Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Αλμπερομπέλο, Οστούνι & Μονόπολη, οι λευκές πόλεις της Απουλίας

 


Η Απουλία είναι από τα λιγοστά μέρη της ιταλικής χερσονήσου που είχε μείνει πίσω στον τουριστικό στίβο. Από τη μια ο φτωχός νότος κι από την άλλη τα δυο λιμάνια του Μπάρι και του Μπρίντιζι, έκαναν το "τακούνι της μπότας" να δείχνει στα μάτια των περισσοτέρων αδιάφορο σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ιταλίας που εδώ και δεκαετίες έχουν διαφημιστεί ιδιαιτέρως για τα μνημεία τους, τα μουσεία τους και τις πανέμορφες πόλεις τους. 
Όμως, τα τελευταία χρόνια η Απουλία έχει αρχίσει να τραβάει την προσοχή αρκετών επισκεπτών. Πέρα από το Λέτσε που δικαίως έχει αποκτήσει το προσωνύμιο "Φλωρεντία του Νότου", έχουν αρχίσει να αναδεικνύονται κι άλλα όμορφα μέρη της. Στη συγκεκριμένη ανάρτηση θα αναφερθώ στο Αλμπερομπέλο που έχει μετατραπεί σε έναν από τους πιο πολυδιαφημισμένους προορισμούς των τελευταίων ετών αλλά και στις πανέμορφες πόλεις του Οστούνι και της Μονόπολη, που μας είχε προτείνει μια κοπέλα που είχαμε συναντήσει το περσινό καλοκαίρι στο Σπλιτ της Κροατίας, η οποία είχε σπουδάσει στο περίφημο πανεπιστήμιο του Μπάρι κι είχε επισκεφθεί τα συγκεκριμένα μέρη. 
Αναχωρήσαμε για το Αλμπερομπέλο με τραίνο από το Μπάρι, παρόλο που υπήρχε συχνή συγκοινωνία και με τοπικά λεωφορεία. Η διάρκεια του ταξιδιού ήταν μεγάλη σε σχέση με την απόσταση που είχαμε να διανύσουμε καθώς υπήρχαν εργασίες αναβάθμισης της σύνδεσης της πρωτεύουσας της Απουλίας με το συγκεκριμένο χωριό. Όμως, αυτή η σχετικά αργή μετακίνηση, μας πρόσφερε μια ευχάριστη άφιξη στον προορισμό μας καθώς έξω από τα παράθυρα διακρίναμε κάθε τόσο τους διάσημους "τρούλους" να ξεπροβάλουν μέσα από τους αγρούς του ιταλικού νότου. Κι όσο αυτοί οι "τρούλοι" αυξάνονταν, τόσο συνειδητοποιούσαμε πως προσεγγίζαμε το διάσημο χωριό. 
Το Αλμπερομπέλο, το οποίο στα ιταλικά σημαίνει "Όμορφο Δέντρο" βρίσκεται στην κοιλάδα της Ίτρια και του καρστικού οροπεδίου της Μούρτζια. Ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 10.465 κατοίκους και  βρίσκεται αρκετά κοντά στο Μπάρι και στο Μπρίντιζι, ενώ από την Μονόπολη απέχει μόλις 20χλμ. Το χωριό έγινε παγκοσμίως διάσημο για τα μικρά ασβεστολιθικά του κτίσματα, τα οποία καταλήγουν σε κωνικές, πυραμιδικές ή θολωτές στέγες, οι οποίες είναι κατασκευές με την τέχνη της ξερολιθιάς κι έχουν γίνει γνωστές με τον όρο "Τρούλοι". Γι' αυτό το λόγο, το Αλμπερομπέλο αποκαλείται η "πρωτεύουσα των Τρούλων". 
Το όνομα τρούλοι (trulli) μπορεί να προέρχεται είτε από τη λέξη τύρρις (και τύρσις, turris), που σημαίνει πύργος, περιτειχισμένη πόλη ή οχυρωμένη οικία, είτε από την ελληνική λέξη θόλος, οικοδόμημα με καμπυλόσχημη στέγη. Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική έκφραση των Τρούλων αναγνωρίστηκε από την ιταλική κυβέρνηση ήδη από το 1910 όταν χαρακτήρισε ως εθνικό μνημείο τη συνοικία Μόντι (Monti) και αργότερα, το 1930, τη συνοικία Αία Πίκολα (Aia Piccola). 
Η τεχνική κατασκευής τους είναι παρόμοια με αυτήν των πρωτόγονων καλυβών των προϊστορικών χρόνων. Κατασκευάζονταν χωρίς κονίαμα για να χρησιμεύσουν ως προσωρινά καταφύγια και αποθήκες, αλλά και ως μόνιμη κατοικία από μικροϊδιοκτήτες γης, εργάτες κι αγρότες. Ο λόγος που προτιμούσαν τέτοιου είδους κατασκευές ήταν προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολόγηση από το Βασίλειο της Νάπολης, αφού πολύ εύκολα τα κτίσματα μπορούσαν να γκρεμιστούν και να κατασκευαστούν ξανά. Ορισμένοι μελετητές ισχυρίστηκαν ότι οι τρούλοι προέρχονται από τη Μέση Ανατολή, αναφερόμενοι στα πλίθινα μελίσσια στο Χαρράν, στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Αυτά τα σπίτια με κυψέλες έχουν παρόμοιο σχήμα και πιστεύεται ότι χρονολογούνται πριν από τουλάχιστον 3.000 χρόνια. Στις μέρες μας, οι "Τρούλοι" του Αλμπερομπέλο θεωρούνται ως ένα από τα καλύτερα σύνολα ξερολιθικών κατασκευών στην Ευρώπη και συγκαταλέγονται στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από τις 6 Δεκεμβρίου του 1996.
Η δημιουργία του οικισμού αποδίδεται στους κόμητες Ακουαβίβα του Κονβέρσο, που απέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής λόγω της συμμετοχής τους στις Σταυροφορίες. Το 1480 ο κόμης Ιούλιος Αντόνιο Α΄ Ακουαβίβα (Giulio Antonio I Acquaviva) έλαβε διαταγή από τον βασιλιά Φερδινάνδο Α΄ της Νεάπολης, πατέρα της βασίλισσας της Ουγγαρίας Βεατρίκης της Νεάπολης, να εμποδίσει τους Οθωμανούς να αποβιβαστούν κοντά στο Οτράντο. Η εκστρατεία στέφθηκε με επιτυχία, οι Οθωμανοί υποχώρησαν αλλά ο κόμης σκοτώθηκε στη μάχη. Η βασιλική ανταμοιβή, την οποία πλέον έλαβε ο γιος του, ο Αντρέα Ματέο Γ΄ Ακουαβίβα, ήταν μια ακατοίκητη περιοχή της Μούρτζια που μέχρι τότε ανήκε στους πρίγκιπες της Μαρτίνα Φράνκα. Ο νεαρός κόμης μετέφερε περίπου 40 αγροτικές οικογένειες από το φέουδο του Νότσι (Noci) για να καλλιεργήσουν τη γη, με την υποχρέωση να του αποδίδουν τον δασμό της δεκάτης, δηλαδή το 10% της καλλιέργειας. Ο μικρός οικισμός σταδιακά μεγάλωσε, αλλά παρατηρείται ταχεία ανάπτυξη την εποχή του κόμη Τζιάν Τζιρολάμο Β΄ Ακουαβίβα. Σύμφωνα με μια υπόθεση, που υποστηρίζεται από ιστορικά έγγραφα, η ανάπτυξη του οικισμού συνδέεται με τη φοροδιαφυγή του κόμητος εις βάρος του βασιλιά της Νάπολης. Το 1635, στο κέντρο της περιοχής, ανήγειρε πανδοχείο, αίθουσα συνεστιάσεων, ταβέρνα, ορατόριο (παρεκκλήσιο) αφιερωμένο στην Παναγία του Λορέτο και στους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό και συνέχισε την κατασκευή κατοικιών. 
Η αφθονία του υλικού, ιδιαίτερα του ασβεστόλιθου και της καρστικής πέτρας, σε συνδυασμό με την κατασκευή κατοικιών μόνο με ξερολιθιές, χωρίς συνεκτικό κονίαμα, εξελίχθηκε στον χαρακτηριστικό παραδοσιακό τρούλο και συνέβαλε στην επέκταση του οικισμού. Για την κατασκευή χρησιμοποιήθηκαν οι ασβεστολιθικές πλάκες κιάνκε (chianche) για τα δάπεδα και κιανκαρέλε (chiancarelle) για τις κωνικές οροφές. Οι πλάκες διέφεραν ως προς το πάχος: οι κιάνκε προέρχονταν από πέτρινες στρώσεις τουλάχιστον 8-15 εκατοστών, ενώ οι κιανκαρέλε ήταν οι πιο λεπτές. 
Φτάνοντας στο χωριό, προτιμήσαμε να κινηθούμε πρώτα προς τη λιγότερο γνωστή και τουριστική γειτονιά, την Aia Piccola, όπου τα μικρά σπιτάκια με τους κωνικούς τρούλους παραμένουν κατοικίες, διατηρώντας την αυθεντικότητα του οικισμού. Με αθόρυβα βήματα και ψιθυριστές σχεδόν κουβέντες για να μην ταράξουμε την πρωινή ραστώνη των ενοίκων, περιπλανηθήκαμε σ' αυτήν την μικρή γειτονιά φτάνοντας στην κορυφή της όπου δεσπόζει η βασιλική που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό (Parrocchia Santuario Basilica S.S. Cosma E Damiano), οι οποίοι είναι προστάτες του χωριού. Ο ναός είναι έργο του αρχιτέκτονα Αντόνιο Κούρι και διαθέτει δυο δίδυμα καμπαναριά, ενώ το εσωτερικό της είναι διακοσμημένο σε νεοαναγεννησιακό στυλ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δύο ξύλινα αγάλματα των αγίων (1782 και 1784), που φυλάσσονται στο εσωτερικό της εκκλησίας, καθώς επίσης κι η λειψανοθήκη που περιέχει μερικά κομμάτια οστών των αγίων.
Πίσω από τη βασιλική, συναντήσαμε το Trullo Sovrano, ένα ξεχωριστό παραδοσιακό κτίσμα του 18ου αι. το οποίο υπήρξε το μεγαλύτερο και μοναδικό διώροφο σπίτι του χωριού κι άνηκε στην εύπορη οικογένεια του ιερέα Κατάλντο Πέτρα. Σήμερα στεγάζει ένα μουσείο πολιτιστικής κληρονομιάς με αυθεντική επίπλωση εκείνης της περιόδου και καθημερινά χρηστικά αντικείμενα που είχε κάθε οικογένεια. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η εσωτερική διαρρύθμιση του οικήματος, η οποία πρόσφερε σχετικά μεγάλους κι άνετους χώρους παρά το μικρό μέγεθος που δείχνει εξωτερικά. Επίσης οι λευκοί ασβεστωμένοι τοίχοι παρέχουν μια φωτεινότητα στα δωμάτια, παρά τα μικρά παράθυρα που διέθεταν και τα θολωτά ταβάνια πρόσθεταν μια ζεστασιά στους χώρους. Παρά το μεγάλο μου ύψος, θα έμενα ευχάριστα σε ένα απ' αυτά τα παραδοσιακά σπίτια. 
Μετά το Trullo Sovrano, διασχίσαμε την κεντρική οδική αρτηρία του χωριού, την Corso Vittorio Emanuele περνώντας τη Piazza del Popolo στην οποία βρίσκεται το δημαρχείο και σταματήσαμε για λίγο στη βεράντα που ανοίγεται πίσω από την ολόλευκη εκκλησία της Santa Lucia για να θαυμάσουμε από ψηλά τη διασημότερη και πιο πολυφωτογραφημένη γειτονιά Rione Monti, όπου τα παραδοσιακά σπιτάκια του Αλμπερομπέλο ανηφορίζουν σε μια πλαγιά κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σχηματίζοντας έναν όμορφο παραδοσιακό οικισμό, ο οποίος στις μέρες μας έχει τουριστικοποιηθεί σε αρκετό βαθμό, σβήνοντας με αυτόν τον τρόπο τον αυθεντικό του χαρακτήρα. 
Ανηφορίζοντας στην παραδοσιακή συνοικία Rione Monti, διαπιστώναμε πως είχε κάπως καλυφθεί το παραδοσιακό στοιχείο των τρούλων πίσω από καταστήματα με τουριστικά είδη, μοντέρνα καφέ κι εστιατόρια τα οποία ήταν γεμάτα τουρίστες. Ήταν από τις στιγμές των μέχρι σήμερα ταξιδιών μου, που ένιωσα άβολα στη σκέψη ότι άνηκα σ' αυτό το πολυεθνικό πλήθος που είχε κατακλύσει τα στενά του Αλμπερομπέλο. Παρόλα αυτά, στη συγκεκριμένη συνοικία βρίσκονται τα περισσότερα αξιοθέατα του χωριού, όπως το Trullo Siamese με τους δίδυμους τρούλους του, ο οποίος σύμφωνα με τον τοπικό μύθο κατοικούταν από δυο αδέλφια τα οποία ήθελαν την ίδια γυναίκα. Όταν εκείνη επέλεξε τον μικρότερο αδελφό, ο άλλος χώρισε το σπίτι στη μέση χτίζοντας έναν τοίχο, σχηματίζοντας παράλληλα τους δυο πανομοιότυπους τρούλους. 
Δύο ακόμη αξιοθέατα είναι ο "Il trullo più piccolo di Alberobello" ο μικρότερος δηλαδή τρούλος του Αλμπερομπέλο κι η εκκλησία του Saint Antonio da Padova, η οποία είναι η μοναδική εκκλησία στον κόσμο που έχει χτιστεί στο ύφος των σπιτιών του χωριού. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1927 μετά από πρωτοβουλία ενός ντόπιου ιερέα για να εξυπηρετηθεί η φτωχή κοινότητα του Rione Monti. Μιας κι ο οικισμός ήταν προστατευμένος μετά από το βασιλικό διάταγμα του 1910, η εκκλησία χτίστηκε σ' αυτό το αρχιτεκτονικό στυλ. Ο κύριος τρούλος του ναού έχει ύψος 18 μέτρα κι ο εσωτερικός διάκοσμος είναι λιτός, με μοναδικό αξιοπρόσεκτο σημείο την τοιχογραφία "Το Δέντρο της Ζωής" του διάσημου ζωγράφου της Απουλίας, Αντόλφο Ρόλο.
Για τις περιπλανήσεις μας στο χωριό, προτιμήσαμε τα πιο ήρεμα σοκάκια, παρατηρώντας τους γεωμετρικούς σχηματισμούς της ξερολιθιάς των τρούλων, την πολύχρωμη διακόσμηση των κατοίκων στους μικρούς υπαίθριους χώρους των σπιτιών τους αλλά και τα σύμβολα που ήταν σχεδιασμένα πάνω στις σκεπές, τα οποία προστάτευαν τις οικογένειες από το κακό μάτι ή δήλωνα την πίστη των ιδιοκτητών του κάθε  σπιτιού. Επίσης, σε κάποιες σκέπες ήταν σχεδιασμένα τα σύμβολα ισχύος των οικογενειών που τα κατοικούσαν. 
Από το Αλμπερομπέλο φύγαμε με μια ευχάριστη διάθεση που πήγαζε από την λάμψη των λευκών σπιτιών αλλά και με μια κόπωση από το πλήθος των τουριστών που συνωστίζονταν στα στενά του, σε μια όχι και τόσο ιδιαίτερη τουριστική περίοδο. Ευτυχώς αυτήν την κοσμοσυρροή δεν την συναντήσαμε στους άλλους δυο προορισμούς που επισκεφθήκαμε στην Απουλία. 

Επιλέξαμε να επισκεφθούμε το Οστούνι και την Μονόπολη την ίδια μέρα χρησιμοποιώντας το τραίνο που συνδέει το Μπάρι με το Λέτσε. Ήδη από την πρώτη κάθοδό μας προς την "Φλωρεντία του Νότου" διακρίναμε τα λευκά τείχη του Οστούνι να ορθώνονται πάνω από τους ελαιώνες της περιοχής Alt Salento. Την ίδια εικόνα αντικρίσαμε ξανά όταν κατηφορίσαμε προς το νότο για να το επισκεφθούμε. Έξω από τον σταθμό, ο οποίος βρισκόταν στα πεδινά, μας περιμέναν παραδοσιακά τρίκυκλα ταξί για να μας ανεβάσουν πάνω στη "Λευκή Πόλη" (La Città Bianca) της Απουλίας ή ως το "Λευκό Μαργαριτάρι" (La Perla Bianca). Υπήρξαν κάμποσοι που προτίμησαν να ανεβούν με τα πόδια καθώς η απόσταση δεν είναι ιδιαίτερα αποτρεπτική. Θέλοντας όμως να επισκεφθούμε το απόγευμα την Μονόπολη, επιλέξαμε ένα από τα ταξί. 
Το Οστούνι είναι χτισμένο πάνω σε τρεις χαμηλούς λόφους, οι οποίοι προσφέρουν πανοραμική θέα προς την Αδριατική θάλασσα. Η πόλη έχει αρχίσει να αναδεικνύεται τουριστικά την τελευταία δεκαετία, γεγονός που την κάνει να διατηρεί ακόμη την αυθεντικότητά της. Το όνομα της προέρχεται από την αρχαία ελληνική της ονομασία "Αστυνέον". Αρχικά, η περιοχή είχε κατοικηθεί από τους Μεσσάπιους, αλλά η πόλη τους καταστράφηκε κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο από τον Αννίβα. Στη συνέχεια κατοικήθηκε από Έλληνες αποίκους, οι οποίοι της έδωσαν το όνομα Αστυνέον, δηλαδή Νέα Πόλη. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πόλη κατακτήθηκε από τους Οστρογότθους, τους Λομβαρδούς, τους Σαρακηνούς και τους Νορμανδούς. Το 1507 πέρασε στην κατοχή της Ισαβέλλας της Αραγωνίας. Εκείνη την περίοδο, οι Αραγώνες περιτείχισαν την πόλη ώστε να την προστατεύσουν από τις τουρκικές επιδρομές. Παρόλο που τα τείχη κράτησαν τους εχθρούς μακριά, δεν κατάφεραν να διατηρήσουν την ηρεμία εντός της πόλης καθώς το Οστούνι επαναστάτησε πολλές φορές εναντίων των Βουρβόνων μέχρι να αυτοανακηρυχθεί το 1799 σε ελεύθερη πόλη και δημοκρατία. Ωστόσο, μετά το Συνέδριο της Βιέννης επέστρεψε στους Βουρβόνους μέχρι το 1860, οπότε και έγινε τμήμα της Ιταλίας. Παρόλο που η πόλη πέρασε από πολλά χέρια κατακτητών, έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα το ελληνικό αρχιτεκτονικό της στοιχείο, γεγονός που την κάνει να φαίνεται αρκετά οικεία στα μάτια μας.
Το ταξί μας άφησε στην Piazza della Liberta, στην καρδιά της πόλης όπου βρίσκεται το δημαρχείο το οποίο στεγάζεται σε ένα παλιό μοναστήρι κι η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, η οποία χρονολογείται από τον 14ο αι. Στη συγκεκριμένη πλατεία βρίσκεται κι η στήλη του Αγίου Ορόνζo (Sant' Oronzo), με τον προστάτη της πόλης να ορθώνεται στην κορυφή της. Η Στήλη του Αγίου Ορόνζο, γνωστή και ως Κωδωνοστάσιο του Αγίου Ορόνζο, κατασκευάστηκε το 1771 από τον έμπειρο γλύπτη του Οστούνι, Τζουζέπε Γκρέκο. Η κατασκευή του καθοδηγήθηκε από βαθιά αφοσίωση και βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον πολιούχο της πόλης, τον Άγιο Ορόνζο, ο οποίος ήταν σεβαστός για τη σωτηρία του Οστούνι από την καταστροφική πανώλη. Υψώνεται σε εντυπωσιακό ύψος περίπου είκοσι μέτρων κι αποτελεί την επιτομή του πληθωρικού μπαρόκ στυλ εκείνης της περιόδου. Ο οβελίσκος αποτελείται από τέσσερα ξεχωριστά επίπεδα, καθένα από τα οποία είναι διακοσμημένο με περίπλοκες λεπτομέρειες που γιορτάζουν την αφοσίωση της πόλης στον Άγιο Ορόνζο. 
Από την κεντρική πλατεία ανηφορίσαμε την Via Cattedrale, η οποία οδηγεί στον καθεδρικό της πόλης. Κατά τη διάρκεια της ανάβασής μας, κάθε τόσο ξεπροβάλλανε μικρά σοκάκια που είχαν έντονη αιγαιοπελαγίτικη αύρα. Προσωπικά, μου θύμιζαν αρκετά τα Μαστιχοχώρια της Χίου με ασβεστομένες τις όψεις των σπιτιών όπως είναι στις Κυκλάδες. Κάθε τόσο το βλέμμα μας έπεφτε πάνω σε αρχοντικές πύλες που διατηρούσαν το μπεζ χρώμα της πέτρας του Λέτσε, δίνοντας έναν πιο γήινο τόνο στις κατάλευκες προσόψεις. Η ανηφόρα της Via Cattedrale καταλήγει σε μια ακόμη καμάρα, η οποία μας έβγαλε μπροστά στον Καθεδρικό. 
Ο Καθεδρικός Ναός του  Οστούνι (Duomo di Ostuni; Basilica concattedrale di Santa Maria Assunta) είναι ένας Ρωμαιοκαθολικός καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και βρίσκεται στη θέση μιας παλαιότερης εκκλησίας που ασκούσε ορθόδοξες τελετουργίες πριν από το 1000 μ.Χ. Αρχικά είχε ρομανικό ύφος καθώς ανεγέρθηκε το 1228-1229 από τον Φρειδερίκο Β' της Σουαβίας. Όμως, ένας μεγάλος σεισμός που σημειώθηκε το 1456, την ισοπέδωσε. Κατά τη διάρκεια του 1469-1495 ξαναχτίστηκε σε γοτθικό ρυθμό, αποκτώντας τον 15ο αιώνα τον πανέμορφο ρόδακα της πρόσοψής του. Το 1970 πραγματοποιήθηκε μια αναστήλωση στον ναό (αναπαλαιώθηκε ξανά μεταξύ 2006 και 2007), αναδεικνύοντας διακοσμητικά στοιχεία της αρχικής ρομανικής αρχιτεκτονικής. Ο καθεδρικός ναός ανακηρύχθηκε σε Εθνικό Μνημείο το 1902 ενώ το 2011 έλαβε το καθεστώς μιας μικρής βασιλικής.
Απέναντι από τον Καθεδρικό του Οστούνι στέκει η Αψίδα Σκόπα (Arco Scoppa), η οποία αποτελεί απόδειξη της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς κι αρχιτεκτονικής λαμπρότητας της πόλης. Η αρχική της μορφή ήταν ξύλινη και συνέδεε το Palazzo Vescovile (Το Παλάτι του Επισκόπου) με το Palazzo del Seminario (Το Παλάτι του Σεμιναρίου) αλλά το 1750 αντικαταστάθηκε με μια πέτρινη, η οποία προσπάθησε να αντιγράψει τη Γέφυρα των Στεναγμών της Βενετίας. Αυτή η αλλαγή αναφέρεται στη λατινική επιγραφή που είναι τοποθετημένη στο fastigium. Λέει: «PONS ERAT E LIGNO / CONSTRUXIT MARMORE /SCOPPA / MUNIAT UT TIMIDIS / PER LOCA TUTA VIAM / CESI RECTOR FECIT /A. D. 1750». (Αρχικά ήταν μια ξύλινη γέφυρα. Ο Επίσκοπος Σκόππα έχτισε μια νέα πέτρινη, προς όφελος όποιου φοβόταν να τη χρησιμοποιήσει, και η διέλευση θα ήταν λιγότερο επικίνδυνη, μέσω ενός ασφαλούς μονοπατιού). 
Από το ψηλότερο σημείο της πόλης, όπου βρίσκεται ο Καθεδρικός ναός, συνεχίσαμε τις περιπλανήσεις μας στα γραφικά καλντερίμια του Οστούνι. Πέρα από την αρχιτεκτονική που παρέπεμπε σε ελληνικό τοπίο, ήταν κι οι βουκαμβίλιες αλλά κι οι φραγκοσυκιές που μας μπέρδευαν κάνοντάς μας να ξεχνάμε κάθε τόσο ότι περπατάμε σε ιταλικό έδαφος. Η περιπλάνησή μας μας οδήγησε στην Porta Nova, μια από τις αρχαίες πύλες του Οστούνι, που συνδέουν το παλιό με το σύγχρονο κομμάτι της πόλης. Τη διασχίσαμε και κατηφορίσαμε στον μεγάλο περίπατο έξω από τα Λευκά Τείχη. 
Τα Cinta Muraria, γνωστά κι ως Mura Aragonesi, είναι μια εντυπωσιακή σειρά αρχαίων τειχών που χρονολογούνται από τον 15ο αι. Περπατώντας στον πεζόδρομο που απλώνεται κάτω από τα τείχη, είχαμε από τη μια τους ελαιώνες που απλώνονταν ως την Αδριατική θάλασσα κι από την άλλη την πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης, η οποία εξακολουθεί να είναι ζωντανή καθώς ένα μεγάλο μέρος των οχυρώσεων έχουν μετατραπεί σε κατοικίες. Οπότε πάνω από τις πολεμίστρες και τους απόρθητους πύργους, υπήρχαν μπαλκόνια με τραπεζάκια κι απλωμένα πολύχρωμα ρούχα που δημιουργούσαν μια αντίθεση με το κυρίαρχο λευκό των οχυρώσεων. 
Καθώς κάναμε μια τελευταία βόλτα κάτω από τα Λευκά Τείχη του Οστούνι, διακρίναμε στον ορίζοντα το θεόρατο καμπαναριό του Καθεδρικού της Μονόπολης, να μας καλεί για την απογευματινή μας βόλτα στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής. Έχοντας χορτάσει την αιγαιοπελαγίτικη αύρα του Οστούνι, κατηφορίσαμε με λεωφορείο στο σταθμό των τραίνων περιμένοντας το επόμενο που θα περνούσε για Μπάρι για να μας πάρει. 

Η Μονόπολη (Monopoli) που μέχρι χθες την γνώριζα μόνο ως τίτλο επιτραπέζιου παιχνιδιού, είναι μια παραθαλάσσια πόλη που εξακολουθεί να διατηρεί την αυθεντικότητά της σε αντίθεση με άλλα διάσημα ιταλικά παραλιακά θέρετρα. Η αρχαία Μονόπολις ιδρύθηκε από Έλληνες το 500 π.Χ. κι η στρατηγική της θέση την έκανε περιζήτητη, με πρώτους κατακτητές τους Ρωμαίους, οι οποίοι την είχαν συμπεριλάβει όταν κατασκεύασαν τη Via Traiana, έναν από τους σημαντικότερους δρόμους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 
Η ιστορία της πόλης δεν υπήρξε ήρεμη καθώς πολιορκήθηκε κι από άλλους λαούς. Την περίοδο της βυζαντινής και μετέπειτα νορμανδικής κατοχής αναδείχθηκε σε ακμάζον λιμάνι, ενώ στη συνέχεια, ακολούθησε η προσάρτησή της στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, γύρω στο 1400, γεγονός που ανέβασε το κύρος της ως ναυτική και εμπορική δύναμη σε επίπεδα αντάξια του Αμάλφι, της Γένοβας και της ίδιας της Βενετίας. Για αυτό το λόγο χτίστηκαν οχυρωματικά έργα και αμυντικά τείχη για προστασία από πειρατές και πολιορκητές, μέρος των οποίων διασώζεται μέχρι σήμερα συμβάλλοντας στη γραφική της εικόνα. Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος του γοητευτικού της χαρακτήρα οφείλεται σε αυτό το μακρινό της παρελθόν, τόσο με το μικρό λιμανάκι Porto Vecchio το οποίο αιώνες τώρα φιλοξενεί τις παραδοσιακές ψαρόβαρκες της πόλης με το έντονο μπλε και κόκκινο χρώμα, όσο και με το επιβλητικό κάστρο Castello Carlo V που ανεγέρθηκε στην άκρη της πόλης κατά την περίοδο της ισπανικής κυριαρχίας.
Η απογευματινή μας περιπλάνηση ξεκίνησε από τον σταθμό των τραίνων με κατεύθυνση προς τον Καθεδρικό ναό Μadonna della Μadia ή αλλιώς Basilica Cattedrale Maria Santissima della Madia, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην προστάτιδα της πόλης κι η ιστορία του πατάει πάνω σε έναν τοπικό θρησκευτικό θρύλο. Στη θέση του σημερινού θεαματικού μπαρόκ ναού με το θεόρατο καμπαναριό, υπήρχε μια προγενέστερη εκκλησία. Όταν άρχισε η ανοικοδόμηση του νέου ναού, οι εργασίες σταμάτησαν λόγω έλλειψης πόρων καθώς δεν υπήρχαν αρκετά δοκάρια για να ολοκληρωθεί η οροφή. Τότε είναι που συνέβη το "θαύμα", καθώς στις 15 Δεκεμβρίου του 1107 εμφανίστηκε στο λιμάνι της πόλης μια μεγάλη σχεδία αποτελούμενη από τόσα ξύλινα δοκάρια, όσα απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του ναού, με την εικόνα της Μadonna della Μadia να επιπλέει πάνω της. Ο ρομανικού ρυθμού ναός ολοκληρώθηκε τελικά το 1442, όταν και καθαγιάστηκε. Όμως δύο από τα τρία καμπαναριά υπέστησαν ζημιές κατά την πολιορκία του Μαρκησίου Ντελ Βάστο το 1528 ενώ ο εναπομείνας πύργος κατέρρευσε το 1686, σκοτώνοντας σαράντα κατοίκους της πόλης. Τη θέση εκείνου του ρωμανικού ναού πήρε στα μέσα του 18ου αιώνα ο σημερινός καθεδρικός, με το πολυτελές μπαρόκ εσωτερικό διάκοσμο. Στον εσωτερικό του διάκοσμο ξεχωρίζουν τα υπέροχα παρεκκλήσια από πολύχρωμο μάρμαρο και οι νωπογραφίες με τους τέσσερις Απόστολους. Φυσικά, πολυτιμότερο στοιχείο της εκκλησίας είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, τοποθετημένη στο περίτεχνο ιερό και πλαισιωμένη από ασημένια και μαρμάρινα χερουβείμ. Στους εορτασμούς που γίνονται δύο φορές το χρόνο – 14 Αυγούστου και 16 Δεκεμβρίου – σε ανάμνηση του θαύματος, ομοίωμα της εικόνας μεταφέρεται πανηγυρικά σε πομπή και εν τέλει τοποθετείται εν μέσω πυροτεχνημάτων, στην ίδια εκείνη σχεδία που σώζεται ως τις μέρες μας. Ένα ακόμη ιδιαίτερο στοιχείο του συγκεκριμένου ναού είναι πως υπάρχει ένα ακόμη αντίγραφο της συγκεκριμένης αγιογραφίας, τοποθετημένο στην κορυφή του πανύψηλου καμπαναριού.
Από τον καθεδρικό κατηφορίσαμε στην Cala Porta Vecchia, μια από τις πιο κοντινές παραλίες της πόλης, η οποία βρίσκεται προστατευμένη κάτω από τα σωζόμενα οχυρωματικά τμήματα της πόλης Bastione di Babula και Bastione Santa Maria, τα οποία εξακολουθούν να προστατεύουν την παλιά πόλη από την φθορά της αλμύρας. Καθώς πηγαίναμε προς τα εκεί, σταθήκαμε μπροστά από την μακάβρια πύλη ενός ναού. Ο διάκοσμός της είχε αρκετούς σκελετούς κι επικεντρωνόταν έντονα στον Θρίαμβο του Θανάτου, με αρκετούς σκελετούς που συμβολίζουν την ισότητα όλων μας απέναντι στο θάνατο. Η συγκεκριμένη πύλη ανήκει στην Εκκλησία του Καθαρτηρίου του 17ου αι. η οποία είναι γνωστή κι ως Santa Maria del Suffragio αλλά κι ως Εκκλησία των Όρθιων Νεκρών καθώς φιλοξενεί πώματα από την κατάρρευση του καμπαναριού του Καθεδρικού που είχε σημειωθεί το 1686. Ο συγκεκριμένος ναός χτίστηκε στη μνήμη των θυμάτων εκείνου του καταστροφικού και πολύνεκρου συμβάντος. Μέσα στον ναό βρίσκεται και το λεγόμενο Παρεκκλήσι των Μούμιων, όπου διακρίνονται μουμιοποιημένα σώματα ντυμένα σε λευκούς χιτώνες με μαύρες κάπες. Τα συγκεκριμένα λείψανα ανήκαν στην Αδελφότητα του Καθαρτηρίου. Δυστυχώς ο ναός ήταν κλειστός μ' αποτέλεσμα να μην μας δοθεί η δυνατότητα να θαυμάσουμε τον υπέροχο διάκοσμο του κεντρικού βωμού του ναού σκαλισμένο με την μαλακή πέτρα του Λέτσε. 
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας πίσω από τα παραθαλάσσια τείχη, ακούγοντας κάθε τόσο τον φλοίσβο στα βράχια της ακτογραμμής. Λίγα μέτρα πριν βγούμε στην όμορφη προκυμαία της Santa Maria, συναντήσαμε μια λιλιπούτια εκκλησία με μυστικιστική όψη, καθώς η αλμύρα της θάλασσας έχει φθείρει αρκετά την νεοκλασική της πρόσοψη. Ο San Vito είναι ένα παρεκκλήσι του 16ου αι. που άνηκε στην οικογένεια Del Lago, της οποίας το οικόσημο εξακολουθεί να είναι ορατό πίσω από το βωμό μαζί με έναν καμβά του Αγίου Βίτου με τον σκύλο του. Σήμερα, ο ναός ανήκει σε ιδιώτες κι είναι προσβάσιμος στο κοινό όταν οι ιδιοκτήτες του βρίσκονται εκεί. Στην απογευματινή μας βόλτα σταθήκαμε τυχεροί καθώς ο επιστάτης, κύριος Peppino βρισκόταν εκεί καλωσορίζοντάς μας ευγενικά στην είσοδο του ναού 
Περπατώντας στην παλιά προκυμαία συναντήσαμε ένα ακόμη ενδιαφέρον αξιοθέατα της πόλης, το οποίο κουβαλάει με τη σειρά του μια όμορφη ιστορία. Αναφέρομαι στην Chiesa di San Salvatore, μία από τις αρχαιότερες εκκλησίες της Μονόπολης, που χρονολογείται από το 313μ.Χ. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ναού είναι η διαφορετική κατεύθυνση της πρόσοψή της σε σχέση με τους υπόλοιπους ναούς, καθώς η συγκεκριμένη εκκλησία κοιτάει προς τη θάλασσα κι ο λόγος που συμβαίνει αυτό σχετίζεται με τον μύθο που κουβαλάει το χτίσιμό της. Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο, η εκκλησία χτίστηκε από πειρατές που σώθηκαν όταν το πλοίο τους ναυάγησε στα ανοιχτά της πόλης. Ούτε σ' αυτήν την εκκλησία καταφέραμε να μπούμε αν κι αυτό που έμαθα αργότερα είναι πως ο εσωτερικός της χώρος είναι πλέον άδειος καθώς πολλά έργα τέχνης καλλιτεχνών της Ναπολιτάνικης σχολής μεταφέρθηκαν σε άλλες εκκλησίες καθώς ο συγκεκριμένος εγκαταλείφθηκε στα μέσα του 20ου αι. και λεηλατήθηκε κατ' επανάληψη. 
Η βόλτα μας στην προκυμαία, μας οδήγησε στο  Κάστρο του Καρόλου Ε΄ της Ισπανίας – Castello Carlo V, ένα έξοχο δείγμα παραθαλάσσιων οχυρωματικών έργων του 16ου αιώνα. Χτισμένο πάνω σε μια στενή χερσόνησο, το πεντάγωνο κτίσμα που φέρεται να ολοκληρώθηκε το 1552 από τους Ισπανούς κατακτητές, έχει ενσωματωμένα στη δομή του έναν κυλινδρικό ρωμαϊκό πύργο και την αρχαία βασιλική San Nicola della Pinna, που αποτελεί ακόμη και σήμερα την εκκλησία του φρουρίου. Στην πορεία της ιστορίας του χρησιμοποιήθηκε και για τη στέγαση του ισπανικού στρατού, ενώ ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα λειτούργησε ως φυλακή. Το κάστρο σήμερα δεν είναι επισκέψιμο παρά μόνο όταν γίνονται κάποιες περιοδικές καλλιτεχνικές εκθέσεις. 
Διασχίζοντας μια οχυρωματική πύλη βρεθήκαμε στο Porto Antico, το παλιό λιμάνι της πόλης με τις τις χαρακτηριστικές ψαρόβαρκες σε έντονο μπλε και κόκκινο χρώμα, οι οποίες έρχονται σε έντονη αντίθεση με τα γήινα και λευκά χρώματα των σπιτιών της Μονόπολης. Οι συγκεκριμένες ψαρόβαρκες ονομάζονται "gozzo" κι εξακολουθούν να εφοδιάζουν καθημερινά τους κατοίκους με φρέσκια θαλασσινά. Είχαμε την τύχη να απολαύσουμε τη βόλτα μας εκεί λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Το απαλό φως του ήλιου πρόσφερε έναν θερμό τονισμό στις προσόψεις των σπιτιών ενώ ένας Ιταλός τραγουδιστής έντυνε τη βόλτα μας με διάσημα ιταλικά άσματα.  
Από το παλιό λιμάνι εισχωρήσαμε ξανά στο παλιό κομμάτι της Μονόπολης, γεμάτο αριστοκρατικά παλάτσα που μαρτυρούσαν το πλούσιο παρελθόν της πόλης. Το πιο διάσημο απ' αυτά είναι το Palazzo Palmieri που βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία. Αυτό το έξοχο δείγμα μπαρόκ αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα με τα περίτεχνα μαρμάρινα δάπεδα, τις αψιδωτές πύλες και τις μεγαλοπρεπείς νωπογραφίες στις οροφές, ανήκε στην επιφανή οικογένεια Palmieri και κατοικούνταν έως τη δεκαετία του 1920. Χωρίς να υπάρχουν διάδοχοι στην οικογένεια, το εντυπωσιακό κτίσμα μετατράπηκε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα και κέντρο προώθησης των τεχνών. 
Έχοντας ολοκληρώσει τις βόλτες μας και στην Μονόπολη, ξαποστάσαμε στην Piazza Giuseppe Garibaldi, στην κεντρική πλατεία της παλιάς πόλης, λίγο πριν πάρουμε το τραίνο της επιστροφής για το Μπάρι. Αυτό που έκανε τις περιπλανήσεις μας μοναδικές, είναι ότι οι τρεις πόλεις της Απουλίας που επισκεφθήκαμε έχουν έναν εντελώς ξεχωριστό χαρακτήρα και κουβαλάνε μια διαφορετική πλούσια ιστορία, μ' αποτέλεσμα να είναι τελείως διαφορετικές παρόλο που απέχουν η καθεμία από την άλλη λίγα μόνο χιλιόμετρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μέσα σε ένα διήμερο να θαυμάσουμε τις μοναδικές ξερολιθιές του Αλμπερομπέλο, να περιπλανηθούμε στα ολόλευκα σοκάκια του Οστούνι και να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα στο παλιό λιμάνι της Μονόπολης έχοντας συντροφιά τις όμορφες ψαρόβαρκές της.