Του φιλόλογου Μιχάλη Ανεζίρη
“Βαλκανευτές”, λοιπόν. Με την πρώτη ματιά μας στο εξώφυλλο τούτου του βιβλίου, συναντάμε ένα λογοπαίγνιο που μας κλείνει πονηρά το μάτι, σαν καμωμένο από τα Βαλκάνια και τους “ταξιδευτές/ανιχνευτές”, ως λακωνικό τίτλο που συμπυκνώνει 530 σχεδόν σελίδες γραφτού. Τι σόι γραφτό είναι αυτό; Ταξιδιωτικό οδοιπορικό, θα σκεφτεί κάποιος.
Ωραία...και γιατί χρειάζονται σε κάποιον τόσες σελίδες για να μας περιγράψει εξωτικά ντουβάρια και τοπία, έστω και διαφορετικά, έστω και ενδεχομένως πιο ωραία από κάποια που ξέρουμε; Δε θα μας αρκούσε ένας ταξιδιωτικός οδηγός ή τα δεκάδες, εκατοντάδες σχετικά δημοσιεύματα στην πλημμυρίδα του Διαδικτύου, που συνεχώς μας προσκαλούν σε αποδράσεις προς άγνωστους παραδείσους; Πρέπει να μας τα πει κι ο ίδιος - πόσο θαυμαστά είναι όσα είδε;
Είναι προφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κατάθεση – ψυχής, εαυτού, υπαρξιακών αναταράξεων και δονήσεων, περιπλανήσεων εξωτερικών κι εσωτερικών (με το “Έξω” να λειτουργεί ως αφορμή για βασανιστικό ανασκάλεμα του “Μέσα”), που μετατρέπουν το ανά χείρας βιβλίο σε κάτι πολύ ευρύτερο, και κυρίως βαθύτερο. Η περιπλάνηση λειτουργεί ως αφόρμηση για να ανιχνευθεί και να ανακαλυφθεί η ίδια η Ύπαρξη, εξυπηρετώντας μια ποιότητα που μας θυμίζει τον flaneur (περιπλανώμενο) του Σαρλ Μπωντλαίρ, έτσι όπως τον ορίζει ο ίδιος το 1863 στο παρακάτω απόσπασμα: “Για τον τέλειο flaneur είναι τεράστια χαρά να είναι μακριά από το σπίτι του και, παρόλα αυτά, να νιώθει ότι το σπίτι του είναι παντού. Να βλέπει τον κόσμο, να είναι στο κέντρο του κόσμου και, παρόλα αυτά, να είναι κρυμμένος από τον κόσμο. Είναι ένας πρίγκιπας που χαίρεται, όταν κυκλοφορεί παντού και δεν τον αναγνωρίζουν. Ο εραστής της ζωής κάνει όλον τον κόσμο οικογένειά του, όπως ακριβώς ο εραστής του ωραίου φύλου που δημιουργεί την οικογένειά του από όλες τις όμορφες γυναίκες που έχει βρει ή που θα βρει ή που δε θα βρει ποτέ. Ή ο εραστής των εικόνων που ζει σε μια μαγική κοινωνία ονείρων, ζωγραφισμένων στον καμβά.”
Από τη μία πλευρά, δε θεωρώ ότι υπάρχει απόσπασμα που θα μπορούσε να περιγράψει πιο καίρια μέσα σε τόσο λίγες γραμμές τον ψυχισμό του γράφοντος. Αν όμως το απόσπασμα μάς μεταδίδει μια εικόνα μονοσήμαντα χαρωπή, ειδυλλιακή και λίγο εξιδανικευτική, ταυτόχρονα ο ίδιος στέκεται στον αντίποδα της μποντλερικής θέσης πως “είναι κρυμμένος από τον κόσμο”. Διότι, χρησιμοποιώντας την περιπλάνηση ως μηχανισμό πυροδότησης, μας αποκαλύπτεται, εκτίθεται, ξεγυμνώνεται, κυριολεκτικά ξεβρακώνεται, δίχως να κρατά τίποτα για τον εαυτό του, καμία πισινή, καμία προφύλαξη.
Γεγονός που συνιστά την πρώτη και μεγαλύτερη για μένα αρετή τούτου του συγγράμματος. Το βιβλίο είναι αγνό, τίμιο και καθαρό, ως απόλυτος καθρέφτης του δημιουργού του. Και δεν υπάρχει πιο δυνατή γραφή, πιο αναγκαία γραφή – που να δικαιολογεί δηλαδή την ύπαρξή της και τον εαυτό της – από αυτήν που ξεσκεπάζει τον γράφοντα σε όλες του τις αντιφάσεις, αυτήν που βγάζει στο φως εκτός από τα ισχυρά του σημεία κι όλες του τις αδυναμίες, τα πισωγυρίσματα, τις αμφιταλαντεύσεις, τα αδιέξοδα, τα σκοτάδια.
Ένα σύνολο αντιφάσεων συνθέτει εξάλλου τον καθένα μας ως ατομικότητα. Και τη διαφορά στο τελικό ζύγι, την αποτίμηση, την κάνει η απάντηση στο ερώτημα αν καταφέρνουμε να συγκροτήσουμε αυτές τις αντιφάσεις όχι σε ένα περιφερόμενο άλλοθι για κάθε είδους ασχήμια αλλά σε ένα “τίμιο πακέτο”, ένα σύνολο συνεπές στη βαθύτερη νομοτέλειά του, μέσα - αλλά και πέρα - από τις επιμέρους αντιφάσεις, για να φτάσουμε, λίγο ή πολύ, στην περίφημη “ενότητα των αντιθέτων” του Ηράκλειτου. Και τη ζόρικη αυτή ακεραιότητα, την αυθεντικότητα ενός ανθρώπινου όντος, νομίζω ότι κάθε αναγνώστης δε θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει πολύ γρήγορα πως ο συγγραφέας τη διαθέτει και με το παραπάνω, είτε συμμεριστεί το σύνολο των απόψεών του είτε όχι.
Τη διακρίνει από την πρώτη στιγμή στο σθένος με το οποίο φανερώνονται μπροστά στα μάτια του όλες οι βασανιστικές συγκρούσεις των επιμέρους πλευρών κάποιου που παλεύει να φτάσει ολοένα και πιο κοντά στην αλήθεια του. Μια αλήθεια που περιλαμβάνει το κλείσιμο, την αντικοινωνικότητα και τις καταθλιπτικές στιγμές παράλληλα με την πηγαία ανάγκη συνύπαρξης με τους άλλους. Την ανάγκη για μοναξιά αντάμα με αυτήν του μοιράσματος. Την τάση για την απελευθερωτική απόλαυση της εξερεύνησης και της ανακάλυψης να βαδίζει χέρι – χέρι με τη μελαγχολία και το γνήσιο θυμό για καθημερινές συμπεριφορές της κοινωνικής πλειονότητας. Την απότομη εναλλαγή συναισθημάτων: την χαρά “όταν βρίσκεσαι σε νέους τόπους, με νέες μυρωδιές και νέα πρόσωπα” με την ταυτόχρονη “λύπη στη σκέψη πως όλα αυτά τα βιώνει για πρώτη και τελευταία φορά.” Τον φόβο της μοναξιάς, που συγκρούεται με την ανάγκη της ανεξαρτησίας.
Η αλήθεια του αυτή δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την επώδυνη περιστροφή γύρω από τα εξής δύο ερωτήματα: “Γιατί ταξιδεύω;” “Γιατί γράφω;” Ερωτήματα που τίθενται επίμονα τόσο από τον κοινωνικό του περίγυρο όσο και από τον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να επιστρέφει εμμονικά σε αυτά εντός του βιβλίου. Δεν είναι τυχαίο που οι διαδοχικές απόπειρες απάντησης, όσο το ταξίδι ξετυλίγεται, προσθέτουν κάθε φορά και μια νέα ψηφίδα σ’ αυτήν την ατέρμονη προσπάθεια αυτογνωσίας που μας σφραγίζει ως ανθρώπινα όντα, πλουτίζοντας και τον ίδιο κι εμάς που τον παρακολουθούμε. Ιδού μερικές χαρακτηριστικές αποφάνσεις για το πρώτο ερώτημα: “Η προτίμηση για την αβεβαιότητα που προκαλώ εγώ στον εαυτό μου κι όχι οι άλλοι σε μένα, το τυφλό κάλεσμα της καρδιάς σε νέες αποδράσεις, το αίσθημα του ανικανοποίητου”, “Ταξιδεύω για να ξεφύγω απ’ την αρρώστια, να αποφύγω το χειμώνα της συνείδησης, για να αισθάνομαι πως υπάρχω”, “τα τοπία που συναντώ γύρω μου είναι τα τοπία που έχω εντός μου.”
Στις δικές μου εμμονές, που ξετυλίγονται στα δικά μου προσωπικά γραπτά, έχω αντιπαραβάλει στο παρελθόν δύο στάσεις ζωής, γύρω από δύο τύπους ανθρώπων: αυτούς που κινούνται αδιάκοπα γύρω από τον άξονα του ρήματος “μένω” (μένοντας, επιμένοντας και υπομένοντας) με όσους κινούνται γύρω από την επικράτεια του “φεύγω” και των συνθέτων του. Ο δημιουργός τούτου του βιβλίου με ώθησε να αναθεωρήσω αυτές τις εμμονές (όχι τυχαία, παράγωγο του πρώτου ρήματος), δείχνοντάς μου πως είναι δυνατό να επιμένει και να μένει κάποιος βαθιά μέσα στον πυρήνα της ύπαρξής του φεύγοντας και ξεφεύγοντας. Έχουμε μπροστά μας ένα λαμπρό παράδειγμα συνένωσης των αντιθέτων.
Μίλησα πιο πριν για αγνότητα και τιμιότητα γραφής. Τούτη δεν συνίσταται μόνο σε ό,τι ήδη περιέγραψα, αλλά και στο ακόλουθο. Ο Γ. Χατζελένης, αποκαλύπτοντας το μέσα του, δε διστάζει στιγμή μέσα στο βιβλίο να εκφράσει κοινωνικές και πολιτικές θέσεις δύσκολες, αντιδημοφιλείς σε πλειοψηφίες, που θα ξεβολέψουν και θα δυσαρεστήσουν κάμποσους. Από την αγανάκτησή του για τις ζοφερές πραγματικότητες που δημιούργησε ανά τους αιώνες η ύπαρξη συνόρων, την αποστασιοποίησή του από τη σύγχρονη εκδοχή του πατριωτισμού και την ευτέλεια του περιεχομένου του, την αντίθεσή του με τους εθνικούς μύθους που συγκροτούν το φαντασιακό κάθε σημερινού “πατριώτη”, την καταγγελία των κοινωνιών της πολιτισμένης ευμάρειας για τη στάση τους απέναντι στους πρόσφυγες, τον ρόλο και τις ανεπάρκειες της Αριστεράς, έως την αιχμηρή κριτική της αστικής ιδεολογίας αλλά και της θρησκείας, που “με το πέρασμα των χρόνων μετατράπηκε διαδοχικά σε Εκκλησία, κοσμική εξουσία και αναπαυτική λατρεία του έτοιμου σχήματος”, ο συγγραφέας δε χαρίζεται σε κανέναν. Στάση που αποκτά μεγαλύτερη δύναμη κι εγκυρότητα από το γεγονός ότι στέκεται απολύτως αυστηρός κι απέναντι στον εαυτό του. Δεν είναι αυτό το βιβλίο λοιπόν πεδίο διπλωματικών ισορροπιών, με την επιδίωξη να φανεί ευχάριστο σε όλους και για όλα. Αντιθέτως, ο δημιουργός του βροντοφωνάζει “Αυτός είμαι, και σ’ όποιον αρέσω!” - προκαλώντας και προσκαλώντας όμως τον κάθε αναγνώστη σε έναν παθιασμένο εσωτερικό διάλογο, που του δίνει το έναυσμα ώστε να συγκρουστεί και με τις δικές του βεβαιότητες, εφόσον το τολμήσει.
Απολαυστική και συναρπαστική είναι επίσης μέσα στο βιβλίο η περιήγηση του αναγνώστη στα μονοπάτια και τα μυστικά της Ιστορίας. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, “Μου αρέσει και να μελετώ το παρελθόν των τόπων που επισκέπτομαι με τον ίδιο τρόπο που σέβομαι και αναλύω το δικό μου παρελθόν.” Η δήλωση αυτή - στίγμα ενός ανθρώπου με ξεχωριστό πάθος για αξίες όπως η Ιστορία, ο Πολιτισμός και η Τέχνη - όχι απλά επιβεβαιώνεται όσο προχωράμε την ανάγνωση, αλλά είναι στην πραγματικότητα κι εξαιρετικά μετριοπαθής: ένας γοητευτικός πλούτος πληροφοριών για το παρελθόν και την ταυτότητα κάθε μέρους, άγνωστος εν πολλοίς ακόμα και σε ανθρώπους με ιδιαίτερη μόρφωση, έρχεται να μας ανοίξει δρόμους ουσιαστικής γνώσης και προβληματισμού για τα βασανισμένα και διαχρονικά αιματοβαμμένα Βαλκάνια. Πλούτος εγκιβωτισμένος μέσα σε εμβόλιμες αφηγήσεις που διακόπτουν την κόπωση μιας συνεχούς αφήγησης γύρω από τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, ανανεώνοντας τα ερεθίσματα και το ενδιαφέρον του αναγνώστη και υποκινώντας μια πιο ουσιαστική γνωριμία του με τόπους σημαδεμένους ανεξίτηλα από τους πολέμους και τους εθνικισμούς.
Στον πλούτο αυτό συμβάλλει τέλος και η παρουσία εντός του βιβλίου ανθρώπων όμορφων και αληθινών, άσημων αλλά γι’ αυτό και πιο σημαντικών, των οποίων οι αφηγήσεις καθηλώνουν και συνταράσσουν μέσα από την απλότητά τους – όπως της Αλβανίδας στην καταγωγή φίλης του που συμπυκνώνει την τραυματική ιστορία της στη φράση: “Στην Ελλάδα με φωνάζουν Αλβανίδα και στην Αλβανία με θεωρούν Ελληνίδα”. Ή του τελευταίου Σέρβου στρατιώτη που υπηρέτησε στην Ελλάδα, φύλακα του συμμαχικού νεκροταφείου του Α Παγκοσμίου Πολέμου στη Θεσσαλονίκη, που έμεινε εκεί όλη του τη ζωή, λέγοντας: “ Έχω χρέος να κρατήσω αυτήν τη μνήμη ζωντανή, για να βροντοφωνάζω στους μεγάλους πως ο πόλεμος είναι μεγάλη καταστροφή και αυτό που αφήνει πίσω του είναι όλοι αυτοί εδώ οι τάφοι. Πάνω στην αδιαφορία και στην άγνοια πατάει ο φασισμός.”
Μην ξεχαστούμε όμως...Αν όλα τα παραπάνω που σκόπιμα τονίστηκαν προκρίνουν στον ακροατή προς στιγμήν την αίσθηση ενός βιβλίου όπου κυριαρχούν μονοσήμαντα το βάρος και η σκοτεινιά, ας μην πλανηθεί! Ο συγγραφέας ξέρει να χαίρεται και ν’ απολαμβάνει τη ζωή, και μας το δείχνει με το παραπάνω! Πέρα από την αντικειμενική γοητεία του Άγνωστου που οριοθετούν οι εναλλασσόμενοι προορισμοί, υπάρχουν στιγμές εξύμνησης της ομορφιάς που ωθούν τον αναγνώστη να ξαναγίνει για λίγο παιδί μαζί με τον δημιουργό του – όπως όταν αφηγείται τη λατρεία του για τη θάλασσα, την παθολογική αγάπη του για τη βροχή (“η νοσταλγία που με κυριεύει κουβαλάει λίγο από το άρωμα βρεγμένου χώματος”) αλλά και για τα σύννεφα , που “έχουν μοναδικό σχήμα σε κάθε τόπο”και “είναι τόσο όμορφα γιατί δε μπορεί να τ’ αγγίξει ανθρώπου χέρι”, σύμφωνα με την αφοπλιστική τοποθέτηση της προγιαγιάς του. Όλα τα χρώματα και τ’ αρώματα της ζωής παρελαύνουν μπροστά μας. Κι όσο ξέρει να μας προβληματίζει και να μας πηγαίνει σε βάθη ζόρικα, άλλο τόσο είναι ικανός ο συγγραφέας να μας εξωτερικεύει την πιο αθώα, ανέμελη, ρομαντική και παραμελημένη στην καθημερινότητα πλευρά μας .
Και με την τελευταία αυτή παρατήρηση φτάνω στο κλείσιμο, ξαναπιάνοντας το νήμα από την γοητεία της περιπλάνησης του Μπωντλαίρ. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα ο περιπλανώμενος ισοδυναμεί με τη λέξη “αλήτης” (από το ρήμα “αλάομαι/αλωμαι”). Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Οδυσσέας – μορφή τόσο χιλιοτραγουδισμένη και πηγή έμπνευσης ανά τους αιώνες – υπήρξε το αρχέτυπο του “αλήτη” στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η μετατροπή της έννοιας περίπου σε βρισιά στους χαλεπούς καιρούς μας δε δηλώνει τίποτε άλλο παρά τη βαθιά αξιακή παρακμή των κοινωνιών μας. Όταν η κυρίαρχη κοινωνική επιταγή σε κάθε νέο άνθρωπο είναι “να παρκάρει, να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, να νοικοκυρευτεί, να αράξει”, συμφιλιωμένος με την αδράνεια, το τέρμα της ανησυχίας και της αναζήτησης, έρχεται ο Γιώργος Χατζελένης να μας θυμίσει τη θαμμένη ομορφιά του κατασυκοφαντημένου όρου της αλητείας, αποδεχόμενος το βάρος του και μετατρέποντάς τον ξανά σε αυτό που πάντα ήταν και θα έπρεπε να είναι για όλους μας– ένα μυστικό δώρο, ένα κλειδί για την ουσιαστική ζωή, που συνδέεται πάντα με τη συνεχή μετακίνηση - είτε έξω μας είτε μέσα μας, είτε σε συνδυασμό. Όσοι κι όσες συγκινείστε ακόμα από αυτήν την οπτική για τον κόσμο και τα πράγματα, όσοι κι όσες νιώθετε να ευνουχίζεστε από τους συνθλιπτικούς μηχανισμούς μιας κοινωνίας που μας διαλαλεί με κάθε τρόπο “Κάτσε στ’ αυγά σου!”, εισπνεύστε τον φρέσκο αέρα που αναδύεται από τούτες τις σελίδες και ακολουθήστε το θρόισμά του. Αλητέψτε μαζί του...