Σε μια κουτσουρεμένη χρονιά με λίγες κινηματογραφικές παραγωγές αλλά και με ένα πλήθος ταινιών από το προηγούμενο έτος που δεν κατάφεραν να προβληθούν λόγω της πανδημίας, θεωρώ πως είναι αναμενόμενος ο περιορισμένος αριθμός των έργων που θα μπορέσουν να με κερδίσουν φέτος. Πόσο μάλλον να με συγκλονίσουν. Κι όμως, μέσα σ' αυτήν την χρονιά όπου οι πιο πολυσυζητημένες ταινίες δεν κατάφεραν να με αγγίξουν (όπως το Nomadland και το Minari), ήρθε απροσδόκητα μια κινηματογραφική πρόταση από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη να με συνταράξει, παρουσιάζοντας το μεγαλύτερο έγκλημα του πολέμου της Βοσνίας κι ένα από τα μεγαλύτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την αδιανόητη σφαγή των κατοίκων της Σρεμπρένιτσα.
Το φρικιαστικό έγκλημα του σερβικού στρατού, παρουσιάζεται με τη ματιά μιας Βόσνιας διερμηνέας, η οποία μέσα στην παράνοια του πολέμου και των πανικόβλητων κατοίκων της Σρεμπρένιτσα που συγκεντρώνονται έξω από το στρατιωτικό κέντρο των Ηνωμένων Εθνών, θα προσπαθήσει να σώσει τον άνδρα της και τους δυο της γιους από την διαφαινόμενη σφαγή. Παράλληλα μέσα από τις υπηρεσίες που παρέχει, γίνεται μάρτυρας των υπόγειων διαβουλεύσεων για την έκβαση της κατάστασης από την αρχή των γεγονότων μέχρι την επικίνδυνη τροπή των εξελίξεων. Βρισκόμενη δίπλα στους περιβόητους για την τότε ανικανότητά τους Ολλανδούς αξιωματικούς, συνειδητοποιεί πως η παρουσία τους όχι μόνο είναι άχρηστη αλλά κι επικίνδυνη για τις ζωές των συνανθρώπων της.
Η ιστορία ξεκινάει με την είσοδο του σερβικού στρατού στη Σρεμπρένιτσα, αναγκάζοντας τους κατοίκους της να συγκεντρωθούν μέσα κι έξω από το στρατιωτικό κέντρο των ειρηνευτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών, ευελπιστώντας πως θα γλιτώσουν τόσο από τα φονικά σφυροκοπήματα όσο κι από το κυνηγητό που έχουν εξαπολύσει οι Σέρβοι αναζητώντας μουσουλμάνους πολεμιστές. Ο ρόλος της Άιντα γίνεται επιτακτικός καθώς η ίδια λειτουργεί ως αναγκαίος συνδετικός κρίκος των Ολλανδών με τους πανικόβλητους συντοπίτες της. Συμμετέχοντας λοιπόν τόσο στις διαβουλεύσεις των αξιωματικών όσο και στην ενημέρωση των Βοσνίων πολιτών, συνειδητοποιεί πως η κατάσταση βρίσκεται εκτός ελέγχου. Αυτό θα την κάνει να νιώσει συνένοχη στην παραπληροφόρηση που παρέχει στους συμπατριώτες της. Όμως αδυνατεί να αντιδράσει καθώς προσπαθεί μέσα από τις υπηρεσίες που παρέχει να σώσει τον άντρα της και τους δυο γιούς της.
Όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε την σφαγή της Σρεμπρένιτσα, οπότε δε χρειάζεται να επικεντρωθώ στο γεγονός αυτό. Οι Ολλανδοί αξιωματικοί των Ηνωμένων Εθνών αποδείχτηκαν αρκετά ανίκανοι στην διαχείριση της κατάστασης, αφήνοντας τους Σέρβους να δράσουν ανεξέλεγκτα, κάτι που οδήγησε στο μακελειό που είχαν προσχεδιάσει πριν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταφερθούν τα γυναικόπαιδα σε μια γειτονική πόλη κι οι οχτώ χιλιάδες άνδρες να μαζευτούν σε κοντινούς προορισμούς όπου κι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ένα έγκλημα που πραγματοποιήθηκε με την ανοχή του ΟΗΕ.
Το στοίχημα της δημιουργού Γιασμίλα Ζμπάνιτς δεν ήταν μόνο η εξιστόρηση ενός γεγονότος που είναι γνωστό σε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου αλλά κι η κλιμακωτή ένταση της εξέλιξης φτάνοντας σε ένα αναμενόμενο σπαρακτικό φινάλε. Στην επιτυχής έκβαση αυτού του ιδιαίτερου κινηματογραφικού στοιχήματος, η σκηνοθέτης είχε στο πλευρό της την εξαιρετική Γιάσνα Ντζούρισιτς στο ρόλο της διερμηνέας, μητέρας και συζύγου.
Κατά την άποψή μου, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την περιγραφή ενός πολεμικού γεγονότος από τη γυναικεία σκοπιά, καθώς μας προσφέρεται ένα ξεχωριστό αντιπολεμικό δράμα που ξεφεύγει από τις συνηθισμένες γραμμές των ταινιών αυτού του είδους. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο η δημιουργός παρουσιάζει με εκκωφαντικό τρόπο την αγωνία της επιβίωσης χωρίς εκρήξεις, κραυγές κι αίματα.
Οι πολεμικές σκηνές είναι περιορισμένες και λιτές αλλά αρκούν για να παρουσιάσουν την κόλαση της Βοσνίας. Προσωπικά, μου κέντρισαν το ενδιαφέρον οι σκηνές που επικεντρώνονταν στη δράση του Σέρβου στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς τόσο κατά την είσοδό του στην Σρεμπρένιτσα όσο και στις διαπραγματεύσεις που πραγματοποίησε με τους Βόσνιους εκπροσώπους των πολιορκημένων και με τους Ολλανδούς αξιωματικούς. Με την κάμερα επικεντρωμένη στο πρόσωπο του Σέρβου στρατηγού, δίνεται έμφαση στο κρίσιμο έργο της τηλεοπτικής προπαγάνδας αλλά και των άμεσων μονομερών αποφάσεων που δίνουν καθοριστικούς ελιγμούς στην εξέλιξη ενός γεγονότος. Νικητής βγαίνει αυτός που τολμά χρησιμοποιώντας ακόμη και τους πιο ανήθικους τρόπους. Ή αλλιώς, κανείς δε βγήκε κερδισμένος με τον σταυρό στο χέρι. Βρήκα απολύτως ειλικρινής τη στάση της δημιουργού, προσφέροντάς μου μια τελείως διαφορετική ματιά στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα και δημιουργώντας μου αρκετούς προβληματισμούς.
Έπειτα, η Γιάσνα Ντζούρισιτς προσφέρει μια συγκλονιστική ερμηνεία, τραβώντας όλη την προσοχή πάνω της. Η προσπάθειά της να σώσει την οικογένειά της, την οδηγεί σε ένα αγωνιώδες τρέξιμο που κλιμακώνεται σταδιακά, φτάνοντας σε σημείο να μου προκαλέσει ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι κι ένα αγχωτικό πνίξιμο στο λαιμό. Στην κορύφωση της έντασης, το δράμα της μετατρέπεται σε τραγωδία, η οποία συντελείται σε δυο στάδια. Το ένα όταν χάνει τον άνδρα της και τους δυο της γιους παρά τις προσπάθειες που κάνει για να τους σώσει και το άλλο όταν μετά από χρόνια αναγνωρίζει τις σωρούς τους σε μια συνταρακτική σκηνή βωβού πόνου που σπανίως βιώνουμε ως θεατές σε κινηματογραφικές προβολές.
Η ταινία είχε αρκετά σημεία που συνταράζουν παρουσιάζοντας εύστοχα την παράνοια του πολέμου μέσα από έντονες σκηνές όπως η στιγμή που ένας Σέρβος φαντάρος χαιρετάει και μιλάει με την πρωταγωνίστρια, φανερώνοντας πως ήταν κάποτε μαθητής της και συμμαθητής με τον γιό της. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει στο να τον μισεί λιγότερο από τους άλλους Βόσνιους, φτάνοντας στο σημείο να την προειδοποιήσει με έναν άγαρμπο μεν διακριτικό δε τρόπο για την μοιραία κατάληξη του γιου της. Μέσα απ' αυτήν την άβολη κοφτή συζήτηση εμφανίζεται ως αόρατη απειλή ο θάνατος. Το ίδιο συμβαίνει όταν η διερμηνέας αρχίζει να συνειδητοποιεί την αναπόφευκτη σφαγή του άμαχου πληθυσμού όταν ο γιατρός του στρατιωτικού κλιμακίου των Ηνωμένων Εθνών, της λέει εμπιστευτικά πως οι Βόσνιοι τραυματίες που έφυγαν από την μονάδα δεν μεταφέρθηκαν σε κάποιο νοσοκομείο όπως είχε συμφωνηθεί με τους Σέρβους. Κι εδώ ο θάνατος πλανάται στην έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα. Μέσα απ' αυτές τις συζητήσεις αρχίζουμε ως θεατές να "συνηθίζουμε" την παρουσία του θανάτου, του οποίου η μοιραία κυριαρχία έρχεται απότομα όταν η διερμηνέας μαθαίνει πως οι Σέρβοι ξετρύπωσαν και συνέλαβαν τον άντρας της και τους δυο της γιους. Με την απώλεια αυτή έρχονται να προστεθούν κι άλλες συνταρακτικές σκηνές αυτού του δράματος όπως η αναγνώριση κι η σύλληψη ενός Βόσνιου από τον Σέρβο γείτονά του αλλά και η άτιμη ενέργεια ενός Ολλανδού στρατιώτη που ανακαλύπτει και προδίδει έναν νεαρό Βόσνιο που προσπαθούσε να φυγαδευτεί ντυμένος γυναίκα.
Για το ιστορικό κομμάτι θεωρώ πως η ταινία παρουσιάζει επιτυχώς με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα που προηγήθηκαν κι οδήγησαν στην αποτρόπαια σφαγή των αμάχων. Ρίχνει μια εξονυχιστική ματιά στα παρασκήνια αλλά αποφεύγει να καταγράψει τα αιματηρά γεγονότα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που δικαιολογούν αυτήν την επιλογή της δημιουργού. Για μένα ίσως ένας επιπλέον λόγος είναι πως ζουν ακόμη αρκετά πρόσωπα που έζησαν το μακελειό, μ' αποτέλεσμα να παραμένουν ακόμη ανοιχτές οι πληγές που άφησε ο πόλεμος στη Βοσνία. Σίγουρα κανείς δε θέλει να τους αναγκάσει να ζήσουν ξανά αυτές τις σκοτεινές στιγμές του παρελθόντος.
Παρ' όλα αυτά, η ταινία ενίσχυσε έναν υπάρχον προβληματισμό μου, καθώς είναι διαφορετικό να μαθαίνεις ένα γεγονός διαβάζοντάς το και διαφορετικός να το παρακολουθείς σε ταινία (έχοντας παράλληλα την επιφύλαξη πως βλέπεις ή διαβάζεις κάτι προπαγανδιστικό). Έχοντας διαβάσει αρκετά κείμενα για τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, είχα προβληματιστεί για την απραξία των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ. Μάλιστα πολλοί κατηγόρησαν τους Ολλανδούς που δεν έδρασαν για να αποτρέψουν την πολιορκία του Σαράγεβο και την σφαγή της Σρεμπρένιτσα. Στην ταινία τονίζεται έντονα η αποτυχία τους αυτή, παρουσιάζοντάς τους ως αργόσχολους γραφειοκράτες που ακολουθούν τους διεθνείς κανόνες κατά γράμμα, φοβούμενοι την ανάληψη ευθυνών. Τους δείχνει κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων να τοποθετούν τον παράγοντα "άνθρωπο" στην άκρη και να μετατρέπονται σε νέους Πόντιους Πιλάτους που νίπτουν τας χείρας τους την ώρα που συντελούταν μια σφαγή μπροστά τους. Αυτή η απραξία του ΟΗΕ είναι εμφανής και σε άλλες συρράξεις που έχουν συντελεστεί στον κόσμο. Αντίστοιχη στάση έχουμε δει κι από την UNESCO σε αντίστοιχα εγκλήματα όπως η ανατίναξη του σπουδαίου αρχαιολογικού χώρου της Παλμύρα ή των πιο πρόσφατων περιπτώσεων όπως η μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί, της τσιμέντωσης του Παρθενώνα αλλά και της απομάκρυνσης των αρχαίων από το μετρό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Τελικά ποιος είναι ο ρόλος αυτών των οργανισμών και ποιο είναι το ήθος κι η αξιοπρέπειά τους μετά από τόσες "ήττες";
Το "Quo Vadis, Aida?" πέρα από ένα ιδιαίτερο αντιπολεμικό δράμα, είναι κι ένας ύμνος στο θάρρος, στην αγάπη αλλά και στην ελπίδα που ωθεί τους ανθρώπους να αγωνιστούν ως το τέλος ακόμη κι όταν μέσα τους γνωρίζουν πως το παιχνίδι είναι τελειωμένο. Είναι αυτή η επίμονη προσπάθεια για ανθρωπιά κι η επιθυμία για ένα καλύτερο αύριο, ακόμη κι αν αυτό δείχνει τόσο ανέφικτο. Αυτό και μόνο, την κατατάσσει ως μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Βαθμολογία: 8/10