Μία ακόμη φτωχή κινηματογραφική βδομάδα με ώθησε να ανατρέξω σε ταινίες του παρελθόντος. Αυτή τη φορά δε πήγα πολύ πίσω, μιας και στο μυαλό μου είχα την νικήτρια του Χρυσού Φοίνικα για την χρονιά 2011. Αναφέρομαι στο τούρκικο "Κάποτε στην Ανατολία".
Μετά την περσινή εκπληκτική "Χειμέρια Νάρκη", σκέφτηκα να δω την προηγούμενη βραβευμένη ταινία του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Το "Κάποτε στην Ανατολία" θα μπορούσε να θεωρηθεί ο πρόδρομος του τελευταίου του αριστουργήματος. Αξίζει όμως να χαρακτηριστεί κι εκείνο ως αριστούργημα;
Το πρώτο χαρακτηριστικό της ταινίας που κερδίζει τον θεατή είναι τα εκπληκτικά του πλάνα. Οι γυμνές πλαγιές των βουνών με τα ανάγλυφα γλυπτά πρόσωπα, οι πηγές με το τρεχούμενο νερό, οι γραμμές από τα φώτα των αυτοκινήτων, τα μοναχικά δέντρα αλλά και ο χορός των πεσμένων φύλλων σε κάθε ριπή του ανέμου. Αποτυπώνεται υπέροχα η ερημιά της κεντρικής Τουρκίας. Μία ερημιά που υπάρχει και στις ψυχές των ηρώων.
Η ιστορία ξεκινάει με μία αυτοκινητοπομπή, όπου ένας αστυνομικός, ένας εισαγγελέας κι ένας γιατρός, έχοντας μαζί τους δύο ύποπτους δολοφόνους, αναζητούν τη σωρό ενός θύματος. Η ολονύκτια αναζήτηση φέρνει πιο κοντά τα παραπάνω πρόσωπα. Οι ανούσιες συζητήσεις και οι αδιάφορες πληροφορίες που ακούγονται κατά τη διάρκεια της ταινίας βοηθούν στο να γίνουμε κομμάτι της νυχτερινής περιπλάνησης. Από τις βαρετές όμως στιγμές περνάμε αρμονικά σε όμορφες σκηνές που παρουσιάζουν με λυρισμό το πόσο γρήγορα κυλάει ο χρόνος, όπως ένα μήλο που κατρακυλάει σε μία πλαγιά ή μία κανάτα που παρασέρνεται από τον αέρα.
Όμως η υπόθεση της ταινίας έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Δεν είναι τυχαίο πως μένουν αρκετά ερωτήματα στο τέλος σχετικά με το φονικό (ποιος είναι ο δολοφόνος, ποια ήταν αίτια, ήταν τελικά το θύμα ένα κάθαρμα κ.α.). Όχι πως μας νοιάζει ιδιαίτερα μιας κι αυτό που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι οι διάλογοι. Κάθε συζήτηση που αναπτύσσεται στο έργο, μας αφήνει τροφή για σκέψη. Η ζωντάνια στους διαλόγους πετυχαίνεται κι από τις όμορφες κι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών.
Η έλλειψη της μουσικής καλύπτεται με το φύσημα του αέρα, με τις αστραπές και με τους ήχους της υπαίθρου. Με αυτό το κόλπο εισχωρούμε ακόμη περισσότερο σε κάθε πλάνο. Ο αργός ρυθμός της εξέλιξης δίνει ρεαλισμό στο έργο και χρόνο στη γνωριμία μας με τα πρόσωπα της ιστορίας. Θα μπορούσε όμως η ταινία να είχε μικρότερη διάρκεια. Επίσης οι διάλογοι μπορεί να πρόσφεραν απλόχερα αρκετές αλήθειες, αλλά δεν είχαν το βάθος της "Χειμερίας Νάρκης".
Η ταινία δεν θα μείνει στο μυαλό μου ως ένα αριστούργημα που αξίζει να το θυμάμαι και να το χρησιμοποιώ ως μέτρο σύγκρισης για άλλες ταινίες. Υπάρχουν όμως στιγμές που χαράχθηκαν στην μνήμη μου. Δύο σκηνές στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το φως. Η πρώτη είναι η λάμπα πετρελαίου, της οποίας η φλόγα αναδείκνυε με άκρως ποιητικό τρόπο την ανάγλυφη επιφάνεια ενός εξωτερικού τοίχου (πάνω φωτογραφία) και η κοπέλα που εισέρχεται μέσα στο σαλόνι κρατώντας έναν δίσκο πάνω στον οποίο υπήρχε (πάλι) μία λάμπα πετρελαίου περικυκλωμένη από ποτηράκια τσαγιού. Η λυρικότητα αυτής της ταινίας έκανε ακόμη πιο έντονη την φτώχεια που υπάρχει σε αρκετές ταινίες της σύγχρονης εποχής.
Δυστυχώς όμως η λυρικότητα της δεν έδεσε όμορφα με τον κυνικό ρεαλισμό της υπόθεσης. Έπειτα υπάρχει ένα βάθος στους διαλόγους το οποίο όμως αφήνει τον θεατή απαθή, διότι απουσιάζει η κατάλληλη συνδετική χημεία κοινού με έργο. Και τέλος η υπέροχη φωτογραφία περιορίζεται ως φόντο χωρίς να μετουσιώνεται σε λόγο.
Με αυτήν όμως την ταινία, ο Τσέλιαν έδειξε πως χρόνια τώρα χτίζει μία δικιά του κινηματογραφική σχολή, την οποία ανυπομονώ να ακολουθήσω...
Βαθμολογία: 7/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου