίδας, ο οποίος θα τον καλέσει για να του ζητήσει εξηγήσεις. Ο Περέιρα θα δικαιολογηθεί λέγοντάς του πως δεν τέθηκε το περίφημο λευκό κενό σε λέξεις ή φράσεις από την λογοκρισία οπότε θεώρησε πως δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα στο να το δημοσιεύσει. Εκεί ακούμε μουδιασμένοι την ομολογία του διευθυντή πάνω στο θέμα της λογοκρισίας αλλά και το πως την ερμηνεύουν ακόμη κι οι ίδιοι οι προπαγανδιστές, κάτι που μου θύμισε έντονα το προλογικό σημείωμα του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο "Μεγάλο μας Τσίρκο". "Στην λογοκρισία είναι ηλίθιοι, είναι αναλφάβητοι. Ο διευθυντής της επιτροπής λογοκρισίας είναι ένας έξυπνος άντρας αλλά δε μπορεί να διαβάζει μόνος του όλα τα δοκίμια των πορτογαλικών εφημερίδων ενώ οι υπόλοιποι είναι απλώς υπάλληλοι, φτωχοί αστυνομικοί που πληρώνονται για να μην αφήνουν να περνούν λέξεις ανατρεπτικού περιεχομένου. Όμως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ένα διήγημα!".
Ο Περέιρα από ένας φιλήσυχος άνθρωπος που ασχολείται με την λογοτεχνία και μιλάει στο πορτραίτο της νεκρής του συζύγου, μετατρέπεται σε έναν αντιστασιακό δημοκράτη. Η απότομη μεταστροφή του γίνεται αμέσως στόχος της δικτατορικής αστυνομίας. Χωρίς ενδοιασμούς θα προσφέρει κατάλυμα στον νεαρό όταν επανεμφανιστεί ως φυγάς αλλά μια λάθος κίνησή του θα οδηγήσει τους ασφαλίτες σπίτι του, οι οποίοι θα φερθούν ως αμόρφωτα καθάρματα που θα ειρωνευτούν την κουλτούρα που εκείνος υπηρετεί και θα ανακρίνουν μέχρι θανάτου τον νεαρό «για τις πατριωτικές αξίες που ξέχασε». Ο Περέιρα θα τους αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια και θα νιώσει ηττημένος και προδομένος από ένα σύστημα που υπηρετούσε ως τότε τυφλά αλλά θα φυλάξει για το τέλος ένα ευφυές σχέδιο που θα του προσφέρει μια ύστατη νίκη. Θα γράψει ένα συγκλονιστικό κείμενο για το τι συνέβη στο σπίτι του μαζί με ένα μήνυμα προς τη σύντροφο του νεκρού νεαρού, το οποίο θα τυπωθεί στη πρώτη σελίδα της εφημερίδας εξαπατώντας με έναν ευφάνταστο τρόπο τους λογοκριτές. Αφήνοντας το σχέδιο να προχωρήσει μόνο του, θα περιπλανηθεί ανάμεσα στους συμπολίτες του νιώθοντας ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ελευθερίας, αφύπνισης και περηφάνειας. Ένα αίσθημα με το οποίο μπορεί κανείς να δηλώνει με ήθος κι αξιοπρέπεια πως είναι άνθρωπος! 




Το άγνωστο αυτό αριστούργημα του Ρομπέρτο Φαέντσα, είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μου προτείνεται να δω μια ταινία για την οποία δεν έχω πολλές προσδοκίες καθώς δε γνωρίζω κάτι γι' αυτήν ή τον σκηνοθέτη της και τελικά εξελίσσεται σε ένα αξεπέραστο αριστούργημα με εκπληκτικές ερμηνείες απ' όλους τους ηθοποιούς, με δυναμικούς διαλόγους ειδικά αυτούς που κάνει ο Περέιρα με τον ιερέα και τον γιατρό, με καλαίσθητα πλάνα όπως οι εσωτερικοί χώροι που είναι διακοσμημένοι με τα διάσημα σχεδιασμένα πλακάκια της Πορτογαλίας, με θεατρικά κάδρα όπου μπλέκεται ο κινηματογράφος με το σανίδι και με μια απίστευτα συγκινητική φαντό μουσική. 
Εκπληκτικός ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι σε έναν από τους τελευταίους του ρόλους της πλούσιας καριέρας του. Η μελαγχολία στα μάτια του φανέρωνε έναν ειλικρινή φόβο για το θάνατο, προσθέτοντάς του μια απίστευτη γλυκύτητα στο παίξιμό του. Η ευγένεια που εξέπεμπε ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός είναι μοναδική και σπάνια, συγκρίσιμη μόνο μ' αυτήν του σπουδαίου Ομέρο Αντονούτι. Αυτός όμως που κέρδισε για μένα τις εντυπώσεις είναι ο θεατρικός ηθοποιός Νικολάου Μπρίνερ (Nicolau Breyner) στο ρόλο του κρυφοαριστερού παπά που δε διστάζει να εκμυστηρευτεί τις απόψεις του για τον Φράνκο μες στην εκκλησία, αποκαλώντας όλους τους οπαδούς του "Πουτάνας γιούς" (μια δυνατή σκηνή που με 'κανε να χειροκροτήσω). Εξαιρετικός όμως κι ο Γάλλος ηθοποιός Ντανιέλ Οτέιγ στο ρόλο του γιατρού. Δε νομίζω να τον έχω ξαναδεί σε τόσο νεαρή ηλικία να ερμηνεύει κάποιον ρόλο. Επίσης δυνατές ερμηνείες είχαν ο Χοακίμ Ντε Αλμέιντα στο ρόλο του σερβιτόρου και η Νικολέτα Μπράσκι στο ρόλο της συντρόφου του νεαρού.
Επίσης αυτό που μου άρεσε σκηνοθετικά στην ταινία ήταν το ρετρό ύφος της που παραπλανάει απίστευτα καθώς αναρωτιέσαι καθ' όλη τη διάρκειά της αν είναι ταινία του 1995 ή παλιότερων δεκαετιών. Τα πλάνα είναι εξαιρετικά περνώντας με απίστευτο ρεαλισμό τον σιωπηλό φόβο της έλευσης του φασισμού, όπως τα επικριτικά μάτια των έφιππων αστυνομικών, τον χαφιεδισμό της θυρωρού και του ελέγχου των φασιστών μες στο σινεμά για να δουν ποιοι δεν χειροκροτούν. Ο σκηνοθέτης περνούσε τον εφιάλτη με έναν ήπιο αλλά συνάμα ωμά ρεαλιστικό τρόπο. Όπως η σκηνή μετά το φονικό στο σπίτι του Περέιρα, όπου ο συντετριμμένος ήρωας κοιτάει απεγνωσμένος έξω από το παράθυρο και διακρίνει μια ομάδα πιτσιρικιών να κάνουν στρατιωτικά γυμνάσια. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί πως τώρα πια είναι αργά στο να κάνει κάτι καθώς ο φασισμός έχει εδραιωθεί δηλητηριάζοντας πια και τις ψυχές των παιδιών. Όμως η απόγνωσή του αυτή δεν τον κάνει να παραιτηθεί. Αντιθέτως τον πεισμώνει στο να παλέψει μέχρι τέλους καταπατώντας κάθε φόβο που μέχρι τότε τον κρατούσε βουβό κι απαθή.
Αυτό που κάνει την ιστορία ακόμη πιο όμορφη και σημαντική, είναι το σημείωμα που είχε γράψει ο Αντόνιο Ταμπούκι στο βιβλίο του, όπου εξομολογείται πως ο ίδιος ο Περέιρα τον είχε επισκεφθεί ένα βράδυ για να του αφηγηθεί την ιστορία. Μετά το σκληρό του άρθρο αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της εξορίας για να αποφύγει τις ταλαιπωρίες του καθεστώτος. Όταν επανήλθε η δημοκρατία στην Πορτογαλία, εκείνος είχε πια ξεχαστεί απ' όλους. Με αυτό του το βιβλίο, ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας προσπάθησε να διατηρήσει την μνήμη όσων ξεχάστηκαν από την Ιστορία και δεν μπήκαν ποτέ σε κάποιο επίσημο εγχειρίδιο. 
Το "Έτσι Ισχυρίζεται ο Περέιρα" είναι ένα μοναδικό αντιφασιστικό αριστούργημα που μας παρουσιάζει με ένα συγκινητικά λυρικό και θεατρικό τρόπο, την απρόσμενη ανάσταση που βιώνει κάποιος, που είχε επιλέξει μια ζωή να είναι βουβός θεατής των πραγμάτων κι αποφασίζει τελικά να πατήσει γερά στα πόδια του για να υπερασπιστεί την κοινή αλήθεια και την ατομική του αξιοπρέπεια. Την νεότητα που ξανανιώνει όταν συνειδητοποιεί πως μπορεί ξανά να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Τον ενθουσιασμό όταν διαπιστώνει πως υπάρχουν κι άλλοι ευσυνείδητοι άνθρωποι γύρω του που θέλουν να φωνάξουν αλλά νιώθουν το ίδιο μόνοι κι αδύναμοι όπως αυτός. Την επανάσταση που μπορεί να κάνει ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, διότι κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί λίγος στον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον. Το σπουδαίο αυτό αριστούργημα του Ρομπέρτο Φαέντσα είναι ένας ύμνος για την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, το ήθος και πάνω απ' όλα την αλήθεια.

Βαθμολογία: 9/10