Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Αριστουργήματα του Παρελθόντος: Έτσι Ισχυρίζεται ο Περέιρα (1995)

 



Ανακάλυψα το πλούσιο λογοτεχνικό έργο του σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι πριν λίγα καλοκαίρια μέσα από το εξαίρετο του βιβλίο "Ταξίδια και άλλα ταξίδια" κι έκτοτε μου αποκαλύφθηκε ένας ακόμη λογοτεχνικός κόσμος με πλούσιο μεσογειακό ταπεραμέντο αλλά και με μια τάση να αναμοχλεύει το παρελθόν σε κάθε ευκαιρία. Επίσης μέσα από τα βιβλία του Αντόνιο Ταμπούκι, έγινα μάρτυρας ενός αρμονικού σμιξίματος των διαφορετικών ψυχών μιας κλειστής με μιας ανοιχτής θάλασσας καθώς μέσα από τα βιβλία του είναι έντονο το πάντρεμα του ιταλικού και του πορτογαλικού στοιχείου. Σε ένα αντίστοιχο πάντρεμα γινόμαστε θεατές στην ταινία "Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα" του Ρομπέρτο Φαέντσα, με επιστέγασμα αυτού του δεσίματος τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι στο ρόλο του γλυκύτατου λογοτεχνικού ήρωα Περέιρα.
Η ιστορία μας ταξιδεύει στην Λισαβόνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και με τον Ισπανικό Εμφύλιο να μαίνεται λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από τις ήρεμες ακτές του Ατλαντικού ωκεανού. Μέσα σ' αυτήν την έντονη κοινωνικοπολιτική δίνη, ο Περέιρα περιφέρεται μελαγχολικά προσπαθώντας να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη της πεθαμένης του συζύγου, αποστρέφοντας παράλληλα το βλέμμα του από την εδραίωση του φασισμού τόσο στη χώρα του όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ενδεικτική η σκηνή όπου μέσα από το τραμ παρακολουθεί μουδιασμένος κάποιους αστυνομικούς να βαρούν πολίτες, ένα συμβάν που ναι μεν τον τρομάζει αλλά δεν τον συγκινεί. Και είναι κρίμα που δεν τον συγκινεί καθώς ο Περέιρα εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα "Λισμπόα", όπου ο ίδιος έχει επιλέξει τη στήλη με τα πολιτιστικά, επιβεβαιώνοντας την αποστειρωμένη του στάση απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Πληγωμένος από τον θάνατο της γυναίκας του και φοβισμένος στην ιδέα του δικού του θανάτου, αναζητά μέσα από τη λογοτεχνία αλλά και τις σχεδόν κωμικές του συζητήσεις με έναν ιδιαίτερο παπά, το νόημα της ζωής και τη μεταθανάτια σωτηρία της ψυχής υποβιβάζοντας την αξία του σώματος. Θεωρίες και σκέψεις άκρως υπαρξιακές που τον αποξενώνουν συνεχώς από τον υπόλοιπο κόσμο. Με τη στάση του αυτή, δείχνει πως έχει επιλέξει τη σιωπή θεωρώντας πως το καθήκον του ολοκληρώνεται στη λογοτεχνία. 
Όμως η ζωή του θα αλλάξει αναπάντεχα όταν θα συναντηθεί με έναν νεαρό Ιταλό για τον οποίον επιθυμεί να εντάξει στο δυναμικό της πολιτιστικής του στήλης, με τον Περέιρα να του ζητά να ετοιμάσει μια σειρά από νεκρολογίες γνωστών συγγραφέων και ποιητών ώστε να 'ναι έτοιμη η εφημερίδα του σε μελλοντικές απώλειες πνευματικών ανθρώπων, ξεκινώντας με τον "Ραπανέτα". Ακούγοντας αυτό το όνομα αναρωτήθηκα ταυτόχρονα με τον νεαρό, σε ποιον ποιητή αναφερόταν ο Περέιρα, κι ένιωσα έκπληκτος όταν τελικά κατάλαβα πως αναφερόταν στον περιβόητο εθνικιστή Γκαμπριέλε Ντ' Ανούτσιο. Η νεκρολογία που ετοίμασε ο νεαρός ήταν πέρα για πέρα ειλικρινής εξοργίζοντας τον Περέιρα, ο οποίος επιθυμούσε μια πιο αντικειμενική γραφή χωρίς συναισθηματισμούς και πολιτικές δηλώσεις. Όμως παρά την αρχική του δυσφορία, τα λόγια του νεαρού θα δημιουργήσουν τις πρώτες ρωγμές αμφισβήτησης στο τείχος που έχει ορθώσει ο Περέιρα. 
Η ουδετερότητα του πρωταγωνιστή θα κλονιστεί κι άλλες φορές. Πέρα από τον νεαρό που του μιλάει με πάθος για την αγάπη και την αξία της ζωής, ο ήρωας της ιστορίας έρχεται σε καθημερινή τριβή και με έναν συνειδητοποιημένο σερβιτόρο στη καφετέρια που συχνάζει. Με έναν τελείως ανορθόδοξο τρόπο, ο Περέιρα προτιμά να ενημερώνεται για τα τεκταινόμενα από τον σερβιτόρο παρά από την εφημερίδα που ο ίδιος εργάζεται καθώς θεωρεί πιο αμερόληπτη τη στάση του σερβιτόρου παρά του διευθυντή που έχει πάνω από το κεφάλι του. Εκεί αρχίζει να συνειδητοποιεί την ως τότε απάθειά του απέναντι στις ραγδαίες εξελίξεις. 
Όμως, το ισχυρότερο χαστούκι θα το δεχτεί από μια γοητευτική γυναίκα μέσα στο τραίνο. Αφού πρώτα κερδίσει την εμπιστοσύνη της, θα του εκμυστηρευτεί πως έχει εβραϊκή καταγωγή και πως φοβάται για την ίδια της τη ζωή βλέποντας την εδραίωση του φασισμού στην Ευρώπη. Ο ίδιος παρόλο που δουλεύει σε μια εφημερίδα που πιστεύει πως είναι αντικειμενική κι αδέσμευτη, δηλώνει αδύναμος στο να κάνει κάτι απέναντι στο άδικο που επικρατεί και στο φόβο που κυριαρχεί, όταν εκείνη του ζητάει να υψώσει τη φωνή του μήπως και καταφέρει την ύστατη στιγμή να αφυπνίσει ένα κομμάτι της αποστασιοποιημένης κοινωνίας. "Θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά δεν είναι εύκολο, κάποιος σαν κι εμένα, σε μια χώρα σαν κι αυτή, να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, εγώ, ξέρετε, δεν είμαι ο Τόμας Μανν..." της λέει κι αμέσως καταλαβαίνει πως ο ίδιος υποβιβάζει τον εαυτό του διότι ποτέ του δεν τόλμησε να δράσει πάνω από τις δυνάμεις του. Είναι η πρώτη φορά που αντιλαμβάνεται πως ο φόβος κι η ανασφάλεια τον έχουν μετατρέψει σε ένα άβουλο πλάσμα που πορεύεται αδιάφορα μες στη ζωή μέχρι να πεθάνει. 




Ο Περέιρα θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί η προσωποποίηση της πορτογαλικής κοινωνίας, την περίοδο που βρισκόταν άπραγη και μουδιασμένη υπό την δικτατορία του Σαλαζάρ, την ώρα που στη γειτονική Ισπανία μαινόταν ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος και στην Ιταλία εδραιωνόταν το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη πύκνωνε το σκοτεινό σύννεφο του ναζισμού. Γι' αυτόν τον λόγο στη συνάντησή του με τους ένθερμους δημοκρατικούς νεαρούς, ο Περέιρα εξανίσταται καθώς πιστεύει πως στους δύσκολους αυτούς καιρούς κανείς δεν μπορεί να προκαλεί την τύχη του για τις ιδέες που υποστηρίζει. Αυτό που τον κάνει να δικαιολογεί τη στάση του και να νιώθει λιγότερο ενοχικό, είναι που βλέπει ολόκληρη τη χώρα του να σιωπά την ώρα που άνθρωποι ξυλοκοπούνται από την αστυνομία κι οι φασίστες εδραιώνεται σε καίριες θέσεις. Την ίδια στιγμή όμως, ο ίδιος σιχτιρίζει όταν μες στις κινηματογραφικές αίθουσες, οι φασίστες απαιτούν από το κοινό να χειροκροτήσει μετά από μια προπαγανδιστική προβολή. 
Η μεταστροφή του είναι αναπόφευκτη και ξεκινάει μετά από ένα άκρως ενδιαφέρον ξέσπασμα που θα κάνει σε έναν έμπιστο φίλο του, όπου θα του αναφέρει πως στην Ισπανία πραγματοποιείται μια μαζική σφαγή κάτω από τα μάτια μιας νόμιμης (κατά τη δικιά του γνώμη) κυβέρνησης που ελέγχεται από έναν θρησκόληπτο αρχηγό. Όλο αυτό τον αγχώνει καθώς και στην δική του χώρα επικρατεί ένα δικτατορικό καθεστώς με την αστυνομία να έχει αρχίσει να παριστάνει το αφεντικό όλων, σκοτώνοντας κόσμο και κάνοντας κατ’ οίκον έρευνες χωρίς εισαγγελείς ενώ παράλληλα αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες της λογοκρισίας στα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Με όλα αυτά αισθάνεται πως η χώρα του έχει μετατραπεί σε ένα αυταρχικό κράτος όπου ο λαός δεν μετράει καθόλου όπως κι η κοινή γνώμη, δεχόμενος μια άκρως αποστομωτική απάντηση από τον φίλο του, ο οποίος τον ρωτάει περιπαιχτικά "δημοσιογράφος είσαι και πιστεύεις στη κοινή γνώμη;". Εκεί είναι που με 'πιασε ένα μούδιασμα συνειδητοποιώντας πως η ιστορία κάνει κύκλους κι εμείς σήμερα βρισκόμαστε ξανά στα σκοτάδια μιας ακόμη καθόδου. 
Οι συζητήσεις με τον σερβιτόρο, ο διάλογος με την γοητευτική κυρία στο τραίνο κι ο νεαρός που επέλεξε ο Περέιρα για να αρθρογραφεί στην πολιτιστική στήλη της εφημερίδας αλλά και η πολιτικοποιημένη σύντροφο του νεαρού, θα ταρακουνήσουν συθέμελα την στάσιμη ζωή του πρωταγωνιστή. Τα ξεσπάσματά του δεν είναι τίποτα παραπάνω από τις ύστατες αμυντικές του προσπάθειες πριν πέσει το τείχος που τον απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο. Εκπληκτικός είναι ο διάλογος που έχει με την σύντροφο του νεαρού, η οποία του τονίζει πως θα 'πρεπε να είναι με το μέρος τους με αυτόν να της απαντά πως δεν είναι σύντροφος κανενός καθώς θεωρεί μοναδικό του σύντροφο τον εαυτό του. Συνταρακτική είναι κι η δήλωσή του πως προτιμάει να μην ξέρει τίποτε από τις ιστορίες των νεαρών καθώς γι' αυτόν η Ιστορία είναι ένα ζώο που δεν εξημερώνεται εύκολα. 
Παρά το πείσμα του να κρατήσει μια ουδέτερη στάση, ο Περέιρα θα βοηθήσει τον νεαρό να βρει ένα καταφύγιο όταν επιστρέψει κρυφά από το μέτωπο του ισπανικού εμφυλίου. Παράλληλα αρχίζει να μετατρέπεται σταδιακά σε ενεργό πολίτη επηρεασμένος από τις κουβέντες που γίνονται στα καφενεία αλλά κι από τα άρθρα που διαβάζει στις ξένες εφημερίδες που φτάνουν στη χώρα του με μεγάλη καθυστέρηση. Νιώθοντας ευάλωτος βιώνοντας την κατάρρευση του μικρόκοσμού του, ο Περέιρα θα πάει για λίγες μέρες σε μια θαλασσοθεραπευτική κλινική όπου εκεί θα αναπτύξει ενδιαφέρουσες συζητήσεις με τον γιατρό Καρντόζο, έχοντας μεταξύ τους κοινό σημείο τη γαλλική λογοτεχνία. Από κει θα ξεπηδήσει μια ιδιαίτερη ανάλυση των προβληματισμών που έχει ο Περέιρα για την ψυχή, όπου μέσα απ' αυτήν θα εκπλαγεί με την θεωρία που έχει σχηματίσει ο γιατρός Καρντόζο, ο οποίος υποστηρίζει την γαλλική θεωρία της συνομοσπονδίας των ψυχών. 
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιατρού, το να πιστεύει κανείς ότι ζει αυτοδύναμος, αποκομμένος από την άμετρη πολλαπλότητα των διαφόρων εγώ, σημαίνει ότι ζει σε μια αρκετά αφελή ψευδαίσθηση, αυτή της μίας και μοναδικής ψυχής ενώ γι' αυτόν η προσωπικότητα μοιάζει με συνομοσπονδία διαφορετικών ψυχών. Ο γιατρός πιστεύει πως όλοι έχουμε διαφορετικές ψυχές μέσα μας που ελέγχονται από ένα ηγεμονικό εγώ το οποίο έχει επιβληθεί στις υπόλοιπες. Όμως υπάρχουν στιγμές που ένα άλλο εγώ πιο ισχυρό επιχειρεί να αναδυθεί και μέχρι να αποδειχτεί ισχυρότερο ώστε να πάρει τη ηγεμονική θέση, ο κάτοχος αυτής της συνομοσπονδίας ψυχών περνάει από μια σύγχυση. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να του εξηγήσει πως τα νέα πρόσωπα που μπήκαν στη ζωή του, ξεκλείδωσαν μια ψυχή που ως τώρα ο Περέιρα δε γνώριζε πως υπήρχε εντός του. Κι αν τελικά αυτά τα νέα πρόσωπα έχουν δίκιο, δε σημαίνει πως η ζωή του Περέιρα παύει να χει κάποιο νόημα αλλά πως αποκτά κάποιο νέο που καλό είναι να το ακολουθήσει.
Όλο αυτό συνταράσσει τον Περέιρα, ο οποίος έχει μάθει μια ζωή να κινείται με έναν βούρδουλα πάνω από το κεφάλι του, ο οποίος άλλες φορές είναι ο διευθυντής της εφημερίδας που έχει στενές σχέσεις με το καθεστώς Σαλαζάρ κι άλλες φορές η θυρωρός της πολυκατοικίες που έχει το γραφείο του, που είναι χαφιές της αστυνομίας. Κι όλα αυτά τα δικαιολογούσε με το πρόσχημα πως οι άνθρωποι του νότου έχουν ανάγκη από έναν αρχηγό κάνοντάς τους να υπακούν σε αυτόν που φωνάζει περισσότερο και σε αυτόν που διατάζει επιτακτικά. 
Η πρώτη "επαναστατική" κίνηση του Περέιρα μετά τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις στη θαλασσοθεραπευτική κλινική, θα 'ναι η δημοσίευση ενός διηγήματος του Αλφόνς Ντωντέ, το οποίο είναι εγκωμιαστικό για την Γαλλία κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Μια πράξη που θα τον οδηγήσει σε ρήξη με τον διευθυντή της εφημερίδας, ο οποίος θα τον καλέσει για να του ζητήσει εξηγήσεις. Ο Περέιρα θα δικαιολογηθεί λέγοντάς του πως δεν τέθηκε το περίφημο λευκό κενό σε λέξεις ή φράσεις από την λογοκρισία οπότε θεώρησε πως δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα στο να το δημοσιεύσει. Εκεί ακούμε μουδιασμένοι την ομολογία του διευθυντή πάνω στο θέμα της λογοκρισίας αλλά και το πως την ερμηνεύουν ακόμη κι οι ίδιοι οι προπαγανδιστές, κάτι που μου θύμισε έντονα το προλογικό σημείωμα του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο "Μεγάλο μας Τσίρκο". "Στην λογοκρισία είναι ηλίθιοι, είναι αναλφάβητοι. Ο διευθυντής της επιτροπής λογοκρισίας είναι ένας έξυπνος άντρας αλλά δε μπορεί να διαβάζει μόνος του όλα τα δοκίμια των πορτογαλικών εφημερίδων ενώ οι υπόλοιποι είναι απλώς υπάλληλοι, φτωχοί αστυνομικοί που πληρώνονται για να μην αφήνουν να περνούν λέξεις ανατρεπτικού περιεχομένου. Όμως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ένα διήγημα!".
Ο Περέιρα από ένας φιλήσυχος άνθρωπος που ασχολείται με την λογοτεχνία και μιλάει στο πορτραίτο της νεκρής του συζύγου, μετατρέπεται σε έναν αντιστασιακό δημοκράτη. Η απότομη μεταστροφή του γίνεται αμέσως στόχος της δικτατορικής αστυνομίας. Χωρίς ενδοιασμούς θα προσφέρει κατάλυμα στον νεαρό όταν επανεμφανιστεί ως φυγάς αλλά μια λάθος κίνησή του θα οδηγήσει τους ασφαλίτες σπίτι του, οι οποίοι θα φερθούν ως αμόρφωτα καθάρματα που θα ειρωνευτούν την κουλτούρα που εκείνος υπηρετεί και θα ανακρίνουν μέχρι θανάτου τον νεαρό «για τις πατριωτικές αξίες που ξέχασε». Ο Περέιρα θα τους αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια και θα νιώσει ηττημένος και προδομένος από ένα σύστημα που υπηρετούσε ως τότε τυφλά αλλά θα φυλάξει για το τέλος ένα ευφυές σχέδιο που θα του προσφέρει μια ύστατη νίκη. Θα γράψει ένα συγκλονιστικό κείμενο για το τι συνέβη στο σπίτι του μαζί με ένα μήνυμα προς τη σύντροφο του νεκρού νεαρού, το οποίο θα τυπωθεί στη πρώτη σελίδα της εφημερίδας εξαπατώντας με έναν ευφάνταστο τρόπο τους λογοκριτές. Αφήνοντας το σχέδιο να προχωρήσει μόνο του, θα περιπλανηθεί ανάμεσα στους συμπολίτες του νιώθοντας ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ελευθερίας, αφύπνισης και περηφάνειας. Ένα αίσθημα με το οποίο μπορεί κανείς να δηλώνει με ήθος κι αξιοπρέπεια πως είναι άνθρωπος! 




Το άγνωστο αυτό αριστούργημα του Ρομπέρτο Φαέντσα, είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μου προτείνεται να δω μια ταινία για την οποία δεν έχω πολλές προσδοκίες καθώς δε γνωρίζω κάτι γι' αυτήν ή τον σκηνοθέτη της και τελικά εξελίσσεται σε ένα αξεπέραστο αριστούργημα με εκπληκτικές ερμηνείες απ' όλους τους ηθοποιούς, με δυναμικούς διαλόγους ειδικά αυτούς που κάνει ο Περέιρα με τον ιερέα και τον γιατρό, με καλαίσθητα πλάνα όπως οι εσωτερικοί χώροι που είναι διακοσμημένοι με τα διάσημα σχεδιασμένα πλακάκια της Πορτογαλίας, με θεατρικά κάδρα όπου μπλέκεται ο κινηματογράφος με το σανίδι και με μια απίστευτα συγκινητική φαντό μουσική. 
Εκπληκτικός ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι σε έναν από τους τελευταίους του ρόλους της πλούσιας καριέρας του. Η μελαγχολία στα μάτια του φανέρωνε έναν ειλικρινή φόβο για το θάνατο, προσθέτοντάς του μια απίστευτη γλυκύτητα στο παίξιμό του. Η ευγένεια που εξέπεμπε ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός είναι μοναδική και σπάνια, συγκρίσιμη μόνο μ' αυτήν του σπουδαίου Ομέρο Αντονούτι. Αυτός όμως που κέρδισε για μένα τις εντυπώσεις είναι ο θεατρικός ηθοποιός Νικολάου Μπρίνερ (Nicolau Breyner) στο ρόλο του κρυφοαριστερού παπά που δε διστάζει να εκμυστηρευτεί τις απόψεις του για τον Φράνκο μες στην εκκλησία, αποκαλώντας όλους τους οπαδούς του "Πουτάνας γιούς" (μια δυνατή σκηνή που με 'κανε να χειροκροτήσω). Εξαιρετικός όμως κι ο Γάλλος ηθοποιός Ντανιέλ Οτέιγ στο ρόλο του γιατρού. Δε νομίζω να τον έχω ξαναδεί σε τόσο νεαρή ηλικία να ερμηνεύει κάποιον ρόλο. Επίσης δυνατές ερμηνείες είχαν ο Χοακίμ Ντε Αλμέιντα στο ρόλο του σερβιτόρου και η Νικολέτα Μπράσκι στο ρόλο της συντρόφου του νεαρού.
Επίσης αυτό που μου άρεσε σκηνοθετικά στην ταινία ήταν το ρετρό ύφος της που παραπλανάει απίστευτα καθώς αναρωτιέσαι καθ' όλη τη διάρκειά της αν είναι ταινία του 1995 ή παλιότερων δεκαετιών. Τα πλάνα είναι εξαιρετικά περνώντας με απίστευτο ρεαλισμό τον σιωπηλό φόβο της έλευσης του φασισμού, όπως τα επικριτικά μάτια των έφιππων αστυνομικών, τον χαφιεδισμό της θυρωρού και του ελέγχου των φασιστών μες στο σινεμά για να δουν ποιοι δεν χειροκροτούν. Ο σκηνοθέτης περνούσε τον εφιάλτη με έναν ήπιο αλλά συνάμα ωμά ρεαλιστικό τρόπο. Όπως η σκηνή μετά το φονικό στο σπίτι του Περέιρα, όπου ο συντετριμμένος ήρωας κοιτάει απεγνωσμένος έξω από το παράθυρο και διακρίνει μια ομάδα πιτσιρικιών να κάνουν στρατιωτικά γυμνάσια. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί πως τώρα πια είναι αργά στο να κάνει κάτι καθώς ο φασισμός έχει εδραιωθεί δηλητηριάζοντας πια και τις ψυχές των παιδιών. Όμως η απόγνωσή του αυτή δεν τον κάνει να παραιτηθεί. Αντιθέτως τον πεισμώνει στο να παλέψει μέχρι τέλους καταπατώντας κάθε φόβο που μέχρι τότε τον κρατούσε βουβό κι απαθή.
Αυτό που κάνει την ιστορία ακόμη πιο όμορφη και σημαντική, είναι το σημείωμα που είχε γράψει ο Αντόνιο Ταμπούκι στο βιβλίο του, όπου εξομολογείται πως ο ίδιος ο Περέιρα τον είχε επισκεφθεί ένα βράδυ για να του αφηγηθεί την ιστορία. Μετά το σκληρό του άρθρο αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της εξορίας για να αποφύγει τις ταλαιπωρίες του καθεστώτος. Όταν επανήλθε η δημοκρατία στην Πορτογαλία, εκείνος είχε πια ξεχαστεί απ' όλους. Με αυτό του το βιβλίο, ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας προσπάθησε να διατηρήσει την μνήμη όσων ξεχάστηκαν από την Ιστορία και δεν μπήκαν ποτέ σε κάποιο επίσημο εγχειρίδιο. 
Το "Έτσι Ισχυρίζεται ο Περέιρα" είναι ένα μοναδικό αντιφασιστικό αριστούργημα που μας παρουσιάζει με ένα συγκινητικά λυρικό και θεατρικό τρόπο, την απρόσμενη ανάσταση που βιώνει κάποιος, που είχε επιλέξει μια ζωή να είναι βουβός θεατής των πραγμάτων κι αποφασίζει τελικά να πατήσει γερά στα πόδια του για να υπερασπιστεί την κοινή αλήθεια και την ατομική του αξιοπρέπεια. Την νεότητα που ξανανιώνει όταν συνειδητοποιεί πως μπορεί ξανά να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Τον ενθουσιασμό όταν διαπιστώνει πως υπάρχουν κι άλλοι ευσυνείδητοι άνθρωποι γύρω του που θέλουν να φωνάξουν αλλά νιώθουν το ίδιο μόνοι κι αδύναμοι όπως αυτός. Την επανάσταση που μπορεί να κάνει ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, διότι κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί λίγος στον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον. Το σπουδαίο αυτό αριστούργημα του Ρομπέρτο Φαέντσα είναι ένας ύμνος για την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, το ήθος και πάνω απ' όλα την αλήθεια.

Βαθμολογία: 9/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου