Πρωινό μιας ηλιόλουστης Δευτέρας και στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μέστρε επικρατούσε ένα πανδαιμόνιο από ντόπιους και ξένους επισκέπτες που ανακατεμένοι έτρεχαν να προλάβουν τους συρμούς που θα τους οδηγήσουν στη Βενετία. Σε αντίθεση με το πλήθος που έτεινε προς τα ανατολικά, εμείς αναζητούσαμε την αποβάθρα που θα αναχωρούσε η αμαξοστοιχία για Μπολόνια, επιθυμώντας να επισκεφθούμε τη γειτονική πόλη της Πάντοβα.
Η διαδρομή ήταν σύντομη κι ευχάριστη καθώς η Πάντοβα απέχει μόλις 40 χιλιόμετρα από τη Βενετία. Αρκούσε όμως για να παρατηρήσουμε και να εμπεδώσουμε για πολλοστή φορά πόσο πίσω είναι η Ελλάδα στα μέσα μεταφοράς, καθώς τα "απλά" κι αργά τραίνα της Trenitalia είναι πολύ πιο εξελιγμένα, γρήγορα κι οικονομικά σε σχέση με τα δικά μας. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Πάντοβα βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης, σε μια περιοχή που επικρατεί το βιομηχανικό γκρίζο κι η μουντή αύρα της περιθωριοποίησης. Τα διάσπαρτα διακοσμητικά ανάγλυφα που κοσμούσαν τις προσόψεις κάποιων παλιών κτιρίων, προσπαθούσαν με δυσκολία να ομορφύνουν την άχρωμη κι αδιάφορη πρώτη εικόνα που αντικρίσαμε. Προσπερνώντας όμως τον σύνηθες άγαρμπο σκόπελο που συχνά συναντάμε γύρω από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς των ευρωπαϊκών πόλεων, άρχισε να αποκαλύπτεται σταδιακά η μοναδική ομορφιά αυτής της τόσο γραφικής κι ιδιαίτερης πανεπιστημιούπολης του ιταλικού βορρά.
Η Πάντοβα είναι μια πόλη με πληθυσμό 214.000 κατοίκους, πρωτεύουσα της επαρχίας της Πάδοβας κι ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Βένετο. Το λατινικό της όνομα είναι Patavium και στα βενετσιάνικα Padoa, ενώ σε παλιότερες ελληνικές αναφορές έχει χρησιμοποιηθεί η ονομασία Πάδοβα, Παδούη ή Πατάβιο. Η ρίζα της αρχικής της λατινικής ονομασίας είναι αβέβαιη, αν κι εικάζεται πως το πρώτο συνθετικό του ονόματος "Πατ" σχετίζεται με την ύπαρξη του ποταμού Πάδου, ενώ σύμφωνα με τις προ-ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχει την έννοια της ανοιχτής πεδιάδας σε γειτονικούς λόφους. Το δεύτερο συνθετικό του ονόματος "άβ" έχει σχέση με περιοχές γύρω από ποτάμια με δεδομένη την ύπαρξη του Πάδου, ενώ το τελευταίο συνθετικό του ονόματος "ιουμ" υποδεικνύει την παρουσία χωριών τα οποία έχουν πλέον ενωθεί.
Η Πάντοβα (00:05-01:10) αναπτύσσεται πάνω στους ποταμούς Μπατσιλιόνε και Μπρέντα. Ένα από τα πρώτα της χαρακτηριστικά που συναντήσαμε στις πρώτες μας πρωινές περιπλανήσεις είναι οι στοές που αναπτύσσονται στους περισσότερους δρόμους της παλιάς πόλης, προστατεύοντας τους κατοίκους από τον ήλιο και τη βροχή, οι μικρές γέφυρες που διασχίζουν τους διαφόρους παραποτάμους του Μπατσιλιόνε και οι μικρές γραφικές της πλατείες που ξεπετάγονται κάθε τόσο στις παλιές συνοικίες. Στα νότια της πόλης βρίσκονται οι Ευγάνιοι Λόφοι, οι οποίοι έχουν υμνηθεί από το Λουκανό, το Μαρτιάλη, τον Πετράρχη, τον Ούγκο Φόσκολο και τον Σέλλεϋ.
Ωστόσο, αυτό για το οποίο περηφανεύονται οι κάτοικοι, είναι το ιστορικό πανεπιστήμιο της Πάντοβα, το οποίο έχει ηλικία 800 χρόνων (ιδρύθηκε το 1222) και θεωρείται το δεύτερο αρχαιότερο πανεπιστήμιο της χώρας. Μάλιστα, ένας από τους ιστορικούς καθηγητές του πανεπιστημίου ήταν ο φυσικός και πατέρας της σύγχρονης αστρονομίας Γαλιλαίο Γαλιλέι. Μετά την ημερήσια περιπλάνησή μας στην πόλη, ομολογώ πως οι Παντοβιανοί δικαιούνται να είναι περήφανοι για πάρα πολλά από τα μνημεία και τα αξιοθέατά της.
Η Πάντοβα εντυπωσιάζει τόσο τους λάτρεις της Τέχνης όσο και της Αρχιτεκτονικής, διότι πέρα από τα σπουδαία της μνημεία, η πόλη έχει μια πλούσια συλλογή έργων τέχνης. Γι' αυτό το λόγο, σου δίνει την εντύπωση πως η πόλη βιάζεται να αναδείξει στους επισκέπτες της τα σπουδαία της μνημεία και τους σπάνιους θησαυρούς της, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να εξιλεωθεί από τις πρώτες μίζερες εντυπώσεις που αφήνει από τα πέριξ του σιδηροδρομικού σταθμού.
Το πρώτο αξιοθέατο που συναντήσαμε ήταν το "Παρεκκλήσι των Σκροβένι" (Cappella degli Scrovegni), το οποίο φιλοξενεί τις υπέροχες τοιχογραφίες του Τζιότο (Giotto di Bondone, 1267-1337), ένα σπουδαίο έργο το οποίο είχε παραγγελθεί από τον πλούσιο τραπεζίτη Ενρίκο ντέλι Σκοροβένι, του οποίου άνηκε το συγκεκριμένο παρεκκλήσι. Τόσο το θρησκευτικό κτίριο όσο και το παλάτσο του τραπεζίτη, βρίσκονται στη θέση της ρωμαϊκής αρένας που υπήρχε στην πόλη, δίνοντάς του το προσωνύμιο το "Παρεκκλήσι της Αρένας" (07:38). Επίσης, το συγκεκριμένο παρεκκλήσι έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO. Γι' αυτό το λόγο, η επισκεψιμότητα στο εσωτερικό του ναού είναι ελεγχόμενη και περιορισμένη. Στη δική μας περίπτωση, παρόλο που επισκεφθήκαμε το παρεκκλήσι το πρωί, καταλήξαμε να κλείσουμε εισιτήριο για το απόγευμα. Με το ίδιο εισιτήριο επισκεφθήκαμε το αρχαιολογικό μουσείο και την πινακοθήκη της πόλης, τα οποία στεγάζονται στο ίδιο κτίριο.
Επιστρέψαμε ξανά το απόγευμα στο "Παρεκκλήσι των Σκροβένι" (01:30-02:08), χορτασμένοι από τις ομορφιές της Πάντοβα κι ανυπόμονοι να θαυμάσουμε από κοντά τον υπέροχο κύκλο των τοιχογραφιών του Τζιότο, οι οποίες διηγούνται τη ζωή της Παναγίας και του Χριστού κι έχουν αναγνωρισθεί από πολλούς ειδικούς ως ένας από τους σημαντικότερους κύκλους τοιχογραφιών στον κόσμο. Για να μπει κανείς στον εσωτερικό χώρο του ναού, θα χρειαστεί να περιμένει πρώτα γύρω στα δεκαπέντε λεπτά σε μια κλιματικά ελεγχόμενη αίθουσα, παρακολουθώντας ένα βίντεο για τη ζωή και το έργο του Τζιότο. Μ' αυτόν τον τρόπο, διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του ναού κι αποφεύγονται οι περαιτέρω φθορές στις τοιχογραφίες.
Το πρώτο στοιχείο που μου κέντρισε την προσοχή, ήταν η "Δευτέρα Παρουσία", η οποία βρίσκεται σε περίοπτη θέση και μοιάζει αρκετά με την αντίστοιχη της Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού. Αυτό όμως που την κάνει ξεχωριστή, είναι τα έντονα χρώματά της, στα οποία θεωρώ ότι κυριαρχεί έντονα το μπλε του κοβαλτίου προσδίδοντας μια ουράνια αίσθηση τόσο στη σύνθεση όσο και στην εσωτερική ατμόσφαιρα του παρεκκλησίου. Επίσης μεγάλη εντύπωση μου προκάλεσαν οι σκληρές σκηνές της κολάσεως, με τις βίαιες αναπαραστάσεις των βασανιστηρίων.
Στις τοιχογραφίες του Τζιότο ξεχωρίζει ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο, καθώς μπορεί κανείς να θαυμάσει την αρχαιότερη αναπαράσταση φιλιού στην ιστορία της τέχνης. Η αναπαράσταση του φιλιού βρίσκεται στη "Συνάντηση στη Χρυσή Πύλη" (1305), ακριβώς δίπλα στον τοίχο με την "Δευτέρα Παρουσία". Μου πήρε αρκετή ώρα να βρω το φιλί μέχρι που ζήτησα τη βοήθεια ενός ευγενικού φύλακα, ο οποίος αμέσως έτρεξε να μου το δείξει.
Ο Τζιότο ήταν μια από τις σπουδαιότερες μορφές του Μεσαίωνα καθώς υπήρξε ένας από τους προδρόμους της Ιταλικής Αναγέννησης. Τα έργα του στο "Παρεκκλήσι των Σκροβένι" είναι ένα δείγμα της κληρονομιάς που άφησε και της προσπάθειας που ξεκίνησε τότε ώστε να αποκοπούν οι Ιταλοί δημιουργοί από τις αυστηρές συμβάσεις της βυζαντινής ζωγραφικής. Μέσα από τα έργα του Τζιότο, γίνεται επίσης φανερή η προσπάθεια ανάδειξης της προοπτικής στα πλάνα, της εκφραστικότητας στα πρόσωπα και της κίνησης των μέχρι τότε στατικών μορφών.
Ακριβώς δίπλα στο "Παρεκκλήσι των Σκροβένι", βρίσκεται η "Εκκλησία των Ερεμινάτι" (Ερημιτών), μια τεράστια γοτθική εκκλησία Αυγουστίνων του 13ου αιώνα, που περιέχει τους τάφους των Γιάκοπο (1324) και Ουμπερτινέλλο ντα Καρράρα (1345), αρχόντων της Πάντοβας καθώς και το παρεκκλήσι των Αγίων Ιάκωβου και Χριστόφορου (01:10-01:30). Ο ναός είχε την ατυχία να ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στις 11 Μαρτίου του 1944, διότι βρισκόταν δίπλα στο αρχηγείο των ναζί, αλλά ξαναχτίστηκε μετά το τέλος του πολέμου. Παράλληλα, έγινε μια προσπάθεια να αποκατασταθούν οι υπέροχες τοιχογραφίες του Μαντένια. Γι' αυτό και μόνο το λόγο, αξίζει μια επίσκεψη στο εσωτερικό της χώρο, τόσο για να θαυμάσει κανείς το μέγεθος της όσο και την επιμονή κι υπομονή των ειδικών για την αποκατάσταση, τη διατήρηση και την ανάδειξη ενός βαριά πληγωμένου εικαστικού πλούτου.
Από την "Εκκλησία των Ερεμινάτι" ξεχυθήκαμε στους μικρούς και γραφικούς δρόμους της Πάντοβα, όπου σχεδόν σε όλο το ιστορικό της κομμάτι κυριαρχεί το ερυθρό χρώμα κι οι ατελείωτες στοές, θυμίζοντας σε αρκετά σημεία τους γνώριμους δρόμους της Μπολόνια. Τα στενά σοκάκια μας οδήγησαν στον ναό της Αγίας Σοφίας (07:43-07:48), ο οποίος θεωρείται ο αρχαιότερος της πόλης, καθώς η κρύπτη του άρχισε να κατασκευάζεται στα τέλη του 10ου αιώνα από Βενετσιάνους τεχνίτες. Ο ναός έχει βασιλικό σχήμα με ρομανικό-γοτθικά στοιχεία, ενώ στο εσωτερικό του κυριαρχούν βυζαντινά στοιχεία. Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ναού είναι πως η πρόσοψή του έχει μια έντονη κλίση προς τα έξω λόγω του μαλακού εδάφους που υπάρχει από κάτω.
Συνεχίζοντας τις περιπλανήσεις μας, φτάσαμε στη διασημότερη εκκλησία της πόλης, τη Βασιλική του Αγίου Αντωνίου της Πάντοβα (Basilica di Sant’ Antonio da Padova), γνωστή κι ως Il Santo (Ο Αγιος). Η κατασκευή του ναού ξεκίνησε το 1230 κι ολοκληρώθηκε έναν αιώνα μετά, το οποίο σήμερα έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO (02:10-03:34). Εικάζεται πως το κτίριο σχεδιάσθηκε από τον Νικόλα Πιζάνο. Ένας εντυπωσιακός ναός με επτά θεόρατος τρούλους, των οποίων οι δυο έχουν πυραμιδοειδές σχήμα, προσδίδοντας στην εκκλησία ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος που δε συναντιέται αλλού στην Ιταλία. Εντός του ναού βρίσκεται ένα κομψό παρεκκλήσι πλούσιο με μαρμάρινα διακοσμητικά ανάγλυφα των γλυπτών Σανσοβίνο και Φαλκονέττο. Μέσα σ' αυτό το μαρμάρινο παρεκκλήσι φυλάσσεται η σαρκοφάγος με τα οστά του αγίου.
Αυτό που διαπίστωσα από την επίσκεψή μου στον ναό, είναι πως δεν είναι πόλος έλξης μόνο των επισκεπτών της πόλης αλλά και των απανταχού πιστών. Ο Άγιος Αντώνιος έζησε στην πόλη από το 1195 μέχρι το 1231 και θεωρείται ο άγιος των απολεσθέντων αντικειμένων και των αγνοουμένων. Γι' αυτό το λόγο, ο τάφος του έχει μετατραπεί σε χώρο γεμάτο τάματα, φωτογραφίες και προσευχές από τους πιστούς, οι οποίοι ζητούν τη βοήθειά του για να ξαναβρούν κάποιο χαμένο αντικείμενο ή κάποιο χαμένο πρόσωπο. Γι' αυτό το λόγο υπάρχουν πολλοί μικροπωλητές έξω από την εκκλησία που πουλούν κεριά, τάματα και κάρτες ευχών, τα οποία τοποθετούνται από τους πιστούς στον τάφο του αγίου.
Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας βρίσκεται ο έφιππος ανδριάντας του Βενετσιάνου στρατηγού Γκαταμελάτα (Εράσμο ντα Νάρνι), έργο του Ντονατέλλο, ο οποίος τον εμπνεύσθηκε από τον έφιππο ανδριάντα του Μάρκου Αυρήλιου στον Λόφο του Καπιτωλίου της Ρώμης. Το γλυπτό στήθηκε το 1453 και ήταν ο πρώτος σε φυσικό μέγεθος ορειχάλκινος έφιππος ανδριάντας που στήθηκε μετά την αρχαιότητα. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να τον θαυμάσουμε καθώς ήταν καλυμμένος με σκαλωσιές. Κοντά στο άγαλμα του Γκαταμελάτα βρίσκεται το Προσευχητάριο του Αγίου Γεωργίου του 13ου αιώνας, με τοιχογραφίες του Αλτικιέρο, κι η Scuola di S. Antonio του 16oυ αιώνα με τοιχογραφίες του Τιτσιάνο, η οποία έχει χαρακτηριστεί κι εκείνη με τη σειρά της μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.
Έχοντας ήδη επισκεφθεί και θαυμάσει τα σημαντικότερα μνημεία, κατηφορίσαμε στο γνωστότερο και πιο φωτογραφημένο αξιοθέατο της Πάντοβα, το Prato della Valle (03:35-04:52), μία ελλειπτική πλατεία 90 στρεμμάτων, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά την Πλας ντε Κενκόνς στο Μπορντό. Στο κέντρο της πλατείας απλώνεται ένας μεγάλος κήπος, ο οποίος περιβάλλεται από μία μεγάλη τάφρο διακοσμημένη με 78 αγάλματα, που απεικονίζουν επιφανείς πολίτες εκείνης της εποχής. Εκείνη τη μέρα έτυχε να πέσουμε πάνω σε ένα γαστρονομικό φεστιβάλ με γεύσεις απ' όλο τον κόσμο, στο οποίο δεν απουσίαζε κι η ελληνική κουζίνα. Προσπερνώντας το γιορτινό κλίμα της εκδήλωσης, ξαποστάσαμε στον κεντρικό κήπο, κάνοντας χάζι την ανεμελιά των φοιτητών που είχαν κατακλύσει κατά παρέες τις σκιές των δέντρων του πάρκου. Υπήρχαν όμως κι αρκετοί που είχαν ξαπλώσει στο γρασίδι κι είχαν αφεθεί στα ανοιξιάτικα χάδια του ήλιου. Ένα νεανικό μωσαϊκό έδινε μια ευχάριστη ζωντάνια στο υπαίθριο μνημείο της πόλης. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε στο ότι συναντήσαμε αρκετούς νέους και νέες, να αράζουν μόνοι τους κάτω από τα αγάλματα και να διαβάζουν αμέριμνοι τα βιβλία τους.
Από την πελώρια και γεμάτη παλμό Pratto della Valle, κατηφορίσαμε στο νοτιότερο σημείο των περιπλανήσεών μας, για να συναντήσουμε τα απομεινάρια των παλιών οχυρώσεων της πόλης. Στο παρελθόν η Πάντοβα περιβαλλόταν από τείχη μήκους 11 χλμ., τα οποία είχαν χτιστεί αρχές του 16ου αι. Σήμερα έχουν μείνει μόνο κάποια απομεινάρια των εσωτερικών τειχών. Απ' αυτά, το πιο ενδιαφέρον σημείο τους βρίσκεται στη θέση ενός κάστρου (του Καστέλο), όπου ο κύριος πύργος του μετατράπηκε μεταξύ 1767 και 1777 σε αστεροσκοπείο, γνωστό ως Specola (04:53-05:04). Προσωπικά ένιωσα συγκίνηση στη σκέψη πως μόνο όταν σταματούν οι πόλεμοι, οι άνθρωποι βρίσκουν την ευκαιρία να στραφούν προς τα άστρα.
Το απόγευμα μας βρήκε στη Piazza dei Signori (05:30-06:15) με τη βενετσιάνικη αύρα της. Εκεί ορθώνεται και το Palazzo del Capitanato με το εκπληκτικό αστρονομικό ρολόι, το οποίο κατασκευάστηκε το 1344 με την εντυπωσιακή του μεγάλη πόρτα που είναι έργο του Τζιοβάννι Μαρία Φαλκονέττο, ενός Βερονέζου αρχιτέκτονα-γλύπτη, που εισήγαγε στην Πάντοβα την Αναγεννησιακή αρχιτεκτονική. Το συγκεκριμένο ανάκτορο ήταν κατοικία των Βενετσιάνων κυβερνητών της πόλης. Σ' αυτήν την αριστοκρατική πλατεία απολαύσαμε το απογευματινό μας καφέ παρακολουθώντας τις γιορτινές φωτογραφήσεις των τελειόφοιτων με τις οικογένειές τους, έχοντας φόντο το παλάτσο.
Από την άλλη πλευρά της πλατείας ορθώνεται η θεόρατη στέγη του Palazzo della Ragione (06:16-06:40), του "Παλατιού της Λογικής", το οποίο λειτουργούσε ως δικαστήριο κατά τον Μεσαίωνα και το οποίο σήμερα έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου κτιρίου είναι η μεγάλη αίθουσα του τελευταίου ορόφου, η οποία έχει την μεγαλύτερη οροφή που δεν υποστηρίζεται από κολώνες στην Ευρώπη. Η αίθουσα είναι σχεδόν ορθογώνια, με μήκος 81,5 μ., πλάτος 27 μ. και ύψος 24 μ. και οι τοίχοι καλύπτονται με αλληγορικές τοιχογραφίες.
Το Παλάτσο άρχισε να κτίζεται το 1172 και τελείωσε το 1219. Το 1306 ο Φρα Τζιοβάννι, Αυγουστίνος μοναχός, κάλυψε το σύνολο με μια στέγη. Αρχικά υπήρχαν τρεις στέγες, που κάλυπταν τρεις διαφορετικές αίθουσες. Οι τοίχοι της εσωτερικής διαίρεσης παρέμειναν μέχρι το 1420, όπου ξέσπασε μια πυρκαγιά. Οι Βενετσιάνοι αρχιτέκτονες που ανέλαβαν την ανακαίνιση του κτιρίου, αφαίρεσαν τους παλιούς εσωτερικούς τοίχους, μετατρέποντας τους τρεις χώρους σε έναν ενιαίο, σχηματίζοντας τη σημερινή μεγάλη αίθουσα, το Salone. Ο νέος χώρος ξανατοιχογραφήθηκε από το Νικολό Μιρέττο και το Στέφανο ντα Φερράρα, από το 1425 ως το 1440. Στις μέρες μας, στο ισόγειο του οικοδομήματος εξακολουθεί να λειτουργεί μια αιωνόβια αγορά, ενώ στις στοές που εκτείνονται περιμετρικά του συγκροτήματος στεγάζονται καφετέριες κι εστιατόρια, διατηρώντας μια ζωντάνια στο μνημείο.
Κοντά στο Παλάτσο ντελά Ρατζιόνε βρίσκεται κι η πολύχρωμη εβραϊκή συνοικία της Πάντοβα (06:40-06:48), η οποία εξακολουθεί να διατηρεί τη δική της ανεπηρέαστη ταυτότητα και την μπαρόκ συναγωγή του 16ου αι. παρά τους διωγμούς και τις καταστροφές που υπέστησαν οι κάτοικοί της κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την εβραίικη συνοικία βγήκαμε στη σύγχρονη καρδιά της πόλης, όπου συναντάμε σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους τρία από τα τελευταία αξιοθέατα που συναντήσαμε στην Πάντοβα. Το Δημαρχείο (06:49-06:57), ή αλλιώς Παλάτσο Μορόνι, το οποίο ξεχωρίζει για το αρχιτεκτονικό του ύφος και τον ιδιαίτερό φωτισμό του που το αναδεικνύει από τα υπόλοιπα κτίρια του κέντρου. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου παλάτσο είναι οι εξωτερικοί του τοίχοι, οι οποίοι έχουν καλυφθεί με τα σκαλιστά πάνω σε μάρμαρο ονόματα των Παντοβιάνων που πέθαναν στους διάφορους πολέμους της Ιταλίας.
Απέναντι από το Δημαρχείο βρίσκεται το Παλάτσο ντελ Μπο (07:00-07:27), στο οποίο φιλοξενείται το φημισμένο πανεπιστήμιο της πόλης, με τον παλιό και το σύγχρονο υπαίθριό του χώρο, διακοσμημένο με έργα σύγχρονης τέχνης. Ένα απ' αυτά είναι και του Έλληνα δημιουργού Γιάννη Κουνέλλη. Και τέλος, το Καφέ Πεντρόκι (07:49), χτισμένο το 1831 από τον αρχιτέκτονα Γκιουζέπε Γιαπέλλι σε νεοκλασικό ρυθμό και με έντονες αιγυπτιακές επιρροές, το οποίο κουβαλάει τη δική του ιστορία ως ένα σταθερό στέκι συνάντησης για διανοούμενους και φοιτητές της πόλης που λειτουργεί εδώ και δύο σχεδόν αιώνες.
Οι περιπλανήσεις μας στην Πάντοβα ολοκληρώθηκε στην αθέατη πιάτσα Καπιτανιάτο, μια ζωντανή πλατεία πίσω από τον πύργο με το πανέμορφο αστρολογικό ρολόι, η οποία είναι γεμάτη φοιτητικά στέκια και παραδοσιακές τρατορίες. Σε μια απ' αυτές, απολαύσαμε τις τελευταίες μας στιγμές στην πόλη, συζητώντας γι' αυτά που μας εντυπωσίασαν κι εντυπώθηκαν περισσότερο στο μυαλό μας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να περιγράψω ένα ιδιαίτερο περιστατικό που σημειώθηκε κατά την αναχώρησή μας από την πόλη. Φτάνοντας το βράδυ στο σιδηροδρομικό σταθμό για να επιστρέψουμε στη Βενετία, διαπιστώσαμε πως όλες οι αμαξοστοιχίες ήταν ακινητοποιημένες. Επικρατούσε ένας μικρός πανικός καθώς κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Πόσο μάλλον εμείς που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με κανέναν καθώς κανείς δεν μιλούσε αγγλικά.
Μετά από αρκετή προσπάθεια, μάθαμε πως ένας άνθρωπος αυτοκτόνησε στις σιδηροδρομικές γραμμές της Βενετίας. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να το συζητήσουμε με μια Ιταλίδα ψυχολόγο που κι εκείνη ήθελε να ταξιδέψει προς Βενετία κι ήταν το ίδιο χαμένη με μας στις αποβάθρες του σταθμού. Η ίδια, ως Βενετσιάνα, μας είπε πως οι αυτοκτονίες έχουν γίνει ένα σύνηθες φαινόμενο στην πόλη της. Όπως μας είπε, ο λόγος που αρκετοί άνθρωποι αυτοκτονούν στη Βενετία, οφείλεται στο φαινόμενο του ανεξέλεγκτου τουρισμού που μαστίζει την πόλη τους. Οι τιμές έχουν ανέβει στα ύψη κι οι Βενετσιάνοι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα οικονομικά, μ' αποτέλεσμα αρκετοί μες στην απελπισία τους να οδηγούνται στην αυτοκτονία. Επίσης, μας τόνισε πως οι Ιταλοί δεν επενδύουν στη ψυχική υγεία, γεγονός που τους οδηγεί σε απελπισμένες πράξεις.
Η ανάλυση της κοπέλας με συγκλόνισε και μεμιάς μου δημιούργησε τον προβληματισμό για την ανεξέλεγκτη τουριστικοποίηση της Αθήνας. Άραγε, πως θα ανταπεξέλθουν οι κάτοικοι της ελληνικής πρωτεύουσας την υπερβολική αύξηση του κόστους ζωής τους στο κλεινόν άστυ; Και πως θα την αντιμετωπίσουν με το χρόνια τσακισμένο οικονομικό δυναμικό του κάθε νοικοκυριού, το οποίο είναι κατά πολύ υποδεέστερο από το αντίστοιχο του Ιταλού; Προβληματισμοί που δυστυχώς δεν έχουν συζητηθεί κι επιλυθεί παρόλο που η τουριστικοποίηση της Αθήνας έχει εδώ και χρόνια ξεκινήσει με ταχύτατα επικίνδυνους ρυθμούς.
Τελικώς, αναχωρήσαμε από την Πάντοβα παίρνοντας ένα από τα πιο σύγχρονα τραίνα της Ευρώπη. Θέλοντας η περιβόητη Trenitalia να γλιτώσει τα έξοδα της διαμονής των επιβατών σε κάποιο κατάλυμα της Πάντοβα, μας επέτρεψε να επιβιβαστούμε στα frecciarossa, τα διάσημα "Κόκκινα Βέλη" (κι όχι τα επικίνδυνα σαράβαλα που μας πλάσαραν στην Ελλάδα ως "Ασημένια Βέλη") για να πάμε στη Βενετία. Οπότε, ταξιδέψαμε για λίγα λεπτά (καθώς η μισή ώρα απόσταση που πραγματοποιήσαμε το πρωί με το συμβατικό τραίνο, τη διασχίσαμε σε δώδεκα μόνο λεπτά) με ένα υπερσύγχρονο τραίνο, δίνοντάς μας την εντύπωση πως πραγματοποιήσαμε ένα εντυπωσιακό τεχνολογικό άλμα προς το μέλλον.
Όσο για την Πάντοβα, μας άφησε μια πολύ όμορφη αίσθηση αξιοπρέπειας και σεβασμού. Αλλά κυρίως την υπαρξιακή επιμονή μιας μοναδικής ομορφιάς που καταφέρνει να διατηρήσει την ταυτότητά της και τον μοναδικό της χαρακτήρα, παρόλο που βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα από τη λιμνοθάλασσα που φιλοξενεί μια από τις ομορφότερες (ίσως και την ομορφότερη) πόλεις της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου