Ο "Μισισίπης καίγεται" (ή Μισσισσίπης όπως θεωρούσα πως γραφόταν κάποτε) είναι το απόλυτο πολιτικό θρίλερ που είχε στοιχειώσει τα παιδικά μου χρόνια. Ο λόγος είναι ότι όταν είχα προσπαθήσει να το δω σε νεαρή ηλικία, δυσκολευόμουν να μπω στο κλίμα του και τα ζητήματα που έθιγε μου φαινόντουσαν τόσο μακρινά καθώς είχα την ψευδαίσθηση πως μεγάλωνα σε έναν κόσμο ιδανικό και δίκαιο. Τρεις σχεδόν δεκαετίες από την πρώτη μου απόπειρα, αποφάσισα να το παρακολουθήσω ξανά, προϊδεασμένος πως θα δω ένα συγκλονιστικό αριστούργημα, το οποίο δυστυχώς παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρο, φανερώνοντας με τρανταχτό τρόπο πως το σκοτεινό παρελθόν έχει κυριαρχήσει ξανά στο δυσοίωνο παρόν που ζούμε.
Η ταινία αναφέρεται σε ένα ρατσιστικό έγκλημα που συνέβη στο Μισισίπη το 1964, στο οποίο κάποια μέλη της τοπικής Κου Κλουξ Κλαν δολοφόνησαν τρεις ακτιβιστές που είχαν κατέβει στις νότιες πολιτείες για να απογράψουν τους μαύρους πολίτες ώστε να τους δοθεί δικαίωμα ψήφου αλλά κι η δυνατότητα να ιδρύσουν σχολεία και κέντρα περίθαλψης στις περιοχές που κατοικούσαν. Η δολοφονία αυτή μέχρι να εξιχνιαστεί, θα οδηγήσει την κοινότητα των μαύρων στα πρόθυρα μιας μαζικής εξέγερσης λόγω των συχνών επιθέσεων από τους λευκούς, κάτι που θα ωθήσει τους ρατσιστές να προβούν σε τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον τους.
Την ίδια στιγμή, το FBI θα στείλει δυο πράκτορες για να εξιχνιάσουν την υπόθεση των τριών "αγνοούμενων" ακτιβιστών. Οι έρευνες των δύο πρακτόρων θα αποδειχθούν αρκετά δύσκολες κι επικίνδυνες καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν μια κλειστή συντηρητική κοινωνία, η οποία σιγοντάρει με τη σιωπή της τις δολοφονικές δράσεις της ΚΚΚ κι επικροτεί βουβά τις φασιστικές δηλώσεις των δημόσιων προσώπων της περιοχής. Όμως όσο πιο πιεστική γίνεται η στάση των πρακτόρων του FBI κι όσο στενεύει ο κλοιός γύρω από τους δολοφόνους, τόσο πιο βίαια βρυχάται το τέρας του φασισμού, προσπαθώντας να τρομοκρατήσει τόσο αυτούς που θεωρεί υποδεέστερούς του όσο κι αυτούς που επιχειρούν να το κατατροπώσουν.
Αυτή τη φορά δε θα επικεντρωθώ τόσο στο κινηματογραφικό κομμάτι όσο στο θεματικό, το οποίο με συγκλόνισε αρκετά. Η κοφτερή ματιά του Άλαν Πάρκερ κι οι εκπληκτικές ερμηνείες του Τζιν Χάκμαν και του Γουίλιαμ Νταφόε, κατάφεραν να παρουσιάσουν σε απόλυτο βαθμό το κρυφό αρρωστημένο πρόσωπο τόσο της αμερικανικής κοινωνίας όσο και των υπολοίπων δυτικών χωρών.
Το πρώτο χαστούκι της ταινίας το δεχόμαστε από το πρώτο κιόλας πλάνο με τις δυο βρύσες, όπου η μια προορίζεται για τους λευκούς κι η άλλη για τους μαύρους. Πρώτος κάνει την εμφάνισή του ένας λευκός μεσήλικας που πίνει νερό από τη βρύση των λευκών ενώ λίγο αργότερα ακολουθεί ένα μαύρο πιτσιρίκι που πίνει από τη βρύση των μαύρων. Με αυτά τα δυο πρόσωπα, ο Άλαν Πάρκερ προσπαθεί να μας δείξει χρησιμοποιώντας την ηλικία των δύο αυτών προσώπων, τη δύση της κυριαρχίας των λευκών και την επερχόμενη επικράτηση των μαύρων (τόσο πληθυσμιακά όσο και πολιτικά).
Το δεύτερο χαστούκι έρχεται σε ένα διάλογο που έχουν οι δυο πρωταγωνιστές, όπου ο Γουίλιαμ Νταφόε ερμηνεύει έναν νεαρό του βορρά που δυσκολεύεται να κατανοήσει τον ρατσισμό των νοτίων ενώ από την άλλη ο Τζίν Χάκμαν έχοντας μεγαλώσει στα περίχωρα του Μισισίπη, προσπαθεί να του το αναλύσει φέρνοντας ως παράδειγμα μια παρελθοντική εγκληματική πράξη του πατέρα του, ο οποίος μη μπορώντας να βλέπει τον μαύρο γείτονά του να προκόβει στις αγροτικές εργασίες έχοντας αγοράσει ένα μουλάρι, του το σκοτώνει κρυφά δηλητηριάζοντας το νερό του, αναγκάζοντάς τον μαύρο γείτονά του να φύγει από την πόλη. Όταν ο Γουίλιαμ Νταφόε ζητάει από τον Τζίν Χάκμαν να του δικαιολογήσει την εγκληματική πράξη του πατέρα του, εκείνος του εξηγεί ψυχρά πως η απογοήτευσή του για τον γονιό του δεν κατευνάστηκε από τη ντροπή που εκείνος ένιωσε για την πράξη του αυτή. Τον ενοχλούσε όμως που ο πατέρα του δεν μπορούσε να καταλάβει πως η φτώχια έφταιγε για τη μίζερη ζωή του κι όχι οι μαύροι του νότου. Τα λόγια του Τζιν Χάκμαν, επιβεβαιώνουν τα όσα έχουν συμβεί στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδος, όπου ο καλά καμουφλαρισμένος φασισμός ξεπετάχτηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μέσα από την νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, η οποία ξεσπούσε πάνω στους ξένους μετανάστες και τους αντιφασίστες ενώ τα τελευταία δύο χρόνια ο ίδιος φασισμός κουμαντάρει τα ηνία της χώρας με το κεκαλυμμένο προσωπείο ενός ακραίου κι απάνθρωπου νεοφιλελευθερισμού.
Στη συνέχεια εξοργίστηκα με το ρατσιστικό παραλήρημα ενός τοπικού μεγαλοεπιχειρηματία που δυσκολευόταν να κρύψει τις φασιστικές του ιδεολογίες. Η οργή μου δε προκλήθηκε μόνο από τα λεγόμενά του αλλά και με τη σκέψη πως όλοι οι φασίστες του κόσμου είναι τα ίδια καθάρματα, με τον ίδιο ξύλινο λόγο και τα ίδια ακριβώς ηλίθια επιχειρήματα που πατάνε πάνω στη θρησκεία και την πατρίδα. Εξάλλου η ιστορία έχει δείξει πως τα μεγαλύτερα καθάρματα κρύβονται πίσω από τη θρησκεία, την πατρίδα και την οικογένεια.
Το ερώτημα όμως που γεννάται εδώ είναι το εξής. Πως γίνεται να αναγνωρίζουμε με τόση ευκολία τις φασιστικές ιδεολογίες ξένων πολιτικών και λοιπών δημοσίων προσώπων αλλά να δυσκολευόμαστε να τις εντοπίσουμε στα λεγόμενα και στα πιστεύω εγχώριων πολιτικών και λοιπών προσωπικοτήτων που έχουν δημόσιο λόγο. Ίσως επειδή έχουμε μάθει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας καθώς θεωρούμε πως είναι προτιμότερο να εθελοτυφλούμε μπροστά στην αλήθεια παρά να την αντιμετωπίζουμε κατάματα. Όμως είμαι βέβαιος πως αρκετοί μπορούν να ταυτίσουν την όψη του μεγαλοεπιχειρηματία της ταινίας που πλούτιζε εκμεταλλευόμενος τους μαύρους της περιοχής ενώ παράλληλα οργάνωνε τάγματα εφόδου εναντίον τους, με αρκετά καθάρματα της σημερινής πολιτικής σκηνής.
Επίσης, ο Άλαν Πάρκερ παρουσιάζει με έξυπνο τρόπο την αυτοκαταστροφική φύση του φασιστικού τέρατος, δείχνοντας πως οι άνθρωποι που δρουν μέσα σ' αυτό, στερούνται από κάθε ίχνος ήθους κι αξιοπρέπειας. Εξάλλου οι φασίστες δεν είναι τίποτα παραπάνω από μικρά ανθρωπάκια που νιώθουν ισχυρά όταν δρουν ως αγέλη, ενώ όταν στριμώχνονται μόνα τους σε παγίδες μετατρέπονται σε δειλά πλάσματα που εκλιπαρούν για τη σωτηρία τους. Εκεί αποκαλύπτεται ο φόβος τους κι η απελπισία τους, αλλά και το πόσο εύκολα μπορούν να πουλήσουν τόσο τα πιστεύω τους όσο και τους ομοϊδεάτες συντρόφους τους, με σκοπό να γλιτώσουν το δικό τους τομάρι.
Τέλος, θέλω να υμνήσω ένα από τα πιο συγκλονιστικά πλάνα που έχω παρακολουθήσει στον κινηματογράφο με θέμα τον ρατσισμό. Αναφέρομαι στη σκηνή όπου μετά από μια επίθεση στο αγρόκτημα μιας οικογένειας μαύρων, ο πατέρας εξοργισμένος με την συνεχή τρομοκρατία των λευκών, βγαίνει με την καραμπίνα για να αντιμετωπίσει τους δράστες. Εκείνοι όμως τον ακινητοποιούν και τον κρεμούν σε ένα δέντρο. Η εικόνα με το αιωρούμενο σώμα του έχοντας πίσω του φόντο το φλεγόμενο κτήμα, μου έφερε στο νου το συνταρακτικό τραγούδι "
Strange Fruits", για το οποίο είχε απαγορευτεί η μετάδοσή του εκείνον τον καιρό από τα αμερικανικά ραδιόφωνα.
Κάποια στοιχεία που έμαθα για την ταινία, κάνοντάς με να την εκτιμήσω παραπάνω είναι πως ο τίτλος της βασίστηκε στον κωδικό αποστολής των πρακτόρων του FBI που είχαν αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης. Επίσης κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, οι κάτοικοι της περιοχής κατέστρεψαν δυο φορές τον εξοπλισμό του κινηματογραφικού συνεργείου προσπαθώντας να διακόψουν τα γυρίσματα κι ο Άλαν Πάρκερ κάλεσε σε δείπνο την κοινότητα των μαύρων για να τους ζητήσει συγγνώμη για τα εγκλήματα των λευκών. Όσο για την κοινότητα του Μισισίπη, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υποστηρίζει πως δεν διαπράχθηκε κάποιο έγκλημα το 1964. Όσο για την ταινία, κατάφερε να διχάσει τους Αμερικανούς λόγω του θέματός της και γι' αυτό το λόγο αδικήθηκε στα κινηματογραφικά βραβεία.
Ο "Μισισίπης Καίγεται" δεν είναι ένα ακόμη πολιτικό θρίλερ όπου οι αρχές προσπαθούν να εξιχνιάσουν ένα έγκλημα. Το σπουδαίο αυτό αριστούργημα του Άλαν Πάρκερ, είναι μια σπάνια κι άκρως σκληρή αυτοκριτική της ίδιας της Αμερικής για το σκοτεινό της παρελθόν, το οποίο έχει αρχίσει να αναβιώνει ξανά, οδηγώντας σε εμφυλιακές καταστάσεις την ξεπεσμένη παγκόσμια υπερδύναμη. Είναι μια αποκάλυψη του κεκαλυμμένου φασισμού που εξακολουθεί να επιβιώνει στις δυτικές κοινωνίες, αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να σηκώσει ξανά κεφάλι. Είναι μια πετυχημένη παρουσίαση της επικράτησης του φασισμού, στηριγμένη στο τρόμο των μειονοτήτων και των αδύναμων κοινωνικών ομάδων αλλά και στο φόβος της υπόλοιπης κοινωνίας που επιλέγει την απάθεια απέναντι στο έγκλημα που συντελείται μπροστά στα μάτια της. Το μόνο που λείπει από την ταινία, ήταν μια αναφορά στη δράση και το όραμα των τριών ακτιβιστών που δολοφονήθηκαν από τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν.
Παρ' όλα αυτά, ο "Μισισίπης Καίγεται" είναι ένα συγκλονιστικό παράδειγμα που αποδεικνύει πως η έβδομη τέχνη μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση τόσο του ρατσισμού όσο και των υπολοίπων απάνθρωπων καταλοίπων που εξακολουθούν να μαστίζουν τις κοινωνίες μας.
Βαθμολογία: 9/10