Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

Digger (2020)



Ομολογώ πως είχα χρόνια να ενθουσιαστώ τόσο πολύ με κάποια ελληνική ταινία. Με την χρόνια έλλειψη αξιόλογων εγχώριων κινηματογραφικών προτάσεων, εξανεμίστηκαν οι προσδοκίες μου για τον ελληνικό κινηματογράφο, ο οποίος θεωρώ πως έχει μπλεχτεί άσχημα στα αδιέξοδα του αλλοπρόσαλλου και κενού greek weird wave. Γι' αυτό το λόγο ενθουσιάστηκα με το "Digger" του Τζώρτζη Γρηγοράκη, το οποίο όχι μόνο κάλυψε με το παραπάνω τις προσωπικές μου κινηματογραφικές απαιτήσεις αλλά θεωρώ πως πάτησε με απόλυτη σαφήνεια σε επίκαιρα θέματα που απασχολούν αυτήν την περίοδο την κοινωνία μας κι επικεντρώθηκε τρυφερά κι ειλικρινά στους προβληματισμούς των ανθρωπίνων σχέσεων και κυρίως στη δύσκολη σχέση πατέρα-γιού. 
Η ιστορία μας ταξιδεύει στα υπέροχα δασώδη βουνά της Χαλκιδικής. Κεντρικό πρόσωπο είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να υπερασπιστεί το δάσος από την καταστροφική επέκταση μιας εξορυκτικής εταιρείας. Η επιλογή της ασκητικής ζωής, του προσφέρει το χάρισμα να επικοινωνεί με τη φύση και με τα ζώα που φροντίζει. Γι' αυτόν κάθε δέντρο έχει μια ξεχωριστή προσωπικότητα και κουβαλάει ένα πλούσιο ιστορικό καθώς γνωρίζει πότε έχει φυτέψει το καθένα. 
Παρόλα αυτά, ο πρωταγωνιστής δεν έχει σταθεί ιδιαίτερα τυχερός στην προσωπική του ζωή. Η ιστορία του αποκαλύπτεται σταδιακά όταν δέχεται μια αιφνίδια επίσκεψη από τον μοναχογιό του που έχει να τον δει από μικρό παιδί. Η σχέση των δύο προσώπων είναι συγκρουσιακή και το χάσμα που έχει ανοιχτεί ανάμεσά τους, είναι έτοιμο να τους παρασύρει στην καταστροφή. Στην προσπάθειά τους να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, τα δυο αυτά πρόσωπα θα 'ρθουν αντιμέτωπα και με την κλειστή επαρχιακή κοινότητα που είναι διχασμένη απέναντι στις καταστροφικές για τον τόπο εξορύξεις αλλά και με μια πρόταση της εταιρείας προς τον πρωταγωνιστή για να του αγοράσει τα στρέμματα του.




Υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία λάτρεψα στη συγκεκριμένη ταινία, τα οποία θεωρώ πως την ώθησαν να φτάσει τα απαιτητικά επίπεδα του καλού ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Πρώτα απ' όλα είναι το κεντρικό της θέμα, το οποίο στάθηκε αφορμή για την πρώτη μου θερινή επίσκεψη στην υπέροχη ταράτσα της Ταινιοθήκης. 
Με την ταινία αυτή, ο δημιουργός καταπιάνεται με το απόλυτο οικολογικό θέμα της χώρας μας, το οποίο δεν είναι άλλο από την καταστροφή των δασών. Μια μη αναστρέψιμη καταστροφή που ξεκίνησε με τις Σκουριές της Χαλκιδικής και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με την επίμονη προσπάθεια της κυβέρνησης να εγκαταστήσει αιολικά πάρκα σε όλα τα βουνά και στα νησιά της χώρας μας. Πόσο μάλλον τώρα που έχουν καταργηθεί οι περιοχές Natura από τον υπουργό δουλείας κι αθλιότητας Κωστή Χατζηδάκη. 
Μέσα από τους διαλόγους των προσώπων, ξεδιπλώνονται οι δυο όψεις της συγκεκριμένης δυστοπικής κατάστασης. Από την μια είναι η ανεργία που ωθεί τους νέους σε ευκαιριακές εργασίες, οι οποίες δυστυχώς είναι καταστροφικές για το περιβάλλον κι από την άλλη, οι λιγοστοί ρομαντικοί κάτοικοι των βουνών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν με σθένος μια άνιση μάχη με το τέρας του νεοφιλελεύθερου κέρδους. Κι οι δύο πλευρές έχουν τα δίκια τους αλλα κανένα απ' αυτά δεν ισχύει μπροστά στα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών. 
Ένα άλλο στοιχείο με το οποίο καταπιάνεται η ταινία με απίστευτη τρυφερότητα κι ειλικρίνεια, είναι η συγκρουσιακή κι άκρως ανταγωνιστική σχέση πατέρα-γιού. Στη συγκεκριμένη ιστορία, τα δύο πρόσωπα προσπαθούν να καλύψουν ένα κενό χρόνο δεκαετιών και να χτίσουν νέες γέφυρες επικοινωνίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δούμε μια σχέση με απότομα σκαμπανεβάσματα. Ο εγωισμός υπερτερεί υψώνοντας τείχη αλλά παράλληλα οι άμυνες χαλαρώνουν και δίνονται ευκαιρίες στο να γνωρίσει ο ένας τον κόσμο του άλλου. Τελικός σκοπός δεν είναι η επικράτηση του ενός αλλά ο αλληλοσεβασμός των δύο διαφορετικών αντιλήψεων, ο οποίος μπορεί να εδραιωθεί μόνο όταν δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες. Σ' αυτές τις προσπάθειες μαθαίνουμε την αγάπη του πρωταγωνιστή για το δάσος, το παρελθοντικό δυστύχημα που τον έκανε να καταραστεί την εταιρεία των εξορύξεων αλλά και τους λόγους που διαλύθηκε ο γάμος του. Μ' αυτόν τον τρόπο ο γιός καταφέρνει σταδιακά να συμπληρώσει τα κενά του δικού του οικογενειακού παζλ κι αρχίζει να κατανοεί την ιδιόρρυθμη νοοτροπία του πατέρα του. Όταν όμως δυσκολέψουν ξανά πράγματα, η αντίδραση φουντώνει ανεξέλεγκτα, φτάνοντας τα δυο πρόσωπα στο χείλος της καταστροφής. Το τι θα επικρατήσει στο τέλος, αφήνεται στην ελεύθερη ερμηνεία των θεατών. 
Επίσης, η ταινία με συγκίνησε με αρκετές μικρές λεπτομέρειες, απίστευτα ανθρώπινες και γλυκές όπως η ιδιόχειρη διαθήκη του πρωταγωνιστή που είχε κάπου φυλαγμένη για τον γιο του, την οποία ξετρυπώνει και την διαβάζει μόνος του μετά από μια άδικη λεκτική επίθεση που δέχεται από τον νεαρό. Επίσης ο εξαιρετικός μονόλογος του πρωταγωνιστή προς τον γιό του, μετά από έναν  καβγά που είχε με τους υπαλλήλους της εταιρείας, οι οποίοι έκοψαν μια καρυδιά του. Τα λόγια που ξεστομίζει μες στο αμάξι, είναι καλό να διδάσκονται σε κάθε μάθημα οικολογίας. 




Σκηνοθετικά η ταινία εντυπωσιάζει με τη λιτή της περιγραφή, τους όμορφους φωτισμούς των προσώπων στους μισοσκότεινους κλειστούς χώρους και τα μαγευτικά πλάνα του δάσους βασιζόμενα στην εκπληκτική φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα. 
Ο Τζωρτζής Γρηγοράκης καταπιάνεται με ένα πολύ δύσκολο κι απαιτητικό θέμα, το οποίο καταφέρνει να το βγάλει εις πέρας, χτίζοντας με σταθερούς ρυθμούς την προσωπικότητα των χαρακτήρων και το πεδίο δράσης τους. Μου έκανε εντύπωση το πόσο διάχυτη είναι η αντίθεση που προκαλεί η ονειρική ατμόσφαιρα του δάσους με τη μίζερη ατμόσφαιρα των ξεχασμένων κατοίκων της υπαίθρου που προσπαθούν να βρουν τρόπο να ορθοποδήσουν. Επίσης βρήκα εύστοχη τη διακριτική παρουσίαση της αξιοπρεπής στάσης των τελευταίων ρομαντικών, που εξακολουθούν να αντιστέκονται με το κεφάλι ψηλά ακόμη κι όταν ξέρουν πως η μάχη είναι χαμένη, δίνοντας μια ξεκάθαρη εικόνα του επίμονου αγώνα που χρόνια τώρα δίνουν οι κάτοικοι των νησιών και των βουνών απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. 
Επίσης ο δημιουργός κρατάει μια έντιμη στάση και δε δαιμονοποιεί την τεχνολογική και βιομηχανική πρόοδο, αποφεύγοντας μ' αυτόν τον τρόπο να παρουσιάσει στερεότυπα και λαϊκισμούς. Μάλιστα αφήνει να εννοηθεί πως η πρόοδος είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ανθρώπων, αρκεί να εφαρμοστεί ορθά. Έχοντας ως πρόσχημα τη στάση του αυτή, στοχοποιεί κι αναθεματίζει με έναν πανέξυπνα διακριτικό τρόπο την προσπάθεια της κάθε εταιρείας να βγάλει κέρδος με κάθε τίμημα. 
Επίσης θεωρώ πως ο δυναμισμός της ταινίας πηγάζει και μέσα από την εξαιρετική ερμηνεία του Βαγγέλη Μουρική, ο οποίος φαίνεται τόσο αληθινός στο ρόλο του αλλά και τόσο εναρμονισμένος με το δάσος που προσπαθεί να σώσει. Σου αφήνει την αίσθηση πως όλη η ταινία πατάει πάνω του, χωρίς όμως να σβήνει τους συμπρωταγωνιστές του, οι οποίοι παίζουν με απίστευτη φυσικότητα, δημιουργώντας μια σχέση οικειότητας με τους θεατές που παρακολουθούν την ταινία. 
Δεν είναι τυχαίο πως η ταινία "Digger" έχει ήδη τιμηθεί από την Διεθνή Ένωση Κινηματογράφων Τέχνης με το Βραβείο CICAE Art Cinema Award, κάνοντας παγκόσμια πρεμιέρα στο 70ο Φεστιβάλ Βερολίνου και με πέντε βραβεία τον Νοέμβριο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ανάμεσά τους και ο Αργυρός Αλέξανδρος, ενώ ο Βαγγέλης Μουρίκης απέσπασε το βραβείο ερμηνείας στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο. Επίσης, η ταινία ήταν υποψήφια για 14 Βραβεία Ίρις (της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου) από τα οποία κέρδισε τα 10, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, σεναρίου, α' ανδρικού ρόλου και φωτογραφίας.
Το "Digger" είναι ένα σύγχρονο γουέστερν που παραθέτει με εντιμότητα όλες τις πλευρές ενός οικολογικού εγκλήματος (στη συγκεκριμένη περίπτωση τις Σκουριές Χαλκιδικής) χωρίς να αποκτά τον χαρακτήρα μιας στρατευμένης ταινίας. Παρουσιάζει με κατανοητή επιχειρηματολογία όλες τις απόψεις, αφήνοντας στο τέλος τον θεατή να επιλέξει την μεριά που τον εκφράζει και τον αντιπροσωπεύει περισσότερο. Θεωρώ πως είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της φετινής χρονιάς. Ίσως κι η καλύτερη μέχρι στιγμής. 

Βαθμολογία: 9/10

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Dear Comrades! (2020)

 



Σε μια πρόσφατη συζήτηση που είχα με έναν γνωστό μου κινηματογραφόφιλο, επικεντρωθήκαμε σε ένα κοινό μας σκεπτικό πως ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο ψυχαγωγία αλλά κι ένας εποικοδομητικός τρόπος μόρφωσης. Γι' αυτό το λόγο, ενθουσιάζομαι όταν ανακαλύπτω ταινίες που επικεντρώνονται σε ιστορικά γεγονότα, τα οποία δε γνωρίζω. Μία απ' αυτές τις ταινίες είναι η τελευταία δημιουργία του Αντρέι Κοντσαλόφσκι που αναφέρεται στη σφαγή των απεργών του Νοβοκερκάσκ που σημειώθηκε στις 2 Ιουνίου του 1962 στην Σοβιετική Ένωση, με την ανήκουστη για το καθεστώς απεργία να έχει τελικό απολογισμό 26 νεκρούς και 87 τραυματίες. 
Το ιστορικό αυτό γεγονός που προκάλεσε τις πρώτες ρωγμές στον ιδεολογικό εγωισμό του κομμουνισμού αλλά συγκαλύφθηκε μέχρι το 1990, παρουσιάζεται μέσα από την ματιά της Λιουντμίλα, η οποία είναι μια ένθερμη υποστηρίκτρια του καθεστώτος κι ενεργό μέλος του κόμματος ως δημοτική σύμβουλος της πόλης. Η ίδια γνωρίζει τις ατέλειες του συστήματος καθώς έχει πρόσβαση σε αρκετά παρασκήνια δημοσίων δραστηριοτήτων κι ευνοϊκή μεταχείριση στις τροφοδοτήσεις των κατοίκων της πόλης με πρώτες ύλες κι άλλα απαραίτητα προϊόντα. Όμως παραμένει πιστή στο Κόμμα λόγω της ανασφάλειά της, η οποία εκδηλώνεται με τη φράση "πέρα από τον κομμουνισμό, δεν έχω που αλλού να πιστέψω". 
Η ιδεολογική στάση της πρωταγωνίστριας θα αρχίσει να κλονίζεται με αφορμή την απεργία ενός τοπικού εργοστασίου ατμομηχανών, όπου ενωμένοι εργάτες και κάτοικοι της πόλης ξεσηκώνονται εξαιτίας των αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων από την κυβέρνηση του Νικίτα Χρουστσόφ. Μέσα στους απεργούς βρίσκεται κι η κόρη της πρωταγωνίστριας, η οποία θεωρεί χρέος της να σταθεί στο πλευρό των συντρόφων της, σε μια δίκαιη μάχη διεκδικώντας το καλό του κοινωνικού συνόλου. Έχοντας πληροφορηθεί για τα μέτρα που ετοιμάζεται το καθεστώς να πάρει κατά των απεργών, η Λιουντμίλα θα ζητήσει από την κόρη της να αποφύγει την πορεία, χωρίς όμως να την πείσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να αναζητήσει η πρωταγωνίστρια την κόρη της μέσα στο έντρομο πλήθος που προσπαθεί να καλυφθεί από τις σφαίρες. Στην προσπάθειά της αυτή θα γίνει μάρτυρα μιας ανελέητης σφαγής. 




Μετά απ' αυτό το αιματηρό γεγονός, θα επικρατήσει πανικός κι οργή στην πόλη. Το καθεστώς θα χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο για να αποσιωπήσει τη σφαγή, είτε συλλαμβάνοντας διαδηλωτές που γλίτωσαν από τις σφαίρες είτε αναγκάζοντας ανθρώπους να υπογράψουν ένα συμφωνητικό σιωπής απειλώντας τους με τη θανατική καταδίκη σε περίπτωση που το έλεγαν κάπου αλλού. Μέσα σ' αυτήν τη ζοφερή κατάσταση, η πρωταγωνίστρια θα αναζητήσει την κόρη της μέσα στους τραυματίες και τους νεκρούς. Όταν τελικά μάθει πως η κόρη της βρίσκεται μέσα στα θύματα των πυροβολισμών, θα αρχίσει την αναζήτηση της σωρού της με τη βοήθεια ενός πράκτορα της KGB. 
Κατά τη διάρκεια της μακάβριας αναζήτησης, η Λιουντμίλα θα ξεσπάσει στον πράκτορα, βγάζοντας από μέσα της όλες τις καταπιεσμένες αμφιβολίες που είχε τόσο για το καθεστώς όσο και για την ίδια της τη ζωή. Μέσα απ' αυτή την παράτολμη συζήτηση, μας αποκαλύπτεται ο ύπουλος τρόπος που έδρασε η KGB στους πυροβολισμούς, προσπαθώντας να εκθέσει τους στρατιώτες για τα θύματα αλλά και στον τρόπο που λειτουργούσαν οι μυστικές υπηρεσίες ώστε να μπορούν να σβήνουν τα εγκλήματα του καθεστώτος.  
Ο σκηνοθέτης αναδεικνύει με μαεστρικό τρόπο ένα ιστορικό γεγονός που ήταν άγνωστο μέχρι το 1990. Τα εξαιρετικά του πλάνα τόσο στους εσωτερικούς χώρους όπου γίνονται οι διαβουλεύσεις και παίρνονται οι αποφάσεις για την αντιμετώπιση της απεργίας όσο και στους εξωτερικούς όπου χτυπάει ο παλμός των διαδηλώσεων, δημιουργούν μια ταινία ντοκουμέντο, στην οποία μπλέκεται το ιστορικό γεγονός με την μυθοπλασία. Σ' αυτό παίζουν σημαντικό ρόλο τα ασπρόμαυρα πλάνα που θυμίζουν έντονα αρχειακό φιλμ. Πέρα όμως από την εξαιρετική περιγραφή του ιστορικού συμβάντος, η μυθοπλασία δείχνει να ισορροπεί εξαιρετικά πάνω στα γεγονότα, σε σημείο που δε βρήκα καμία σκηνή περιττή. Επίσης απουσιάζει η επίκληση στο συναίσθημα, όπως συμβαίνει συνήθως σε άλλες αυτού του είδους ταινίες.  
Ένα άλλο ενδιαφέρον της ιστορίας είναι η χρονική περίοδος που διαδραματίζεται το γεγονός αυτό. Ήταν η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να αποβάλει τον σταλινισμό, δημιουργώντας ένα περίεργο συναίσθημα τόσο στον απλό λαό όσο και στα μέλη του Κόμματος καθώς αναγκάζονταν να αναθεωρήσουν πολλά από τα πιστεύω που υποστήριζαν κι υπηρετούσαν πιστά την περίοδο της κυριαρχίας του Στάλιν. Οι έντονες αυτές μεταβολές εκφράζονται εξαιρετικά από τα τρία πρόσωπα που αποτελούν την οικογένεια της πρωταγωνίστριας. Από την μια είναι ο πατέρας της Λιουντμίλα, ο οποιος αναπολεί το δικό του παρελθόν φορώντας τη στρατιωτική του στολή κι εκθέτοντας μες στο σπίτι μια θρησκευτική εικόνα που είχε κρυμμένη στο μπαούλο με τα λιγοστά υπάρχοντά του. Από την άλλη είναι η κόρη της πρωταγωνίστριας, η οποία εκπροσωπεί την νέα γενιά που αμφισβητεί το κομμουνιστικό καθεστώς κι αρχίζει να διεκδικεί τα δικαιώματά της. Αντιθέτως, η μητέρα εκπροσωπεί τη μεταβατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας προσπαθεί να διατηρήσει με πείσμα τα ιδεώδη για τα οποία υπηρετούσε μέχρι τότε, ενώ παράλληλα κρύβει με δυσκολία τους προβληματισμούς της για τις νέες συνθήκες που έρχονται. 




Ένα άλλο μεγάλο κατηγορώ της ταινίας είναι η χυδαία προσπάθεια της γραφειοκρατίας, η οποία επιθυμώντας να διατηρήσει τα συμφέροντά της αλλά και τη θέση ισχύος της, δε διστάζει να στρέψει τα όπλα της προς τον λαό. Βρήκα εξαιρετικούς τους έντονους διαλόγους μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών, λίγο πριν παρθεί η μοιραία απόφαση. Αντίστοιχης έντασης κι ενδιαφέροντος, βρήκα και τον διάλογο της πρωταγωνίστριας με τον πράκτορα της KGB, ο οποίος με τη σιωπή του παραδέχεται τα εγκλήματα του παρελθόντος αλλά αρκείται στο να απειλήσει διακριτικά την πρωταγωνίστρια, συμβουλεύοντάς την πως καλό είναι να κρατήσει το στόμα της κλειστό διότι έχει ήδη ένα βεβαρυμμένο πολιτικό μητρώο. 
Τέλος, όσον αφορά το ιστορικό γεγονός, ομολογώ πως σοκαρίστηκα με δυο μεθόδους που χρησιμοποίησε το παρακράτος για να διαλύσει την απεργία. Την ώρα που δώσαν εντολή στους στρατιώτες να πυροβολήσουν στον αέρα, διάφοροι κρυμμένοι ελεύθεροι σκοπευτές της KGB, εκτελούσαν τους διαδηλωτές, προσπαθώντας στη συνέχεια να ρίξουν το φταίξιμο των θανάτων στους φαντάρους. Επίσης για να κρύψουν τον αριθμό των νεκρών, μετέφεραν κάτω από άκρα μυστικότητα αρκετά πτώματα, θάβοντάς τα σε τάφους άλλων ανθρώπων έξω από την πόλη. 
Θεωρώ πως το "Dear Comrades!" του Αντρέι Κοντσαλόφσκι είναι ένα σκληρό αλλά συνάμα ειλικρινές μάθημα ιστορίας, που μας παρουσιάζει την αναμενόμενη προδοσία των λαών όταν εμπιστεύονται την εξουσία σε λάθος χέρια. Στο τελευταίο του ασπρόμαυρο κινηματογραφικό διαμάντι με τα αριστοτεχνικά του πλάνα και την κατανοητή παρουσίαση κι ανάλυση του ιστορικού γεγονότος, ο δημιουργός αφήνει την υπόνοια του οράματος για ένα καλύτερο μέλλον, προσφέροντας ένα αίσθημα αισιοδοξίας που θεωρώ πως είναι αναγκαίο μες στη ζοφερή περίοδο που διανύουμε.

Βαθμολογία: 8/10