Αυτή τη φορά ανέτρεξα στο κινηματογραφικό παρελθόν χάρις στο δώρο που προσφέρει το περιοδικό Σινεμά. Οι "Ονειροπόλοι" ήταν μία από τις ταινίες που με στοίχειωναν τόσο για τα διφορούμενα σχόλια που προκάλεσε με την προβολή της το 2003 όσο και για την αγάπη που έχω για τα έργα του Μπερνάντο Μπερτολούτσι. Δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη της προβολής, διαπίστωσα πως οι "Ονειροπόλοι" είναι περισσότερο επίκαιροι απ' ότι την εποχή που παίχτηκαν.
Η ιστορία εξελίσσεται την Άνοιξη του 1968, σε την παριζιάνικη νεολαία έτοιμη να εκραγεί. Μέσα στους νέους που γέμιζαν τα αμφιθέατρα και τους κινηματογράφους, βρίσκεται κι ένας Αμερικανός φοιτητής, ο Μάθιου, ο οποίος γνωρίζεται με δύο σιαμαία αδέλφια, την Ιζαμπελ και τον Τεό. Σ' αυτήν την ταραχώδη περίοδο, οι τρεις νέοι θα μπουν σ' ένα μυστήριο παιχνίδι σεξουαλικής αφύπνισης και κοινωνικής δραστηριοποίησης.
Μπορώ να γράψω πολλά όταν ενθουσιάζομαι για ένα έργο. Πόσο μάλλον για τους "Ονειροπόλους" όπου θίγονται αρκετά ζητήματα τα οποία μέχρι σήμερα παραμένουν άλυτα κι εξακολουθούν να μας προβληματίζουν.
Πρώτα απ' όλα, η ταινία αναφέρεται στην αδράνεια της κάθε γενιάς, η οποία βασίζεται σε αβάσιμα ιδανικά κι αναζητάει λάθος διεξόδους διαφυγής. Αναζητάμε την πολυπόθητη αλλαγή αλλά φοβόμαστε να ρισκάρουμε, επαναπαυμένοι σε ανέσεις και καλοπεράσεις;
Από την άλλη η ταινία παρουσιάζει τον βασικότερο παράγοντα της αδράνειας των νέων, την οικογένεια. Τα δυο σιαμαία αδέλφια μεγαλώνουν με έναν περίεργο τρόπο. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι εμφανές στα μέλη της οικογένειας. Ο γιος νιώθει μειονεκτικά απέναντι στην ενδιαφέρουσα προσωπικότητα του πατέρα-ποιητή ενώ η κόρη χάνεται πίσω από τον δυναμισμό και τη γοητεία της μάνας. Δεν υπάρχουν πρότυπα παρά μόνο αντιδράσεις κι αρνητικά συναισθήματα. Αυτό θα οδηγήσει τα δυο αδέλφια να βρουν διαφυγή στον κινηματογράφο. Κι εδώ θα κάνουμε μια στάση...
Ένα υπέροχο χαρακτηριστικό της ταινίας είναι το ιδιαίτερο παιχνίδι του σκηνοθέτη, με τον ευφυές συνδυασμό πλάνων παλιών ταινιών με τους διαλόγους και τις δράσεις των τριών νεαρών. Αποσπάσματα από ταινίες του Γκονταρ, του Μπονιουέλ κι άλλων αξιόλογων σκηνοθετών, δένουν υπέροχα με την πλοκή της ταινίας. Η σκηνή που τρέχουν οι τρεις ήρωες μέσα στο μουσείο του Λούβρου είναι αξεπέραστη. Όπως και η εμφάνιση της Έβα Γκριν ως Αφροδίτη της Μήλου.
Η ιστορία της ταινίας επικεντρώνεται στον μικρόκοσμο των τριών νεαρών, οι οποίοι τον φτιάχνουν μέσα σε ένα χλυδάτο διαμέρισμα μόλις οι γονείς των δύο σιαμαίων φεύγουν για μία εκδρομή. Μέσα σ' αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον θα αναζητήσουν την σεξουαλική απελευθέρωση αλλά και τον ρόλο τους σε μία κοινωνία η οποία βράζει. Προς στιγμή οι διαδηλώσεις στους δρόμους δεν τους αγγίζουν. Κλείνονται στο καβούκι των παιδικών τους χρόνων κι από εκεί προσπαθούν να επαναστατήσουν. Τα υπεράριθμα βιβλία που γεμίζουν τους τοίχους του σπιτιού δεν τους κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Πέφτουν όμως στην λούμπα της κομμουνιστικής μόδας που επικρατεί εκείνα τα χρόνια στην Γαλλία. Προτομές κι αφίσες του Μάο καλύπτουν την εσωτερική τους κενότητα. Κι όταν τους δοθεί η ευκαιρία να ξεχυθούν στο δρόμο, δε θα ξέρουν πως να χειριστούν το πάθος τους για έναν καλύτερο κόσμο. Διότι όχι μόνο δεν έμαθαν ποτέ πως θα τον διεκδικήσουν αλλά κι επειδή ποτέ δεν τον αναζήτησαν και δυστυχώς δεν τον ανακάλυψαν...
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι εξαιρετικές. Εκείνη που κλέβει τις εντυπώσεις είναι η Έβα Γκριν (πιθανότατα και πρώτη της ταινία). Το υπέροχο βλέμμα της και το θεσπέσιό της σώμα, το οποίο αποθεώνει την γυναικεία ομορφιά (δεν είναι τυχαίο που σε μία σκηνή ερμηνεύει την Αφροδίτη της Μήλου) προσφέρουν μία ιδιαίτερη αίγλη στο έργο. Το ίδιο και τα χρώματα που επικρατούν στα πλάνα, τα οποία παίζουν τον δικό τους ρόλο στις ψυχοσυνθέσεις των ηρώων. Δεν είναι τυχαία η επιλογή τους, όπως το ζεστό κόκκινο στα υπνοδωμάτια, το ψυχρό γαλάζιο στα λουτρά και το μουχλιασμένο πράσινο στο σαλόνι.
Οι διάλογοι στην ταινία προσφέρονται γι' αρκετές εσωτερικές ενδοσκοπήσεις. Στα πρόσωπα των βολεμένων νεαρών που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, συναντούμε το δικό μας είδωλο. Είναι φανερό πως η άνεση του καναπέ μας έχει αδρανοποιήσει. Όπως τότε έτσι και σήμερα η δηθενιά της υποκουλτούρας μας δίνει την ψευδαίσθηση πως ξέρουμε τα πάντα και μπορούμε να έχουμε άποψη για όλα. Θεωρούμε επανάσταση την ευαισθησία μας για την αδικία που κυριαρχεί εκεί έξω πίνοντας ένα παλαιωμένο κρασί στο σαλόνι. Κι όταν βρεθούμε στο δρόμο δε ξέρουμε πως να ελέγξουμε μία οργή που πάντα υπήρχε μέσα μας. Μία οργή που προήλθε από άλλα αίτια που δεν έχουμε αντιμετωπίσει και φοβόμαστε να επιλύσουμε.
Η ταινία είναι ένα δυνατό κατηγορώ για τις οικογένειες που προσφέρουν στη κοινωνία άβουλα παιδιά. Παιδιά που δε ξέρουν να αγωνίζονται διότι φοβούνται να ρισκάρουν. Αποφεύγουν να αλλάξουν τον εαυτό τους αλλά και τη ζωή τους διότι έχουν τυφλωθεί από μία αρρωστημένη θαλπωρή. Παιδιά που δε θα ωριμάσουν ποτέ και δυστυχώς θα συνειδητοποιήσουν τη φθορά του χρόνου όταν θα είναι πλέον αργά.
Οι "Ονειροπόλοι" είναι μία κινηματογραφική "Βίβλος".
Βαθμολογία: 10/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου