Κάθε πλούσιο κι ισχυρό λιμάνι κρύβει κι από μία καλλιτεχνική γωνιά. Μικρά στενά και μισοσκότεινα στέκια όπου οι νέοι αναζητούσαν έναν τρόπο έκφρασης αντίθετο μ' αυτόν του χρήματος και της αγοράς. Μία απ' αυτές τις γοητευτικές γειτονιές απλώνεται πέρα από την ιστορική ψαραγορά και το επιβλητικό φρούριο της Γάνδης.
Το Patershol είναι η πιο καλοδιατηρημένη μεσαιωνική γειτονιά της πόλης, γεμάτη χρωματιστά σπίτια και στενά δρομάκια όπου δεν επιτρέπονται τα αυτοκίνητα. Τα παλαιότερα κτίσματα διατηρούν μέχρι σήμερα τα χαρακτηριστικά παλαιοτέρων εποχών όπως ανάγλυφες μορφές κάτω από τα παρτέρια και χρωματιστά τζάμια που προστάτευαν τον εσωτερικό χώρο από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Από την άλλη τα νεώτερα σπίτια προσπαθούν να διατηρήσουν το ύφος των παλιότερων δίνοντας περισσότερο χώρο σε εικαστικές επεμβάσεις από τους ιδιοκτήτες και τους υπολοίπους κάτοικους. Που και που ξεπετάγονται μικρές γκαλερί και διακριτικά μουσεία που συσχετίζονται μόνο με το χώρο της σύγχρονης τέχνης. Ένα παλιό σιλό έχει μετατραπεί σε μουσείο μοντέρνας τέχνης ενώ ένα άλλο δίπλα στο ποτάμι είναι αφιερωμένο στη ζωή ενός δημιουργού απ' αυτούς που αναγέννησαν την περιοχή. Απ' όλες τις γκαλερί μαγνητίστηκα από δυο που βρίσκονται στο ποτάμι. Η μία είχε μια πλούσια συλλογή ξυλόγλυπτων και μεταλλικών μορφών, οι οποίες εντυπωσίαζαν με την ζωντάνια τους ενώ στην άλλη υπήρχε μια μεγάλη γκάμα φωτιστικών που ήταν φτιαγμένα με μουσικά όργανα, γυάλινα μπουκάλια και με μαχαιροπίρουνα.
Η ιστορία της συγκεκριμένης γειτονιάς έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Η ύπαρξή της ξεκινάει ως χώρος στρατιωτικού νεκροταφείου. Τον 15ο αι. το Συμβούλιο της Φλάνδρας μεταφέρθηκε στο Gravensteen αναγκάζοντας όλους τους δικαστές και δικηγόρους να εγκατασταθούν εκεί. Ακολούθησαν έμποροι και βυρσοδεψίες δίνοντας ζωντάνια σε όλη την περιοχή. Όμως με την εκβιομηχάνιση του 19ου αι. το Patershol θυσιάστηκε στο βωμό της προόδου. Πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν κι όσα έμειναν όρθια δόθηκαν σε εργάτες που δούλευαν εκεί. Όταν όμως τα εργοστάσια κι η εργατική τάξη μεταφέρθηκαν στα προάστια της πόλης, άφησαν το Patershol έρημο και κατεστραμμένο. Η περιοχή υποβαθμίστηκε και μετατράπηκε σε γκέτο. Η αναγέννησή του ξεκίνησε τέλη του 19ου αι. όταν μια ομάδα μποέμ καλλιτεχνών άρχισαν να μετακομίζουν εκεί δίνοντάς της έναν νέο παλμό διαφορετικό απ' αυτόν που είχε ζήσει στα χρόνια της ευημερίας αλλά και της παραγωγής. Από το 1960 κι έπειτα, η γειτονιά γέμισε και με φοιτητές κάτι που οδήγησε στο άνοιγμα μικρών μπυραριών κι εστιατορίων. Η κίνηση αυτή διέσωσε την εναπομείναντα αύρα αυτής της γειτονιάς καθώς η τότε διοίκηση της Γάνδης είχε προχωρήσει στις κατεδαφίσεις παλιών κι αχρησιμοποίητων γειτονιών της πόλης.
Σε αντίθεση με άλλες μεσαιωνικές γειτονιές που έχω επισκεφθεί στα ταξίδια μου, το Patershol απέχει από τις τουριστικές δραστηριότητες καθώς επιμένει να είναι κομμάτι των κατοίκων του κι όχι εκμεταλλεύσιμο προϊόν για τους επισκέπτες της πόλης. Τα εστιατόρια παραμένουν λίγα και διακριτικά, τα σπίτια είναι γεμάτα κατοίκους που επιθυμούν την ηρεμία της καθημερινότητάς τους. Μικρά ξέφωτα ξεπετάγονταν σε διάφορα στενά, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα όσων δεν επιχειρούσαν να εισχωρήσουν στη γειτονιά κι αρκούνταν στο να περπατήσουν δίπλα στο ποτάμι. Μικρά και πεντακάθαρα παγκάκια με καλούσαν να ξαποστάσω για να θαυμάσω τα πολύχρωμα λουλούδια που αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι μου αλλά και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των μικρών κατοίκων πάνω σε παράθυρα και τοίχους.
Αντί να επιστρέψω προς το ποτάμι για να ακολουθήσω τη ροή του προς το ιστορικό κέντρο, περπάτησα προς την άλλη μεριά με την επιθυμία να περιπλανηθώ στα άγνωστα προάστια της Γάνδης. Το χρώμα εξακολουθούσε να κυριαρχεί στα γύρω σπίτια παρ όλο που ξεθώριαζε η καλλιτεχνική επιρροή της Patershol. Όμως που και που ξεπεταγόταν μια παιχνιδιάρικη λεπτομέρεια, όπως η μορφή του Τεν-Τεν στο παράθυρο ενός καλοδιατηρημένου σπιτιού ή η μορφή της κουκουβάγιας σε γκράφιτι.
Μια μικρή γέφυρα στάθηκε αφορμή για να ξαποστάσω λίγο καθώς το είδα ως ευκαιρία να παρατηρήσω τα σπίτια γύρω μου από μια διαφορετική θέση. Κι ενώ ρέμβαζα μαγεμένος από τον ήχο της ψιλής βροχής που έπεφτε κάθε τόσο, ξύπνησα από τις χαρούμενες φωνές μιας κοριτσοπαρέας που περνούσε από κάτω μου με μια βάρκα. Χαμόγελα, φιλιά και βελγικές φράσεις που δεν κατάφερα να καταλάβω. Μέχρι που μια απ τις κοπέλες μου ζήτησε να τις φωτογραφίσω. Ο βαρκάρης χαμήλωσε ταχύτητα και τα τρία κλικ του κλείστρου μου κράτησαν για πάντα αυτήν την τόσο ευχάριστη συνάντηση.
Το βράδυ, η γειτονιά αποκτούσε μια μυστηριακή όψη. Ο χαμηλός φωτισμός κι οι έρημοι δρόμοι σε ταξίδευαν πίσω στο μεσαίωνα. Άκουγες μια πόρτα να ανοίγει και περίμενες να εμφανιστεί κάποιος δικαστικός ή τιναζόσουν με το κουδουνάκι του ποδηλάτου και γυρνούσες περιμένοντας να δεις τον εργάτη που επέστρεφε κουρασμένος από τη φάμπρικα. Στο ποτάμι όμως τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά, ειδικά τη δεύτερη νύχτα στη Γάνδη που ήταν ιδανική. Το ποτάμι ήταν καθρέφτης κι ο ουρανός ξάστερος. Τα μπαράκια ήταν γεμάτα νεαρό κόσμο. Η μπύρα άφθονη και τα γέλια ατελείωτα. Αυτό που κρατάω από τις βόλτες μου στα εκεί στέκια είναι μια παρέα σε ένα μπαράκι που είχε βγάλει τα τραπεζάκια του σε μια κλιμακούμενη κατεβασιά προς το ποτάμι. Τα παιδιά κάθονταν δίπλα στο νερό και συζητούσαν με μια χαρωπή ζωντάνια. Στάθηκα στην αντίπερα όχθη και τους χάζευα άφοβα καθώς δεν με είχαν αντιληφθεί διότι ήμουν σε σκιερό μέρος. Είναι από τα σημεία και τις στιγμές που σπανίως συναντάει κάποιος στα ταξίδια του. Είναι τα σημεία που κάποιοι επίμονοι ταξιδευτές παύουν να είναι ξένοι και γίνονται μεμιάς κομμάτι της πόλης.
Κλείνοντας θέλω να μνημονεύσω την ομορφότερη μπυραρία της Γάνδης αν και θα μπορούσα να πω πως είναι μια από τις καλύτερες του Βελγίου, την Dulle Griet. Μπορεί να μη γεμίζει απ' έξω το μάτι αλλά τραβάει τη προσοχή με μια πινακίδα που έλεγε πως έχει πάνω από 500 είδη μπύρας. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε απ το να την τιμήσουμε. Και τελικά η περιέργειά μας ανταμείφθηκε δεόντως καθώς εισχωρήσαμε στην πιο εντυπωσιακή μπυροπολιτεία. Το ντεκόρ, οι μπύρες, οι θαμώνες, το παπούτσι που δίνουν όσοι παραγγέλνουν μπύρα σε ποτήρι του ενός λίτρου. Στιγμές, γέλια, γεύσεις κι αρώματα που μας έχουν μείνει αξέχαστα.