Ως επίμονος επισκέπτης κι αμετανόητος λάτρης της Θεσσαλονίκης κουβαλούσα για χρόνια ένα μικρό παράπονο καθώς ποτέ δεν έτυχε να παρακολουθήσω κάποιο από τα φεστιβάλ κινηματογράφου της πόλης και ποτέ δεν κατάφερα να επισκεφθώ την υπέροχη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου Ολύμπιον. Ευτυχώς ο δεύτερος μου καημός επουλώθηκε στην πρόσφατη επίσκεψή μου για τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου καθώς μια από τις σαλονικώτικες βραδιές μου την πέρασα στον κινηματογράφο Ολύμπιον παρακολουθώντας μια ενδιαφέρουσα ταινία. Πέρα όμως από το έργο απόλαυσα και την αριστοκρατική αύρα του συγκεκριμένου κινηματογράφου.
Όσον αφορά την ταινία, ο "Εξόριστος" επικεντρώνεται με εύστοχο τρόπο στο σύνδρομο καταδίωξης που αισθάνεται κάθε άνθρωπος που ζει κι εργάζεται σε έναν ξένο τόπο. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Τζαφέρ, ένας Κοσοβάρος μετανάστης στη Γερμανία ο οποίος φαίνεται πως έχει μια ήρεμη οικογενειακή ζωή και μια πετυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία ως χημικός μηχανικός σε μια επιχείρηση, μέχρι τη στιγμή που αντικρίζει ένα νεκρό ποντίκι στην είσοδο του σπιτιού του.
Έκτοτε αρχίζει μια σειρά δυσάρεστων καταστάσεων που τον αναγκάζουν να νιώθει όλο και πιο παρείσακτος τόσο στον εργασιακό του χώρο όσο και στον οικογενειακό του κύκλο.
Συναισθανόμενος την μη αποδοχή του από τους υπόλοιπους συναδέλφους του θα αρχίσει να αναζητεί τον υπαίτιο του εργασιακού εκφοβισμού που βιώνει σε καθημερινή βάση. Όμως ο πανικός που σταδιακά τον κυριεύει, τον ωθεί σε λάθος χειρισμούς που από θύμα τον μετατρέπουν σε θύτη κι από έναν φιλήσυχο άνθρωπο που προσπαθεί να αναρριχηθεί στην μεσοαστική γερμανική κοινωνία σε έναν αυτοκαταστροφικό ταραχοποιό στοιχείο των προσώπων που τον περιβάλλουν τόσο στον επαγγελματικό όσο και στο οικογενειακό του περιβάλλον.
Ο σκηνοθέτης Βίσαρ Μορίνα (ο οποίος έχει καταγωγή από το Κόσοβο) περιγράφει με κατατοπιστικό τρόπο κάποια από τα σημάδια εργασιακού εκφοβισμού που αρκετοί από μας έχουμε βιώσει στη δικής μας καθημερινότητα, είτε είμαστε μετανάστες είτε όχι. Σ' αυτό συμβάλλει κι η εξαιρετική ερμηνεία του Μισέλ Ματίσεβιτς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος καταφέρνει να εκφράσει με πειστικό τρόπο το πέρασμά του από την ηρεμία στην παράνοια. Ο ίδιος συνειδητοποιώντας τα πρώτα ξενοφοβικά σημάδια που αντιλαμβάνεται μέσα από μια σειρά γεγονότων, θα προσπαθήσει να προστατεύσει την αξιοπρέπειά του. Όμως οι εντεινόμενες ενέργειες εναντίον του θα του φουντώσουν την καχυποψία. Η αρχή θα γίνει με το νεκρό ποντίκι αλλά θα συνεχιστεί με συμβάντα όπως το να μην δέχεται ομαδικά mail ή να μην ενημερώνεται για τις αλλαγές συνεδρίων και να μην συμπεριλαμβάνεται σε ταξίδια που διοργανώνει η εταιρία. Η αντίδρασή του θα ξεσπάσει σε έναν συνάδελφό του που τον θεωρεί υπαίτιο της όλης κατάστασης αλλά και στη σύζυγό του καθώς αισθάνεται πως δεν τον καταλαβαίνει παρόλο που εκείνη προσπαθεί με διακριτικό τρόπο να δικαιολογήσει την όλη κατάσταση κουβαλώντας το ενοχικό συναίσθημα ενός έθνους που έχει ένα βεβαρυμμένο παρελθόν πάνω στο θέμα του φυλετικό μίσους.
Παράλληλα ο σκηνοθέτης μέσα από τα διάφορα συμβάντα της ταινίας, καταφέρνει να ξεσκεπάσει μια νέα ύπουλη μορφή φασισμού που έχει αρχίσει κι εδραιώνεται στην ευρωπαϊκή κοινωνία, επιτυχώς καμουφλαρισμένη από το πέπλο του δήθεν καθωσπρεπισμού που κυριαρχεί στο δυτικό κόσμο. Και δεν αναφέρεται στο φασισμό που εκδηλώνεται στους δρόμους με τις μαύρες μπλούζες, τους πυρσούς και τα μαχαίρια αλλά στο φασισμό της διπλανής πόρτας αλλά και του διπλανού γραφείου. Στο φασισμό που κρύβεται στις μικρολεπτομέρειες και σε συμπεριφορές που μένουν αναπόδεικτες αναγκάζοντας το θύμα να μπερδεύεται κατά πόσον έχει πέσει θύμα ρατσισμού. Σε έναν φασισμό γνώριμο και στα δικά μας μέρη που μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο φανερός, όπως συνέβη και με την απάθεια ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη δολοφονία του 8χρονου κοριτσιού στο Κερατσίνι.
Το θέμα που ανοίγει ο σκηνοθέτης μέσα από την ταινία είναι αρκετά πολύπλοκο και τα ερωτήματα που θέτει με δυσκολία μπορούν να απαντηθούν. Γι' αυτό το λόγο αισθάνθηκα πως η ιστορία έκλεισε απότομα αφήνοντας πολλά σεναριακά κενά, προκαλώντας μου μια αναπάντεχη απογοήτευση καθώς η κορύφωση της ιστορίας από το ξεκίνημα της ταινίας ήταν εντυπωσιακή. Μια κορύφωση που δυστυχώς ξεφούσκωσε απότομα.
Παρόλα αυτά, ο "Εξόριστος" καταφέρνει να γίνει ένα κινηματογραφικό κατηγορώ κάθε ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τις απειλητικές δράσεις μιας ομάδας. Είναι η αβεβαιότητα που αισθάνεται κάποιος που είναι μόνος απέναντι σε συλλογικές πράξεις μίσους Το σημαντικό όμως στοιχείο της συγκεκριμένης ταινίας είναι πως ανοίγει έναν εποικοδομητικό διάλογο σχετικά με τον κοινωνικό αποκλεισμό είτε αυτός συμβαίνει για φυλετικούς λόγους είτε για ταξικούς. Κι επειδή όλοι μας έχουμε υπάρξει θύματα, θύτες ή θεατές αντίστοιχων καταστάσεων, μέσα απ' αυτήν την ταινία ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις ευθύνες που έχουμε ως ενεργοί άνθρωποι απέναντι στην εξάπλωση του νέου φασισμού που έχει ήδη αρχίσει να κυριαρχεί στον δυτικό κόσμο.
Βαθμολογία: 7/10