Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Emilia Perez (2024)

 


Έχουν υπάρξει ταινίες που έχω διστάσει να τις δω, διότι μου φαινόταν αδιάφορο το θέμα τους αλλά κι από φόβο ότι το είδος τους δε θα μου αρέσει καθόλου. Όταν όμως τους έδωσα μια ευκαιρία, με ενθουσιάζουν διπλά. Με την ίδια επίφοβη διάθεση ξεκίνησα να δω το "Emilia Perez" του Ζακ Οντιάρ, έχοντας απορία να δω πως μπορεί να εξελιχθεί μια ιστορία με έναν έμπορο ναρκωτικών που θέλει να κάνει διόρθωση φύλου και πως όλη αυτή η ιστορία μπορεί να παρουσιαστεί μέσα από ένα μιούζικαλ. Που να το περίμενα ότι αυτός ο τόσο αταίριαστος συνδυασμός, θα μου πρόσφερε ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό διαμάντι.
Η ταινία ξεκινάει με την μουσικοχορευτική παρουσίαση μιας εκ των πρωταγωνιστριών της ταινίας, της Ρίτα, μιας νέας δικηγόρου στην Πόλη του Μεξικού, την οποία υποδύεται εκρηκτικά η Ζόι Σαλντάνια (Zoe Saldaña). Η Ρίτα έχει κουραστεί να χάνεται στη σκιά του αφεντικού της κι έχει βαρεθεί να αθωώνει ενόχους. Με έναν ευφάνταστο τρόπο αρχίζει να περιγράφει την απογοήτευσή της όσον αφορά τα επαγγελματικά της. Όμως μετά από μια δικαστική της επιτυχία, την οποία την επωμίζεται για μια ακόμη φορά το αφεντικό της, η Ρίτα θα δεχτεί ένα τηλεφώνημα που της υπόσχεται πως θα την κάνει πλούσια και θα την αναδείξει επαγγελματικά, αν δεχτεί να συναντηθεί με τη φωνή που ακούγεται από την άλλη άκρη του ακουστικού. 
Η Ρίτα θα αποδεχτεί την πρόσκληση και θα παραβρεθεί στο ραντεβού με έναν κάπως ανορθόδοξο τρόπο. Εκεί θα διαπιστώσει πως η αινιγματική φωνή του τηλεφώνου ανήκει στον Μανίτας Ντελ Μόντε, έναν διαβόητο αρχηγό καρτέλ ο οποίος την προειδοποιεί πως αν έχει σκοπό να ακούσει την πρότασή του, θα είναι κι υποχρεωμένη να την εφαρμόσει. Ζυγίζοντας η Ρίτα, τη στασιμότητα του παρόντος με το άγνωστο που της επιφυλάσσει η πρόταση του βαρόνου, θα δεχτεί. Από εκείνη τη στιγμή, η Ρίτα θα κάνει τα πάντα για να βοηθήσει τον Μανίτας στις προσπάθειες που θα κάνει για να εξαφανιστεί από προσώπου γης και να αλλάξει φύλο κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας. Παράλληλα θα βοηθήσει την οικογένειά του, η οποία θα καταφύγει στην Ελβετία για να προστατευθεί από τα αντίπαλα καρτέλ.  
Όμως η ιστορία δεν ολοκληρώνεται εκεί. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Μανίτας επανέρχεται στη ζωή της καταξιωμένης πια δικηγόρου Ρίτα, ως Εμίλια Πέρεζ και της προτείνει μια νέα συνεργασία. Επιστρέφουν στο Μεξικό και ξεκινούν ένα διαρκή αγώνα κατά της εγκληματικότητας και της αδικίας. Αποδεσμευμένος/η από το σκοτεινό του/ης παρελθόν και την σεξουαλική του/ης καταπίεση, θα επανέλθει στο προσκήνιο ως μια αγία των φτωχών και μια προστάτιδα των οικογενειών που έχουν θρηνήσει νεκρούς απ' αυτόν τον ατέρμονο πόλεμο των ναρκωτικών. 
Η Εμιλία Πέρεζ ζει μια νέα νιότη κι απολαμβάνει πρωτόγνωρα συναισθήματα που έχουν αναδυθεί από την αναγέννησή της. Όμως υπάρχει ένα κενό που δεν μπορεί να το καλύψει καμία της φιλανθρωπία και καμιά από τις νέες της ερωτικές συντρόφους. Η αγάπη για τα παιδιά της και την παλιά της οικογένεια θα την κάνουν να πάρει λάθος αποφάσεις, των οποίων οι συνέπειες όχι μόνο θα είναι καταστροφικές αλλά κι άκρως θανατηφόρες. 





Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ένας σκηνοθέτης αποφάσισε να αναμείξει πολλά κινηματογραφικά είδη μαζί και να περάσει μέσα απ' αυτά πολλά θέματα που φαίνονται αταίριαστα μεταξύ τους. Ομολογώ πως άρχισα να παρακολουθώ την ταινία με αρκετές επιφυλάξεις, προϊδεασμένος πως θα παρακολουθήσω κάτι τελείως αλλοπρόσαλλο. Στην πορεία όμως διαπίστωσα πως ο Ζακ Οντιάρ κατάφερε να προσφέρει ένα πρωτοποριακό μιούζικαλ στην ισπανική γλώσσα, με μουσικά νούμερα γραμμένα από την Γαλλίδα μουσικό και τραγουδίστρια Camille και τον συνθέτη Clement Ducol και χορογραφημένα από τον Βέλγο Damien Jalet, το οποίο εξιστορεί σε ποπ ρυθμούς γνώριμες ιστορίες βίας, αγάπης κι εξιλέωσης. Αυτό όμως που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία ξεχωριστή, είναι ο έξυπνος τρόπος με τον οποίον ο σκηνοθέτης παντρεύει το δράμα με την κωμωδία και την αστυνομική περιπέτεια με τις γνώριμες τηλεοπτικές σαπουνόπερες. Παντρεύοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία, ο σκηνοθέτης δημιουργεί έναν εποικοδομητικό κοινωνικό σχολιασμό πάνω σε καίρια θέματα όπως είναι η διαφθορά του κράτους που οδηγεί σε περισσότερη εγκληματικότητα κι η ταξική ανισότητα.
Αυτό όμως που κάνει την ταινία ξεχωριστή είναι ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης χειρίζεται το θέμα της φυλομετάβασης. Σε άλλα σημεία είναι κωμικός (ως εκεί που πρέπει) όπως συμβαίνει με το μουσικό κομμάτι σε κάποιο νοσοκομείο της Ταϊλάνδης και σε άλλα σημεία είναι αρκετά εσωτερικός αγγίζοντας τη ψυχή του προσώπου που παίρνει αυτήν την απόφαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Εμιλία Πέρεζ, την οποία ερμηνεύει εκπληκτικά η Κάρλα Σοφία Γκασκόν, καταφέρνοντας να υποστηρίξει έναν χαρακτήρα που υπήρξε ταυτόχρονα πατέρας και θεία, εγκληματίας κι αγία, πόνος και χάδι. 
Η ταινία γίνεται ακόμη πιο δυνατή με το να μετατρέψει την Εμίλια Πέρεζ σε τραγική ηρωίδα. Μπορεί να έχει μετανοήσει για τα εγκλήματά της, προσπαθώντας να εξιλεωθεί για το κακό που έχει κάνει, αλλά το παρελθόν έρχεται να την τιμωρήσει, αποδεικνύοντας πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκληρή απ' ότι ο κόσμος του κινηματογράφου. Οπότε ζούμε το τέλος ενός προσώπου, το οποίο αποδέχεται τη μοίρα του με αξιοπρέπεια και σιωπή, δημιουργώντας ένα μεγάλο βάρος στο κοινό που έχει να παλέψει μεταξύ της ηθικής και της μετάνοιας.
Ωστόσο, αξίζει να μνημονεύσω και τις άλλες δύο πρωταγωνίστριες, την Ζόι Σαλντάνια και την Σελίνα Γκόμεζ, οι οποίες συμπληρώνουν μαζί με την Κάρλα Σοφία Γκασκόν, ενα εκρηκτικό γυναικείο σύμπλεγμα υπέροχων και δυναμικών χαρακτήρων που αλληλοϋποστηρίζονται κι αλληλοσυγκρούονται ταυτόχρονα. Δεν είναι τυχαίο πως το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, δόθηκε ομαδικώς στο γυναικείο καστ της ταινίας. Θεωρώ πως ήταν μια από τις πιο έντιμες αποφάσεις του θεσμού, ο οποίος μας έχει απογοητεύσει οικτρά με τον Χρυσό Φοίνικα των τελευταίων χρόνων.
Η "Εμίλια Πέρεζ" είναι ένα δυναμικό, έξυπνο, σοβαρό, αστείο, δραματικό κι εκρηκτικό κινηματογραφικό διαμάντι που εξυμνεί τη βαθιά πίστη στους ανθρώπους, η οποία όλο και περισσότερο σβήνει στο πέρασμα των χρόνων και στην επιθυμία κάποιων προσώπων που επιλέγουν να αυτοθυσιαστούν για να σβήσουν τα εγκλήματά του παρελθόντος και να απαλλαγούν από τις δυσβάσταχτες ενοχές τους. 

 
Βαθμολογία: 8/10

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Kneecap (2024)

 



Ο ιρλανδικός κινηματογράφος έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που καθιστά την κάθε του κινηματογραφική πρόταση άκρως ενδιαφέρουσα στα μάτια μου. Αυτό δεν είναι άλλο από το ιρλανδικό ζήτημα πάνω στον απελευθερωτικό του αγώνα, τον εμφύλιο και τον διαχωρισμό του νησιού σε δύο κράτη. Η λίστα των ταινιών που καταπιάνεται με αυτό το θέμα είναι μεγάλη κι αξιοσημείωτη, δίνοντας την εντύπωση πως το ζήτημα αυτό έχει καλυφθεί από κάθε πλευρά. Να όμως που έρχεται ξανά μια νέα πρόταση να προσθέσει μια ακόμη ψηφίδα σ' αυτήν την ιστορική καταγραφή που χρόνια τώρα κάνει ο ιρλανδικός κινηματογράφος. Αυτή τη φορά το πραγματοποιεί μέσα από τη μουσική και συγκεκριμένα τη χιπ χοπ σκηνή, προσφέροντάς μας μια καταιγιστική πρόταση, το "Kneecap".
Η ταινία αναφέρεται στα μέλη ενός χιπ χοπ συγκροτήματος από το Δυτικό Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Οι δυο νεαροί κουβαλούν εντός τους όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τους κατοίκους της πόλης τις δεκαετίες των '80s και '90s, και προσπαθούν να εκφράσουν την οργή τους μέσα από στίχους  που γράφουν. Μέσα από τα τραγούδια τους προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα γεγονότα που συλλέγουν από την καθημερινότητά τους και  περνούν τη δική τους θέση πάνω στο χρόνιο αίτημα των Ιρλανδών Ρεπουμπλικανών για πλήρη ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, το οποίο δεν έχει υποχωρήσει παρά την κατάπαυση του πυρός από τον IRA. 
Πέρα όμως από την κοινωνικοπολιτική τους θέση, οι δυο νεαροί επιμένουν να γράφουν τους στίχους στα ιρλανδικά, προκαλώντας την οργή των αρχών, οι οποίες τους προπηλακίζουν με κάθε τρόπο. Σε μια από τις συλλήψεις τους, οι νεαροί θα γνωρίσουν έναν καθηγητή μουσικής, ο οποίος θα ανακαλύψει τυχαία τα τραγούδια των νεαρών και θα τα λατρέψει. Με την πρώτη ευκαιρία, τους παροτρύνει να δουν με περισσότερη σοβαρότητα το ταλέντο τους και τους προτείνει να ηχογραφήσουν τα τραγούδια τους σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο που ο ίδιος έχει φτιάξει σε ένα γκαράζ. Μετά τις πρώτες ηχογραφήσεις, το συγκρότημα θα ονομαστεί Kneecap, εμπνευσμένο από το διαδεδομένο βασανιστήριο της περιόδου των ταραχών στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου οι αντίπαλες πλευρές πυροβολούσαν ο ένας τα γόνατα του άλλου. Η κάπως ανορθόδοξη συνεργασία τους θα γίνει η αρχή μιας σειράς επεισοδιακών συναυλιών, όπου θα εκφραστούν θέσεις υπέρ της Παλαιστίνης και κατά της Αγγλίας και του παλατιού. Το συγκρότημα θα αποκτήσει αμέσως φήμη και θα κερδίσει γρήγορα αρκετούς οπαδούς. Παράλληλα όμως θα βρεθεί αντιμέτωπο και με αρκετούς εχθρούς.





Η ιστορία του συγκροτήματος παρουσιάζεται μέσα από ένα καταιγιστικό σενάριο, το οποίο καταφέρνει να ελιχθεί σε ένα εντυπωσιακό μοντάζ που κάνει τον κάθε θεατή της ταινίας να τραντάζεται στους φρενήρης ρυθμούς του ιρλανδικού χιπ χοπ. Μέσα σ' αυτή τη πανδαισία ήχων και χρωμάτων, γινόμαστε μέτοχοι σε μια ιστορία γεμάτη κυνηγητά με τις αρχές, ναρκωτικά με συμμορίες, ερωτικές σκηνές με φιλοβρετανίδες και απανωτά συνθήματα στους τοίχους του Μπέλφαστ. Κι αν όλο αυτό ακούγεται κάπως χαοτικό, ομολογώ πως θαύμασα αρκετά τον σκηνοθέτη Ριτς Πέπιατ, ο οποίος καταφέρνει με μαεστρία να περνάει από τη σοβαρότητα του θέματος στο χαβαλέ, παρουσιάζοντας από μια νέα οπτική γωνία το συλλογικό τραύμα μιας ολόκληρης γενιάς. 
Η ταινία καταφέρνει να πατάει σε αρκετά κινηματογραφικά ύφη. Από την μια έχει μια ντοκιμαντερίστικη ματιά, παρουσιάζοντας στιγμιαία ντοκουμέντα από γεγονότα που σημάδεψαν την νεότερη ιστορία του Μπέλφαστ, κι από την άλλη, μετατρέπεται σε ένα ξέφρενο βίντεο κλιπ που σε παρασέρνει με ευφάνταστους τρόπους στους ρυθμούς του συγκροτήματος. Επίσης, πολλά κοινωνικοπολιτικά θέματα τα περνάει με μια μορφή "κινηματογραφικού κόμικς" θυμίζοντας αρκετά, πλάνα από ταινίες του Γκάι Ρίτσι και του Ντάνι Μπόιλ, κάνοντάς τα πιο προσιτά σε νεότερες γενιές. 
Όταν όμως η ταινία εστιάζει σε φλέγοντα ζητήματα της ιρλανδικής κοινωνίας, η ματιά του σκηνοθέτη σοβαρεύει, κρατώντας μια αρκετά ώριμη στάση, όπως συμβαίνει στο ζήτημα της ιρλανδικής γλώσσας, την οποία οι νεαροί μουσικοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αναδείξουν, ξεφεύγοντας από όλες τις απαγορεύσεις των βρετανικών αρχών. Κι είναι λογικό να έχουν το δίκιο με το  μέρος τους διότι "μια πατρίδα χωρίς δική της γλώσσα, είναι έθνος λειψό" όπως δηλώνει στην ταινία μια από τις υπέρμαχους της ιρλανδικής γλώσσας.
Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο που με κέρδισε στη συγκεκριμένη ταινία, είναι η άνεση που είχαν τα μέλη του συγκροτήματος στο φακό, περνώντας μια αυθεντικότητα μέσα από την ασόβαρη συμπεριφορά τους και το αστείρευτο χιούμορ τους. Εξάλλου, τι πιο ενδιαφέρον να σου επικοινωνούν πολύ σοβαρά θέματα όπως είναι η εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, η καταπίεση της εργατικής τάξης κι η απαγόρευση μιας γηγενούς γλώσσας, με έναν έξυπνο χιουμοριστικό τρόπο. 
Η τρέλα αυτών των προσώπων φάνηκε και στους πανηγυρισμούς τους για τα επτά βραβεία που κέρδισαν στo British Independent Film Awards (BIFA), ανάμεσα σ' αυτά το βραβείο καλύτερης ταινίας, καλύτερου casting, κοινής ερμηνείας για τους πρωταγωνιστές και φυσικά της μουσικής. Όταν πολλοί συντηρητικοί δυσανασχέτησαν ζητώντας μια εξήγηση, για το πώς γίνεται μια ταινία που μιλάει ενάντια της αγγλικής κατοχής στη Βόρειο Ιρλανδία να κερδίζει τα παραπάνω βραβεία, εκείνοι τους απάντησαν πως "πρώτα σας πήραμε τα λεφτά (δηλαδή την κρατική επιχορήγηση από το Κέντρο Κινηματογράφου) και τώρα τα βραβεία σας". Αυτή η άκρως διασκεδαστική προκλητική τους δήλωση συνοψίζει το όλο πνεύμα της ταινίας.
Το "Kneepcap" είναι ένα νοσταλγικό κινηματογραφικό διαμάντι που μας θυμίζει αρκετές όμορφες στιγμές του παλιού αγγλικού σινεμά που αγαπήσαμε. Είναι μια εκρηκτική αναζωογονητική εμπειρία με φρενήρεις ρυθμούς που σε προκαλεί να χτυπηθείς σε ακούσματα χιπ χοπ από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Είναι ένας μοντέρνος ύμνος για μια γενιά που χρόνια παλεύει να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα απέναντι σε ένα θηρίο. Είναι μια από τις ταινίες που με κέρδισαν αναπάντεχα τη φετινή χρονιά.


Βαθμολογία: 7/10