του Γιώργου Ορφανίδη*
Κάθε 30ή Ιανουαρίου η σκέψη πολλών, αυτόματα ή κατευθυνόμενα (υπό το πρίσμα της άκριτης υποστήριξης του ρεύματος «ακολουθώ ό,τι γίνεται προκειμένου να δηλώσω την παρουσία μου» (βλ. social media), επιστρέφει στο ζήτημα της θέσης-αξίας των Γραμμάτων & των Τεχνών. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό αρκετά γνωστός, τουλάχιστον στις ελληνικές κοινότητες. Επομένως, ας μη μείνουμε στο ιστορικό ή όποιο άλλο υπόβαθρο του θέματος. Για όποιον, όμως, το επιθυμεί, προσωπικά, προτείνω την ανάγνωση του παρακάτω και ιδιαίτερα κατατοπιστικού πονήματος της ακαδημαϊκού κ. Εφης Γαζή, «Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών». Μια γενεαλογία του «Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» (Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2004).
Βέβαια, ο Ιανουάριος πέρασε, και ενδεχομένως ήδη πολλοί να ξέχασαν ακόμα και τον τελευταίο απόηχο της παραπάνω ημέρας, ή και της 24ης Ιανουαρίου (Διεθνής Ημέρα Εκπαίδευσης), κατά την οποία τα κλισέ για την πολυπόθητη ανοιχτή προς όλους & ορθή παιδεία-πολιτισμική (ανα)δόμηση αναδιατυπώνονται χωρίς καμία ουσία με συρραφές περσινών και προπέρσινων κειμένων.
Ταυτόχρονα, τον Φεβρουάριο έχουμε ουκ ολίγες ημέρες αφιερωμένες σε αξίες-ιδέες που θα έπρεπε όχι μόνο να θεωρούνται αυτονόητες σήμερα αλλά και να λαμβάνονται ως πυλώνες της παιδείας μας (βλ. 04/02 –Διεθνής Ημέρα Ανθρώπινης Αδελφοσύνης, 11/02– Διεθνής Ημέρα για τις Γυναίκες και τα Κορίτσια στην Επιστήμη, 20/02 – Παγκόσμια Ημέρα Κοινωνικής Δικαιοσύνης).
Αναδίφηση, λοιπόν, στο παρόν, και όχι στο χθες, με εφαλτήριο τί; Μία ή δύο ή τρεις… εορτές; Όχι. Ασφαλώς οι τυμπανοκρουσίες δεν επαρκούν, όταν η διαβίωσή μας εξαρτάται από καμένη γη. Τα Γράμματα και οι Τέχνες είναι απότοκα ενσυνείδησης και ενσυναίσθησης, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την επιβολή αναχρονιστικών θεσμών, την κυριαρχία πολιτισμικών στερεοτύπων, και τη μαζική χειραγώγηση. Δηλαδή, εάν θέλουμε να μιλήσουμε, όντως, για Γράμματα και Τέχνες στο μετα-μεταμοντέρνο κοσμοείδωλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας που δομείται στη δυναμική του unique ως ουτοπικό θεμέλιο, οφείλουμε να ξεκινήσουμε το παιχνίδι της εύρεσης των πολυπόθητων καρπών μίας παιδείας πρώτα από όλα κοινωνικής· να ξεκινήσουμε από το πώς βλέπουμε τον κόσμο εμείς οι ίδιοι.
Για αυτό, σήμερα, επιλέχθηκαν τρία βιβλία, λογοτεχνικά αλλά διαφορετικού είδους-ύφους, η ανάλυση των οποίων λειτουργεί σαν ένα άλλο πρόσφορο έδαφος· προς καλλιέργεια μιας παιδείας κοινωνικού χαρακτήρα, άνευ επίπλαστων πραγματικών-συμβολικών συνόρων.
Οι «Βαλκανευτές», τυπικά, ανήκουν σε μία κατηγορία, η οποία παρεξηγείται από ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, θεωρούμενη ως «καταγραφική», επομένως όχι και μείζονος σημασίας. Η κατηγορία αυτή δεν είναι άλλη, παρά η ταξιδιωτική λογοτεχνία. Εδώ, έχουμε μία ομάδα νέων που οδικώς περιδιαβαίνει τα δυτικά βαλκάνια, φθάνοντας ως την Τεργέστη της Ιταλίας. Ο αυτοπροσδιορισμός τους, Βαλκανευτές, παραπέμπει -κατά μία έννοια- στους Ιχνευτές, σατιρικό δράμα του 5ου αι. π.Χ., γραμμένο από τον Σοφοκλή, καθώς και τα δύο έργα αναφέρονται στην αξία της ανακάλυψης του «χ» πολιτισμικού στοιχείου μέσα από το μη αναμενόμενο· στο προγενέστερο εξ αυτών έχουμε τη μουσική, ή οποία εκπροσωπεί την αρμονία και άκρα αισθητική του οικουμενικού, στο άλλο, το κατά πολύ μεταγενέστερο χρονικά, έχουμε την ιστορική αρχή της ύφανσης της εκάστοτε πολιτισμικής ταυτότητας, η οποία εκπροσωπεί τη βάση κάθε κοινωνικού συνόλου που θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη του μεταξύ άλλων, λίγων ή πολλών.
Διότι, ναι, τώρα, ο συγγραφέας θέτει τον δάκτυλον υπό τον τύπον των ήλων ανατρέποντας όλα όσα πιστεύουμε -στερεοτυπικά ή μη- για την πολύπαθη γη της βαλκανικής χερσονήσου, χωρίς να επιχειρεί να την ορίσει γεωγραφικά, αφού τα σύνορα ίσως και να διασπούν το σύνθημα περί ομόνοιας και συνεργασίας των λαών.
Ένα απλό αυτοκίνητο γίνεται το μέσον με το οποίο κάθε παλαιό σύνορο ακυρώνεται αυτόματα από τον ίδιον τον άνθρωπο που κάποτε το τοποθέτησε, επειδή από την Προϊστορία ακόμα ως επίγειο ον αυτή του την ανάγκη θέλει να ικανοποιεί στη συμβίωση με τρίτους, περισσότερο ή λιγότερο φίλους εκ προοιμίου να περιφρουρήσει το (ολο)δικό του, ό,τι και αν είναι αυτό, προσδιοριζόμενο από τον όποιο δείκτη αξίας, π.χ. οικονομικό, συναισθηματικό. Έπειτα, ο άνθρωπος σηματοδοτεί –έστω και τύποις– τη δράση του μέσα από τα μνημεία. Και ως μνημείο ορίζεται το οτιδήποτε έχει φτιαχτεί από το χέρι του, επίσης, ανεξαρτήτως υλικής ή όποιας άλλης αξίας. Με τα μνημεία ο άνθρωπος γεμίζει τα σύνορα που γνωστοποίησε στους μη ανήκοντες στην ομάδα του ίδιου, αφήνει κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Τα πολλά μνημεία σηματοδοτούν πολλές φορές μια πλούσια ιστορία, μια αξιοθαύμαστη πολιτισμική ταυτότητα, χωρίς όμως αυτή η πολύ απλή συλλογιστική απόρροια να είναι ακλόνητη. Αλλωστε πώς ορίζονται τα πολλά μνημεία; Πώς ορίζεται, εντέλει, η πλούσια ή μη ιστορική αποτύπωση, και ακόμα περισσότερο το μεγάλο ή μη εύρος της πολιτισμικής ταυτότητας;
Ο Χατζελένης με έναν άλλου είδους φακό απαθανατίζει σκηνές που αναδεικνύουν τα παρεξηγημένα παιδιά της ιστορίας, των οποίων η ζωή ακροβατεί πάνω από τη μεσόγειο και κάτω από τον Δούναβη. Και αυτό, όμως, είναι πολύ σχετικό, καθώς τα ερωτήματα που ανακύπτουν ξεφυτρώνουν σαν τις κεφαλές τις Λερναίας Υδρας, ειδικά με τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Μιλάμε, λοιπόν, για Βαλκάνια ή Αδριατική, όπως θα έλεγαν οι Ιταλοί, εάν ήθελαν λίγο παραπάνω κύρος να προσδώσουν σε ορισμένες περιοχές; Ποιος είναι (και ποιος δεν είναι) «βαλκάνιος»; Μπορεί ένα (τόσο) διευρυμένο πολιτισμικό σύνολο μόνον επειδή ορίζεται από συγκεκριμένα φυσικά/τεχνητά σύνορα να χαρακτηρισθεί απ’ άκρη σ’ άκρη ως «βαλκανικό». Η Ελλάδα σίγουρα αποτελεί ένα παράδειγμα που διχάζει, και ταυτόχρονα ανατροφοδοτεί τους κατοίκους της με μία νέα διάθεση για αποκωδικοποίηση της τοπικής ιστορίας, των μνημείων και συμβόλων, που όλοι τους επικαλούνται στη διάρκεια (επανα)δόμησης της ταυτότητάς τους, αλλά και εκείνων των σημείων που ενδεχομένως να «φοβούνται» όντας φύσει ή θέσει (γεωπολιτισμικά) αμφιλεγόμενα.
Κλείνοντας αυτήν την κυκλική –για άλλους σπειροειδή– πολιτισμική διαδρομή, ας κρατήσουμε ένα από εκείνα τα αποφθέγματα των Στωικών που μας υπενθυμίζουν ότι η παιδεία-σοφία είναι απαλλαγμένες από κάθε μορφή έπαρσης, εγωκεντρικής τοποθέτησης ή πεισματικής εσωστρέφειας: «Τι πρώτον έστιν έργον του φιλοσοφούντος; αποβαλείν οίησιν: αμήχανον γαρ, ά τις ειδέναι οίεται, ταύτα άρξασθαι μανθάνειν» (Επίκτητος, αρχαίος φιλόσοφος, 50-135 μ.Χ.).
* Ο Γιώργος Ορφανίδης είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ του ΑΠΘ – σε συνεργασία (συνεπίβλεψη) με το Πανεπιστήμιο της Τουλούζης ΙΙ. Σπούδασε Αρχαιολογία & Ιστορία της Τέχνης (ΒΑ, ΜΑ), Ιταλική Φιλολογία (ΒΑ), Μάνατζμεντ & Επικοινωνία (ΜΑ) στο ΑΠΘ. Εμπλουτίζει τις γνώσεις του παρακολουθώντας συστηματικά σεμινάρια από αναγνωρισμένους φορείς. Συμμετέχει σε συνέδρια και δημοσιεύει σε ακαδημαϊκά περιοδικά, τόμους, εγκυκλοπαίδειες, κ.ά. της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έχει εργαστεί στο ΥΠΠΟΑ, καθώς και σε ένα πλήθος πολιτισμικών φορέων δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Σήμερα, δραστηριοποιείται στον τομέα του Πολιτισμού-Τουρισμού και των Δημοσίων Σχέσεων.