Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Dear Comrades! (2020)

 



Σε μια πρόσφατη συζήτηση που είχα με έναν γνωστό μου κινηματογραφόφιλο, επικεντρωθήκαμε σε ένα κοινό μας σκεπτικό πως ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο ψυχαγωγία αλλά κι ένας εποικοδομητικός τρόπος μόρφωσης. Γι' αυτό το λόγο, ενθουσιάζομαι όταν ανακαλύπτω ταινίες που επικεντρώνονται σε ιστορικά γεγονότα, τα οποία δε γνωρίζω. Μία απ' αυτές τις ταινίες είναι η τελευταία δημιουργία του Αντρέι Κοντσαλόφσκι που αναφέρεται στη σφαγή των απεργών του Νοβοκερκάσκ που σημειώθηκε στις 2 Ιουνίου του 1962 στην Σοβιετική Ένωση, με την ανήκουστη για το καθεστώς απεργία να έχει τελικό απολογισμό 26 νεκρούς και 87 τραυματίες. 
Το ιστορικό αυτό γεγονός που προκάλεσε τις πρώτες ρωγμές στον ιδεολογικό εγωισμό του κομμουνισμού αλλά συγκαλύφθηκε μέχρι το 1990, παρουσιάζεται μέσα από την ματιά της Λιουντμίλα, η οποία είναι μια ένθερμη υποστηρίκτρια του καθεστώτος κι ενεργό μέλος του κόμματος ως δημοτική σύμβουλος της πόλης. Η ίδια γνωρίζει τις ατέλειες του συστήματος καθώς έχει πρόσβαση σε αρκετά παρασκήνια δημοσίων δραστηριοτήτων κι ευνοϊκή μεταχείριση στις τροφοδοτήσεις των κατοίκων της πόλης με πρώτες ύλες κι άλλα απαραίτητα προϊόντα. Όμως παραμένει πιστή στο Κόμμα λόγω της ανασφάλειά της, η οποία εκδηλώνεται με τη φράση "πέρα από τον κομμουνισμό, δεν έχω που αλλού να πιστέψω". 
Η ιδεολογική στάση της πρωταγωνίστριας θα αρχίσει να κλονίζεται με αφορμή την απεργία ενός τοπικού εργοστασίου ατμομηχανών, όπου ενωμένοι εργάτες και κάτοικοι της πόλης ξεσηκώνονται εξαιτίας των αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων από την κυβέρνηση του Νικίτα Χρουστσόφ. Μέσα στους απεργούς βρίσκεται κι η κόρη της πρωταγωνίστριας, η οποία θεωρεί χρέος της να σταθεί στο πλευρό των συντρόφων της, σε μια δίκαιη μάχη διεκδικώντας το καλό του κοινωνικού συνόλου. Έχοντας πληροφορηθεί για τα μέτρα που ετοιμάζεται το καθεστώς να πάρει κατά των απεργών, η Λιουντμίλα θα ζητήσει από την κόρη της να αποφύγει την πορεία, χωρίς όμως να την πείσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να αναζητήσει η πρωταγωνίστρια την κόρη της μέσα στο έντρομο πλήθος που προσπαθεί να καλυφθεί από τις σφαίρες. Στην προσπάθειά της αυτή θα γίνει μάρτυρα μιας ανελέητης σφαγής. 




Μετά απ' αυτό το αιματηρό γεγονός, θα επικρατήσει πανικός κι οργή στην πόλη. Το καθεστώς θα χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο για να αποσιωπήσει τη σφαγή, είτε συλλαμβάνοντας διαδηλωτές που γλίτωσαν από τις σφαίρες είτε αναγκάζοντας ανθρώπους να υπογράψουν ένα συμφωνητικό σιωπής απειλώντας τους με τη θανατική καταδίκη σε περίπτωση που το έλεγαν κάπου αλλού. Μέσα σ' αυτήν τη ζοφερή κατάσταση, η πρωταγωνίστρια θα αναζητήσει την κόρη της μέσα στους τραυματίες και τους νεκρούς. Όταν τελικά μάθει πως η κόρη της βρίσκεται μέσα στα θύματα των πυροβολισμών, θα αρχίσει την αναζήτηση της σωρού της με τη βοήθεια ενός πράκτορα της KGB. 
Κατά τη διάρκεια της μακάβριας αναζήτησης, η Λιουντμίλα θα ξεσπάσει στον πράκτορα, βγάζοντας από μέσα της όλες τις καταπιεσμένες αμφιβολίες που είχε τόσο για το καθεστώς όσο και για την ίδια της τη ζωή. Μέσα απ' αυτή την παράτολμη συζήτηση, μας αποκαλύπτεται ο ύπουλος τρόπος που έδρασε η KGB στους πυροβολισμούς, προσπαθώντας να εκθέσει τους στρατιώτες για τα θύματα αλλά και στον τρόπο που λειτουργούσαν οι μυστικές υπηρεσίες ώστε να μπορούν να σβήνουν τα εγκλήματα του καθεστώτος.  
Ο σκηνοθέτης αναδεικνύει με μαεστρικό τρόπο ένα ιστορικό γεγονός που ήταν άγνωστο μέχρι το 1990. Τα εξαιρετικά του πλάνα τόσο στους εσωτερικούς χώρους όπου γίνονται οι διαβουλεύσεις και παίρνονται οι αποφάσεις για την αντιμετώπιση της απεργίας όσο και στους εξωτερικούς όπου χτυπάει ο παλμός των διαδηλώσεων, δημιουργούν μια ταινία ντοκουμέντο, στην οποία μπλέκεται το ιστορικό γεγονός με την μυθοπλασία. Σ' αυτό παίζουν σημαντικό ρόλο τα ασπρόμαυρα πλάνα που θυμίζουν έντονα αρχειακό φιλμ. Πέρα όμως από την εξαιρετική περιγραφή του ιστορικού συμβάντος, η μυθοπλασία δείχνει να ισορροπεί εξαιρετικά πάνω στα γεγονότα, σε σημείο που δε βρήκα καμία σκηνή περιττή. Επίσης απουσιάζει η επίκληση στο συναίσθημα, όπως συμβαίνει συνήθως σε άλλες αυτού του είδους ταινίες.  
Ένα άλλο ενδιαφέρον της ιστορίας είναι η χρονική περίοδος που διαδραματίζεται το γεγονός αυτό. Ήταν η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να αποβάλει τον σταλινισμό, δημιουργώντας ένα περίεργο συναίσθημα τόσο στον απλό λαό όσο και στα μέλη του Κόμματος καθώς αναγκάζονταν να αναθεωρήσουν πολλά από τα πιστεύω που υποστήριζαν κι υπηρετούσαν πιστά την περίοδο της κυριαρχίας του Στάλιν. Οι έντονες αυτές μεταβολές εκφράζονται εξαιρετικά από τα τρία πρόσωπα που αποτελούν την οικογένεια της πρωταγωνίστριας. Από την μια είναι ο πατέρας της Λιουντμίλα, ο οποιος αναπολεί το δικό του παρελθόν φορώντας τη στρατιωτική του στολή κι εκθέτοντας μες στο σπίτι μια θρησκευτική εικόνα που είχε κρυμμένη στο μπαούλο με τα λιγοστά υπάρχοντά του. Από την άλλη είναι η κόρη της πρωταγωνίστριας, η οποία εκπροσωπεί την νέα γενιά που αμφισβητεί το κομμουνιστικό καθεστώς κι αρχίζει να διεκδικεί τα δικαιώματά της. Αντιθέτως, η μητέρα εκπροσωπεί τη μεταβατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας προσπαθεί να διατηρήσει με πείσμα τα ιδεώδη για τα οποία υπηρετούσε μέχρι τότε, ενώ παράλληλα κρύβει με δυσκολία τους προβληματισμούς της για τις νέες συνθήκες που έρχονται. 




Ένα άλλο μεγάλο κατηγορώ της ταινίας είναι η χυδαία προσπάθεια της γραφειοκρατίας, η οποία επιθυμώντας να διατηρήσει τα συμφέροντά της αλλά και τη θέση ισχύος της, δε διστάζει να στρέψει τα όπλα της προς τον λαό. Βρήκα εξαιρετικούς τους έντονους διαλόγους μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών, λίγο πριν παρθεί η μοιραία απόφαση. Αντίστοιχης έντασης κι ενδιαφέροντος, βρήκα και τον διάλογο της πρωταγωνίστριας με τον πράκτορα της KGB, ο οποίος με τη σιωπή του παραδέχεται τα εγκλήματα του παρελθόντος αλλά αρκείται στο να απειλήσει διακριτικά την πρωταγωνίστρια, συμβουλεύοντάς την πως καλό είναι να κρατήσει το στόμα της κλειστό διότι έχει ήδη ένα βεβαρυμμένο πολιτικό μητρώο. 
Τέλος, όσον αφορά το ιστορικό γεγονός, ομολογώ πως σοκαρίστηκα με δυο μεθόδους που χρησιμοποίησε το παρακράτος για να διαλύσει την απεργία. Την ώρα που δώσαν εντολή στους στρατιώτες να πυροβολήσουν στον αέρα, διάφοροι κρυμμένοι ελεύθεροι σκοπευτές της KGB, εκτελούσαν τους διαδηλωτές, προσπαθώντας στη συνέχεια να ρίξουν το φταίξιμο των θανάτων στους φαντάρους. Επίσης για να κρύψουν τον αριθμό των νεκρών, μετέφεραν κάτω από άκρα μυστικότητα αρκετά πτώματα, θάβοντάς τα σε τάφους άλλων ανθρώπων έξω από την πόλη. 
Θεωρώ πως το "Dear Comrades!" του Αντρέι Κοντσαλόφσκι είναι ένα σκληρό αλλά συνάμα ειλικρινές μάθημα ιστορίας, που μας παρουσιάζει την αναμενόμενη προδοσία των λαών όταν εμπιστεύονται την εξουσία σε λάθος χέρια. Στο τελευταίο του ασπρόμαυρο κινηματογραφικό διαμάντι με τα αριστοτεχνικά του πλάνα και την κατανοητή παρουσίαση κι ανάλυση του ιστορικού γεγονότος, ο δημιουργός αφήνει την υπόνοια του οράματος για ένα καλύτερο μέλλον, προσφέροντας ένα αίσθημα αισιοδοξίας που θεωρώ πως είναι αναγκαίο μες στη ζοφερή περίοδο που διανύουμε.

Βαθμολογία: 8/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου