Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Βαλκανευτές



της Αγγέλα Μάντζιου

Το βιβλίο καταγράφει ένα ταξίδι στα Δυτικά Βαλκάνια. Πρόκειται για μια εκδρομή τριών φίλων στα κράτη της περιοχής αυτής. Με σταθμούς προορισμού σε διάφορες πόλεις και από περάσματα- αναχωρήσεις από συνοριακούς σταθμούς, καταγράφεται ένα οδοιπορικό περιπλάνησης σε μια ιδιαίτερη περιοχή που αποτέλεσε πεδίο μαχών αλλά και τόπο συνάντησης-συνύπαρξης διαφορετικών λαών και πολιτισμών. Το κείμενο πλαισιώνουν φωτογραφίες τοπίων, μνημείων, ανθρώπων, που απαθανατίζουν αφαιρετικά και με καλλιτεχνική ματιά, χαρακτηριστικές στιγμές και όψεις των εικόνων του ταξιδιού.
Ο συγγραφέας κάνει ορατή την παρουσία του παρεμβαίνοντας με στοχασμούς, εσωτερικές σκέψεις και ερωτήματα τα οποία κάποιες φορές θέτει προς συζήτηση και διερεύνηση στην παρέα των φίλων του, Γιάννη και Σπύρου, ανιχνεύοντας διαθέσεις, προκαλώντας την ανταλλαγή επιχειρημάτων, σκέψεων και απόψεων.
Το χρονικό του ταξιδιού καταγράφεται με πολλές λεπτομέρειες. Οι αναφορές σε σχετικά πρόσφατα και επίκαιρα γεγονότα, όπως ο πόλεμος και οι συνέπειές του στην ζωή και στις σχέσεις των ανθρώπων, στα μνημεία και στο τοπίο, υποδηλώνουν μια τάση αναζήτησης, διερεύνησης και αναψηλάφησης της αλήθειας όσων συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή, επηρεάζοντας τις σχέσεις κρατών, φυλών και εθνοτήτων, διαγράφοντας εν πολλοίς ένα αβέβαιο ή ασταθές μέλλον. 
Ιστορικά συμβάντα, μνημεία, άνθρωποι, πολιτισμικά στοιχεία, μύθοι, θρύλοι, καταγραφές, αρχεία, πληροφορίες, ορόσημα, σύμβολα, συνθήκες, θηριωδίες, επεμβάσεις, περνούν στα στοιχεία της γεωγραφίας του τόπου, καταγράφοντας ιδιοτυπίες, διαφορές αλλά και ομοιότητες λαών που έζησαν μαζί για αιώνες σε πολυπολιτισμικές κοινότητες. 
Στο σώμα του βιβλίου και στην ροή της αφήγησης παρεμβάλλονται σκηνές της καθημερινής ζωής, θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις, συναντήσεις και συζητήσεις με ντόπιους κατοίκους, φευγαλέες εντυπώσεις και βλέμματα συνεννόησης και κατανόησης ανορθόδοξων και τραγελαφικών καταστάσεων. Στην εξιστόρηση μπλέκονται εικόνες των πόλεων και κάποιες αλλόκοτες συμπεριφορές των ανθρώπων, κατάλοιπο των δεινών του πολέμου, της βίας, των θανάτων, της καταστροφής και της φτώχειας. 
Όλα σχετίζονται με τις ιδιομορφίες του τοπίου, ενός κοινωνικοπολιτικού και φυσικού τοπίου που περιγράφεται και με λογοτεχνικές πινελιές, ιδωμένο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοσύνθεσης λαών και εθνοτήτων. Εκκλησίες, κάστρα, μοναστήρια, πλατείες, ποταμοί, λίμνες, νησιά, λιμάνια, οροσειρές, χωριά και πόλεις, συνοικίες, γεφύρια, δρόμοι, αγάλματα, φιγούρες ανθρώπων, προβάλλουν μια πολυπολιτισμική πολυφυλετική και ζωηρή πραγματικότητα. Η δημιουργία νέων κρατών, η χάραξη καινούργιων συνόρων, οι εύθραυστες ισορροπίες, οι ανατροπές, καθώς και η εχθρότητα και η καχυποψία, η συνύπαρξη, οι παρανοήσεις, αποτυπώνονται στα πρόσωπα, αντανακλούν στην όψη των κτιρίων, στην αισθητική των πόλεων και στην Ιστορία των λαών της περιοχής. 
Άξονας της οπτικής είναι η κρίση και ο τρόπος που βιώνεται από γενιές και λαούς. Συγκρίνονται γεγονότα και ανιχνεύονται ομοιότητες και αναλογίες αισθημάτων, συμπεριφορών, διαθέσεων, τοπίων. Αναμνήσεις, ονειροπολήσεις, μια τάση ενδοσκόπησης και στοχασμού, κριτική σε κοινωνικοπολιτικά θέματα, συνειρμοί, συσχετίσεις, επαληθεύουν ή καταρρίπτουν στερεότυπα και φόβους. Εξετάζονται ρεαλιστικά στην αύρα του τοπίου της χώρας και της κληρονομιάς των πόλεων, των καιρικών φαινομένων και των ανέμων, στο διαχωριστικό πεδίο συνόρων και εθνικών ιδιαιτεροτήτων-συνθηκών. 
Με μια παιδιάστικη θέρμη ο συγγραφέας περιγράφει και αναλύει, αφήνοντας να παρασυρθεί από θυμικές διαθέσεις και τάσεις εξωτερίκευσης των σκέψεών του. Εξομολογούμενος παιδικές αναμνήσεις, όνειρα, ωθείται σε παρεκβάσεις σχετιζόμενες με το εκάστοτε θέμα που θίγεται και αφορά ανάλογα το τοπίο ή τις ανθρώπινες καταστάσεις και τύχες των λαών. 
Ποιήματα, μουσικές, ταινίες, αναφορές σε μύθους και συγγραφείς, σε ιστορικά περιστατικά και ηγέτες, δίνουν στο βιβλίο έναν αέρα διακειμενικότητας επεκτείνοντας τις γραμμές αφήγησης και ανοίγοντας τα θεματικά πεδία. 
Θέματα της πολιτικής επικαιρότητας υπεισέρχονται στις συζητήσεις και στους υπαρξιακούς-φιλοσοφικούς προβληματισμούς και θίγονται φιλτραρισμένα από την προσωπική ματιά των ομιλητών, δίνοντας και το στίγμα της ερμηνείας των συνθηκών του παρόντος και του μέλλοντος του κόσμου. Ανακύπτουν και προβληματισμοί για θέματα όπως το προσφυγικό, η κρίση, οι επιλογές κρατών και κηδεμόνων, οι αξίες και το μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης. 
Το ταξίδι τελειώνει με την άφιξη στην Αθήνα και με τον αποχαιρετισμό των φίλων με μια αίσθηση ικανοποίησης για την κατάκτηση ενός κοινού στόχου, με την έμπειρη βεβαιότητα της αποθησαυρισμένης γνώσης που εμπλουτίζεται και μοιράζεται και με μια διάθεση νοσταλγίας, έναυσμα αναζήτησης περιπετειών και προγραμματισμού, σχεδιασμού και οργάνωσης νέων ταξιδιών. 

Αποσπάσματα 

«Άφησα τη βαλίτσα στο πάτωμα και το σακίδιο στον καναπέ και στάθηκα στη μέση του σαλονιού, προσπαθώντας να προσαρμοστώ ξανά στα περιορισμένα όρια της καθημερινότητάς μου.[…] «Φίλε μου, διανύσαμε ακριβώς 4.730 χιλιόμετρα». Σελ. 529 

«Γι’ αυτό ταξιδεύω. Για να ξεφεύγω απ’ αυτή την αόρατη αρρώστια. Για να βρω το φάρμακο που μπορεί να με προστατεύσει από τον επικίνδυνο χειμώνα της συνείδησης που διανύουμε εδώ και χρόνια. Εκεί που άλλοι αποστρέφουν το ενδιαφέρον τους για τις ουμανιστικές γνώσεις, εγώ αισθάνομαι πως έχω το έμφυτο καθήκον να περισώσω όσες μπορώ. Μια διακριτική αντίσταση κατά της βαρβαρότητας των ημερών μας. Μια επίμονη διάσωση της μνήμης κι όλων εκείνων των γεγονότων που αδίκως έχουν αφεθεί στο καταστροφικό έργο της λήθης». Σελ. 341 

«Την απάντηση την είχα βρει κάποτε σ’ ένα από τα αποφθέγματα του Σαίξπηρ, που επισήμαινε πως το παρελθόν είναι ο πρόλογος για όλα αυτά που θα συμβούν. Γι’ αυτά που ο κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι, να σκέφτεται και να νιώθει». Σελ.353 

«Στο Λεξικό του Διαβόλου που έγραψε ο πικρόχολος Αμπρόουζ Μπιρς, είχα κάποτε διαβάσει πως η Ιστορία είναι «μια σχεδόν πάντα εσφαλμένη αφήγηση γεγονότων χωρίς σημασία», διότι είναι προϊόν αρχηγών κρατών που διακρίνονται για την κουτοπονηριά τους. Επίσης, σύμφωνα με τον Φερνάν Μπροντέλ, «την Ιστορία δεν την φτιάχνουν τα γεγονότα αλλά η αφήγησή τους». Σελ.164 

«Όμως στο πρόσωπό τους μπορούσα κάλλιστα να αναγνωρίσω τη φυσιογνωμία του παππού μου. Ίδιο βλέμμα, ίδιο στήσιμο κορμιού… ίσως κι ίδια συναισθήματα. Δύο συνομήλικοι άνθρωποι που έζησαν σε διαφορετικούς τόπους, μεγάλωσαν μαθαίνοντας την ιστορία από μία διαφορετική σκοπιά και πορεύτηκαν πατώντας σε αντίθετη ιδεολογία, έφτασαν στο λυκόφως της ζωής τους υποταγμένοι στην ίδια απογοήτευση». Σελ.70 

«Η απαλλαγή του φόρου υποτέλειας ήταν ένα ακόμη κοινό στοιχείο που είχε το Ντουμπρόβνικ με τη Χίο, σκέφτηκα κι έσκυψα το κεφάλι για να μη φανεί το μειδίαμα στα χείλη μου». Σελ.122

«Στεκόμασταν πάνω στο πρωτότυπο μουσικό όργανο του Nicola Basic, το οποίο λειτουργούσε με την κίνηση των κυμάτων και του αέρα. Εντυπωσιασμένοι καθίσαμε στα σκαλοπάτια και κοιτούσαμε προς τη θάλασσα ακούγοντας μαγεμένοι τη μελωδία της. […]. Είχα γείρει στο πίσω σκαλοπάτι κι απολάμβανα την αλμύρα των κυμάτων που έσκαγαν μπροστά μου καθώς αναρωτιόμουν αν υπήρχε κάτι πιο όμορφο πέρα από τα σύννεφα της Ζαντάρ. Άραγε να είναι η άγρια ομορφιά του τοπίου ή η παγανιστική μουσική της φύσης;». Σελ. 191-192 

«Μεμιάς το Σαράγεβο μετατράπηκε στα μάτια μου σε ένα ανοιχτό βιβλίο,…» Σελ. 424 

« Υπάρχουν ανά την υφήλιο άνθρωποι οι οποίοι συγκροτούν έναν Τέταρτο Κόσμο, μια δική τους διασπορά… Άμα βρεθείς ανάμεσά τους, δεν πρόκειται ούτε να σε κοροϊδέψουν ούτε να σε πικράνουν, γιατί δεν τους ενδιαφέρει ούτε η φυλή σου ούτε το θρήσκευμά σου, ούτε το φύλο ή η εθνικότητά σου · τους βλάκες τους ανέχονται, αν όχι ευχάριστα, οπωσδήποτε με κατανόηση. Γελάνε εύκολα. Δεν δυσκολεύονται να αισθανθούν ευγνωμοσύνη. Δεν είναι ποτέ τους μικρόψυχοι. Δεν τους αναχαιτίζει ούτε η μόδα, ούτε η κοινή γνώμη, ούτε το πολιτικά ορθό. Είναι εξόριστοι μέσα στην ίδια τους την κοινότητα, γιατί πάντα ανήκουν σε κάποια μειοψηφία, όμως είναι ένα έθνος πανίσχυρο, και κρίμα που δεν το ξέρουν. Είναι το έθνος του πουθενά και έχω καταλήξει να πιστεύω ότι είναι φυσικό να έχει πρωτεύουσά του την Τεργέστη». Σελ. 278-279 

«…μία αστραπή έσκασε μπρος στα μάτια μου κι αμέσως το μυαλό μου γέμισε εικόνες με καστροπολιτείες, αρχαία λιμάνια, καταπράσινα νερά και πόλεις με εμφανή τα σημάδια ενός σχετικά πρόσφατου πολέμου. «Φεύγουμε για Δυτικά Βαλκάνια!» Σελ.18 


Πηγή: Cityportal

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

Flee (2021)




Κάθε χρόνο ενθουσιάζομαι με την ποικιλία των animation που προβάλλονται στις σκοτεινές αίθουσες, για τα οποία έχω παρατηρήσει πως σπανίως απογοητεύομαι τόσο με τις δικές μου επιλογές όσο και με τις προτάσεις των φίλων μου, μ' αποτέλεσμα κάθε χρόνο να υπάρχει τουλάχιστον ένα animation στην ετήσια λίστα των δέκα αγαπημένων μου ταινιών. Μάλιστα σε δυο διαδοχικές χρονιές, το 2007 και 2008, την πρώτη θέση την κατέλαβαν δυο αξεπέραστα αριστουργηματικά animation, το συγκινητικό "Persepolis" της Μαρζάν Σατραπί και το συνταρακτικό "Βαλς με τον Μπασίρ" του Άρι Φολμαν. Πολύ πιθανόν στην κορυφή και της φετινής ετήσιας κινηματογραφικής μου δεκάδας να φιγουράρει ένα ακόμη συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό αριστούργημα, το "Flee" (ή Flugt στα δανέζικα) του Δανού σκηνοθέτη Τζόνας Πόερ Ράσμουσεν (Jonas Poher Rasmussen).
Το "Flee" είναι ένα ιδιαίτερο animation καθώς αποτελείται από μια ποικιλία σχεδίων τα οποία δένουν απόλυτα με βίντεο ντοκουμέντα, ντύνοντας μ' αυτόν τον τρόπο τις εξιστορήσεις του Αμίν Ναγουαμπί, ενός Αφγανού πρόσφυγα που είναι φίλος του σκηνοθέτη. Ο Αμίν αναγκάστηκε από παιδί να διαφύγει μαζί με την οικογένειά του από το Αφγανιστάν λίγο πριν την επικράτηση των Ταλιμπάν στα τέλη της δεκαετίας του '80, έγινε μάρτυρας των πρώτων ημερών της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης ζώντας μια απάνθρωπα αγχώδη παραμονή στην παρηκμασμένη Μόσχα και στάθηκε "τυχερός" μετά από μια εφιαλτική απόπειρα να περάσει μέσω θαλάσσης στην Δύση. Τελικά καταφέρνει να βρεθεί μόνος του στην Δανία. Μέσα σε ένα τραίνο γνώρισε τον Δανό σκηνοθέτη. 
Ο Ράσμουσεν καταφέρνει να κερδίζει την εμπιστοσύνη του φίλου του και κρατώντας την ανωνυμία του, τον βοηθάει να ανοιχτεί και να περιγράψει όλα όσα βίωσε τις δυο ταραχώδεις δεκαετίες της ζωής του. Κι όπως φαίνεται μέσα από τις συζητήσεις, οι αναμνήσεις του πρωταγωνιστή έχουν παραμείνει ζωντανές γεμάτες λεπτομέρειες, οι οποίες μεταφέρονται τόσο όμορφα μέσα από την οθόνη, φτάνοντας στο τέλος να θεωρούμε πως δεν παρακολουθήσαμε μια αφήγηση ιστοριών αλλά την περιγραφή της βίαιης ενηλικίωσης του πρωταγωνιστή. 
Η ιστορία ξεκινάει με μια απλή ερώτηση η οποία μπορεί να εκπλήξει με τις απαντήσεις που ενδέχεται να δώσει, όπως συνέβη και στην ταινία με την απάντηση που δίνει ο πρωταγωνιστής. "Τι θεωρείς σπίτι;" τον ρωτάει ο σκηνοθέτης κι ο Αμίν του απαντά πως για εκείνον σπίτι είναι το μέρος όπου δε χρειάζεται να τρέξει. Το μέρος όπου μπορεί να παραμείνει και να γαληνέψει. Τα λόγια του είναι τόσο καθαρά, γαλήνια και ζεστά, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όλα αυτά που παρακολουθούμε στα πρώτα πλάνα της ταινίας. Έντρομους ανθρώπους να τρέχουν για να γλιτώσουν από κάποιον βομβαρδισμό και για να ξεφύγουν από τα κτίρια που γκρεμίζονται γύρω τους. Κάτι λοιπόν που για μας τους δυτικούς είναι δεδομένο, για τον Αμίν αλλά και για τον κάθε πρόσφυγα είναι μια πολυτέλεια. Ένα όνειρο που πολλές φορές παραμένει απατηλό.



Οι εξιστορήσεις ξεκινούν από τα παιδικά χρόνια του Αμίν στο Αφγανιστάν. Παντού κυριαρχούν τα έντονα χρώματα, η ξεγνοιασιά αλλά κι οι μουσικές επιτυχίες της δεκαετίας του '80 που ακούει ο Αμίν στο walkman του καθώς τρέχει ανέμελος στους δρόμους της Καμπούλ. Νιώθει τυχερός και γεμάτος που βρίσκεται σε μια δεμένη οικογένεια παρόλο που έχει αρχίσει να προβληματίζεται για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τον οποίον δεν μπορεί ακόμα να προσδιορίσει και να διαχειριστεί. Όμως, η όμορφη καθημερινότητά του θα τερματιστεί βίαια με την επικράτηση των Ταλιμπάν, έχοντας φυσικά τη στήριξη των Αμερικανών. 
Οι Ταλιμπάν καταλύουν το προηγούμενο σοβιετικό καθεστώς κι εγκαθιδρύουν το σκοταδιστικό τους κράτος, το οποίο έγινε ευρέως γνωστό μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001. Ο Αμίν καταφέρνει τελευταία στιγμή να ξεφύγει μαζί με την οικογένειά του από την Καμπούλ, εκτός από τον πατέρα του τον οποίον τον έχουν ήδη συλλάβει. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο της ζωής του κρατάω τρία στοιχεία που με συγκλόνισαν. Πρώτα απ' όλα δε φαίνεται πουθενά ξεκάθαρα η φυσιογνωμία του πατέρα, φανερώνοντας την αδυναμία του πρωταγωνιστή να τον φέρει στη θύμησή του καθώς ήταν πολύ μικρός όταν τον συνέλαβαν. Η μορφή του πατέρα ξεχωρίζει μόνο σε κάποιες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που βρίσκονται διάσπαρτα στο σπίτι, θυμίζοντάς μου αρκετά τους στίχους του Another Brick in the Wall Part.1 των Pink Floyd: "Daddy's flown across the ocean / Leaving just a memory / A snap shot in the family album / Daddy what else did you leave for me?". Το δεύτερο στοιχείο που με συγκλόνισε είναι η λυρική σκηνή που δείχνει τα μαλλιά της μάνας να ασπρίζουν απότομα αμέσως μετά τη σύλληψη του άντρα της παρόλο που εκείνος αποδέχεται στωικά την προδιαγεγραμμένη του μοίρα. Η τρίτη σκηνή είναι εκείνη της φυγής. Το κάδρο της ταινίας επικεντρώνεται στο παράθυρο του αεροπλάνου τη στιγμή που εκείνο απογειώνεται, πλημμυρίζοντας ακόμη και μένα με τη σωτήρια αίσθηση της διαφυγής. Το αεροπλάνο ίπταται αφήνοντας πίσω μια γραμμή. Ένα πλάνο που με ανάγκασε για μια μόνο στιγμή να φανταστώ τον εαυτό μου ριζωμένο στο έδαφος κι εγκλωβισμένο στην Καμπούλ, παρακολουθώντας γεμάτος απόγνωση τη φυγή των υπολοίπων. Εικόνες στις οποίες γίναμε για μια ακόμη φορά τηλεοπτικοί μάρτυρες πρόσφατα με τα τρομακτικά πλάνα από το αεροδρόμιο της Καμπούλ μετά τη δεύτερη επικράτηση των Ταλιμπάν σ' αυτήν την τόσο τραυματισμένη χώρα. 
Ακολουθεί το δεύτερο κεφάλαιο της ζωής του, το οποίο είναι ο εγκλωβισμός του στη Μόσχα, τις μέρες που η Ρωσία βίωνε τη χειρότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Στους δρόμους επικρατούσε η μιζέρια της απόλυτης φτώχιας κι η διεφθαρμένη αστυνομία έκανε τη ζωή των προσφύγων ακόμη πιο δύσκολη. Ζώντας σε ένα δυσβάσταχτο περιβάλλον και μια στασιμότητα που επιφέρει ο εγκλεισμός σε ένα άδειο από μνήμες κι όνειρα διαμέρισμα, τα μέλη της οικογένειας του Αμίν προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να διαφύγουν στη Σουηδία όπου βρίσκεται ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Στις εξομολογήσεις του ο Αμίν για τις προσπάθειές τους αυτές και τα εμπόδια που συναντούσανε, δηλώνει με κάθε ειλικρίνεια πως δεν ήξερε ποιους σιχαίνεται περισσότερο, τους μπάτσους ή τους διακινητές. 
Μέσα από τις προσπάθειες τους να περάσουν στην Σουηδία, παρακολουθούμε με ωμό και σε αρκετά σημεία συνταρακτικό ρεαλισμό το δράμα των προσφύγων. Ο ασφυκτικός εγκλεισμός σε κοντέινερ, το επικίνδυνο πέρασμα μέσα από χιονισμένα δάση κι η αντιμετώπιση των απειλητικών κυμάτων σε σαπιοκάραβα εν μέσω καταιγίδας, αποτελούν σκηνές τόσο μακρινές αλλά και τόσο τωρινές. 
"Η μητέρα μου ήταν παγωμένη από το φόβο, βλέποντας τα κύματα να καλύπτουν το πλοίο καθώς ο μεγαλύτερος εφιάλτης της ήταν μη πεθαίνει από πνιγμό", αναφέρει ο Αμίν στις εξιστορήσεις του. 
"Εσένα τι σε τρόμαξε περισσότερο;" τον ρωτάει ο φίλος του. 
"Αν συμβεί κάτι κακό ποιον θα σώσω; Την μητέρα μου ή τον αδελφό μου" δηλώνει για μια ακόμη φορά γεμάτος ειλικρίνεια ο Αμίν καθώς η οθόνη γεμίζει με πτώματα που βυθίζονται αργά προς τον πυθμένα της σκοτεινής θάλασσας με εξαίρεση το σώμα του πρωταγωνιστή που προσπαθεί με απεγνωσμένες προσπάθειες να βγει στην φουρτουνιασμένη επιφάνεια. 
Οι προσπάθειες της οικογένειας του Αμίν να περάσει στην Δύση, ήταν για μένα ένας συνεχής ψυχολογικός κλυδωνισμός. Υπήρξαν αρκετές στιγμές που μου κόπηκε η ανάσα κι ανέβηκαν στα ύψη οι παλμοί της καρδιάς. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν κι οι έντονες γραμμές των σχεδίων που με παρέσερναν στη δίνη των φορτισμένων συναισθημάτων και των ψυχολογικών σκαμπανεβασμάτων του ίδιου του πρωταγωνιστή. Εισχώρησα τόσο πολύ στα βιώματα του που έφτασα στο σημείο να αισθανθώ την ίδια ντροπή που ένιωσε κι εκείνος όταν το ακυβέρνητο σκάφος που τους μετέφερε στη Σουηδία συναντήθηκε μεσοπέλαγα με ένα σκανδιναβικό κρουαζιερόπλοιο κι η άθλια κατάστασή τους έγινε θέαμα για τους αδιάφορους ταξιδιώτες. Σ' αυτήν την εκπληκτική σκηνή ένιωσα διπλή ντροπή. Ντροπή συμπάσχοντας με την άθλια κατάσταση του πρωταγωνιστή και των συνεπιβατών του αλλά και ντροπή ως ελεύθερος "δυτικός" πολίτης που με τα χρόνια έχω μετατραπεί σε άβουλο κι απαθή θεατή στο συνεχιζόμενο προσφυγικό δράμα. 
Επίσης, ένας ακόμη παράγοντας που έκανε πιο έντονες τις σκηνές των εξιστορήσεων του πρωταγωνιστή, είναι η διαχρονικότητα αυτών των γεγονότων κι η εφιαλτική επανάληψή τους με το σημερινό προσφυγικό δράμα τόσο στα νερά του Αιγαίου όσο και στις νησίδες του Έβρου. 




Και φτάνουμε στο τρίτο και τελευταίο πια μέρος των εξιστορήσεων του Αμίν, όπου περιγράφει τον τρόπο που κατάφερε να φτάσει στην Δανία μέσω Κωνσταντινούπολης, αναγκαζόμενος να σβήσει κάθε στοιχείο της αληθινής του ταυτότητας και να δηλώσει πως όλα τα μέλη της οικογένειάς του είναι νεκρά. Για να κάνει το επόμενο βήμα αναγκάστηκε να διαγράψει καθετί δικό του. Ίσως γι' αυτό το λόγο δυσκολεύτηκε να ανοιχτεί στις διακριτικές ερωτήσεις του Ράσμουσεν κι επιθύμησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.  
Ο Αμίν αναγκάστηκε να διαφύγει μόνος του, αφήνοντας πίσω την μητέρα του και τον αδελφό του. Η προτεραιότητα που του δόθηκε, ήταν θυσία για τους άλλους δυο που έμειναν πίσω στην Μόσχα να περιμένουν τη σειρά τους. Ο πρωταγωνιστής ένιωσε μεγάλη υποχρέωση για την απόφαση αυτή, γεγονός που τον ώθησε να κάνει τα πάντα για να πετύχει και να γίνει ένας ενεργός κι αξιόλογος πολίτης στη νέα του πατρίδα, φτάνοντας σε επίπεδα μεταδιδακτορικών σπουδών. Θεωρούσε πως η ακαδημαϊκή του καριέρα είναι το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για να τιμήσει τις θυσίες των ανθρώπων του. Όμως όλα αυτά τα γεγονότα που έζησε και σημάδεψαν την ψυχή του, τον έκαναν να χάσει την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους και τον κράτησαν απόμακρο από όλους όσοι επιθυμούσαν να σταθούν δίπλα του. 
Η εξιστόρηση όλων αυτών των γεγονότων κι ο φόβος του πρωταγωνιστή για τυχόν αποκαλύψεις, φανερώνει ένα ακόμη σιωπηρό μαρτύριο του Αμίν, στο να κουβαλάει όλα αυτά τα χρόνια ένα επίπονο μυστικό τόσο για την πραγματική του ταυτότητα όσο και για την τύχη της οικογένειά του. Για να παραμείνει ασφαλής, είναι υποχρεωμένος να κρατήσει κρυφά αρκετά στοιχεία της ζωής του ακόμη και στον σύντροφό του. Ακόμη και στην εξιστόρηση των γεγονότων προς τον σκηνοθέτη. Οπότε η επιλογή του animation ίσως βοήθησε στο ξεκλείδωμα του και διαφύλαξε την ανωνυμία του. 
Σκηνοθετικά, η ταινία είναι ένα πρωτοποριακό animation όπου παντρεύονται τα σχέδια με τα βίντεο ντοκουμέντα τα οποία δίνουν ένα ιστορικό πλαίσιο στα γεγονότα που περιγράφει ο πρωταγωνιστής μέσα από τις εξιστορήσεις του. Στην ουσία είναι ένα πετυχημένο πάντρεμα τεχνών που επικεντρώνεται κυρίως στον άνθρωπο, στις διαχρονικές του τραγωδίες και στους καθημερινούς του προβληματισμούς. Ωστόσο, υπάρχει μια τρυφερή ευαισθησία που υπογραμμίζει την ταινία, αποτρέποντάς την να καταλήξει στην περιγραφή μιας απόλυτης τραγωδίας. Σημαντικό ρόλο σ' αυτό παίζουν οι φωνές των δυο προσώπων που συμμετέχουν στην εξιστόρηση, οι οποίες είναι αρκετά ζεστές δημιουργώντας ένα κλίμα οικειότητας με τους θεατές. Ίσως αυτός να είναι ένας επιπλέον λόγος που μας κάνει να βιώσουμε τόσο έντονα τα γεγονότα που παρουσιάζονται στην οθόνη. Επίσης πάνω σ' αυτόν τον διάλογο γίνεται εμφανής η γαλήνευση της φωνής του Αμίν καθώς σταδιακά απαλλάσσεται από το χρόνιο βάρος που κουβαλά τόσα χρόνια μέσα του, καθώς ανοίγεται και μοιράζεται την ιστορία του με κάποιον άλλον.
Η σπουδαιότητα της συγκεκριμένης ταινίας φάνηκε τόσο στις βραβεύσεις που έλαβε όσο και στις υποψηφιότητες βραβείων. Είναι αξιοσημείωτο πως για πρώτη φορά στην ιστορία των Oscars μια ταινία ήταν υποψήφια στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων, Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Επίσης ήταν υποψήφια στα βραβεία BAFTA και στις Χρυσές Σφαίρες στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας Κινούμενων Σχεδίων. 
Το "Flee" είναι ένα αριστούργημα που συνταράσσει συθέμελα τον θεατή χωρίς να επιστρατεύει επίπλαστους συναισθηματισμούς, παρά ακολουθεί τη χαμηλόφωνα ειπωμένη μα ασιγαστα ηχηρή ιστορία του Αμιν, αλλά κι όλων των ανθρώπων σαν αυτόν που εξαναγκάζονται στη φυγή κατατρεγμένοι από πολέμους και πάσης φύσεως δυσχέρειες. Εκείνων που επειτα εγκλωβίζονται όχι μόνο ανάμεσα σε αποπνικτικές καρότσες φορτηγών και σε ετοιμόρροπα αμπάρια πλοίων στο έλεος της θάλασσας, αλλά κυρίως στα ορθωμενα κύματα της αδιαφορίας και της εκμετάλλευσης των ανθρώπων. Αυτό το κινηματογραφικό διαμαντάκι λοιπόν υπάρχει όπως έλεγε κι ο σπουδαίος ανθρωπιστής φωτογράφος Γιάννης Μπεχράκης "για να μην μπορεί να πει κανείς πως δεν ήξερε".

Βαθμολογία: 9/10

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

Παρίσι, Διαμέρισμα 13 (2021)

 



Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια από εκείνη τη βραδιά που είχα εξέλθει μουδιασμένος από τη σκοτεινή αίθουσα έχοντας παρακολουθήσει ένα απρόσμενο αριστούργημα, το οποίο εξακολουθεί να με στοιχειώνει μέχρι σήμερα. Αναφέρομαι στο "Shame", το συνταρακτικό κινηματογραφικό διαμάντι του Στιβ Μακουίν, στο οποίο ο δημιουργός καταφέρνει να εισχωρήσει τόσο στη σιωπηλή μοναξιά που επιφέρουν οι ανεξέλεγκτοι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής όσο και στην αναπόφευκτη διέξοδο του πρωταγωνιστή σε κάθε μορφή αχαλίνωτου σεξ. Δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία της συγκεκριμένης ταινίας, έρχεται ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζακ Οντιάρ να καταπιάνεται με το ίδιο ακριβώς θέμα παρουσιάζοντάς το σε μια νέα μορφή, καθώς οι γρήγορες εξελίξεις μεταβάλλουν συνεχώς τις ανάγκες των ανθρώπων και την εικόνα της εκάστοτε κοινωνίας. Μετά το πέρας της προβολής, θεωρώ πως κι εκείνος κατάφερε με τη σειρά του να μας προσφέρει ένα αξιόλογο και μοναδικό στο είδος του έργο.
Η ταινία μας μεταφέρει σε ένα από τα απρόσωπα και γκρίζα περιφερειακά διαμερίσματα του Παρισιού, τα ονομαζόμενα από τους Γάλλους "Olympiades", τα οποία αποτελούνται από μεγάλες εργατικές κατοικίες που εκτείνονται περιμετρικά του λαμπερού ιστορικού κέντρου της γαλλικής πρωτεύουσας. Σ' αυτές τις περιοχές συνυπάρχουν άνθρωποι διαφόρων εθνών και φυλών, οι οποίοι προσπαθούν σε καθημερινή βάση να αντιμετωπίσουν τους γρήγορους ρυθμούς που επιβάλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής και να καλύψουν τις επαγγελματικές τους απαιτήσεις θυσιάζοντας αρκετά πράγματα τόσο δικά τους όσο και των ανθρώπων τους. 
Για την ιστορία, ο σκηνοθέτης επιλέγει τέσσερα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, τα οποία "εκπροσωπούν" μια διαφορετική ευάλωτη κοινωνική ομάδα. Οι συγκεκριμένοι πρωταγωνιστές κουβαλούν τα δικά τους παρελθοντικά βαρίδια, προσπαθώντας ο καθένας με τον τρόπο του να πατήσει γερά στα πόδια του για να μπορέσει να ατενίσει με κάποια ελπίδα το αβέβαιο μέλλον του. Οι δρόμοι που ακολουθούν θα τους φέρουν κοντά, γεγονός που θα τους οδηγήσει σε υπόγειες συγκρούσεις επικράτησης, γεγονός που τους αναγκάζει να εξωτερικεύσουν μέσω της συμπεριφοράς τους τα συμπλέγματα του παρελθόντος τους. Όμως μέσα απ' αυτήν την καθημερινή τριβή των ανθρωπίνων σχέσεων, οι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με τις φοβίες και τις αδυναμίες που κουβαλούν μέσα τους. 
Μ' αυτόν τον τρόπο χτίζεται και το μωσαϊκό της συγκεκριμένης ταινίας, πατώντας στη διαφορετική ζωή και την ξεχωριστή προσωπικότητα του καθενός. 





Πρώτο πρόσωπο που μας παρουσιάζεται στην ταινία είναι η Έμιλι, η οποία ζει στο διαμέρισμα της γιαγιάς της (καθώς εκείνη βρίσκεται με άνοια στο γηροκομείο) και αναζητεί συγκάτοικο για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδα του σπιτιού και των καθημερινών της αναγκών. Η Έμιλι αντιπροσωπεύει τόσο την κοινωνική ομάδα των Ασιατών που έρχονται στην Δύση για έναν ποιοτικότερο τρόπο ζωής όσο και τη νέα γενιά που έχει πέσει θύμα της χρόνιας οικονομικής κρίσης και του ακριβού κόστους ζωής που υφίσταται στις μεγάλες πόλεις. 
Με την απόφασή της αυτή, η Έμιλι γνωρίζει τον Καμίλ, ο οποίος αναζητά ένα διαμέρισμα για να είναι κοντά στον εργασιακό του χώρο. Από τη μεριά του, ο Καμίλ εκπροσωπεί την κοινωνική ομάδα των μαύρων που ζουν υπό το ρατσιστικό βλέμμα των λευκών, γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν περαιτέρω προσπάθεια για να μπορέσουν να καθιερωθούν κάπου επαγγελματικά αλλά και προσωπικά. 
Ο Καμίλ με τη σειρά του κυνηγάει μια ακαδημαϊκή καριέρα μέσα από τις απαιτητικές του σπουδές. Όπως ο ίδιος δηλώνει μέσα από συζητήσεις που κάνει με την Έμιλι, ζει σε καθημερινή βάση μες στο άγχος, κάτι που τον οδηγεί σε ξεσπάσματα πάνω στο σεξ για να αποβάλλει όλη την ένταση που συσσωρεύει εντός του. Η αποκάλυψή του αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ειλικρινής προσωπική εκμυστήρευση ή ως ένα ύπουλο ερωτικό κάλεσμα προς την νέα του συγκάτοικο. Παρόλα αυτά, η δήλωσή του αυτή ξεκλειδώνει τους δυο νεαρούς, φέρνοντάς τους κοντά, δημιουργώντας μια ερωτική σχέση πιο ελεύθερη, χωρίς δεσμεύσεις και συναισθηματισμούς. Μια σχέση που να καλύπτει μόνο τις σωματικές τους ανάγκες. Μπορεί όμως αυτό να διατηρηθεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που ζουν στο ίδιο σπίτι; Κι αν ναι τότε πόσο δυσάρεστο μπορεί να γίνει ένα τρίτο πρόσωπο στην μεταξύ τους ερωτική ιστορία; 
Έπειτα έχουμε την Νόρα, η οποία αποφασίζει να σπουδάσει στο Παρίσι ξεφεύγοντας από την γενέτειρά της, το Μπορντό. Στην προσπάθειά της να γίνει αρεστή κι αποδεκτή από τους μικρότερους ηλικιακά συμφοιτητές της, θα πέσει θύμα χλευασμού καθώς μοιάζει με μια διάσημη πορνοστάρ των social media. Το τοξικό κλίμα που της δημιουργούν οι συμφοιτητές της, την αναγκάζει να παρατήσει τις σπουδές και να αναζητήσει κάποια δουλειά καθώς επιθυμεί να ζήσει στο Παρίσι παρά στο Μπορντό, αφήνοντας την υπόνοια πως θέλει να αποδεσμευτεί από κάτι ή από κάποιον. Παράλληλα με την εύρεση κάποιας εργασίας, αναζητά την πορνοστάρ με την οποία την παρομοιάζουν κι αρχίζει να δένεται μαζί της, αποκτώντας μ' έναν ανορθόδοξο τρόπο μια νέα (ίσως και μοναδική) φίλη στην πόλη του φωτός. 
Στην αναζήτησή της για δουλειά, η Νόρα πέφτει πάνω στον Καμίλ, ο οποίος έχει αφήσει στην άκρη την ακαδημαϊκή του καριέρα κι εργάζεται στο μεσιτικό γραφείο ενός φίλου του. Σ' αυτήν την φάση αποκαλύπτονται οι κρυφές πτυχές από τη ζωή του Καμίλ κι η ψυχρή στάση που διατηρεί με την οικογένειά του. Παράλληλα συναντάμε την Νόρα στην πιο εσωστρεφή της φάση καθώς δεν εμπιστεύεται κανέναν γύρω της μετά τα γεγονότα της σχολής. Όμως η ανάγκη της για επικοινωνία γίνεται ακόμη πιο εμφανής, φτάνοντας στο σημείο να πείσει την πορνοστάρ Άμπερ στο να της ανοιχτεί και να της αποκαλύψει τον πραγματικό της εαυτό, γεγονός που θα βοηθήσει και την ίδια την Νόρα να βρει τα δικά της πατήματά. 




Παρακολουθώντας τις παραπάνω ιστορίες, διαπίστωσα πως ενώ διαφέρουν μεταξύ τους καθώς η καθεμία ξεκινά από μια διαφορετική αφετηρία, έχουν δυο κοινά στοιχεία που παίζουν σημαντικό ρόλο στον χαρακτήρα αλλά και στη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών. Πρώτα απ' όλα είναι εμφανέστατο πως κι οι τέσσερις χαρακτήρες είναι αποτραβηγμένοι από τις οικογένειές τους, δείχνοντας πως γνωρίζουν καλά την πηγή των δυσάρεστων συμπλεγμάτων και των ενοχών που κουβαλούν μέσα τους. Επίσης κανείς τους δεν είναι ικανοποιημένος με το επάγγελμα που αναγκάστηκε να κάνει, φανερώνοντας τον εξαναγκασμό που έχει υποστεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στην σημερινή εποχή πιεζόμενο από το συνεχή φόβο της ανεργίας. 
Στο κομμάτι της οικογένειας, ο σκηνοθέτης έχει πετύχει αρκετά την προσέγγιση αρκετών ταμπού που κρύβονται διακριτικά πίσω από τους τέσσερις τοίχους των κατοικιών. Για παράδειγμα ο Καμίλ αποφεύγει την οικογένειά του θεωρώντας πως ο ίδιος έχει πετύχει σε αντίθεση με τους δικούς του. Όμως ο σνομπισμός του προς την οικογένειά του, τον καθιστά και συναισθηματικό νεκρό και προς τους υπόλοιπους ανθρώπους με τους συναναστρέφεται. Μόνο την Νόρα προσπαθεί να προσεγγίσει αλλιώς αλλά η προσπάθειά του συνθλίβεται στον αντικοινωνικό τοίχο που εκείνη έχει ορθώσει. Η συναισθηματική του ωρίμανση θα έρθει απότομα στην προσπάθειά του να πουλήσει το αναπηρικό καροτσάκι της πεθαμένης του μητέρας σε μια άλλη γυναίκα, σε μια σκηνή που θεωρώ πως είναι από τις πιο φορτισμένες της ταινίας.. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα προσπαθεί να προσεγγίσει ξανά την μικρή του αδελφή, η οποία αποζητά τη στήριξή του σε ένα δικό της εγχείρημα. 
Επίσης πολύ συγκινητική είναι η ιστορία της Έμιλι με την γιαγιά της, με τη σχέση των δυο αυτών προσώπων να έχει φθαρεί εξαιτίας της άνοιας που έχει τσακίσει την μεγάλη γυναίκα. Βρήκα έξυπνο και συνάμα συνταρακτικό το πλάνο όπου η θολή μορφή της Έμιλι περιφέρεται στην αθέατη πλευρά του Παρισιού, μετά από μια επίσκεψή της στο γεροκομείο. Εξάλλου τι όψη μπορεί να έχει ένας άνθρωπος όταν οι ίδιες του οι ρίζες δεν τον αναγνωρίζουν; 
Ένα άλλο στοιχείο που λάτρεψα στη συγκεκριμένη ταινία είναι η επιλογή του σκηνοθέτη να μιλήσει για τον έρωτα επιλέγοντας την πιο ερωτική πόλη της Ευρώπης, το Παρίσι. Όμως η ιστορία του δε διαδραματίζεται στις όμορφες γειτονιές της Μονμάρτρης και της πλατείας των Βοργίων, αλλά στα γκρίζα συγκροτήματα των εργατικών κατοικιών, προσθέτοντας μ' αυτόν τον τρόπο μια κυνική χροιά στις εξιστορήσεις του. Χρησιμοποιώντας όμως αυτό το ουδέτερο τοπίο, το οποίο απογειώνεται μέσα από την εξαιρετική φωτογραφική ματιά του Πολ Γκιλόμ, ο δημιουργός δίνει άπλετο χώρο στον σύγχρονο ερωτικό κόσμο των νέων, χωρίς να γίνεται επικριτικός τόσο για τους τρόπους επιλογής ερωτικών συντρόφων όσο και της συχνής εναλλαγής προσώπων. Αντιθέτως προσπαθεί μέσα από τους πρωταγωνιστές να αναζητήσει τα αίτια της νέας ξέφρενης ερωτικής επανάστασης. Από την μια απενεχοποιεί την σεξουαλική απελευθέρωση κι από την άλλη αναδεικνύει την ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία, κατακρίνοντας παράλληλα τα εμπόδια που κρατούν τους ανθρώπους κλειδωμένους στους εαυτούς τους, τα οποία για εκείνον είναι ο εγωισμός κι ο ναρκισσισμός που επιφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όλη αυτή η περιδίνηση ανάμεσα σε πρόσωπα και καταστάσεις, οδηγούν στο εξής συμπέρασμα: ο καθένας μπορεί να απελευθερωθεί από τα συμπλέγματά του και να ερωτευτεί άλλους ανθρώπους μόνο όταν καταφέρει να αγαπήσει πρώτα τον εαυτό του. 
Θεωρώ πως το "Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα" είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Ίσως κι η καλύτερη μέχρι στιγμής. Σε κάθε πλάνο της ξεχειλίζει ο ερωτισμός ενώ το ασπρόμαυρο προσθέτει μια μυσταγωγική διαχρονικότητα στα πρόσωπα και στα σώματα των πρωταγωνιστών, κάνοντάς τα ακόμη πιο ελκυστικά. Επίσης οι ηλεκτρονική ήχοι του Rone προσθέτουν έναν έντονο μεθυστικό παλμό στη ροή των ιστοριών. Αυτό όμως που κάνει την ταινία ξεχωριστή, είναι που μιλάει με ειλικρίνεια για την σεξουαλικότητα, την αυτοδιάθεση του κάθε ανθρώπου και την τρέλα της νεότητας. Όσο για το φινάλε, το αφήνει με έξυπνο τρόπο ανοιχτό κι ελεύθερο, όπως οφείλει να είναι κι ο έρωτας σε κάθε μορφή έκφρασής του. 

Βαθμολογία: 8/10

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Με τον Γιώργο Χατζελένη και τους Βαλκανευτές



της Ελένης Γκόρα 

  • Πότε πραγματοποιήσατε το road trip στα Δυτικά Βαλκάνια και ποιες χώρες επισκεφτήκατε; Υπήρξε κάποια χώρα που για κάποιους λόγους δεν επισκεφτήκατε; 

 Το οδοιπορικό στα Δυτικά Βαλκάνια πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2016 και διήρκεσε δύο βδομάδες. Πρωταρχικό μας μέλημα ήταν να φτάσουμε στο σημείο που η βαλκανική χερσόνησος συνορεύει με την κεντρική Ευρώπη κι από εκεί η κάθοδος μέσα από τα άγρια κι άγνωστα για μας βουνά των Βαλκανίων. Χαράσοντας λοιπόν, τη γραμμή του ταξιδιού μας στον χάρτη, επιλέγαμε αυθαίρετα και τις χώρες που θα επισκεπτόμασταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διασχίσουμε πόλεις και τοπία από την Αλβανία, το Μαυροβούνιο, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, καθώς και το μοναδικό κομμάτι της Ιταλίας που βρίσκεται σε βαλκανικό έδαφος. Συνολικά επισκεφθήκαμε έξι χώρες, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των Δυτικών Βαλκανίων. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, δεν παραλείψαμε κάποια χώρα. Όμως, πιστεύω πως αδικήσαμε την Αλβανία, διότι δεν της αφιερώσαμε το χρόνο που της αναλογούσε. Η ανυπομονησία μας να φτάσουμε εγκαίρως στις Δαλματικές ακτές και να θαυμάσουμε τις ιστορικές και πανέμορφες πόλεις της Αδριατικής θάλασσας, μας ώθησε να διασχίσουμε κάπως βεβιασμένα την Αλβανία προσπερνώντας πανέμορφες πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, το Μπεράτ και το Πόγραδετς. Ίσως επιδιώξω μελλοντικά να επισκεφθώ ξανά τη γειτονική μας χώρα για να εξερευνήσω περαιτέρω τις καλά κρυμμένες ομορφιές της. 




  • Ποια η άποψή σου για το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα, μιας και στο βιβλίο σου παραθέτεις τις πολιτικές σου απόψεις; 

 Δεν είμαι αρμόδιος του συγκεκριμένου θέματος για να μπορέσω να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση. Το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα είναι αρκούντως πολύπλοκο κι αυτό αποδεικνύεται τόσο από τα βιβλία που έχουν γραφτεί γι’ αυτό, όσο κι από τη σχετική αρθρογραφία, που εμπλουτίστηκε περαιτέρω κατά την περίοδο της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό όμως που μπορώ να επισημάνω είναι πως σε μια γωνιά της Ευρώπης που οι μεγαλοϊδεατισμοί και τα ξένα συμφέροντα προξένησαν κατά συρροή πολέμους (με τελευταίο τον βομβαρδισμό της Σερβίας το 1999) κι εξακολουθούν να πυροδοτούν επικίνδυνες εντάσεις όπως συμβαίνει με το Κόσσοβο, τη Σερβική Δημοκρατία στη Βοσνία Ερζεγοβίνη, τις διενέξεις που υπάρχουν μεταξύ Αλβανών και Βούλγαρων με τη Βόρεια Μακεδονία και φυσικά τις προκλήσεις του Ερντογάν στο Αιγαίο, βρέθηκαν δυο αρχηγοί κρατών που ανέλαβαν το πολιτικό κόστος και πήραν την απόφαση να λύσουν με ώριμο κι ειλικρινή τρόπο ένα επίμαχο και χρόνιο ζήτημα. Το γεγονός ότι αντέδρασαν ταυτόχρονα τα ακροδεξιά ρεύματα και των δύο κρατών φανερώνει κατ’ εμέ πως ο συμβιβασμός της συμφωνίας υπήρξε δίκαιος. Προσωπικά θεωρώ πως είναι προτιμότερο να παραγκωνίζονται κάποιες εθνικιστικές αγκυλώσεις, ώστε να μπορέσουν να στηθούν γέφυρες αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι ειλικρινούς συνεργασίας με τις γειτονικές μας χώρες, παρά να διαιωνίζεται το εχθρικό κλίμα, το οποίο πέρα από επιζήμιο, στις μέρες μας έχει γίνει κι επικίνδυνο. 

  • Για τη συγγραφή του ταξιδιωτικού σου μυθιστορήματος τι είδους βιβλία διάβασες πιο πριν; 

Η συγγραφή του βιβλίου διήρκεσε τρία χρόνια. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, διάβασα κάμποσες ιστορικές μελέτες για τους Βαλκανικούς πολέμους και τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους καθώς κι ανταποκρίσεις από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ώστε να αντλήσω πληροφορίες για τα ιστορικά γεγονότα που συνόδευσαν τις περιπλανήσεις μου στις πόλεις των Δυτικών Βαλκανίων. Παράλληλα, μελέτησα αρκετά ταξιδιωτικά δοκίμια, όπως ο «Δούναβης» του Κλαούντιο Μαγκρίς (Εκδόσεις Πόλις), η «Τεργέστη, η Έννοια του Πουθενά» της Ζαν Μόρις (Εκδόσεις Πάπυρος) κι οι «Δακτύλιοι του Κρόνου» του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ (Εκδόσεις Άγρα). Επίσης ανέγνωσα πολυάριθμα μυθιστορήματα που πραγματεύονταν με τα Βαλκάνια, σταχυολογώντας κι από εκεί πληροφορίες όπως για παράδειγμα «Το Γεφύρι του Δρίνου» του Ίβο Άντριτς (Εκδόσεις Καστανιώτη). Η συγγραφή των «Βαλκανευτών» ήταν μια γόνιμη σύζευξη των εμπειριών, των στιγμών, των σκέψεων και των συζητήσεων που μου πρόσφερε απλόχερα το οδοιπορικό, με το σύνολο των πληροφοριών που συνέλλεξα από τις παραπάνω πηγές. 




  • Ποια στιγμή θυμάσαι εντονότερα από το ταξίδι σου στα Δυτικά Βαλκάνια και γιατί επέλεξες να γράψεις ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα; Τα προηγούμενά σου βιβλία τι θέμα έχουν; 

Το ταξίδι μας στα Δυτικά Βαλκάνια επεφύλαξε και στους τρεις μας απρόσμενες συναρπαστικές στιγμές που υπήρξαν έντονα συγκινητικές. Γι’ αυτό τον λόγο, αδυνατώ να διακρίνω μια και μοναδική. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την αδιασάλευτη ηρεμία που επικρατούσε στην κορυφή του επιβλητικού φρουρίου στο Κότορ, τα στενά γραφικά σοκάκια με την κυρίαρχη λευκή μαρμάρινη απόχρωση στην παλιά πόλη του Σπλιτ, που ήταν «στοιβαγμένη» εντός του παλατιού του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, το τοξωτό γεφύρι του Μόσταρ, το οποίο θαυμάζαμε από τη βεράντα μιας καφετέριας παρακολουθώντας παράλληλα από την οθόνη ενός κινητού την ανατίναξή του στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, την εντυπωσιακά επιβλητική εμφάνιση που μας επεφύλασσαν τα θεόρατα τείχη του Ντουμπρόβνικ, καθώς κατηφορίζαμε από τα κροατοβοσνιακά σύνορα προς τη θάλασσα, την ομίχλη που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να σκεπάσει τις πληγές του πολέμου στα κτίρια του Σαράγεβο ή τις περιπλανήσεις μου τόσο στην προκυμαία όσο και στη μαγευτική πλατεία της ομορφότερης κατ’ εμέ πόλης του ταξιδιού, της Τεργέστης; Όλες αυτές οι στιγμές που αντικρίσαμε, βιώσαμε και μας αιχμαλώτισαν, μου ανασκάλευσαν την επιθυμία να γράψω για το οδοιπορικό μας στα Δυτικά Βαλκάνια. Το τέταρτο βιβλίο μου διαφέρει από τα προηγούμενα, τα οποία καταπιάνονται με διαφορετικά θέματα. Στο πρώτο μου βιβλίο, «Καθημερανοητότητα» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), ο ήρωας προσπαθεί να καταπιαστεί με έναν δίαυλο δημιουργικής έκφρασης, ώστε να προσδώσει κάποιο νοηματικό βάρος στην καθημερινότητά του. Στο δεύτερο βιβλίο μου, «Βαλκανεύοντας» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), ο ήρωας αναγκάζεται να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, για να δραπετεύσει από την οικονομική κρίση και τον αξιακό μαρασμό. Στην απόφασή του αυτή, σχεδιάζει ένα μοναχικό ταξίδι διατρέχοντας σε πέντε πόλεις (Στρασβούργο, Μιλάνο, Βουδαπέστη, Βελιγράδι και Θεσσαλονίκη), προσπαθώντας να ψηλαφήσει τον εαυτό του και να πειστεί πως κατέληξε στην ορθή απόφαση να εγκαταλείψει την παλιά του ζωή, τους φίλους του και την Ελλάδα. Στο τρίτο μου βιβλίο, «Εντεύθεν» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), καταπιάνομαι με τη Μνήμη και τη Λήθη. Ο ήρωας επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο του, για να μελετήσει κάποια αρχεία σχετικά με τον δοσιλογισμό στο νησί του κατά την περίοδο της Κατοχής. Μελετώντας όμως παλιά ντοκουμέντα, συνειδητοποιεί πως ενώ έχει ασχοληθεί με ζέση με τη γενική ιστορία του τόπου του και της χώρας του, παράλληλα έχει αδιαφορήσει αδικαιολόγητα για την ιστορία που κουβαλούν τα αγαπημένα οικογενειακά του πρόσωπα. Αυτό έχει αποτέλεσμα, η μελέτη που πραγματοποιεί για την περίοδο της Κατοχής στη Χίο, να καταστεί αφορμή να καταγράψει τις εμπειρίες του παππού του και της γιαγιάς του ανατρέχοντας σ’ εκείνη τη σκοτεινή περίοδο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θεμελιώνει μια ουσιαστική εγγύτητα με τους δικούς του ανθρώπους και συνάμα χρήζεται φύλακας των πολύτιμων αναμνήσεών τους. 




  • Μια ρήση λέει «Αν δεν περπατήσεις έναν τόπο, δεν τον μαθαίνεις». Και αυτό πραγματικά το τηρείς ευλαβικά. Το επόμενό σου ταξίδι λοιπόν, θα είναι… 

Μα ένας τόπος αποκαλύπτεται μόνο σε όσους θυσιάζουν τα πόδια τους κι ενίοτε τα υποδήματά τους. Οι πόλεις ξετυλίγονται σαν βεντάλια μέσα από τις περιπλανήσεις στα σοκάκια των γειτονιών τους και στις κεντρικές αρτηρίες με τα μουσεία και τα αξιοθέατά τους. Όσο για τους επικείμενους προγραμματισμούς μου, πάντα εμπεριέχουν κάποια εξόρμηση σε μια άλλη χώρα ή σε έναν καινούριο τόπο. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος προορισμός που να με ελκύει αυτή τη στιγμή, αλλά μια εκτεταμένη λίστα προορισμών, μια λίστα που όσο περνάνε τα χρόνια επιμηκύνεται ασταμάτητα. Σίγουρα θα ήθελα να περιπλανηθώ ξανά στα Βαλκάνια και συγκεκριμένα στη Σόφια, διότι δεν της έδωσα την ανάλογη σημασία την πρώτη φορά που την είχα επισκεφθεί. 




Ο Γιώργος Χατζελένης με καταγωγή από την Χίο και κάτοικος Αθήνας βρίσκεται σε ένα τσιπουράδικο μαζί με τους φίλους του, τον Γιάννη και τον Σπύρο. Προβληματισμένος ο Γιώργος από την έντονη και πολύβουη καθημερινότητα προτείνει στους φίλους του να κάνουν ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο. Προορισμός τα Δυτικά Βαλκάνια, Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, Μαυροβούνιο, Σλοβενία. Οι φίλοι συμφωνούν και κάθε Τετάρτη δίνουν ραντεβού στο στέκι τους μέχρι να σχεδιάσουν και την τελευταία λεπτομέρεια του ταξιδιού τους με μια έκτακτη προσθήκη της Τεργέστης, πόλη της Ιταλίας κοντά στα σύνορα με τη Σλοβενία. 
Θα περιπλανηθούμε σε πέντε χώρες, λέγαμε γεμάτοι χαρά και πιανόμασταν ο ένας από τον ώμο του άλλου. “Στην περιπέτειά μας!” φωνάζαμε ζαλισμένοι κάθε φορά που τσουγκρίζαμε τα ποτήρια. Έκτοτε οι Τετάρτες απέκτησαν άλλο νόημα. Μαζευόμασταν στο ίδιο στέκι κι οργανώναμε το πρόγραμμα του ταξιδιού. Χαράζαμε πάνω στον χάρτη τις ημερήσιες εκδρομές, ενώ εγώ αναζητούσα πληροφορίες για τις πόλεις, τα μνημία και τα τοπία που θα συναντούσαμε στο διάβα μας. 
Κάπως έτσι ξεκινάει το ταξιδιωτικό βιβλίο του Χατζελένη που πλέκει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τον διάλογο με την περιγραφή και την εξιστόρηση σημαντικών ιστορικών και πολιτικών γεγονότων που σημάδεψαν τα Βαλκάνια. 
Και τότε, σαν να το είχαμε κάνει από καιρό πρόβα, τραγουδήσαμε και οι τρεις με δυνατή φωνή “Δεν είναι εδώ Βαλκάνια σου το ‘πα…”, κάνοντας τους οδηγούς των διπλανών αυτοκινήτων να μας κοιτούν έκπληκτοι. “Στα χέρια σου, αφήνω το τιμόνι”, συνεχίζαμε εγώ κι ο Σπύρος προς τον Γιάννη “κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει”, συμπλήρωνε εκείνος κοιτώντας συνεχώς μπροστά.“Εδώ είναι παίξε, γέλασε και σώπα…”. 
Οι τρεις φίλοι, στο εξής οι Βαλκανευτές, ξεκινούν ευδιάθετοι και πολύ καλά οργανωμένοι από την Αθήνα για να εξερευνήσουν και να ανακαλύψουν το επίκεντρο της ευρύτερης παγκόσμιας πολιτικής. Επισκέπτονται Αργυρόκαστρο, Δυρράχιο, Σκόδρα, Κότορ, Μπούντβα, Πέραστ, Ντουμπρόβνικ, Όμις, Σπλιτ, Ζαντάρ, Ριέκα, Πούλα, Ρόβινι, Κοπέρ, Τεργέστη, Μιραμάρε, Ντουίνο, Λίμνη Μπλεντ, Λουμπλιάνα, Νόβο Μέστο, Ζάγκρεμπ, Μπάνια Λούκα, Γιάιτσε, Σαράγεβο, Μόσταρ, Μπλάγκαϊ, Άγιος Στέφανος, Ντούρμιτορ, Ποντγκόριτσα, Τίρανα. 
Το ανοιξιάτικο αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα μας έσπρωξε απαλά προς τον θεόρατο πύργο Μιντσέτα, ο οποίος είναι και το ψηλότερο σημείο των οχυρώσεων. Από τις πολεμίστρες του η πόλη έμοιαζε σαν μια πελώρια ανθοδέσμη με τριάνταφυλλα ίδιας απόχρωσης αλλά διαφορετικού τονισμού. Αρκετές σκεπές είχαν το έντονο κόκκινο χρώμα του κεραμιδιού ενώ άλλες, κυρίως αυτές που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, είχαν μια πιο ξεθωριασμένη όψη. Ο Γιάννης μας έδειξε την απότομη πλαγιά του βουνού που κατέληγε στα προάστια του Ντουμπρόβνικ, και μας εξήγησε πως από εκεί ψηλά το πυροβολικό του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού βομβάρδιζε για επτά μήνες την πόλη. Οπότε τα σπίτια που είχαν καινούριες σκεπές ήταν κι αυτά που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς. 
Άρχες της Άνοιξης με το αυτοκίνητό τους περνούν και σταματούν σε παραπάνω από τριάντα περιοχές. Το τοπίο αλλάζει συνεχώς, η βροχή τούς βρίσκει στα καλά καθούμενα και οι άνθρωποι που συνομιλούν-τυχαία ή για χάρη της ιστορίας- έχουν ακόμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό τους τον φόβο για αναταραχές. Οι Βαλκανευτές κάνουν συνολικά 4.730 χιλιόμετρα! Αλλού ξαποσταίνουν για λίγο και αλλού διαμένουν έστω για ένα βράδυ για να μπορέσουν να συνεχίσουν την επόμενη ημέρα και να ολοκληρώσουν τον στόχο τους. Ανάμεσα σε καφέδες, μπίρες και γεύματα συζητούν για τη θρησκεία, τη φυλή, τα έθνη, την κουλτούρα, τα έθιμα, την αριστερά, την ελευθερία, τα σύνορα. 
Πόσο δύσκολη κάνουν τελικά τη ζωή μας αυτά τα σύνορα και πόσο πόνο προκαλούν; Για ποιον λόγο εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώνονται γι’ αυτές τις γραμμές άλλες φορές υπερασπίζοντάς τες κι άλλες φορές προσπαθώντας να επεκταθούν πέρα από αυτές; Θυσιάζονται για γραμμές που ποτέ δεν έχουν μείνει σταθερές πάνω στον χάρτη. 
Ο συγγραφέας πολλές φορές νιώθει την ανάγκη να απομονωθεί για να σκεφτεί και να γράψει. Θυμάται στίχους, ταινίες και παλιότερες συζητήσεις, ενώ από τον νου του ποτέ δεν φεύγει το Αιγαίο και το νησί του. Του αρέσει να φυλακίζει στον φακό τη φύση, τα μνημεία, τα κτίρια-αρκετά από αυτά τρυπημένα και τραυματισμένα από σφαίρες-, τους περαστικούς, τα γκράφιτι των πόλεων. Για αυτό και το βιβλίο του συνοδεύεται κι από ασπρόμαυρες φωτογραφίες, οι οποίες χαρίζουν ζωντάνια στις περιγραφές του.




“Οι Βαλκανευτές” είναι ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα 529 σελίδων για τα Δυτικά Βαλκάνια, όπου η προσωπική εμπειρία δένει με την περιήγηση. Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί κι ως οδηγός. Όχι φυσικά, με την έννοια του παραδοσιακού οδηγού, εκείνου με τα προτεινόμενα εστιατόρια και καταλύματα, αλλά με την έννοια του ανορθόδοξου oδηγού, εκείνου με τις πιο αξιομνημόνευτες πληροφορίες για έναν τόπο υπό το πρίσμα του βιώματος και της μαρτυρίας.


Πηγή: elenigkora

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο (2021)



Η φετινή κινηματογραφική χρονιά ενδέχεται να είναι η φτωχότερη και πιο αδιάφορη των τελευταίων χρόνων, αν όχι και δεκαετιών. Μια άποψη η οποία βασίζεται στο γεγονός ότι όσες ταινίες παρακολούθησα φέτος στις σκοτεινές αίθουσες ήταν απογοητευτικές, εκτός από τα παλιά αριστουργήματα που προβάλλονται στους θερινούς κινηματογράφους όπως το "Ανατολικά της Εδέμ". Παρόλα αυτά αποφάσισα μες στο καλοκαίρι να παρακολουθήσω ταινίες που απέφυγα τον χειμώνα, πιστεύοντας πως οι θερινές τους προβολές θα είναι πιο απολαυστικές κι ευχάριστες. Η απογοήτευση όμως παρέμεινε η ίδια, ειδικά μετά την προβολή του ανεκδιήγητου δράματος της Μάγκι Τζίλενχαλ, η "Χαμένη Κόρη". Κι ενώ είχα παραδοθεί στη φετινή μου κινηματογραφοφιλική απελπισία, βρέθηκε τελικά μια ταινία που κατάφερε να με κερδίσει και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μου ως το τέλος. Αναφέρομαι στο νορβηγικό διαμαντάκι "Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο" που κέρδισε τις εντυπώσεις στο φεστιβάλ των Καννών αλλά και σε άλλες διεθνείς εκδηλώσεις. 
Κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία είναι η Γιούλια, μια νεαρή κοπέλα που προσπαθεί να βρει τα πατήματά της και να ανακαλύψει τον εαυτό της τόσο μέσα από τις σπουδές της όσο και μέσα από τους ερωτικούς της συντρόφους. Αυτό που την κάνει αρκετά συμπαθητική στο κοινό είναι η τάση της να μετατρέπει την ανασφάλεια της σε αφορμή για πειραματισμούς κι αναζητήσεις. Από τις σπουδές της στην ιατρική μεταπηδάει στη ψυχολογία κι από εκεί καταλήγει στην τέχνη της φωτογραφίας. 
Την ίδια τακτική ακολουθεί και με τους ερωτικούς της συντρόφους μέχρι που ερωτεύεται τον Άκσελ, έναν ανερχόμενο σκιτσογράφο ο οποίος είναι αρκετά μεγαλύτερός της ηλικιακά. Οι δυο τους έχουν μια όμορφη κι αρμονική συμβίωση, η οποία όμως με τον καιρό βαλτώνει και μιζεριάζει. 
Η Γιούλια πλήττει έχοντας έναν δευτερεύοντα ρόλο τόσο στη ζωή του Άκσελ όσο και στη δική της. Η στασιμότητα αυτή την ωθεί σε μια απεγνωσμένη αναζήτηση κάποιας διεξόδου από την ασφυκτική της καθημερινότητα. Στην προσπάθειά της αυτήν γνωρίζει σε ένα πάρτι τον Άιβιντ, ο οποίος αμέσως την ελκύσει. Ο Άιβιντ βρίσκεται με τη σειρά του σε μια ιδιότροπη σχέση από την οποία θέλει κι ο ίδιος να ξεφύγει. Τα δυο αυτά πρόσωπα ερωτεύονται μεταξύ τους προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους πνιγηρούς τους δεσμούς. Είναι όμως αυτό αρκετό για να ικανοποιηθούν οι προσωπικές τους προσδοκίες και να αρχίσουν ξανά να καλπάζουν τα όνειρά τους που για καιρό είχαν αποσύρει σε μια μόνιμη αναβολή;
Κατά τη διάρκεια αυτών των συναισθηματικών αναζητήσεων πραγματοποιείται μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των ανθρωπίνων σχέσεων, τόσο των ερωτικών όσο και των οικογενειακών στη σημερινή εποχή. Περισσότερο επικεντρώνεται στη σιωπηλή απόγνωση των νέων ανθρώπων που επιδιώκουν μέσα από τους ερωτικούς συντρόφους να καλύψουν το συναισθηματικό κενό που τους αφήνουν οι γονείς τους. Επίσης περιγράφει όμορφα την προσπάθειά των νέων να ξεπεράσουν τα κατορθώματα των γονιών τους ώστε να φανούν αντάξιοί τους αν όχι και καλύτεροί τους. Παράλληλα παρουσιάζει τον δυναμισμό των σημερινών γυναικών, οι οποίες ορίζουν τους στόχους της ζωής τους και την ικανοποίηση των προσδοκιών τους αποβάλλοντας κάθε ταμπού και σύμπλεγμα του παρελθόντος.




Τις παραπάνω αναλύσεις που θέτει η ιστορία προσπαθεί ο Νορβηγός σκηνοθέτης Γιοακίμ Τρίερ να τις παρουσιάσει μέσα από δώδεκα κεφάλαια συμπεριλαμβανομένων ενός προλόγου κι ενός επιλόγου. Με αυτόν τον τρόπο ο δημιουργός στήνει μια ολοκληρωμένη δομή μιας ιστορίας που πατάει σε έναν υπερβολικό ρεαλισμό τον οποίον ισορροπεί με γερές δόσεις σουρεαλιστικού λυρισμού. 
Το κεντρικό θέμα της ιστορίας δεν πρωτοτυπεί αλλά κερδίζει τις εντυπώσεις με τον κυνισμό του, το ιδιαίτερο χιούμορ του, τα εκπληκτικά του πλάνα (τα οποία στους κλειστούς χώρους θυμίζουν έντονα διαφημίσεις ΙΚΕΑ) και την δραματική κορύφωση που έρχεται σταδιακά προσγειώνοντάς μας σε έναν σκληρό ρεαλισμό που ευτυχώς εξακολουθεί να υφίσταται στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Σκοπός της ταινίας είναι να μπουν οι θεατές στο σημερινό πολύπλοκο κόσμο των γυναικών. Κατά κάποιον τρόπο απαντά στον προβληματισμό της Γιούλια, η οποία σε μια σύναξη φίλων δηλώνει πως υπάρχουν ένα σωρό ταινίες που επικεντρώνονται σε ανδρικά θέματα όπως η στυτική δυσλειτουργία, η πρόωρη εκσπερμάτιση, η ανδρική πολυγαμία κ.τ.λ. αλλά ούτε μια για τον γυναικείο οργασμό, την περίοδο κ.α. Πατώντας πάνω σ' αυτόν τον προβληματισμό, ο Τρίερ καταπιάνεται στην προσπάθεια μιας γυναίκας να γίνει ευτυχισμένη στη σημερινή εποχή όπου κυριαρχεί το άγχος κι η ανασφάλεια. Από την μια η ταινία προωθεί μια φεμινιστική τάση προσπαθώντας να εισχωρήσει στο γυναικείο κόσμο αλλά από την άλλη δείχνει και την αυτοκαταστροφική τάση των γυναικών που τις περισσότερες φορές δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλουν για να νιώσουν ικανοποιημένες κι ευτυχισμένες. Αυτό το μπέρδεμα το παρουσιάζει με έναν ευχάριστο και πειραχτικό τρόπο αλλά παράλληλα κατακρίνει τον "επικίνδυνο" περιορισμό ελευθερίας που προκαλεί η επιβολή της σύγχρονης πολιτικής ορθότητας. Τη στάση του αυτή την εκφράζει μέσα από τις θεωρίες του αντικομφορμιστή σκιτσογράφου Ακσελ, ο οποίος γίνεται δυσάρεστος σε μια συνέντευξή του σε μια φεμινιστική εκπομπή.
Κεντρικό πρόσωπο των αντιφάσεων που παρουσιάζει η ταινία είναι η άκρως συμπαθητική Ρενάτε Ράινσβε, η οποία ερμηνεύει με απίστευτη ειλικρίνεια την προσπάθεια της κάθε γυναίκας που αποφεύγει να παραμείνει απλώς θεατής στη ζωή της αλλά και του προσώπου που δε πρόκειται να βάλει τα δικά του θέλω στην άκρη για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των άλλων. Κατά κάποιον τρόπο αναιρεί έναν-έναν τους κανόνες που μέχρι σήμερα όριζαν τη ζωή των γυναικών μες στην κοινωνία και την οικογένεια. Αποκορύφωση της απελευθέρωσης της πρωταγωνίστριας (και της κάθε γυναίκας γενικά) είναι η απόφαση της να μην παραστεί στις τελευταίες στιγμές ενός αγαπημένου της προσώπου αλλά να τον θρηνήσει μοναχικά. Απολαμβάνοντας την ερμηνεία της Ρενάτε Ράινσβε, θεωρώ πως κέρδισε άξια το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών. Όπως επίσης δε θεωρώ τυχαίο που η ταινία του Τρίερ διεκδίκησε τα Όσκαρ Σεναρίου και Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
Ο "Χειρότερος 'Άνθρωπος στον Κόσμο" είναι ένα απρόσμενο κινηματογραφικό διαμάντι. Ένας διακριτικός ύμνος για τους ανθρώπους που επιθυμούν να ζήσουν αληθινά και να κυνηγήσουν με κάθε τίμημα τα όνειρά τους. Στους ανθρώπους που αποφεύγουν την καταπίεση του "εγώ" τους για να ικανοποιήσουν τα θέλω των άλλων. Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που δεν φοβούνται να χαρακτηριστούν από τους γύρω τους ως οι χειρότεροι του κόσμου επειδή θέλουν απλώς να είναι ο εαυτός τους.

Βαθμολογία: 8/10

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Γιώργος Χατζελένης: "Σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας είναι να καταφέρει να ανασκευάσει την πρότερη αυθεντική της ταυτότητα"



 

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου

  • Κύριε Χατζελένη, για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμα που καθόρισε την λογοτεχνική σας πορεία; 

Η συγγραφή δεν ήταν κατάληξη κάποιας συγκεκριμένης απόφασης, αλλά το αποτέλεσμα ορισμένων συγκυριών. Κατά κάποιον τρόπο, παρασύρθηκα από μια αλληλουχία συγκεκριμένων αναγκών που με πίεζαν να βρω τον κατάλληλο τρόπο επικοινωνίας για μια ουσιώδη, ανιδιοτελή κι εποικοδομητική ανταλλαγή καθημερινών σκέψεων και χρόνιων προβληματισμών. Η ανάγκη μου αυτή με ώθησε στη γραφή, η οποία θεωρώ πως για μένα είναι η πιο εύκολη κι αποτελεσματική διαδικασία μέσα από την οποία μπορώ να αναπτύσσω με υπομονή και ηρεμία την όποια επιχειρηματολογία μου. Επίσης, κατά τη γνώμη μου είναι μια πολιτισμένη κι ατάραχη διαδικασία «διαλόγου», καθώς έχω διαπιστώσει μέσα από αρκετές συζητήσεις που έχω συμμετάσχει ή παρακολουθήσει, πως το παθιασμένο ταπεραμέντο κι η ημιμάθεια που κυριαρχούν στις μέρες μας, μας έχουν στερήσει το χάρισμα ενός ορθού δια ζώσης ή κι εξ’ αποστάσεως διαλόγου που να κυριαρχούν ο σεβασμός κι η υπομονή. Όσον αφορά το βασικό μου ερέθισμα που με οδήγησε στην επιθυμία μου να γράψω, θα μπορούσα να πω πως ήταν η συγκίνηση που μου προκάλεσε το βιβλίο του Ηλία Βενέζη «Το Νούμερο 31328», το οποίο είχα διαβάσει το καλοκαίρι του 2004. 

  • Πώς συνδυάζεται η συγγραφική σας δραστηριότητα με τις πολύ αξιόλογες σπουδές σας, αλλά και την επαγγελματική σας ενασχόληση; 

Η συγγραφική μου δραστηριότητα δεν σχετίζεται επ’ ουδενί με την επαγγελματική μου ενασχόληση. Παρόλα αυτά, η μια αλληλοσυμπληρώνει την άλλη, καθώς ένα μεγάλο μέρος των επαγγελματικών μου δραστηριοτήτων είναι μοναχικό, σιωπηλό κι επαναλαμβανόμενο, γεγονός που μου παραχωρεί τη δυνατότητα να μπορώ να πλάσω και να εμπλουτίσω μες στο μυαλό μου τις ιστορίες που επιθυμώ να περιγράψω. Αυτό έχει ως απόρροια, αρκετά μεσημέρια να επιστρέφω σπίτι φορτωμένος με σκέψεις, τις οποίες καταγράφω σε κάποιο σημειωματάριο για να τις επεξεργαστώ στον ελεύθερο, ανέμελο και δημιουργικό μου χρόνο. 

  • Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς; 

Το καθετί δύναται να αποτελέσει έμπνευση. Το ζήτημα είναι κατά πόσο μπορεί κανείς να το αξιοποιήσει και να δημιουργήσει βασιζόμενος σ’ αυτό. Στη δική μου περίπτωση, θεωρώ πως είναι τα ταξίδια που έχω πραγματοποιήσει, αλλά κι οι αξιομνημόνευτες συζητήσεις που έχω μοιραστεί με άλλους ανθρώπους. 

  • Υπήρξε κάποιο γεγονός στη ζωή σας που νιώσατε την ανάγκη να το μεταφέρετε αυτούσιο στο χαρτί; 

Στα βιβλία μου συμπεριλαμβάνονται αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το τελευταίο βιβλίο, στο οποίο αποτυπώνω τις περιπλανήσεις μου στα Δυτικά Βαλκάνια είναι κατάμεστο από γεγονότα και στιγμές που βίωσα μαζί με τους συνταξιδευτές μου τόσο στις όμορφες πόλεις της Αδριατικής όσο και στα κρυμμένα φρούρια, αλλά και στις απόκοσμες ομορφιές των φυσικών τοπίων που συναντήσαμε στα βαλκανικά βουνά. Όπως επίσης και τα συναπαντήματα κι οι στιχομυθίες με άλλους ανθρώπους που είχαν πράγματι κάτι να μας πουν, όπως η συνάντηση με τον ενενηντάχρονο κύριο Γεώργιο Μιχαήλοβιτς, τον τελευταίο Σέρβο στρατιώτη που εξακολουθεί να «υπηρετεί» στο συμμαχικό νεκροταφείο Ζέιτελνικ στη Θεσσαλονίκη. 

  • Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς; 

Κάθε εποχή διαθέτει και τις δικές της επιρροές, διότι με τα χρόνια ανακαλύπτω όλο και περισσότερους συγγραφείς που δε γνώριζα τόσο τους ίδιους όσο και τα πονήματά τους. Κάθε συγγραφέας που με στιγματίζει με το έργο του, ασκεί μια αδιαφιλονίκητη επιρροή τόσο στον τρόπο σκέψης μου, όσο και στον τρόπο γραφής μου. Όλα αυτά τα χρόνια που διαβάζω μανιωδώς, έχω επηρεαστεί από αρκετούς συγγραφείς όπως ο Μίλαν Κούντερα, ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο Γιώργος Μακρής, ο Βασίλης Αλεξάκης κι άλλοι. Στο τελευταίο μου βιβλίο επηρεάστηκα καθοριστικά από τους Κλαούντιο Μάγκρις, Πάτρικ Λη Φέρμορ και Τζαν Μόρις. 

  • Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας; Τι έχει να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο; 

Η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, έχει ως απώτερο σκοπό την πνευματική γενναιοδωρία και την ψυχική ανάταση των αναγνωστών της. Όμως στις μέρες μας, έχω την αίσθηση πως η τέχνη έχει απολέσει τον σκοπό της μέσα από τις πράξεις και τις αποφάσεις κάποιων προσώπων, οι οποίοι έχουν θυσιάσει την ποιότητα και την ουσία στο βωμό του κέρδους, της ματαιοδοξίας, του εγωκεντρισμού και των δημοσίων σχέσεων που κυριαρχούν στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Μαζί με την κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, έχουμε καταστεί μάρτυρες και της κρίσης που από την οποία διακατέχεται ο πνευματικός χώρος. Οπότε κατά τη γνώμη μου, σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας είναι να καταφέρει να ανασκευάσει την πρότερη αυθεντική της ταυτότητα. 

  • Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διαβάζουν βιβλία στις μέρες μας; 

Το αναγνωστικό κοινό ήταν πάντα περιορισμένο και συγκεκριμένο στην πάροδο των χρόνων. Δε γνωρίζω κατά πόσο το διαδίκτυο έχει επηρεάσει την παρούσα συγκυρία, διότι οι άνθρωποι που εμμένουν στην ανάγνωση βιβλίων εξακολουθούν να το πράττουν και στις μέρες μας, παρόλο που μια διόλου αμελητέα μερίδα της κοινωνίας έχει αποχαυνωθεί στις οθόνες των κινητών και των υπολογιστών. Θεωρώ πως για ορισμένους η κυριαρχία του διαδικτύου προσφέρεται περισσότερο ως πρόσχημα, παρά ως αιτιολογικός παράγοντας που τους αποτρέπει από το να διαβάσουν ένα βιβλίο. Προσωπικά, το διαδίκτυο έχει συμβάλλει αρκετά στο να ανακαλύψω νέους συγγραφείς κι ενδιαφέροντα βιβλία που δε γνώριζα. 

  • Η κρίση αναμφίβολα έχει επηρεάσει σημαντικά τη λογοτεχνία. Μπορεί σήμερα ένας συγγραφέας να βιοποριστεί μόνο από τα έργα του; 

Η ελληνική λογοτεχνική αγορά είναι σημαντικά περιορισμένη κι οι περισσότεροι αναγνώστες εμπιστεύονται τους ξένους εμπορικούς συγγραφείς παρά τους εγχώριους δημιουργούς. Οπότε, θεωρώ πως είναι αρκούντως δύσκολο για έναν συγγραφέα να μπορεί να βιοπορίζεται μέσα από τα έργα του. Επομένως δε θεωρώ πως η οικονομική κρίση επιδρά αρνητικά στους συγγραφείς, αλλά οι επιλογές του αναγνωστικού κοινού κι η προώθηση που εκτυλίσσεται μέσα από τις λογοτεχνικές στήλες των εφημερίδων και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ασχολούνται με τον χώρο του βιβλίου. 

  • Έχετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα βιβλία σας; Κι αν ναι, γιατί; 

Παρόλο που κάθε μου βιβλίο είναι ξεχωριστό, θεωρώ πως όλα μαζί είναι ένα συνεχές κομμάτι της δημιουργικής μου πορείας, μ’ αποτέλεσμα να αδυνατώ να αγαπήσω κάποιο περισσότερο από τα υπόλοιπα. 

  • Υπάρχει κάποιο βιβλίο σας, το οποίο θα προτείνατε οπωσδήποτε να διαβάσουν οι αναγνώστες; 

Δε συνηθίζω να προτείνω βιβλία μου σε αναγνώστες. Μου αρέσει όμως να προτείνω βιβλία άλλων συγγραφέων που λάτρεψα σε φίλους μου βιβλιοφάγους. 

  • Ας μιλήσουμε τώρα για το τελευταίο σας βιβλίο, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021 τις εκδόσεις «Ενύπνιο» και φέρει τον τίτλο «Βαλκανευτές». Πρόκειται για ένα αρκετά πολυσέλιδο μυθιστόρημα, το οποίο στην ουσία περιγράφει τη δική σας προσωπική οδική απόδραση στα Δυτικά Βαλκάνια και των φίλων σας, παρόλο που δε στέκεται μόνο σ’ αυτό. Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του. 

Οι «Βαλκανευτές» γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού μου στα Δυτικά Βαλκάνια, την άνοιξη του 2016. Τα μέρη που επισκεφθήκαμε, οι άνθρωποι που συναντήσαμε αλλά κι οι πολύωρες συζητήσεις με τους φίλους μου μετατράπηκαν σε μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για το εν λόγω βιβλίο. Ωστόσο, δε γνωρίζω σε ποιο είδος μπορώ να το κατατάξω, διότι είναι αυτοβιογραφικό αλλά και δεν είναι, είναι ταξιδιωτικό αλλά και δεν είναι, έχει δοκιμιακή χροιά αλλά και δεν έχει. Αυτό το αφήνω να το κρίνει ο εκάστοτε αναγνώστης που θα επιλέξει να το διαβάσει. Από πλευράς μου αυτό που επιδιώκω συγγραφικά μέσα απ’ αυτό το βιβλίο είναι να ταξιδέψω τους αναγνώστες στα μέρη που επισκέφθηκα και να μοιραστώ μαζί τους προβληματισμούς καθημερινούς, αλλά κι ατίθασες σκέψεις που ξεπήδησαν μέσα από τις πόλεις που επισκεφθήκαμε και τις σιωπηλές αλλά και ηχηρές ιστορίες που αυτές κουβαλούν τόσο στον πολεοδομικό όσο και στον ανθρώπινο ιστό τους. 

  • Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμά σας για να ξεκινήσετε τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου; 

Το ταξίδι στα Δυτικά Βαλκάνια υπήρξε το κυρίαρχο ερέθισμα για να αρχίσω τη συγγραφή του βιβλίου, αλλά κι οι παροτρύνσεις των δυο φίλων μου που διοργανώσαμε κι απολαύσαμε συντροφικά το συγκεκριμένο οδοιπορικό. 

  • Οι άνθρωποι έχουν την τάση να δένονται με τα βιώματά τους, τα οποία στην πορεία τρέπονται σε αναμνήσεις. Κι όταν αυτές ξεθωριάζουν με τον καιρό και ξαποσταίνουν στα βάθη του χρόνου αφήνουν πάντα πίσω τους ένα αβάσταχτο κενό. Το βιβλίο σας αυτό πέρα από μυθιστόρημα, εμπεριέχει και το ταξιδιωτικό αφήγημα, τον ιστορικό χάρτη-οδηγό, αφήνει όμως κι αρκετό χώρο ανάμεσά τους για να προκύψει και η προσωπική ενδοσκόπηση. Κινείται επομένως μια διαδικασία αυτό -αντανάκλασης ή αλλιώς αυτοπροβληματισμού, προκειμένου να κατανοήσετε καλύτερα ως συγγραφέας – ταξιδιώτης το ποιος πραγματικά είστε, ποιες είναι οι αξίες και τα πιστεύω σας και γιατί τελικά όλα αυτά επιδρούν στις σκέψεις και στις πράξεις σας. Αυτό κατά συνέπεια περνάει και στον αναγνώστη, καθώς είναι ο αποδέκτης του βιβλίου σας. Εσείς ως συγγραφέας αυτού του βιβλίου πως θα το χαρακτηρίζατε με λίγες λέξεις; Ποιο είναι το πιο σημαντικό μήνυμα που θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη; 

Τα ταξίδια για μένα είναι μια σωτήρια διαφυγή από την καθημερινή ρουτίνα, ένα παυσίπονο της μιζέριας, αλλά και της εσωστρέφειας που έχουν κυριαρχήσει ανησυχητικά στις μέρες μας. Όμως παρά την ευεργετική τους φύση, τα ταξίδια παραμένουν μια πρόσκαιρη απόδραση, μια ολιγοήμερη αίσθηση ελευθερίας που δυστυχώς εξαχνώνεται αυτομάτως με την επιστροφή μου στην κατάσταση από την οποία προσπάθησα να ξεφύγω. Όμως, εκείνες τις μέρες που περιπλανιέμαι σε άγνωρες πόλεις, αφήνω τα μάτια μου ελεύθερα να παρασυρθούν από τη γοητεία των νέων εικόνων και το μυαλό ανάλαφρο να αναζητήσει επιλύσεις σε χρόνιους καταχωνιασμένους προβληματισμούς στα πιο άδυτα σημεία του μυαλού μου. Παρακάμπτοντας για λίγες μέρες τις καθημερινές σκοτούρες κι υποχρεώσεις προσφέρω χρόνο στον εαυτό μου για εσωστρεφείς αναζητήσεις, μια διαδικασία πολύπλοκή που με την πείρα των ετών κατόρθωσα να διαχειρίζομαι ολίγον τι πιο αποτελεσματικά. Για να βγει όμως κάποιο ωφέλιμο συμπέρασμα μέσα απ’ αυτή τη δίνη των σκέψεων, οφείλω να αντιμετωπίσω τον εγωισμό μου, αλλά και τον πόνο που επιφέρει η αλήθεια. Παρήλθε αρκετός καιρός για να αντιληφθώ πως μέσα απ’ αυτό το εσώψυχο ξεγύμνωμα αναδύομαι πιο δυνατός και πιο ζωντανός. Οπότε για μένα τα ταξίδια δεν είναι μόνο λίγες μέρες διαφυγής κι αναψυχής, αλλά και μερικές μέρες πνευματικής ανανέωσης και ψυχικής ενδυνάμωσης. Ίσως αυτό να είναι και το βασικό μήνυμα που επιθυμώ να εμφυσήσω στους αναγνώστες του βιβλίου. 

  • Γράφετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας: «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Η μοναξιά κατά τη γνώμη σας υποσκάπτει την έννοια της ύπαρξης; Πώς μπορεί να επιτευχθεί η εσωτερική αναζήτηση της μυστικής πλευράς των πραγμάτων και των υποσυνείδητων γωνιών του δικού μας ψυχισμού με παρέα; 

Θεωρώ πως η μοναξιά είναι μια δυσάρεστη συνθήκη που επιβάλλεται εξαιτίας κάποιων εξωγενών συγκυριών στους ανθρώπους πάντοτε αθέλητα. Κατά συνέπεια δεν μπορώ να τη συσχετίσω με την έννοια της ύπαρξης. Αντιθέτως, η μοναχικότητα είναι μια συνειδητή επιλογή, μια ειλικρινής και θαρραλέα επιλογή ενδοσκοπικής εσωστρέφειας, για να ορθώσει ασφαλέστερα στεγανά απέναντι στην κοινωνική τοξικότητα, αλλά και για την επίτευξη της γνωριμίας με τον ίδιον εαυτό, ώστε να μπορεί μετέπειτα να επιλέγει ο ίδιος ορθά με ποιους ανθρώπους επιθυμεί να συναναστραφεί. Η εσωτερική αναζήτηση της μυστικής πλευράς των πραγμάτων και των υποσυνείδητων γωνιών, όπως πολύ σωστά αναφέρατε, είναι μια διαδικασία που ο καθένας μας οφείλει να τη διατελέσει μόνος του, θυσιάζοντας αρκετό και πολύτιμο χρόνο και διώχνοντας κάμποσα πρόσωπα από γύρω του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πηγή. Νιώθω τυχερός που έχω γνωρίσει κάποιους ανθρώπους που έχουν βιώσει τη δική τους προσωπική οδύσσεια και στέκονται πλέον θριαμβευτές στην πηγή αυτή ή έστω λίγα βήματα μακριά της. Άλλοι έχουν σκύψει κι έχουν γευτεί τη δροσιά της αυτογνωσίας κι άλλοι διστάζουν να έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια και με τα φαντάσματα του παρελθόντος τους. Και οι δυο αυτές αντιδιαμετρικές περιπτώσεις ανθρώπων παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον κι αυτό αναδύεται στην επιφάνεια μόλις συναναστραφείς μαζί τους. Σε εκείνες τις μαγικές στιγμές κυριαρχεί μια ανιδιοτελής προσπάθεια κοινής εσωτερικής αναζήτησης, όπου ο ένας μοιράζεται εμπειρίες, γνώσεις και σκέψεις με τον άλλον προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να προβούν σε έναν συντονισμένο δρασκελισμό προς την πηγή. Οπότε νιώθω αν μη τι άλλο τυχερός που το ταξίδι αυτό ήταν μια συμβιωτική εμπειρία με δυο επιστήθιους φίλους που έχουν προσεγγίσει την πηγή της αυτογνωσίας και μαζί τους μοιράζομαι εδώ και πολλά χρόνια αυτούς τους καθημερινούς γλυκόπικρους εσωτερικούς προβληματισμούς. 

  • Θεωρείτε απαραίτητη την ύπαρξη των φωτογραφιών στο συγκεκριμένο βιβλίο σας; Γιατί; 

Δε θεωρώ πως είναι απαραίτητη η παρουσία των φωτογραφιών στο βιβλίο, διότι η εικόνα κατευθύνει αρκετά τη φαντασία των αναγνωστών. Διαφορετική αίσθηση έχει η φανταστική σύλληψη ενός τοπίου μέσω της λεκτικής περιγραφής και αλλιώτικο να το βλέπεις μπροστά σου σε μια φωτογραφία. Όμως, η αλήθεια είναι, πως παράλληλα με τη συγγραφή θέλησα να τιμήσω και μια ακόμη αναπόσπαστη ταξιδιωτική μου συνήθεια κι αυτή είναι η φωτογραφία. Επίσης, είχα επηρεαστεί από τα βιβλία του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο οποίος συνοδεύει τις συναρπαστικές περιγραφές του με τις ισορροπημένες φωτογραφικές του λήψεις. 

  • Το βιβλίο σας απευθύνεται μόνο σε ενήλικες ή και σε έφηβους; 

Εξαρτάται από τις αξιώσεις του εκάστοτε αναγνώστη. Έχω αναμειχθεί σε υπέροχες συζητήσεις με αρκετά ώριμους εφήβους κι έχω απογοητευτεί από κάμποσους σοβαροφανείς ενήλικες. Οπότε δεν υπολογίζω την ηλικία του καθενός ως κριτήριο ανάγνωσης του βιβλίου. 

  • Μιλήστε μας για το εκδοτικό σας σπίτι. Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Ενύπνιο»; 

Τα προηγούμενα βιβλία μου είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, αλλά με τους «Βαλκανευτές» μετακόμισα στις εκδόσεις Ενύπνιο. Αισθάνομαι τυχερός που ο εκδότης μου Στάθης Ιντζές με ενέταξε στην ομάδα των συγγραφέων και των ποιητών του οίκου του, διότι μέσα απ’ αυτόν τον εκδοτικό οίκο έχω γνωρίσει αξιόλογους ανθρώπους με ιδιαίτερους προβληματισμούς και με διάθεση για ειλικρινείς συνδιαλέξεις. Επίσης, υπάρχει μια συγκινητική αλληλοεκτίμηση μεταξύ των δημιουργών του εκδοτικού οίκου που οδήγησε στη δημιουργία απρόσμενων φιλικών σχέσεων. Αυτό για μένα είναι η πιο ανεκτίμητα ουσιώδης ανταμοιβή που μπορεί να σου προσφέρει απροσδόκητα η έκδοση ενός βιβλίου. 

  • Έχετε ήδη παρουσιάσει το βιβλίο σας στην πρωτεύουσα, στη συμπρωτεύουσα και στη γενέτειρά σας τη Χίο. Σχεδιάζετε και άλλες παρουσιάσεις αυτού το προσεχές διάστημα; 

Έχω παρουσιάσει το βιβλίο τρεις φορές στην Αθήνα κι από μια φορά σε Θεσσαλονίκη και Χίο. Οι παρουσιάσεις αποτελούν μια απαραίτητη διαδικασία για να γνωστοποιηθεί και να διαδοθεί ένα νεοαφιχθέν βιβλίο. Όμως, σε κάθε παρουσίαση έρχομαι αντιμέτωπος με το κοινό κι αυτό με φορτώνει με δυσβάσταχτες ποσότητες άγχους. Είναι ένα τίμημα εντούτοις που οφείλω να υποστώ, καθώς επιθυμώ να στηρίξω και να προωθήσω τους «Βαλκανευτές». Η αλήθεια είναι πως θα ΄θελα να δρομολογήσω λίγες ακόμη παρουσιάσεις και σε άλλες πόλεις. Είναι μια σκέψη που θα επεξεργαστώ μες στο φθινόπωρο. 

  • Μια ευχή σας για το μέλλον; 

Εύχομαι να κατορθώσουμε να βγούμε όσο το δυνατόν λιγότερο λαβωμένοι απ’ αυτήν τη σκοταδιστική περίοδο που έχει κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια και μας έχει εκτοξεύσει δεκαετίες πίσω. 

  • Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.

[…Παρατηρούσα τις κινήσεις τους στον άδειο χώρο του φρουρίου κι αναλογιζόμουν πόσο απαραίτητες είναι οι μοναχικές στιγμές στα ταξίδια. Με τα χρόνια είχα διαπιστώσει πως οι εντυπώσεις σε μοναχικούς ταξιδιώτες είναι πιο βαθιές και ζωηρές απ’ ότι στους κοινωνικούς ανθρώπους, διότι οι σκέψεις, οι εικόνες κι οι στιγμές απασχολούν περισσότερο τους πρώτους διότι κατακαθίζουν στην ψυχή τους κι αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις στη σιωπή. Στην μοναξιά ωριμάζει η σκέψη κι αποκτά μια απόκοσμη ομορφιά. Μετατρέπεται σε συναίσθημα…

  • Κύριε Χατζελένη, σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτησή μας και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική και συγγραφική. 

Εγώ σας ευχαριστώ για την εποικοδομητική συζήτηση και για τη ζεστή σας φιλοξενία.


Πηγή: texnesonline.gr