Τη μέρα που επιλέξαμε να επισκεφθούμε τα νησιά Μπουράνο και Μουράνο, κλείσαμε το ημερήσιο εισιτήριο (Venetian Pass), το οποίο μας έδινε πρόσβαση σε όλα τα πλωτά μέσα της Βενετίας αλλά και στα συμβατικά τραίνα της Trenitalia που συνδέουν τη Γαληνοτάτη με το Μέστρε. Αφού πρώτα επισκεφθήκαμε την εντυπωσιακή Βασιλική του Αγίου Μάρκου ευελπιστώντας πως νωρίς το πρωί θα συναντήσουμε μικρή ουρά επισκεπτών στην είσοδό της, ανηφορίσαμε προς τη βόρεια προβλήτα της ήρεμης συνοικίας του Καναρέτζιο, απ' όπου ξεκινούν τα καραβάκια που συνδέουν την πόλη με τα νησιά Μπουράνο και Μουράνο. Εκεί σκεφτήκαμε να ξεκινήσουν οι περιπλανήσεις μας από το πιο μακρινό νησί.
Όσο περιμέναμε το βαπορέτο για Μπουράνο, στεκόμασταν στην προβλήτα και θαυμάζαμε τα τείχη του πλωτού νεκροταφείου της Βενετίας, το οποίο βρίσκεται στο μικρό νησάκι του San Michele ή το "Νησί των Νεκρών". Μέχρι να μετατραπεί το νησί του San Michele σε νεκροταφείο, οι κάτοικοι της Βενετίας έκαιγαν τους νεκρούς τους στην πόλη ή τους έθαβαν σε εκκλησίες, ιδιωτικούς κήπους, κελάρια παλατιών ή όπου αλλού ήταν δυνατόν. Αρχικά, στο νησί ιδρύθηκε ένα μοναστήρι, η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε το 1469. Απομεινάρια του συγκεκριμένου μοναστηριού βρίσκονται στο βορειοδυτικό σημείου του νησιού όπου στέκει η εκκλησία του San Michele in Isola. Στα μέσα του 17ου αιώνα κι έπειτα το φρούριο που υπήρχε στο νησί μετατράπηκε σε βενετική φυλακή κι από το 1807 μετά από διάταγμα του Ναπολέοντα άρχισε να λειτουργεί ως νεκροταφείο, στο οποίο δε θάβονται μόνο Βενετσιάνοι αλλά κι επιφανείς άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο.
Για το Μπουράνο αναχωρήσαμε νωρίς το μεσημέρι. Η διαδρομή μας κράτησε γύρω στα 45 λεπτά καθώς το νησί απέχει 7 χλμ. από την Βενετία και βρίσκεται στο βορειότερο άκρο της λιμνοθάλασσας, δίπλα στο νησί Τορτσέλλο. Αρχικά το Μπουράνο ήταν ένα σύμπλεγμα πέντε μικρών νησιών τα οποία χωρίζονταν με κανάλια. Αργότερα τα κανάλια επιχωματώθηκαν δημιουργώντας έναν ενιαίο οικισμό με 2.800 κατοίκους. Μόνο το νησί Ματσόρμπο δεν ενώθηκε με τα υπόλοιπα, αλλά συνδέεται με το Μπουράνο μέσω μιας γέφυρας. Οι ονομασίες των πέντε προαστίων του νησιού, υπενθυμίζουν τη ύπαρξη των παλιότερων νησιών που υπήρχαν εκεί.
Το νησί κατοικήθηκε για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα από Ρωμαίους που ήρθαν από την περιοχή του Αλτίνο στην κεντρική Ιταλία. Όσο για την προέλευση του ονόματός του υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει πως οι πρώτοι έποικοι του νησιού ήταν η οικογένεια Μπουράνο ενώ η δεύτερη λέει πως οι πρώτοι έποικοι που έφτασαν εκεί προέρχονταν από το μικρό νησί Μπουρανέλλο, το οποίο βρίσκεται 8 χλμ. νοτιότερα.
Αρχικά το νησί ήταν ένα ψαροχώρι που κυβερνιόταν από το γειτονικό νησί Τορτσέλλο, χωρίς να κατέχει κανένα από τα προνόμια των υπολοίπων νησιών της λιμνοθάλασσας. Όμως, η ανάπτυξή του ήρθε τον 16ο αιώνα, όταν οι γυναίκες του νησιού άρχισαν να ασχολούνται με την παραγωγή της δαντέλας, με βελόνες που εισήχθησαν από την Βενετοκρατούμενη Κύπρο. Το εμπόριο κι η οικονομική άνθηση αναπτύχθηκαν μέχρι τον 18ο αιώνα κι η πρόοδος στην πόλη ξεκίνησε από το 1872 όταν άνοιξε σχολή δαντελοποιίας. Η δαντελοποιία επανήλθε ξανά τον 20ο αιώνα αλλά όχι με τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής που ήταν πολύ δαπανηρός και χρονοβόρος.
Φτάνοντας στο Μπουράνο διακρίναμε τα πρώτα πολύχρωμα σπιτάκια. Η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα βλέποντας αυτό το μοναδικό θέαμα, ήταν η σκέψη πως ως εκ θαύματος έγιναν πραγματικότητα όλα τα πολύχρωμα σπιτάκια που ζωγράφιζα παιδί στο νηπιαγωγείο αλλά και στο σχολείο. Χρώματα έντονα που έδιναν την αίσθηση πως ξεπετάχτηκαν από γιγάντιους μαρκαδόρους, δημιουργώντας την απόλυτη παιχνιδιάρικη διάθεση στις μικρές μας πολύχρωμες και δαντελένιες περιπλανήσεις. Ένα ακόμη στοιχείο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι πως όλη αυτή η πανδαισία χρωμάτων πρόσφερε απλόχερα χαμόγελα στους επισκέπτες του νησιού. Όπως ακριβώς συνέβη και σε μας.
Αυτή η πολύχρωμη και παιχνιδιάρικη μοναδικότητα του Μπουράνο, έχει τις ρίζες της στη «χρυσή εποχή της Ιταλίας». Εικάζεται πως το συγκεκριμένο έθιμο ξεκίνησε από τους ψαράδες, οι οποίοι έβαφαν τα σπίτια τους στο χρώμα της αρεσκείας τους για να τα βλέπουν το βράδυ που επέστρεφαν από το ψάρεμά τους. Στις μέρες μας εξακολουθούν να διατηρήσουν αυτό το έθιμο, παρόλο που δεν είναι απλή υπόθεση η επιλογή του χρώματος με το οποίο βάφεται το κάθε σπίτι. Αν κάποιος ιδιοκτήτης θέλει να βάψει το σπίτι του πρέπει να κάνει αίτηση στην κυβέρνηση και να περιμένει μία λίστα με τα χρώματα που είναι διαθέσιμα, ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκεται η κατοικία του.
Το μοναδικό αξιοθέατο του νησιού που προσεγγίσαμε και θαυμάσαμε για την αισθητή και λίγο επικίνδυνη κλίση του καμπαναριού του, ήταν η εκκλησία του Σαν Μαρτίνο. Στο νησί υπάρχουν άλλα δύο αξιοθέατα, το Ορατόριο της Σάντα Μπάρμπαρα καθώς και το Μουσείο και Σχολή Δαντελοποιίας, τα οποία δεν επισκεφθήκαμε διότι προτιμήσαμε να περιπλανηθούμε κι άλλο στις πολύχρωμες συνοικίες και στα λιλιπούτια κανάλια του νησιού.
Κατά το απόγευμα πήραμε το βαπορέτο για να κατηφορίσουμε προς το Μουράνο, το οποίο μας άφησε δίπλα στο μεγάλο φάρο του κρυστάλινου νησιού. Όπως και το Μπουράνο, έτσι και το Μουράνο αποτελείται από μια συστάδα νησίδων που χωρίζονται από μικρά κανάλια και συνδέονται μεταξύ τους με γέφυρες. Το Μουράνο απέχει από την Βενετία μόλις 1,5 χλμ., γεγονός που του προσφέρει έναν εκπληκτικό νότιο ορίζοντα, πάνω στον οποίον πλέει η Γαληνοτάτη με τα πανύψηλα και γερμένα της καμπαναριά.
Το Μουράνο κατοικήθηκε για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα, αρχικώς από τους Ρωμαίους κι αργότερα από μέτοικους από το Άλτινουμ και το Οντέρζο. Στην αρχή το νησί ευδοκίμησε ως ψαροχώρι κι από την παραγωγή αλατιού. Από τον 11ο αιώνα άρχισε να παρακμάζει και οι κάτοικοί του μετοίκησαν στο Ντορσοντούρο. Λίγο μετά το 1000 μ.Χ. ερημίτες του τάγματος των Camaldolese, αναζητώντας ένα μοναχικό μέρος, εγκαταστάθηκαν σε ένα από τα νησιά του, ιδρύοντας τη Μονή του Αγίου Μιχαήλ (S. Michele di Murano), που με την πάροδο των χρόνων έγινε μεγάλο κέντρο μορφώσεως κι εκδόσεων. Ο διάσημος χαρτογράφος Φρα Μάουρο, του οποίου οι χάρτες υπήρξαν τόσο σημαντικοί για την εξερεύνηση του κόσμου από τους Ευρωπαίους, ήταν μοναχός αυτού του κοινόβιου. Η μονή διαλύθηκε βίαια το 1810 από τις γαλλικές δυνάμεις κατοχής του Μεγάλου Ναπολέοντα.
Στις μέρες μας, το Μουράνο είναι διάσημο για την υαλουργία του και ιδιαίτερα για τις λάμπες και τα κομψοτεχνήματα που χαρακτηρίζονται «Κρύσταλλα Μουράνο». Η φήμη του νησιού ως κέντρου υαλουργίας ξεκίνησε από το 1291, όταν όλοι οι υαλουργοί της Βενετίας διατάχθηκαν να μεταφέρουν τα εργαστήριά τους στο Μουράνο για να αποφευχθεί ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Τον επόμενο αιώνα άρχισαν οι εξαγωγές και το Μουράνο έγινε διάσημο, αρχικώς για τις γυάλινες χάντρες και τους καθρέφτες του.
Τα αξιοθέατα του Μουράνο περιλαμβάνουν τον ναό της Παναγίας και του Αγίου Δονάτου (Santa Maria e San Donato), γνωστό για το ψηφιδωτό δάπεδο βυζαντινής τεχνοτροπίας, που λέγεται ότι στεγάζει τα κόκκαλα του δράκοντα που σκότωσε ο Άγιος Δονάτος. Επίσης, υπάρχει κι ο ναός του Αγίου Πέτρου (San Pietro Martire) με το παρεκκλήσιο της οικογένειας Ballarin που κτίσθηκε το 1506 και κοσμείται με έργα τέχνης του Τζιοβάννι Μπελλίνι, καθώς και το Παλάτσο ντα Μούλα. Τέλος, αξίζει μια επίσκεψη στα περισσότερα υαλουργεία, κάποια από τα οποία είναι ηλικίας πολλών αιώνων κι είναι ανοικτά στο ευρύ κοινό, όπως και το Μουσείο Γυαλιού του Μουράνο, που στεγάζεται στο Παλάτσο Τζιουστινιάν.
Ωστόσο, σε αντίθεση με το Μπουράνο, το Μουράνο μας φάνηκε αρκετά μίζερο κι αδιάφορο. Έλειπε η ζωντάνια που κυριαρχούσε στο άλλο νησί ενώ το χρώμα περιοριζόταν μόνο σε υπαίθρια κρύσταλλα Μουράνο που συναντούσαμε στις μικρές μας περιπλανήσεις στα στενά του κανάλια, κάτι που μας έκανε να αναχωρήσουμε νωρίτερα για τη Βενετία. Κατά την επιστροφή μας στην πόλη, ανακαλύψαμε ένα καλά κρυμμένο σημείο με λίγο κόσμο που είχε αράξει δίπλα στους απαλούς παφλασμούς της λιμνοθάλασσας για να απολαύσει το βενετσιάνικο ηλιοβασίλεμα. Ευτυχώς είχαμε το χρονικό περιθώριο να φτάσουμε εγκαίρως στο σημείο εκείνο και να μαγευτούμε με τα έντονα χρώματα του κοκκινωπού ορίζοντα. Ένα σημείο ιδιαίτερο, διακριτικό και μαγικό που επιθυμώ να κρατήσω κρυφό...
Σε συζητήσεις που κάνω τον τελευταίο καιρό με αρκετούς φίλους μου που είναι έμπιστοι κινηματογραφόφιλοι, συνεχώς εκφράζω το παράπονό μου πως έχω χρόνια να απολαύσω κάποια ταινία που να με κερδίσει ολόψυχα και να με εκφράσει απόλυτα. Τόσο η υγειονομική κρίση όσο κι η δηθενιά που έχει αρχίσει να επικρατεί έντονα τα τελευταία χρόνια στο χώρο του κινηματογράφου, έχει επιφέρει ένα δημιουργικό μαρασμό και μια θεματική επανάληψη που δυστυχώς έχει αρχίσει να κουράζει. Κι εκεί που μ' έχει πιάσει μια κινηματογραφοφιλική απελπισία, έρχονται ο Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν κι η σύντροφός του Σάρλοτ Βαντερμίς να με συγκινήσουν αναπάντεχα με το αριστουργηματικό τους έργο "Τα Οχτώ Βουνά", το οποίο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Πάολο Κονιέτι.
Η ιστορία της ταινίας είναι πολυσύνθετη καθώς ανοίγει αρκετά μέτωπα αλλά συνάμα και τόσο οικεία. Είναι η αποθέωση μιας ειλικρινούς παιδικής φιλίας, η οποία δοκιμάζεται στο χρόνο και στις διαφορετικές συνθήκες. Πάνω σ' αυτήν την απόλυτη αντίθεση των δυο φίλων πατάνε οι δημιουργοί προσφέροντας ένα από τα συγκινητικότερα αριστουργήματα των τελευταίων χρόνων.
Πρωταγωνιστές στην ταινία είναι δυο συνομήλικοι φίλοι, ο Πιέτρο κι ο Μπρούνο, οι οποίοι συναντιούνται κάθε καλοκαίρι στη Γκράνια, ένα ορεινό χωριό των ιταλικών Άλπεων. Πέρα από την ίδια ηλικία και το ότι είναι κι οι δυο μοναχοπαίδια, δεν έχουν κανένα άλλο κοινό στοιχείο. Ο Πιέτρο ζει στο Τορίνο κι έχει έναν πατέρα απόντα από το σπίτι λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων ενώ ο Μπρούνο ζει πάνω στα βουνά στηρίζοντας τον πατέρα του και τον θείο του στην κτηνοτροφία και στην παραγωγή τυριού. Ο Πιέτρο έχει όλη την υποστήριξη των δικών του για να σπουδάσει σε αντίθεση με τον Μπρούνο που ενηλικιώνεται απότομα στις άγριες εργασιακές και κλιματικές συνθήκες. Παρόλα αυτά, ο Πιέτρο είναι αυτός που "επαναστατεί" κι αποφασίζει να κυνηγήσει τα τρελά όνειρα της εφηβείας του, κόβοντας κάθε δεσμό με την οικογένειά του και κυρίως με τον πατέρα του.
Η ανατροπή της στάσιμης για πολλά χρόνια κατάστασης του Πιέτρο, θα έρθει με τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Η απώλειά του γονιού του, θα σταθεί αφορμή για τον μποέμ νεαρό να αναλογιστεί τα λάθη του, τους εγωισμούς του κι όλες του τις επιλογές που τον οδήγησαν σε μια αδιέξοδη παρατεταμένη εφηβεία. Ίσως ήταν η ζήλια του απέναντι στην εκτίμηση που έδειχνε ο πατέρας του στον Μπρούνο; Μήπως κάποιο είδος αντίδρασης βλέποντας την απότομη ενηλικίωση του φίλου του; Πολύ πιθανόν να έπαιξε σημαντικό ρόλο και το χάσμα που υπήρχε από μεριάς του προς τον πατέρα του.
Επιστρέφοντας στο ορεινό χωριό για να βοηθήσει τον Μπρούνο στο χτίσιμο του ορεινού του καταφυγίου, ο Πιέτρο θα ανακαλύψει την αθέατη όψη του πατέρα του. Θα αρχίσουν να ξεδιπλώνονται μπροστά του κάποια κομμάτια του χαρακτήρα του που δεν είχε αντιληφθεί όσο ήταν ζωντανός. Ανεβαίνοντας στην πρώτη κορυφή που είχαν "κατακτήσει" μαζί, ο Πιέτρο θα διαβάσει τη γλυκιά σημείωση του πατέρα του, συνειδητοποιώντας πόσο σημαντική ήταν γι' αυτόν εκείνη η στιγμή που είχε μοιραστεί με τον γιο του. Ταυτόχρονα συνειδητοποιεί πως οι σχέσεις πατέρα και γιου είναι από τη φύση τους τεταμένες. Όπως είχε εκείνος κόντρα με τον πατέρα του, αντίστοιχα παράπονα είχε κι ο Μπρούνο με τον δικό του, κάτι που τον ανάγκαζε να ζητά συμβουλές από τον πατέρα του Πιέτρο. Κατά κάποιον τρόπο, ο πατέρας του Πιέτρο "υιοθέτησε" τον Μπρούνο, θέλοντας να καλύψει το κενό που είχε αφήσει ο γιος του με τη διάλυση των δεσμών τους αλλά και προσπαθώντας να μαλακώσει την απαξίωση που δεχόταν από το ίδιο του το παιδί.
Όλα αυτά θα ωθήσουν τον Πιέτρο να αναζητήσει την αθέατη πλευρά του πατέρα του μέσα από κρυμμένα σημειώματα στις κορυφές των ιταλικών Άλπεων, μέσα από τα χαραγμένα μονοπάτια του γονιού του στους χάρτες και φυσικά μέσα από τις συζητήσεις του με τον Μπρούνο.
Ωστόσο η ταινία δεν περιορίζεται μόνο σ' αυτό το κομμάτι αλλά εστιάζει και σε άλλα θέματα αρκετά επίκαιρα. Ένα απ' αυτά είναι η λανθασμένη εικόνα που έχουν οι κάτοικοι των πόλεων για τη φύση, κάτι το οποίο θίγεται κατά την διάρκεια της παραμονής κάποιων φίλων του Πιέτρο στο ορεινό σπίτι που είχε χτίσει με τον Μπρούνο. Ακούγοντας τις αφελείς απόψεις των αστών, ο Μπρούνο αρχίζει να τους χλευάζει θέλοντας να τους αποδείξει πως δεν έχουν καμία απολύτως ιδέα για τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν το χειμώνα στα βουνά. Η επίμονη κι άκρως ειρωνική του στάση θα αντικρούσει όλα τα υποτιθέμενα κι ασυνάρτητα σχέδια των φιλοξενούμενων και θα μαλακώσει αφότου ακούσει την ηττημένη δήλωση ενός απ' αυτούς, που τον εκλιπαρεί να τον αφήσει τουλάχιστον να ονειρεύεται όλες αυτές τις λανθασμένες αντιλήψεις που έχει για τη φύση.
Σε αντίθεση με τον Μπρούνο, ο Πιέτρο επιμένει να ζει στην πόλη. Με έναν διακριτικό αλλά εύστοχο τρόπο, οι δημιουργοί προσπαθούν να αποδείξουν ποια από τις καθημερινότητες των δυο πρωταγωνιστών είναι πιο ποιοτική αλλά και πιο ανθρώπινη. Η φύση έχει τις αντιξοότητές της αλλά η ζωή στην πόλη είναι ένας ασυνείδητος εγκλεισμός. Ένας ύπουλος ιδρυματισμός που δύσκολα μπορούν να αντιληφθούν όσοι επιλέγουν να ζήσουν και να εργαστούν στους ξέφρενους ρυθμούς της αστικής ζωής. Αυτό γίνεται αντιληπτό σε μια σκηνή που ο Μπρούνο τηλεφωνεί στον Πιέτρο, ο οποίος αναγκάζεται να βγει στο ηλιόλουστο αίθριο της σκοτεινής κουζίνας που εργάζεται για να συνειδητοποιήσουμε ως κοινό, ότι το επάγγελμα που διάλεξε του στερεί την αίσθηση του χρόνου αλλά και του χώρου. Προσωπικά, το συγκεκριμένο στιγμιότυπο με ταρακούνησε αρκετά, καθώς νιώθω κι εγώ τα τελευταία χρόνια εγκλωβισμένος στην Αθήνα.
Μπορεί από την μια να "αποθεώνεται" η σκληρή ζωή στην ύπαιθρο αλλά από την άλλη δείχνει και το πόσο ευάλωτη είναι σε ξένα και κυρίως σε αστικά ερεθίσματα. Μπορεί ο Μπρούνο να παρουσιάζεται ως ο πιο δυνατός και πιο προσγειωμένος χαρακτήρας της ιστορίας αλλά συνάμα θαμπώνεται από τις γνώσεις και τον τρόπο ζωής των αστών. Καταρχάς, εντυπωσιάζεται από τις γνώσεις του Πιέτρο και τον θαυμάζει για τη συγγραφική του καριέρα. Σε μια μεταξύ τους συζήτηση θα του εκφράσει την εκτίμηση απέναντι στο πλούσιο λεξιλόγιό του, λέγοντάς του πως "αν έχεις φτωχά λόγια είσαι αναγκασμένος να έχεις και φτωχές σκέψεις". Μέγα λάθος κατά τη δική μου γνώμη, διότι μια άλλη παροιμία λέει πως "τα πολλά λόγια είναι φτώχια". Έπειτα, ο Μπρούνο ερωτεύεται μια φίλη του Πιέτρο και κάνει οικογένεια μαζί της, η οποία θα τον ωθήσει να ασχοληθεί με επενδύσεις και δάνεια θέλοντας να τον βοηθήσει να αναπτύξει τις κτηνοτροφικές του δραστηριότητες. Όμως, η αγνή φύση του Μπρούνο απέναντι στη βρωμιά του κέρδους, θα μετατραπεί σε αχίλλειο πτέρνα, γκρεμίζοντας ανεξέλεγκτα όλες του τις προσπάθειες και φυσικά όλα του τα όνειρα.
Πάνω σ' αυτό το κομμάτι, παρουσιάζεται με ένα γλυκό τρόπο, η διακριτική ζήλεια μεταξύ των δυο φίλων. Κατά κάποιον τρόπο ο Πιέτρο ζηλεύει τον Μπρούνο που κατάφερε να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο και να γίνει κτηνοτρόφος και να κάνει οικογένεια ενώ ο Μπρούνο ζηλεύει την ανέμελη, ταξιδιάρικη και μποέμικη ζωή του φίλου του. Μια ζήλια που ποτέ δεν εκδηλώνεται αλλά ούτε γίνεται αφορμή για να διαλυθεί η αντρική τους φιλία.
Αντιθέτως, οι δυο φίλοι βιώνουν μια συγκινητική αλληλεγγύη κι αλληλοεκτίμηση, παρόλο που έχουν μεγαλώσει με διαφορετικές νοοτροπίες κι έχουν ριζώσει διαφορετικές αξίες μέσα τους. Γι' αυτόν τον λόγο ο Μπρούνο εξακολουθεί να εκτιμά τον πατέρα του παρά τα δεινά που του είχε δημιουργήσει αφήνοντάς του αρκετά συμπλεγματικά κατάλοιπα, σε αντίθεση με τον Πιέτρο που εξακολουθεί να απαξιώνει τον δικό του πατέρα και μετά το θάνατό του. Παρά τις διαφορετικές στάσεις που κρατάνε απέναντι στους γονείς τους, εκφράζουν μεταξύ τους μια ειλικρινή κατανόηση απέναντι στη στάση του κρατάει ο καθένας πάνω σ' αυτό το θέμα.
Όλη αυτή η πολυπλοκότητα της ζωής δένει εντυπωσιακά με το θιβετιανό ρητό "Οκτώ Βουνά", το οποίο χωρίζει τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες. Σε αυτούς που βάζουν στόχο τη ψηλότερη κορυφή κι εγκλωβίζονται σ' αυτήν και στους τυχοδιώκτες που αποφεύγουν την ψηλότερη κορφή αλλά περιφέρονται τόσο στις υπόλοιπες επτά όσο και στις οκτώ θάλασσες, αναζητώντας τις απαντήσεις για την ίδια τους τη ζωή και το νόημα της ύπαρξής τους. Ο Μπρούνο αντιστοιχεί στην πρώτη κατηγορία μ' αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί από μικρός στο δικό του ψηλό βουνό ακολουθώντας τον τρόπο ζωής των δικών του, ενώ ο Πιέτρο έχοντας πιο διευρυμένους ορίζοντες αποφασίζει να μην ακολουθήσει τη συμβιβασμένη κι αγχώδης ζωή του πατέρα του, επιθυμώντας να ζήσει την κάθε του στιγμή ελεύθερα κι ανέμελα κάνοντας δουλειές του ποδαριού και ταξιδεύοντας ως τα Ιμαλάια αναζητώντας απαντήσεις σε όλα αυτά που τον βασανίζουν. Αυτό όμως που αντιλαμβάνεται στο τέλος είναι πως το ανήσυχο πνεύμα του από την μια δεν τον αφήνει να ριζώσει πουθενά κι από την άλλη τον κάνει να χάνει το σκοπό αλλά και τους στόχους των περιπλανήσεών του.
Οι δημιουργοί Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν και Σάρλοτ Βαντερμίς, συγκεντρώνοντας τις παραπάνω ιδέες, προσφέρνουν ένα υπέροχο και συγκινητικό κινηματογραφικό διαμάντι, αγγίζοντας με ευαισθησία τις αθέατες ανδρικές ανασφάλειες και περνώντας με λυρικό τρόπο τους προβληματισμούς των δυο πρωταγωνιστών. Σημαντικό ρόλο στη συγκεκριμένη ταινία παίζει κι η φωτογραφία του Ρούμπεν Ίμπενς, ο οποίος επιλέγει το κάδρο 4:3, θέλοντας να εγκλωβίσει την απεραντοσύνη της φύσης στους περιορισμένους ορίζοντες των ανθρώπων. Όμως μέσα απ' τα κάδρα του, παρουσιάζονται με όμορφο τρόπο τα μαγευτικά τοπία των ιταλικών Άλπεων, με τις άγριες κορυφογραμμές τους και τις γεμάτες πράσινο πλαγιές τους. Εξαιρετικοί και συγκινητικοί στους πρωταγωνιστικούς τους ρόλους οι ηθοποιοί Λούκα Μαρινέλι και Αλεσάντρο Μπόργκι. Όσο για το soundtrack, το οποίο ντύθηκε με τραγούδια του Σουηδού Ντάνιελ Νόργκρεν από το άλμπουμ του Alabursy (2015), μου άφησε την αίσθηση πως έδενε όμορφα με τα υπέροχα ορεινά τοπία αλλά δεν ταίριαξε απόλυτα με το θέμα της ταινίας.
Τα "Οκτώ Βουνά" είναι μια κινηματογραφική ωδή στην πραγματική αγάπη που υπάρχει μεταξύ των ανδρών, η οποία όσο δύσκολο είναι να εκφραστεί με λόγια, τόσο πιο εύκολα εκδηλώνεται με πράξεις. Είναι μια υπενθύμιση των μικρών πραγμάτων που συμβαίνουν στην παιδική μας ηλικία και μένουν χαραγμένα στη μνήμη, με τη σπουδαιότητά τους να μεγαλώνει όσο περνούν τα χρόνια. Επίσης, είναι ένας ύμνος προς την φύση, η οποία έχει τη δύναμη να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους δώσει κίνητρο για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, να γιατρέψει τις ανοιχτές πληγές τους αλλά και να τους βρει κάποια διέξοδο στα χρόνια προβλήματά τους. Τέλος, είναι μια ειλικρινής εξομολόγηση στην προσπάθεια του κάθε άνδρα να ξεπεράσει τον πατέρα του, αποφεύγοντας τις λάθος επιλογές των γονιών του κι εκπληρώνοντας τα όνειρά του.
Πρωινό μιας ηλιόλουστης Δευτέρας και στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μέστρε επικρατούσε ένα πανδαιμόνιο από ντόπιους και ξένους επισκέπτες που ανακατεμένοι έτρεχαν να προλάβουν τους συρμούς που θα τους οδηγήσουν στη Βενετία. Σε αντίθεση με το πλήθος που έτεινε προς τα ανατολικά, εμείς αναζητούσαμε την αποβάθρα που θα αναχωρούσε η αμαξοστοιχία για Μπολόνια, επιθυμώντας να επισκεφθούμε τη γειτονική πόλη της Πάντοβα.
Η διαδρομή ήταν σύντομη κι ευχάριστη καθώς η Πάντοβα απέχει μόλις 40 χιλιόμετρα από τη Βενετία. Αρκούσε όμως για να παρατηρήσουμε και να εμπεδώσουμε για πολλοστή φορά πόσο πίσω είναι η Ελλάδα στα μέσα μεταφοράς, καθώς τα "απλά" κι αργά τραίνα της Trenitalia είναι πολύ πιο εξελιγμένα, γρήγορα κι οικονομικά σε σχέση με τα δικά μας. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Πάντοβα βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης, σε μια περιοχή που επικρατεί το βιομηχανικό γκρίζο κι η μουντή αύρα της περιθωριοποίησης. Τα διάσπαρτα διακοσμητικά ανάγλυφα που κοσμούσαν τις προσόψεις κάποιων παλιών κτιρίων, προσπαθούσαν με δυσκολία να ομορφύνουν την άχρωμη κι αδιάφορη πρώτη εικόνα που αντικρίσαμε. Προσπερνώντας όμως τον σύνηθες άγαρμπο σκόπελο που συχνά συναντάμε γύρω από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς των ευρωπαϊκών πόλεων, άρχισε να αποκαλύπτεται σταδιακά η μοναδική ομορφιά αυτής της τόσο γραφικής κι ιδιαίτερης πανεπιστημιούπολης του ιταλικού βορρά.
Η Πάντοβα είναι μια πόλη με πληθυσμό 214.000 κατοίκους, πρωτεύουσα της επαρχίας της Πάδοβας κι ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Βένετο. Το λατινικό της όνομα είναι Patavium και στα βενετσιάνικα Padoa, ενώ σε παλιότερες ελληνικές αναφορές έχει χρησιμοποιηθεί η ονομασία Πάδοβα, Παδούη ή Πατάβιο. Η ρίζα της αρχικής της λατινικής ονομασίας είναι αβέβαιη, αν κι εικάζεται πως το πρώτο συνθετικό του ονόματος "Πατ" σχετίζεται με την ύπαρξη του ποταμού Πάδου, ενώ σύμφωνα με τις προ-ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχει την έννοια της ανοιχτής πεδιάδας σε γειτονικούς λόφους. Το δεύτερο συνθετικό του ονόματος "άβ" έχει σχέση με περιοχές γύρω από ποτάμια με δεδομένη την ύπαρξη του Πάδου, ενώ το τελευταίο συνθετικό του ονόματος "ιουμ" υποδεικνύει την παρουσία χωριών τα οποία έχουν πλέον ενωθεί.
Η Πάντοβα (00:05-01:10) αναπτύσσεται πάνω στους ποταμούς Μπατσιλιόνε και Μπρέντα. Ένα από τα πρώτα της χαρακτηριστικά που συναντήσαμε στις πρώτες μας πρωινές περιπλανήσεις είναι οι στοές που αναπτύσσονται στους περισσότερους δρόμους της παλιάς πόλης, προστατεύοντας τους κατοίκους από τον ήλιο και τη βροχή, οι μικρές γέφυρες που διασχίζουν τους διαφόρους παραποτάμους του Μπατσιλιόνε και οι μικρές γραφικές της πλατείες που ξεπετάγονται κάθε τόσο στις παλιές συνοικίες. Στα νότια της πόλης βρίσκονται οι Ευγάνιοι Λόφοι, οι οποίοι έχουν υμνηθεί από το Λουκανό, το Μαρτιάλη, τον Πετράρχη, τον Ούγκο Φόσκολο και τον Σέλλεϋ.
Ωστόσο, αυτό για το οποίο περηφανεύονται οι κάτοικοι, είναι το ιστορικό πανεπιστήμιο της Πάντοβα, το οποίο έχει ηλικία 800 χρόνων (ιδρύθηκε το 1222) και θεωρείται το δεύτερο αρχαιότερο πανεπιστήμιο της χώρας. Μάλιστα, ένας από τους ιστορικούς καθηγητές του πανεπιστημίου ήταν ο φυσικός και πατέρας της σύγχρονης αστρονομίας Γαλιλαίο Γαλιλέι. Μετά την ημερήσια περιπλάνησή μας στην πόλη, ομολογώ πως οι Παντοβιανοί δικαιούνται να είναι περήφανοι για πάρα πολλά από τα μνημεία και τα αξιοθέατά της.
Η Πάντοβα εντυπωσιάζει τόσο τους λάτρεις της Τέχνης όσο και της Αρχιτεκτονικής, διότι πέρα από τα σπουδαία της μνημεία, η πόλη έχει μια πλούσια συλλογή έργων τέχνης. Γι' αυτό το λόγο, σου δίνει την εντύπωση πως η πόλη βιάζεται να αναδείξει στους επισκέπτες της τα σπουδαία της μνημεία και τους σπάνιους θησαυρούς της, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να εξιλεωθεί από τις πρώτες μίζερες εντυπώσεις που αφήνει από τα πέριξ του σιδηροδρομικού σταθμού.
Το πρώτο αξιοθέατο που συναντήσαμε ήταν το "Παρεκκλήσι των Σκροβένι" (Cappella degli Scrovegni), το οποίο φιλοξενεί τις υπέροχες τοιχογραφίες του Τζιότο (Giotto di Bondone, 1267-1337), ένα σπουδαίο έργο το οποίο είχε παραγγελθεί από τον πλούσιο τραπεζίτη Ενρίκο ντέλι Σκοροβένι, του οποίου άνηκε το συγκεκριμένο παρεκκλήσι. Τόσο το θρησκευτικό κτίριο όσο και το παλάτσο του τραπεζίτη, βρίσκονται στη θέση της ρωμαϊκής αρένας που υπήρχε στην πόλη, δίνοντάς του το προσωνύμιο το "Παρεκκλήσι της Αρένας" (07:38). Επίσης, το συγκεκριμένο παρεκκλήσι έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO. Γι' αυτό το λόγο, η επισκεψιμότητα στο εσωτερικό του ναού είναι ελεγχόμενη και περιορισμένη. Στη δική μας περίπτωση, παρόλο που επισκεφθήκαμε το παρεκκλήσι το πρωί, καταλήξαμε να κλείσουμε εισιτήριο για το απόγευμα. Με το ίδιο εισιτήριο επισκεφθήκαμε το αρχαιολογικό μουσείο και την πινακοθήκη της πόλης, τα οποία στεγάζονται στο ίδιο κτίριο.
Επιστρέψαμε ξανά το απόγευμα στο "Παρεκκλήσι των Σκροβένι" (01:30-02:08), χορτασμένοι από τις ομορφιές της Πάντοβα κι ανυπόμονοι να θαυμάσουμε από κοντά τον υπέροχο κύκλο των τοιχογραφιών του Τζιότο, οι οποίες διηγούνται τη ζωή της Παναγίας και του Χριστού κι έχουν αναγνωρισθεί από πολλούς ειδικούς ως ένας από τους σημαντικότερους κύκλους τοιχογραφιών στον κόσμο. Για να μπει κανείς στον εσωτερικό χώρο του ναού, θα χρειαστεί να περιμένει πρώτα γύρω στα δεκαπέντε λεπτά σε μια κλιματικά ελεγχόμενη αίθουσα, παρακολουθώντας ένα βίντεο για τη ζωή και το έργο του Τζιότο. Μ' αυτόν τον τρόπο, διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του ναού κι αποφεύγονται οι περαιτέρω φθορές στις τοιχογραφίες.
Το πρώτο στοιχείο που μου κέντρισε την προσοχή, ήταν η "Δευτέρα Παρουσία", η οποία βρίσκεται σε περίοπτη θέση και μοιάζει αρκετά με την αντίστοιχη της Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού. Αυτό όμως που την κάνει ξεχωριστή, είναι τα έντονα χρώματά της, στα οποία θεωρώ ότι κυριαρχεί έντονα το μπλε του κοβαλτίου προσδίδοντας μια ουράνια αίσθηση τόσο στη σύνθεση όσο και στην εσωτερική ατμόσφαιρα του παρεκκλησίου. Επίσης μεγάλη εντύπωση μου προκάλεσαν οι σκληρές σκηνές της κολάσεως, με τις βίαιες αναπαραστάσεις των βασανιστηρίων.
Στις τοιχογραφίες του Τζιότο ξεχωρίζει ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο, καθώς μπορεί κανείς να θαυμάσει την αρχαιότερη αναπαράσταση φιλιού στην ιστορία της τέχνης. Η αναπαράσταση του φιλιού βρίσκεται στη "Συνάντηση στη Χρυσή Πύλη" (1305), ακριβώς δίπλα στον τοίχο με την "Δευτέρα Παρουσία". Μου πήρε αρκετή ώρα να βρω το φιλί μέχρι που ζήτησα τη βοήθεια ενός ευγενικού φύλακα, ο οποίος αμέσως έτρεξε να μου το δείξει.
Ο Τζιότο ήταν μια από τις σπουδαιότερες μορφές του Μεσαίωνα καθώς υπήρξε ένας από τους προδρόμους της Ιταλικής Αναγέννησης. Τα έργα του στο "Παρεκκλήσι των Σκροβένι" είναι ένα δείγμα της κληρονομιάς που άφησε και της προσπάθειας που ξεκίνησε τότε ώστε να αποκοπούν οι Ιταλοί δημιουργοί από τις αυστηρές συμβάσεις της βυζαντινής ζωγραφικής. Μέσα από τα έργα του Τζιότο, γίνεται επίσης φανερή η προσπάθεια ανάδειξης της προοπτικής στα πλάνα, της εκφραστικότητας στα πρόσωπα και της κίνησης των μέχρι τότε στατικών μορφών.
Ακριβώς δίπλα στο "Παρεκκλήσι των Σκροβένι", βρίσκεται η "Εκκλησία των Ερεμινάτι" (Ερημιτών), μια τεράστια γοτθική εκκλησία Αυγουστίνων του 13ου αιώνα, που περιέχει τους τάφους των Γιάκοπο (1324) και Ουμπερτινέλλο ντα Καρράρα (1345), αρχόντων της Πάντοβας καθώς και το παρεκκλήσι των Αγίων Ιάκωβου και Χριστόφορου (01:10-01:30). Ο ναός είχε την ατυχία να ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στις 11 Μαρτίου του 1944, διότι βρισκόταν δίπλα στο αρχηγείο των ναζί, αλλά ξαναχτίστηκε μετά το τέλος του πολέμου. Παράλληλα, έγινε μια προσπάθεια να αποκατασταθούν οι υπέροχες τοιχογραφίες του Μαντένια. Γι' αυτό και μόνο το λόγο, αξίζει μια επίσκεψη στο εσωτερικό της χώρο, τόσο για να θαυμάσει κανείς το μέγεθος της όσο και την επιμονή κι υπομονή των ειδικών για την αποκατάσταση, τη διατήρηση και την ανάδειξη ενός βαριά πληγωμένου εικαστικού πλούτου.
Από την "Εκκλησία των Ερεμινάτι" ξεχυθήκαμε στους μικρούς και γραφικούς δρόμους της Πάντοβα, όπου σχεδόν σε όλο το ιστορικό της κομμάτι κυριαρχεί το ερυθρό χρώμα κι οι ατελείωτες στοές, θυμίζοντας σε αρκετά σημεία τους γνώριμους δρόμους της Μπολόνια. Τα στενά σοκάκια μας οδήγησαν στον ναό της Αγίας Σοφίας (07:43-07:48), ο οποίος θεωρείται ο αρχαιότερος της πόλης, καθώς η κρύπτη του άρχισε να κατασκευάζεται στα τέλη του 10ου αιώνα από Βενετσιάνους τεχνίτες. Ο ναός έχει βασιλικό σχήμα με ρομανικό-γοτθικά στοιχεία, ενώ στο εσωτερικό του κυριαρχούν βυζαντινά στοιχεία. Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ναού είναι πως η πρόσοψή του έχει μια έντονη κλίση προς τα έξω λόγω του μαλακού εδάφους που υπάρχει από κάτω.
Συνεχίζοντας τις περιπλανήσεις μας, φτάσαμε στη διασημότερη εκκλησία της πόλης, τη Βασιλική του Αγίου Αντωνίου της Πάντοβα (Basilica di Sant’ Antonio da Padova), γνωστή κι ως Il Santo (Ο Αγιος). Η κατασκευή του ναού ξεκίνησε το 1230 κι ολοκληρώθηκε έναν αιώνα μετά, το οποίο σήμερα έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO (02:10-03:34). Εικάζεται πως το κτίριο σχεδιάσθηκε από τον Νικόλα Πιζάνο. Ένας εντυπωσιακός ναός με επτά θεόρατος τρούλους, των οποίων οι δυο έχουν πυραμιδοειδές σχήμα, προσδίδοντας στην εκκλησία ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος που δε συναντιέται αλλού στην Ιταλία. Εντός του ναού βρίσκεται ένα κομψό παρεκκλήσι πλούσιο με μαρμάρινα διακοσμητικά ανάγλυφα των γλυπτών Σανσοβίνο και Φαλκονέττο. Μέσα σ' αυτό το μαρμάρινο παρεκκλήσι φυλάσσεται η σαρκοφάγος με τα οστά του αγίου.
Αυτό που διαπίστωσα από την επίσκεψή μου στον ναό, είναι πως δεν είναι πόλος έλξης μόνο των επισκεπτών της πόλης αλλά και των απανταχού πιστών. Ο Άγιος Αντώνιος έζησε στην πόλη από το 1195 μέχρι το 1231 και θεωρείται ο άγιος των απολεσθέντων αντικειμένων και των αγνοουμένων. Γι' αυτό το λόγο, ο τάφος του έχει μετατραπεί σε χώρο γεμάτο τάματα, φωτογραφίες και προσευχές από τους πιστούς, οι οποίοι ζητούν τη βοήθειά του για να ξαναβρούν κάποιο χαμένο αντικείμενο ή κάποιο χαμένο πρόσωπο. Γι' αυτό το λόγο υπάρχουν πολλοί μικροπωλητές έξω από την εκκλησία που πουλούν κεριά, τάματα και κάρτες ευχών, τα οποία τοποθετούνται από τους πιστούς στον τάφο του αγίου.
Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας βρίσκεται ο έφιππος ανδριάντας του Βενετσιάνου στρατηγού Γκαταμελάτα (Εράσμο ντα Νάρνι), έργο του Ντονατέλλο, ο οποίος τον εμπνεύσθηκε από τον έφιππο ανδριάντα του Μάρκου Αυρήλιου στον Λόφο του Καπιτωλίου της Ρώμης. Το γλυπτό στήθηκε το 1453 και ήταν ο πρώτος σε φυσικό μέγεθος ορειχάλκινος έφιππος ανδριάντας που στήθηκε μετά την αρχαιότητα. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να τον θαυμάσουμε καθώς ήταν καλυμμένος με σκαλωσιές. Κοντά στο άγαλμα του Γκαταμελάτα βρίσκεται το Προσευχητάριο του Αγίου Γεωργίου του 13ου αιώνας, με τοιχογραφίες του Αλτικιέρο, κι η Scuola di S. Antonio του 16oυ αιώνα με τοιχογραφίες του Τιτσιάνο, η οποία έχει χαρακτηριστεί κι εκείνη με τη σειρά της μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.
Έχοντας ήδη επισκεφθεί και θαυμάσει τα σημαντικότερα μνημεία, κατηφορίσαμε στο γνωστότερο και πιο φωτογραφημένο αξιοθέατο της Πάντοβα, το Prato della Valle (03:35-04:52), μία ελλειπτική πλατεία 90 στρεμμάτων, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά την Πλας ντε Κενκόνς στο Μπορντό. Στο κέντρο της πλατείας απλώνεται ένας μεγάλος κήπος, ο οποίος περιβάλλεται από μία μεγάλη τάφρο διακοσμημένη με 78 αγάλματα, που απεικονίζουν επιφανείς πολίτες εκείνης της εποχής. Εκείνη τη μέρα έτυχε να πέσουμε πάνω σε ένα γαστρονομικό φεστιβάλ με γεύσεις απ' όλο τον κόσμο, στο οποίο δεν απουσίαζε κι η ελληνική κουζίνα. Προσπερνώντας το γιορτινό κλίμα της εκδήλωσης, ξαποστάσαμε στον κεντρικό κήπο, κάνοντας χάζι την ανεμελιά των φοιτητών που είχαν κατακλύσει κατά παρέες τις σκιές των δέντρων του πάρκου. Υπήρχαν όμως κι αρκετοί που είχαν ξαπλώσει στο γρασίδι κι είχαν αφεθεί στα ανοιξιάτικα χάδια του ήλιου. Ένα νεανικό μωσαϊκό έδινε μια ευχάριστη ζωντάνια στο υπαίθριο μνημείο της πόλης. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε στο ότι συναντήσαμε αρκετούς νέους και νέες, να αράζουν μόνοι τους κάτω από τα αγάλματα και να διαβάζουν αμέριμνοι τα βιβλία τους.
Από την πελώρια και γεμάτη παλμό Pratto della Valle, κατηφορίσαμε στο νοτιότερο σημείο των περιπλανήσεών μας, για να συναντήσουμε τα απομεινάρια των παλιών οχυρώσεων της πόλης. Στο παρελθόν η Πάντοβα περιβαλλόταν από τείχη μήκους 11 χλμ., τα οποία είχαν χτιστεί αρχές του 16ου αι. Σήμερα έχουν μείνει μόνο κάποια απομεινάρια των εσωτερικών τειχών. Απ' αυτά, το πιο ενδιαφέρον σημείο τους βρίσκεται στη θέση ενός κάστρου (του Καστέλο), όπου ο κύριος πύργος του μετατράπηκε μεταξύ 1767 και 1777 σε αστεροσκοπείο, γνωστό ως Specola (04:53-05:04). Προσωπικά ένιωσα συγκίνηση στη σκέψη πως μόνο όταν σταματούν οι πόλεμοι, οι άνθρωποι βρίσκουν την ευκαιρία να στραφούν προς τα άστρα.
Το απόγευμα μας βρήκε στη Piazza dei Signori (05:30-06:15) με τη βενετσιάνικη αύρα της. Εκεί ορθώνεται και το Palazzo del Capitanato με το εκπληκτικό αστρονομικό ρολόι, το οποίο κατασκευάστηκε το 1344 με την εντυπωσιακή του μεγάλη πόρτα που είναι έργο του Τζιοβάννι Μαρία Φαλκονέττο, ενός Βερονέζου αρχιτέκτονα-γλύπτη, που εισήγαγε στην Πάντοβα την Αναγεννησιακή αρχιτεκτονική. Το συγκεκριμένο ανάκτορο ήταν κατοικία των Βενετσιάνων κυβερνητών της πόλης. Σ' αυτήν την αριστοκρατική πλατεία απολαύσαμε το απογευματινό μας καφέ παρακολουθώντας τις γιορτινές φωτογραφήσεις των τελειόφοιτων με τις οικογένειές τους, έχοντας φόντο το παλάτσο.
Από την άλλη πλευρά της πλατείας ορθώνεται η θεόρατη στέγη του Palazzo della Ragione (06:16-06:40), του "Παλατιού της Λογικής", το οποίο λειτουργούσε ως δικαστήριο κατά τον Μεσαίωνα και το οποίο σήμερα έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου κτιρίου είναι η μεγάλη αίθουσα του τελευταίου ορόφου, η οποία έχει την μεγαλύτερη οροφή που δεν υποστηρίζεται από κολώνες στην Ευρώπη. Η αίθουσα είναι σχεδόν ορθογώνια, με μήκος 81,5 μ., πλάτος 27 μ. και ύψος 24 μ. και οι τοίχοι καλύπτονται με αλληγορικές τοιχογραφίες.
Το Παλάτσο άρχισε να κτίζεται το 1172 και τελείωσε το 1219. Το 1306 ο Φρα Τζιοβάννι, Αυγουστίνος μοναχός, κάλυψε το σύνολο με μια στέγη. Αρχικά υπήρχαν τρεις στέγες, που κάλυπταν τρεις διαφορετικές αίθουσες. Οι τοίχοι της εσωτερικής διαίρεσης παρέμειναν μέχρι το 1420, όπου ξέσπασε μια πυρκαγιά. Οι Βενετσιάνοι αρχιτέκτονες που ανέλαβαν την ανακαίνιση του κτιρίου, αφαίρεσαν τους παλιούς εσωτερικούς τοίχους, μετατρέποντας τους τρεις χώρους σε έναν ενιαίο, σχηματίζοντας τη σημερινή μεγάλη αίθουσα, το Salone. Ο νέος χώρος ξανατοιχογραφήθηκε από το Νικολό Μιρέττο και το Στέφανο ντα Φερράρα, από το 1425 ως το 1440. Στις μέρες μας, στο ισόγειο του οικοδομήματος εξακολουθεί να λειτουργεί μια αιωνόβια αγορά, ενώ στις στοές που εκτείνονται περιμετρικά του συγκροτήματος στεγάζονται καφετέριες κι εστιατόρια, διατηρώντας μια ζωντάνια στο μνημείο.
Κοντά στο Παλάτσο ντελά Ρατζιόνε βρίσκεται κι η πολύχρωμη εβραϊκή συνοικία της Πάντοβα (06:40-06:48), η οποία εξακολουθεί να διατηρεί τη δική της ανεπηρέαστη ταυτότητα και την μπαρόκ συναγωγή του 16ου αι. παρά τους διωγμούς και τις καταστροφές που υπέστησαν οι κάτοικοί της κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την εβραίικη συνοικία βγήκαμε στη σύγχρονη καρδιά της πόλης, όπου συναντάμε σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους τρία από τα τελευταία αξιοθέατα που συναντήσαμε στην Πάντοβα. Το Δημαρχείο (06:49-06:57), ή αλλιώς Παλάτσο Μορόνι, το οποίο ξεχωρίζει για το αρχιτεκτονικό του ύφος και τον ιδιαίτερό φωτισμό του που το αναδεικνύει από τα υπόλοιπα κτίρια του κέντρου. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου παλάτσο είναι οι εξωτερικοί του τοίχοι, οι οποίοι έχουν καλυφθεί με τα σκαλιστά πάνω σε μάρμαρο ονόματα των Παντοβιάνων που πέθαναν στους διάφορους πολέμους της Ιταλίας.
Απέναντι από το Δημαρχείο βρίσκεται το Παλάτσο ντελ Μπο (07:00-07:27), στο οποίο φιλοξενείται το φημισμένο πανεπιστήμιο της πόλης, με τον παλιό και το σύγχρονο υπαίθριό του χώρο, διακοσμημένο με έργα σύγχρονης τέχνης. Ένα απ' αυτά είναι και του Έλληνα δημιουργού Γιάννη Κουνέλλη. Και τέλος, το Καφέ Πεντρόκι (07:49), χτισμένο το 1831 από τον αρχιτέκτονα Γκιουζέπε Γιαπέλλι σε νεοκλασικό ρυθμό και με έντονες αιγυπτιακές επιρροές, το οποίο κουβαλάει τη δική του ιστορία ως ένα σταθερό στέκι συνάντησης για διανοούμενους και φοιτητές της πόλης που λειτουργεί εδώ και δύο σχεδόν αιώνες.
Οι περιπλανήσεις μας στην Πάντοβα ολοκληρώθηκε στην αθέατη πιάτσα Καπιτανιάτο, μια ζωντανή πλατεία πίσω από τον πύργο με το πανέμορφο αστρολογικό ρολόι, η οποία είναι γεμάτη φοιτητικά στέκια και παραδοσιακές τρατορίες. Σε μια απ' αυτές, απολαύσαμε τις τελευταίες μας στιγμές στην πόλη, συζητώντας γι' αυτά που μας εντυπωσίασαν κι εντυπώθηκαν περισσότερο στο μυαλό μας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να περιγράψω ένα ιδιαίτερο περιστατικό που σημειώθηκε κατά την αναχώρησή μας από την πόλη. Φτάνοντας το βράδυ στο σιδηροδρομικό σταθμό για να επιστρέψουμε στη Βενετία, διαπιστώσαμε πως όλες οι αμαξοστοιχίες ήταν ακινητοποιημένες. Επικρατούσε ένας μικρός πανικός καθώς κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Πόσο μάλλον εμείς που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με κανέναν καθώς κανείς δεν μιλούσε αγγλικά.
Μετά από αρκετή προσπάθεια, μάθαμε πως ένας άνθρωπος αυτοκτόνησε στις σιδηροδρομικές γραμμές της Βενετίας. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να το συζητήσουμε με μια Ιταλίδα ψυχολόγο που κι εκείνη ήθελε να ταξιδέψει προς Βενετία κι ήταν το ίδιο χαμένη με μας στις αποβάθρες του σταθμού. Η ίδια, ως Βενετσιάνα, μας είπε πως οι αυτοκτονίες έχουν γίνει ένα σύνηθες φαινόμενο στην πόλη της. Όπως μας είπε, ο λόγος που αρκετοί άνθρωποι αυτοκτονούν στη Βενετία, οφείλεται στο φαινόμενο του ανεξέλεγκτου τουρισμού που μαστίζει την πόλη τους. Οι τιμές έχουν ανέβει στα ύψη κι οι Βενετσιάνοι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα οικονομικά, μ' αποτέλεσμα αρκετοί μες στην απελπισία τους να οδηγούνται στην αυτοκτονία. Επίσης, μας τόνισε πως οι Ιταλοί δεν επενδύουν στη ψυχική υγεία, γεγονός που τους οδηγεί σε απελπισμένες πράξεις.
Η ανάλυση της κοπέλας με συγκλόνισε και μεμιάς μου δημιούργησε τον προβληματισμό για την ανεξέλεγκτη τουριστικοποίηση της Αθήνας. Άραγε, πως θα ανταπεξέλθουν οι κάτοικοι της ελληνικής πρωτεύουσας την υπερβολική αύξηση του κόστους ζωής τους στο κλεινόν άστυ; Και πως θα την αντιμετωπίσουν με το χρόνια τσακισμένο οικονομικό δυναμικό του κάθε νοικοκυριού, το οποίο είναι κατά πολύ υποδεέστερο από το αντίστοιχο του Ιταλού; Προβληματισμοί που δυστυχώς δεν έχουν συζητηθεί κι επιλυθεί παρόλο που η τουριστικοποίηση της Αθήνας έχει εδώ και χρόνια ξεκινήσει με ταχύτατα επικίνδυνους ρυθμούς.
Τελικώς, αναχωρήσαμε από την Πάντοβα παίρνοντας ένα από τα πιο σύγχρονα τραίνα της Ευρώπη. Θέλοντας η περιβόητη Trenitalia να γλιτώσει τα έξοδα της διαμονής των επιβατών σε κάποιο κατάλυμα της Πάντοβα, μας επέτρεψε να επιβιβαστούμε στα frecciarossa, τα διάσημα "Κόκκινα Βέλη" (κι όχι τα επικίνδυνα σαράβαλα που μας πλάσαραν στην Ελλάδα ως "Ασημένια Βέλη") για να πάμε στη Βενετία. Οπότε, ταξιδέψαμε για λίγα λεπτά (καθώς η μισή ώρα απόσταση που πραγματοποιήσαμε το πρωί με το συμβατικό τραίνο, τη διασχίσαμε σε δώδεκα μόνο λεπτά) με ένα υπερσύγχρονο τραίνο, δίνοντάς μας την εντύπωση πως πραγματοποιήσαμε ένα εντυπωσιακό τεχνολογικό άλμα προς το μέλλον.
Όσο για την Πάντοβα, μας άφησε μια πολύ όμορφη αίσθηση αξιοπρέπειας και σεβασμού. Αλλά κυρίως την υπαρξιακή επιμονή μιας μοναδικής ομορφιάς που καταφέρνει να διατηρήσει την ταυτότητά της και τον μοναδικό της χαρακτήρα, παρόλο που βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα από τη λιμνοθάλασσα που φιλοξενεί μια από τις ομορφότερες (ίσως και την ομορφότερη) πόλεις της Ευρώπης.
Ένα από τα αίτια της ξενοφοβίας είναι η ελλιπής εικόνα που έχουμε για τους άλλους λαούς. Με αυτήν την ύπουλη ξενοφοβία "υποδεχτήκαμε" βιαίως τους Αλβανούς μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μας πριν τρεις δεκαετίες. Παρά τις δύσκολες συνθήκες εκείνων των χρόνων, οι Αλβανοί κατάφεραν να αφομοιωθούν στην ελληνική κοινωνία και να τονώσουν την ελληνική οικονομία.
Όμως τρεις δεκαετίες μετά, ποτέ δεν επιδιώξαμε να τους προσεγγίσουμε και να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Μια στάση άδικη, που δε πατάει πλέον στο μίσος απέναντι στον ξένο Αλβανό αλλά στο φόβο μήπως και συνειδητοποιήσουμε πως έχουμε περισσότερα κοινά με τον "φτωχό" μας γείτονα παρά διαφορές να μας χωρίζουν.
Αυτή η κοινωνική στασιμότητα προσέγγισης προς τον γείτονά μας, καλό είναι να πάψει να υφίσταται, μήπως και μπορέσουμε ως γειτονικοί λαοί να έρθουμε πιο κοντά, να συμφιλιωθούμε κι επιτέλους να συνυπάρξουμε αρμονικά, σπάζοντας κάθε αυγό φασισμού και ξενοφοβίας.
Το βιβλίο της Λέα Ούπι είναι μια καλή αρχή για να μάθουμε την πρόσφατη ιστορία των γειτόνων μας και την περηφάνεια που τους διακατέχει.
Οι εξιστορήσεις της συγγραφέως, συνδυάζουν το προσωπικό ύφος με το πολιτικό και τους υπαρξιακούς της προβληματισμούς με τις πολιτικές θεωρίες των δικών της. Το ενδιαφέρον αυτό βιβλίο είναι οι μαρτυρίες ενός μικρού κοριτσιού που είχε την τύχη (ή τη δυστυχία) να μεγαλώσει και να ωριμάσει ανάμεσα σε δύο κόσμους διαφορετικούς μέσα στην ίδια της τη χώρα.
Το βιβλίο αυτό είναι η προσωπική εξομολόγηση ενός ανθρώπου που βρέθηκε απέναντι στο "Τέλος της Ιστορίας", κάνοντάς την να αναρωτιέται σήμερα για το νόημα τόσο των ιδεολογιών που εξαφανίστηκαν όσο και του νέου κόσμου που ξανοίχτηκε απότομα μπροστά της.