Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Αμβέρσα, το διαμαντένιο λιμάνι του βορρά



Γνώρισα για πρώτη φορά την αίγλη της Αμβέρσας μέσα από την γραφή του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ. Ο αείμνηστος Γερμανός συγγραφέας είχε αφιερώσει αρκετές σελίδες ενός εκ των βιβλίων του περιγράφοντας ένα φρούριο που βρίσκεται εκτός πόλης και είχε λειτουργήσει ως στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικά για τον εντυπωσιακό σιδηροδρομικό σταθμό. Απ' αυτό το πανέμορφο αρχιτεκτονικό κόσμημα ξεκίνησα με μεγάλες προσδοκίες τη βόλτα μου σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης.
Έχοντας συγκεντρώσει αρκετές πληροφορίες για την Αμβέρσα, πήγα στο κεντρικό σταθμό των Βρυξελλών κι αναχώρησα για τα ολλανδοβελγικά σύνορα. Ο δροσερός ήλιος του πρωινού άφηνε μόνο κούφιες υποσχέσεις καθώς η πρόγνωση του καιρού έδειχνε βροχές ως το μεσημέρι. Όσο ανέβαινα βόρεια τόσο τα σύννεφα απλώνονταν απειλητικά πάνω από τα βαγόνια. Μπροστά μου μια οικογένεια Ιταλών μου κρατούσαν συντροφιά με τις τραγουδιστές τους συζητήσεις σε μια διαδρομή που κράτησε λίγο παραπάνω από μια ώρα. Τα πρώτα σπίτια της πόλης τα είδα από ψηλά, καθώς μία μεγάλη γέφυρα μας πέρασε πάνω από τα προάστια λίγο πριν εισέλθουμε στον τερματικό σταθμό.
Βγήκα με ανυπομονησία από το βαγόνι, δυο πατώματα κάτω από την κεντρική αίθουσα του σταθμού. Σήκωσα το κεφάλι ψηλά κι αντίκρισα την μεγάλη γυάλινη οροφή. Το βλέμμα μου ακολούθησε τις μεταλλικές γραμμές της κατασκευής που οδηγούσαν στο κεντρικό κτίριο με το κομψό ρολόι και τα νεομπαρόκ αρχιτεκτονικά στοιχεία. Από ένα άνοιγμα κοίταξα τα υπόλοιπα επίπεδα του σταθμού. Ένα χάος επικρατούσε από κάτω μου με 25 διαφορετικές πλατφόρμες. Τραίνα από Ολλανδία, Γερμανία και Βρυξέλλες έφταναν κι αναχωρούσαν κάθε τόσο διατηρώντας την ατέρμονη μητροπολιτική αύρα του σταθμού. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Αμβέρσα χτίστηκε το 1905 και θεωρείται μέχρι σήμερα ως ένας από τους ομορφότερους της Ευρώπης κι όχι άδικα.
Αφού θαύμασα τον θεόρατο θόλο στην αίθουσα εισιτηρίων και τις δύο πανέμορφες εισόδους του σταθμού, κινήθηκα προς το ιστορικό κέντρο. Ένας μεγάλος φιδωτός πεζόδρομος με παρατεταγμένα αρχοντικά κτίρια, με οδηγούσε προς το ποτάμι. Το γκρίζο των προσόψεων που εντεινόταν απ τη συννεφιά, έσπαγε από τις χρυσές πινελιές των γλυπτών κι ανάγλυφων διακοσμητικών. Σε πολλά σημεία συνάντησα πλώρες καραβιών και του προστάτη των εμπόρων θεού Ερμή. Δεν ήταν τυχαίες αυτές οι επιλογές καθώς η Αμβέρσα πέρα από μεγάλο λιμάνι, θεωρείται κι η μεγαλύτερη αγορά διαμαντιών στον κόσμο. Επιστέγασμα της οικονομικής ευφορίας που έζησε η πόλη στις αρχές του περασμένου αιώνα, είναι ο πύργος KBC με τους 26 ορόφους του. Ο πρώτος ουρανοξύστης της Ευρώπης, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1932.
Αφού πέρασα κάτω από τη σκιά του Boerentoren, χάθηκα στα στενά της παλιάς πόλης. Μικρά μαγαζάκια με όμορφες πραμάτειες και καφετέριες με ζεστή ατμόσφαιρα, έδιναν χρώμα στη βροχερή μου βόλτα. Κάπου εκεί συνάντησα τον ναό του Αγίου Ιακώβου. Ένας μικρός και με διακριτική παρουσία ναός, ο οποίος φημίζεται για τον εντυπωσιακό εσωτερικό του διάκοσμο και περηφανεύεται που φυλάσσει εντός του τον τάφο του φημισμένου ζωγράφου Ρούμπενς. Καθώς προσέγγιζα την είσοδό του, είδα έναν γεροντάκι να βγαίνει και να κλειδώνει την μεγάλη ξύλινη πόρτα. Επιτάχυνα το βήμα, προλαβαίνοντάς τον την ώρα που έβαζε το κλειδί στη τσέπη. Με σπαστά γαλλικά τον ρώτησα αν μπορώ να εισέλθω στο ναό. Ξαφνιασμένος γύρισε προς τη μεριά μου και με μια κίνηση του χεριού του προς το στόμα, μου είπε ένα λιτό "manger" και χάθηκε στο διπλανό στενό. Τελικά από Ρούμπενς, αρκέστηκα στο να επισκεφθώ το σπίτι του που έχει μετατραπεί σε μουσείο, μέσα στο οποίο βρίσκονταν αρκετοί γνωστοί του πίνακες με σημαντικότερο όλων μία του αυτοπροσωπογραφία. Περισσότερο όμως με άγγιξε ο πίνακας με το νεκρό βρέφος. Διαβάζοντας το βιβλιαράκι που είχα προμηθευτεί μαζί με το εισιτήριο, έμαθα πως οι γονείς των νεκρών μωρών, ζητούσαν από καλλιτέχνες να ζωγραφίσουν τα πορτραίτα τους πριν την ταφή καθώς δε θα τους δινόταν άλλη ευκαιρία. Στάθηκα αρκετή ώρα μπροστά στο πίνακα παρατηρώντας την ανατριχιαστικά γαλήνια απεικόνιση του προσώπου και το ευλαβικό κράτημα ενός κομμένου κλωναριού στα νεκρά του χεράκια.
Την περισσότερη ώρα των περιπλανήσεών μου, την πέρασα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Από τη μια μεριά θύμιζε αρκετά τη Grand Place των Βρυξελλών ενώ από την πλευρά που δέσποζε ο Καθεδρικός Ναός της Παναγίας, μου έφερνε στο νου τα πανύψηλα κτίσματα της Γάνδης. Μόνο το δημαρχείο δε κατάφερα να θαυμάσω καθώς ήταν κρυμμένο πίσω από σκαλωσιές.
Στο κέντρο της πλατείας έστεκε ένα ψηλό συντριβάνι που αναπαριστούμε τον θρύλο απ' τον οποίον πήρε το όνομά της η πόλη. Σύμφωνα με τη λαογραφία, κάποιος γίγαντας με το όνομα Αντιγκόν ζούσε κοντά στον ποταμό Σχέλντε και ζητούσε δικαιώματα διέλευσης από τους βαρκάρηδες του ποταμού. Όποιος αρνούνταν να του δώσει λεφτά, του έκοβε το χέρι και το πετούσε στα νερά. Τελικά, ο γίγαντας φονεύθηκε από έναν νεαρό ήρωα, τον Σίλβιο Μπράμπο. Ο Βέλγος "Δαβίδ" αφού πρώτα σκότωσε τον ποταμίσιο "Γολιάθ", του έκοψε το χέρι και το πέταξε κι αυτός με τη σειρά του στο ποτάμι. Από το γεγονός αυτό βγήκε το όνομα Antwerpen, από τις ολλανδικές λέξεις hand και werpen, που σημαίνουν "χέρι" και "πετώ"
Την ώρα που βόλταρα στην πλατεία, μία ομάδα μαθητών πραγματοποιούσε μια πρωτότυπη οικολογική διαμαρτυρία. Αφού πρώτα ξάπλωσαν στο πλακόστρωτο και σχημάτισαν ένα μεγάλο ερωτηματικό, στη συνέχεια μοίρασαν στους περαστικούς διάφορα φυλλάδια. Προτού πάρω το δικό μου, ξέσπασε ένα ισχυρό μπουρίνι. Μεμιάς η πλατεία άδειασε. Οι περισσότεροι κλείστηκαν στις γύρω μπυραρίες περιμένοντας να κοπάσει η βροχή ενώ εγώ έτρεξα λίγο παραπέρα φτάνοντας βρεγμένος στην είσοδο του καθεδρικού, του οποίου η επιβλητική του πρόσοψη επιβεβαίωνε τον εντυπωσιακό εσωτερικό του διάκοσμο καθώς ένα μέρος του ναού είχε μετατραπεί σε μια μοντέρνα πινακοθήκη. Στο κεντρικό του σημείο ήταν στημένες οι καρέκλες των πιστών ενώ στις πλαϊνές πλευρές του ναού είχαν στηθεί διάφορα εντυπωσιακά τρίπτυχα, δυο εκ των οποίων άνηκαν στον Ρούμπενς. Περιφερόμενος στο εσωτερικό του ναού συνάντησα σε μία γωνία μια ομάδα συντηρητών που επούλωναν τις φθορές των τοιχογραφιών. Πήγα κοντά τους και διακριτικά θαύμασα το έργο και την υπομονή τους. Έμεινα γι' αρκετή ώρα στην εκκλησία καθώς η βροχή απ' έξω δεν έλεγε να κοπάσει. Λίγο πριν με πιάσει η απελπισία, έκανε την εμφάνισή του ο ήλιος δίνοντας ζωντάνια στα λιτά από διακοσμητικά βιτρό παράθυρα του ναού.
Βγήκα δειλά από τον καθεδρικό διαπιστώνοντας πως πράγματι ο ουρανός καθάρισε κι ένας ζεστός ήλιος χάιδευε τις βρεγμένες προσόψεις των σπιτιών και τις γυαλισμένες από τα νερά πέτρες της πλατείας. Σκέφτηκα να δω και την άγνωστη πλευρά της πόλης, οπότε κίνησα γεμάτος περιέργεια προς το λιμάνι. Αφού βγήκα απ' το ιστορικό κέντρο, βρέθηκα σε μια έρημη πλατεία γεμάτη μπαρ. Ένα απ' αυτά είχε το όνομα "Αθήνα". Από κει, συνέχισα τη βόλτα μου σε ένα φαρδύ πεζόδρομο που οδηγούσε προς το Μουσείο του Ποταμού. Κι ενώ περιπλανιόμουν αμέριμνος, έπιασα με την άκρη του ματιού μου μια περίεργη κίνηση. Στράφηκα προς μια βιτρίνα κι αμέσως ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με μια όμορφη ημίγυμνη γυναίκα. Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στο δρόμο με τα κόκκινα φανάρια της Αμβέρσας. Σαν ένας άλλος Οδυσσέας περιτριγυρισμένος από σειρήνες, συνέχισα τη βόλτα μου προς το ποτάμι μοιράζοντας απλόχερα το χαμόγελό μου σε κάθε κορίτσι που με χαιρετούσε.
Ο πεζόδρομος με τα κορίτσια μ έβγαλε σ' ένα φαρδύ κανάλι όπου στη μέση του υψωνόταν το μουσείο του ποταμού. Στο κτίσμα κυριαρχούσε το κοκκινωπό χρώμα των βάλτων και το τζάμι. Περπάτησα περιμετρικά του και προσπέρασα διακριτικά μια ομάδα Ελλήνων που έπιναν τις μπύρες τους σε ένα παγκάκι. Το κτίριο ήταν εντυπωσιακό αλλά η θεματολογία του δεν μου τράβηξε το ενδιαφέρον.
Κατηφόρισα παράλληλα με το ποτάμι. Στο βάθος διέκρινα τους γερανούς του λιμανιού και τα τεράστια σιλό. Ένα ολλανδικό ποταμόπλοιο πέρασε αθόρυβα από κοντά μου, καθώς συνέχιζα τη βόλτα μου προς το ιστορικό κέντρο. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση. Άρχισα να επιστρέφω προς το σταθμό καθως δε γνώριζα τι ώρα είναι το τελευταίο τραίνο για Βρυξέλλες.
Πριν φύγω όμως από την πόλη, έκανα μια τελευταία βόλτα στη Zurenborg, μια μικρή γειτονιά του 19ου αι. σε στυλ μπελ-επόκ με πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία αρτ-νουβώ. Κάποιος μου χε πει πως έχει τη φήμη της πιο γνήσιας αστικής γειτονιάς στην Ευρώπη. Η αλήθεια είναι πως δεν συνάντησα κάτι τέτοιο παρ' όλο που ήταν μια ήρεμη και πεντακάθαρη περιοχή με μια γλυκιά πλατεία στο κέντρο της γεμάτη καλόγουστα μπαράκια. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πως είχε πολλές συναγωγές, ενώ στο δρόμο συναντούσα συνέχεια Εβραίους ορθόδοξους με τις μαύρες τους ενδυμασίες, τα φαρδιά τους καπέλα και τα δυο στριφογυριστά κοτσιδάκια να κρέμονται στο πρόσωπό τους.
Λίγο πριν την αναχώρηση, κι ενώ περίμενα το τραίνο μου στην πλατφόρμα 23 θαυμάζοντας για τελευταία φορά τον σιδηροδρομικό σταθμό, κάτι άρχισε να μυρίζει έντονα. Στον μικρό πανικό που προκλήθηκε, μάθαμε πως μία εγκατάσταση έπιασε φωτιά μ' αποτέλεσμα να ακινητοποιηθούν κάποιοι συρμοί, μέσα σ' αυτούς κι ο δικός μου. Αυτό είχες ως αποτέλεσμα να μετακινηθούμε σε άλλη πλατφόρμα όπου μας περίμενε ένα άλλο τραίνο για Βρυξέλλες. Πολλοί θα το χαρακτήριζαν ως ένα ατυχές γεγονός. Για μένα ήταν απλώς μια ευχάριστη παράταση της παρουσίας μου σ' αυτό το τόσο όμορφο αρχιτεκτονικό στολίδι.
Μ' αυτήν την εικόνα αποχαιρέτησα την Αμβέρσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου