Δύο λόγοι με οδήγησαν στην σκοτεινή αίθουσα του Πτι Παλαί, όπου παιζόταν ο Καυτός Ήλιος. Πρώτα απ' όλα είναι η αποτύπωση του εμφυλίου πολέμου της Γιουγκοσλαβίας μέσα από κροατικό κινηματογραφικό φακό και φυσικά το βραβείο "Ένα κάποιο βλέμμα" από το φεστιβάλ των Καννών.
Η ταινία αποτελείται από τρεις ιστορίες. Η μία αναφέρεται στο 1991, αρχή δηλαδή του εμφυλίου πολέμου. Η δεύτερη μας πηγαίνει στο 2001, όπου οι νέες χώρες που γεννήθηκαν στα Δυτικά Βαλκάνια, προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν πάνω στο κουφάρι της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Και καταλήγει στο 2011, σε μία εποχή αβέβαιου μέλλοντος και με τις πληγές του παρελθόντος ακόμα ανοιχτές.
Οι τρεις διαφορετικές ερωτικές ιστορίες έχουν μία αόρατη συνοχή μεταξύ τους, γι' αυτό παίζουν τα ίδια πρόσωπα σε διαφορετικούς ρόλους. Και οι τρεις ιστορίες αναφέρονται στον έρωτα μεταξύ μίας Σέρβας κι ενός Κροάτη. Στην πρώτη ιστορία ο έρωτας παραμένει ανεκπλήρωτος, στην δεύτερη έχουμε την ερωτική πράξη και στην τρίτη το παιδί (όπου το παιδί υπονοεί την ελπίδα).
Το 1991 ο έρωτας έβρισκε εμπόδιο στο μίσος. Η Γιουγκοσλαβία μαραζωνόταν από την ανεργία, δημιουργώντας έναν ύπουλο εθνικισμό μεταξύ των εθνών στο εσωτερικό της. Οι δύο νέοι δε μπορούν να ζήσουν τον έρωτά τους. Παρ' όλο που κάνουν σχέδια για το μέλλον τους, ένα "ατυχές" γεγονός θα τους τα διαλύσει όλα. Το 2001, ο πόλεμος έχει τελειώσει αλλά το μίσος παραμένει ζωντανό, καθώς πολλοί συγγενείς θυμάτων ζουν ακόμα κουβαλώντας το βάρος των νεκρών στην πλάτη τους. Προσπαθούν να στήσουν μία νέα ζωή πάνω στα αποκαΐδια που άφησε ο πόλεμος. Κι εκεί ο έρωτας βρίσκει πολλά εμπόδια, αλλά τελικά τα καταφέρνει κάπως ανορθόδοξα. Το 2011 όμως συναντάμε τη νέα γενιά Κροατών και Σέρβων. Έφηβοι που γεννήθηκαν μέσα στον εμφύλιο πόλεμο χωρίς να γνωρίσουν την Γιουγκοσλαβία. Νέοι που είναι απόμακροι με τους γονείς τους, ενώ την ίδια στιγμή αφήνουν το μέλλον τους σε ξένα κι απροσδιόριστα χέρια. Νέοι που δε ξέρουν που ανήκουν, που πατάνε αλλά και που βαδίζουν.
Η πρωινή βουτιά λίγο πριν το φινάλε της ταινίας, ίσως παίζει το ρόλο της κάθαρσης αλλά και της αφύπνισης στο να στηθούν επιτέλους στερεά θεμέλια για ένα καλύτερο αύριο. Η πόρτα του μέλλοντος είναι ανοιχτή και μας περιμένει. Στο χέρι μας είναι να αποφασίσουμε αν θέλουμε να τη διαβούμε ή όχι...
Η ταινία έχει όμορφα τοπία και με συγκίνησε πολύ η φωτογραφική παρουσίαση των γκρεμισμένων και πληγωμένων κτιρίων του εμφυλίου, καθώς πηγαίναμε από την πρώτη ιστορία στην δεύτερη. Από εκεί και πέρα οι ερμηνείες δεν κερδίζουν ιδιαίτερα τις εντυπώσεις. Οι διάλογοι λιτοί με δυνατές στιγμές μόνο στην πρώτη και λίγο στην δεύτερη ιστορία. Γίνεται όμως εξαιρετική δουλειά στην παρουσίαση της σιωπηλής οργής των προσώπων και των αδιεξόδων που οι ίδιοι παγιδεύονται. Ιδιαίτερη όμως είναι η παρουσία του "ταρκοφσκικού" σκύλου, η οποία στοιχειώνει κάποια από τα πλάνα.
Σε διάφορα σχόλια είχα ακούσει πως η ταινία είναι μία εξαιρετική κροατική προπαγάνδα όπου φαίνονται οι Κροάτες ως οι καλοί της υπόθεσης και οι Σέρβοι ως οι αιμοβόροι. Δεν είδα κάτι τέτοιο στην ταινία. Ο σκηνοθέτης κατάφερε να κρατήσει μία αντικειμενική στάση απέναντι στον πόλεμο. Δεν επιδιώκει να ρίξει την ευθύνη σε κανέναν. Αντιθέτως αποδεικνύει πως ο πόλεμος αυτός άφησε σε όλα τα "στρατόπεδα" θύματα...
Δεν είναι από τις ταινίες που θα πρότεινα με ευκολία.
Αυτό όμως δε σημαίνει πως δε μου άρεσε κιόλας.
Βαθμολογία: 7/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου