Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Η Χίμαιρα (2023)

 


Είναι κρίμα που κάποιες ταινίες περνούν τόσο αθόρυβα από τις κινηματογραφικές αίθουσες, χωρίς να παίρνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογει. Μια απ' αυτές τις ταινίες είναι κι η ιταλική "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ, ένα κινηματογραφικό διαμάντι μοναδικό στο είδος του αλλά και στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται. 
Η ιστορία μας γυρνάει στην Ιταλία των 80s, έχοντάς μας ως οδηγό-εξερευνητή της πλούσιας σε αρχαιολογικούς θησαυρούς ιταλική γη, τον Άρτουρ, τον οποίον αποκαλούν Άγγλο. Ο πρωταγωνιστής διατηρεί μια μυστηριώδη αύρα καθώς δεν μας ξεκαθαρίζεται το αν είναι όντως Άγγλος, για ποιους λόγους είχε βρεθεί στη φυλακή αλλά και γιατί επιμένει να μένει σε μια παράγκα σε ένα από τα χωριά της επαρχίας του Βιτέρμπο, η οποία είναι γεμάτη πανάρχαιους τάφους. 
Βγαίνοντας από τη φυλακή, ο Άρτουρ θα επισκεφθεί τη Φλώρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα που υποδύεται η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, η οποία υπήρξε διάσημη τραγουδίστρια της όπερας αλλά πλέον ζει σαν μια ξεχασμένη αριστοκράτισσα σε ένα ετοιμόρροπο παλάτσο της Τοσκάνης. Η Φλώρα είναι η μητέρα της Βιεναμίνα, του μεγάλου έρωτα του Άρτουρ, η οποία έχει πεθάνει  Παρόλα αυτά, η ηλικιωμένη γυναίκα εξακολουθεί να πιστεύει πως η κόρη της κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Κατά κάποιον τρόπο αντλεί δύναμη για να συνεχίσει να ζει κυνηγώντας μια χίμαιρα. Αντίστοιχες χίμαιρες βασανίζουν και τον Αρτούρ, ο οποίος έχει αναπτύξει μια μαγική σύνδεση με το παρελθόν, καθώς διάφορα "οράματα" του υποδεικνύουν σημεία της υπαίθρου, όπου βρίσκονται καλά κρυμμένοι αρχαίοι τάφοι. 
Μια ομάδα τυμβωρύχων αξιοποιεί το χάρισμα του Αρτούρ για να βγάλουν στην επιφάνεια τους ανεκτίμητους θησαυρούς που κάποτε θάφτηκαν μαζί με τους νεκρούς για να τους συνοδεύσουν στην άλλη ζωή. Απ' αυτήν την ομάδα, μόνο ο Αρτούρ εκτιμά και σέβεται την αρχαία ομορφιά και προσπαθεί μέσα απ' αυτήν να κατανοήσει το παρόν. Ανάμεσα στα σπουδαία και σπάνιας ομορφιάς τεχνουργήματα, ο Αρτουρ αναζητά την κόκκινη κλωστή των ονείρων του που θα τον φέρει ξανά κοντά στη χαμένη του αγάπη, πιστεύοντας πως μόνο έτσι θα μπορέσει να εξαγνιστεί για τα λάθη του παρελθόντος. Αντιθέτως, οι υπόλοιποι τυμβωρύχοι εκπροσωπούν μια γενιά που έχει πια αποκοπεί από τις ρίζες και την ιστορία τους και κυνηγούν το γρήγορο κέρδος, ξεπουλώντας με μεγάλη ευκολία καθετί παρελθοντικό. 




Πατώντας στην παραπάνω ιστορία, η δημιουργός δημιουργεί ένα πρωτοποριακό ποιητικό έργο μέσω του οποίου το παρελθόν μπλέκει με το παρόν κι η αλόγιστη απληστία οδηγεί στην μη αναστρέψιμη καταστροφή της αιώνιας ομορφιάς. Με οδηγό τον λευκοντυμένο Αρτούρ, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Τζος Ο Κόνορ, περνάμε από τον απτό κόσμο των ανθρώπων στον αθέατο κόσμο των ψυχών, παρακολουθώντας το θάνατο της παλιάς Ιταλίας, ο οποίος παρομοιάζεται με ένα άδειο και μουχλιασμένο παλάτσο που εξακολουθεί να διατηρεί την αριστοκρατική του αίγλη αλλά και τη γέννηση μιας νέας χώρας-κοινωνίας, η οποία ξεπηδά μέσα από ένα εγκαταλειμμένο σταθμό τραίνων, πατώντας πάνω στην αλληλεγγύη, στη συντροφικότητα και τη γυναικεία φύση. Παράλληλα, η δημιουργός τονίζει ευφάνταστο τρόπο την ασέβεια των σημερινών ανθρώπων απέναντι στην ομορφιά των περασμένων αιώνων αλλά και την αναγκαία ύπαρξη της αλληλεγγύης, η οποία αναδύεται μέσα από τα χαλάσματα του πρόσφατου παρελθόντος για να αναθρέψει τις νέες γενιές αυτής της χώρας.
Επίσης η δημιουργός επιδιώκει να φανερώσει μια άλλη όψη της Ιταλίας, μακριά από τις υπέροχες πόλεις-μνημεία. Παρόλο που η ταινία είναι γυρισμένη στην Τοσκάνη, η σκηνοθέτης παρουσιάζει κάποια από τα άγνωστα χωριά της, τα οποία προσπαθούν να ομορφύνουν την εικόνα τους για χάρη των τουριστών κατεδαφίζοντας τις εναπομείνασες παράγκες και τις μολυσμένες παραλίες του Τυρρηνικού Πελάγους όπου τα διυλιστήρια είναι χτισμένα πάνω στην σπουδαία Ετρουσκική Νεκρόπολη, θυμίζοντας αρκετά την πληγωμένη Ελευσίνα. Στην παραλία με τα διυλιστήρια υπάρχει μια από τις δυνατότερες σκηνές της ταινίας, με τη σύληση ενός ναού της Κυβέλης που θα προκαλέσει το απότομο ξεθώριασμα των τοιχογραφιών που ξανάρχονται σε επαφή με τον αέρα μετά από αιώνες, προσφέροντάς μας ένα άκρως αριστουργηματικό και συγκλονιστικό πλάνο. 
Η καταστροφική ασέβεια του ιερού της Κυβέλης θα κάνει τον Αρτουρ να αναλογιστεί τις ευθύνες του σ' αυτό το πλιάτσικο, με τις Ερινύες να τον επισκέπτονται μέσα από υπαρκτά πρόσωπα για να τον "καταδικάσουν" για να κλεμμένα κτερίσματα των αρχαίων τάφων. Ζώντας πια ενοχικά και νιώθοντας πως η αιθέρια παρουσία της Βενιαμίνα αρχίζει να ξεθωριάζει, ο Αρτούρ θα ενστερνιστεί την άποψη της νεαρής "Ιταλίας" που πιστεύει πως όλοι αυτοί οι θησαυροί δεν πρέπει να εκτεθούν σε ανθρώπινα μάτια αλλά να παραμείνουν στην προστατευτική αγκαλιά της γης.  Όμως δε θα προλάβει να εξιλεωθεί πλήρως καθώς η μελαγχολική του φύση, τον έχει ήδη προετοιμάσει για το αναπόφευκτο, οδηγώντας τον τελικά στην άλλη άκρη της κόκκινης κλωστής...
Η "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ είναι ένα μοντέρνο κινηματογραφικό διαμάντι το οποίο μας παρουσιάζει με παραμυθένιο τρόπο το παρελθόν που λεηλατείται και σβήνει ενώ παράλληλα το μέλλον δυσκολεύεται να γεννηθεί. Είναι ένας ύμνος των ατέρμονων μαχών που δίνει ο καθένας μοναχός του στη ζωή για να δώσει σάρκα κι οστά στα πιο απατηλά του όνειρα. Είναι ένας μύθος που ενώνει με έναν κόκκινο σπάγκο τον κόσμο των ζωντανών με τον αθέατο κάτω κόσμο των νεκρών. Είναι ένας φόρος τιμής για όλους αυτούς τους θησαυρούς που ατιμάστηκαν στο βωμό του κέρδους αλλά κι όλους αυτούς που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σπλάχνα της γης, ευελπιστώντας πως θα έχουν μια καλύτερη μεταχείριση απ' αυτούς που θα τα ανακαλύψουν. 


Βαθμολογία: 8/10

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Εμφύλιος Πόλεμος (2024)

 



Ομολογώ πως επισκέφθηκα τον κινηματογράφο Μικρόκοσμο με μικρές προσδοκίες, καθώς οι εγχώριες κριτικές για τον πολλά υποσχόμενο "Εμφύλιο Πόλεμο" του Άλεξ Γκάρλναντ ήταν οι περισσότερες χλιαρές κι αρνητικές. Να όμως που κι αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο, εντείνοντάς μου μια από τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, άφηνοντάς με μουδιασμένο για κάμποση ώρα μετά το τέλος της προβολής, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου και να κατευνάσω την ανεξέλεγκτη ταχυπαλμία που μου προκάλεσε η ταινία. Πάνω σ' αυτό θα ήθελα να τονίσω πως δεν ήταν ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου που με αιφνιδίασε και με σόκαρε αλλά στο κατά πόσο κοντά είναι ο δυτικός κόσμος σε ένα τόσο ακραία πολωμένο δυστοπικό μέλλον, ειδικά αν αναλογιστούμε τον πρόεδρο-μαριονέτα που έχει σήμερα η άλλοτε υπερδύναμη χώρα του δυτικού κόσμου αλλά κι αυτόν που πολύ πιθανόν θα επανεκλέξει σε λίγους μήνες...
Η θέση που παίρνει ο σκηνοθέτης πάνω στο φλέγον θέμα ενός εμφυλίου πολέμου, γίνεται εμφανής από τα πρώτα λεπτά. Καταφέρνει να μας ρίξει κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του πυρός, χωρίς να δίνει έμφαση στα αίτια της σύρραξης. Από τη μια στιγμή στην άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι χωρισμένες στα δύο, ή για να το θέσω καλύτερα στα τρία. Από την μια είναι οι Δυτικές Δυνάμεις που απαρτίζονται από την Καλιφόρνια και το Τέξας, έχοντας με το μέρος τους την πολιτεία της Φλόριντα κι από την άλλη το κράτος της Ουάσιγκτον που είναι έτοιμο να πέσει, με τις υπόλοιπες πολιτείες να διατηρούν μια ουδέτερη στάση, αναμένοντας την τελική έκβαση του πολέμου. 
Πρωταγωνιστές σ' αυτήν την εμπόλεμη ζώνη των Ηνωμένων Πολιτειών είναι δύο δημοσιογράφοι και δύο φωτορεπόρτερ, οι οποίοι παίρνουν την απόφαση να ταξιδέψουν από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον, ελπίζοντας πως θα προλάβουν να πάρουν μια τελευταία συνέντευξη από τον έκπτωτο πρόεδρο. Στην άκρως επικίνδυνη διαδρομή τους, θα αποκαλυφθεί όλη η παράνοια ενός πολέμου καθώς τα τέσσερα πρόσωπα θα έρθουν αντιμέτωπα με μανιακούς τύπους που ταμπουρωμένοι πυροβολούν ότι κινείται στην περιοχή τους, με φασίστες που βρίσκουν τον πόλεμο ως ευκαιρία εθνοκάθαρσης ανοίγοντας ομαδικούς τάφους για να πετάξουν μέσα κάθε ξένο πολίτη που σκοτώνουν ανεξέλεγκτα, με οπλισμένους πολίτες που έχουν πάρει τον νόμο στα χέρια τους σκορπώντας τον τρόμο στις πόλεις που δρουν αλλά και πολιτείες που προσπαθούν να ζήσουν μακριά από τις ταραχές, έχοντας όμως τις κάννες των ελεύθερων σκοπευτών να σημαδεύουν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των πολιτών τους.




Το χαρακτηριστικό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία να ξεχωρίζει από άλλες αντίστοιχες του είδους που αναφέρονται σε ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον, είναι πως ο δημιουργός αποφεύγει έξυπνα να πάρει κάποια πολιτική θέση, αφήνοντας τον θεατή να κρίνει ελεύθερα κι ανεπηρέαστα την όλη κατάσταση. Ούτε ακολουθεί την εμπορική πλέον αντιτραμπική ρητορική (αν κι ο πρόεδρος της ταινίας φέρει την αλαζονεία του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών). Προσωπικά βρήκα αρκετά εύστοχη τη δημιουργική ασάφεια του σκηνοθέτη, ο οποίος δεν προσδιορίζει ποιοι ανήκουν στο ρεπουμπλικανικό μέτωπο και ποιοι στο δημοκρατικό. Το μόνο που αφήνει να εννοηθεί είναι πως η πλειοψηφία των εμπλεκομένων εκφράζει μια απέχθεια στον πρόεδρο που είναι ταμπουρωμένος στον Λευκό Οίκο. Με το να μην παίρνει κάποια ξεκάθαρη θέση, αποφεύγει να παρουσιάσει το συνηθισμένο μοντέλο της μάχης του καλού με το κακό, διότι θέλει να δείξει πως οι χαρακτηρισμοί αυτοί ορίζονται στο τέλος κάθε πολέμου κι αναλόγως με την έκβαση που έχει.
Επίσης, ένα άλλο ευφάνταστο στοιχείο της ταινίας, το οποίο ο σκηνοθέτης αξιοποίησε εύστοχα κι έξυπνα, είναι πως πήρε ένα σύνολο πολεμικών γεγονότων και το ένταξε στον αμερικανικό χώρο. Εικόνες που παρακολουθούμε άπραγοι κι αδιάφοροι στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, γίνονται ξαφνικά απτά γεγονότα της καθημερινότητάς μας. Άνθρωποι που ζητούν πόσιμο νερό πέφτουν θύματα βομβιστικής ενέργειας, άνθρωποι άλλης φυλής ή θρησκείας, κείτονται σε ανοιχτούς λάκκους μαζί με άλλα θύματα της ξενοφοβικής βίας και φυσικά, ο Λευκός Οίκος να σφυροκοπείται ανελέητα, όπως συνέβη το 1973 στο κοινοβούλιο της Χιλής από την αμερικανοκινούμενη χούντα του Πινοσέτ. Άραγε, πως θα αντιδρούσαμε σε μια αντίστοιχη εμπόλεμη κατάσταση μετά από μια χρόνια αναισθητοποίηση που μας έχει προκαλέσει η εξ αποστάσεως παρακολούθηση των ολέθριων συνεπειών των πολεμικών εγκλημάτων και των συνεχών συρράξεων σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου; Ποιος μας εγγυάται πως αυτή η επικίνδυνη αστάθεια δεν έχει φτάσει έξω από τη δική μας πόρτα;
Αυτό το κινηματογραφικό κέντημα γεγονότων, δίνει το έναυσμα για έναν απαραίτητο προβληματισμό στο κατά πόσο είναι εφικτό να συμβεί ένας εμφύλιος πόλεμος σε κάποια από τις κοινωνικοπολιτικά ταραγμένες κι οικονομικά δοκιμασμένες χώρες του Δυτικού Κόσμου. Πόσο κοντά είμαστε σε μια πιθανή πολιτική εκτροπή στις Η.Π.Α., οι οποίες διανύουν πλέον τα τελευταία χρόνια της παντοδυναμίας τους. Πως θα λήξει γι' αυτούς, αυτή η περίοδος; Άραγε τι θα συμβεί αν όλοι αυτοί οι πόλεμοι που δεκαετίες τώρα "εξάγουν" σε άλλες χώρες, περιοριστούν και ξεσπάσουν εντός των συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών;  




Ένα ακόμη στοιχείο που η συγκεκριμένη ταινία αναδεικνύει και κρίνει με εύστοχο τρόπο είναι η ηθική των εικόνων. Ο σκηνοθέτης Άλεξ Γκάρλναντ, ο οποίος έγραψε και το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας, θίγει σταδιακά το συγκεκριμένο θέμα μέσα από τους διαλόγους δυο προσώπων, της Λι μιας έμπειρης πολεμικής φωτορεπόρτερ, την οποία ερμηνεύει η Κίρστεν Ντανστ και της Τζέισι, μιας νεαρής φωτορεπόρτερ, την οποία υποδύεται η Κέιλι Σπέινι, που κάνει τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την τετράδα συμπληρώνουν ο ταλαντούχος Βάγκνερ Μόοουρα που υποδύεται τον δημοσιογράφο που επιθυμεί να πάρει μια τελευταία δήλωση από τον πρόεδρο της Αμερικής και τον Στίβεν Χέντερσον, ο οποίος εκπροσωπεί τη φωνή της λογικής που προσπαθεί να ακουστεί μες στον παραλογισμό του πολέμου.
Από την μια πλευρά, η έμπειρη Λι υπηρετεί στην ωμή καταγραφή των γεγονότων, θεωρώντας πως ο ρόλος της είναι να συγκεντρώνει στοιχεία και ντοκουμέντα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλοι άνθρωποι, για να θέσουν τα κατάλληλα ερωτήματα που θα μπορέσουν να αναλύσουν τα ιστορικά γεγονότα. Κατά κάποιον τρόπο, το λειτούργημά της τοποθετείται στο πρώτο στάδιο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Γι' αυτό το λόγο, βλέπουμε την πρωταγωνίστρια να παρατηρεί ατάραχη δυο βασανισμένους ανθρώπους που είναι κρεμασμένοι σε ένα επαρχιακό βενζινάδικο και ζητάει να τους φωτογραφίσει, δηλώνοντας στην νεαρή φωτορεπόρτερ που την ακολουθεί πως δεν τη νοιάζει αν είναι με τη μεριά των καλών ή των κακών διότι ο ρόλος της δεν είναι να ρωτά αλλά να καταγράφει. 
Από την άλλη, έχουμε τη νέα τάση του φωτογραφικού ρεπορτάζ, η οποία βλέπει αυτές τις εμπόλεμες σκηνές ως ευκαιρία καλλιτεχνικής έκφρασης. Ως μια νέα μορφή τέχνης που προορίζεται για μαζική κατανάλωση, όπου σ' αυτήν την κατηγορία, ο φωτορεπόρτερ δεν κυνηγάει μόνο την καταγραφή των γεγονότων αλλά και την αναγνωρισιμότητα μέσα από το έργο του. Κι αυτήν την αναγνωρισιμότητα, την κυνηγάει με κάθε τίμημα. 
Εδώ όμως τίθεται το εξής ερώτημα. Τελικά ο φωτορεπόρτερ και συγκεκριμένα ο πολεμικός ανταποκριτής, καταφέρνουν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για τα εγκλήματα που διαπράττονται σε πολεμικές συρράξεις ή όλος αυτός ο καταιγισμός εικόνων και βίντεο το μόνο που πετυχαίνει είναι να εξοικειώνει την ανθρωπότητα με τις φρικαλεότητες; Πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ο σκηνοθέτης θέτει ανησυχητικά διλήμματα κι άβολους προβληματισμούς τόσο για το λειτούργημα των δημοσιογράφων όσο και για την ανθρωποφαγία και την απάνθρωπη αδιαφορία της υπερκαταναλωτικής δυτικής κοινωνίας. 
Και κάπου εδώ έρχεται να με εντυπωσιάσει η σκηνοθετική μαεστρία του δημιουργού, ο οποίος αναπτύσσει όλους τους παραπάνω προβληματισμούς ανάμεσα σε συγκλονιστικές σκηνές αδρεναλίνης, τις οποίες έζησα με μια απίστευτα πρωτόγνωρη ένταση, όπως για παράδειγμα το εφιαλτικό δεκάλεπτο όπου εμφανίζεται ο ταλαντούχος Τζέσι Πλίμον αλλά κι η πολιορκία του Λευκού Οίκου, η οποία καταφέρνει να κόψει την ανάσα κάθε απαιτητικού θεατή. Σημαντικό ρόλο στην ένταση των παραπάνω σκηνών έπαιξε κι ο βραβευμένος με όσκαρ ηχητικού μοντάζ Γκλεν Φρίμαντλ. 
Ο "Εμφύλιος Πόλεμος" δεν είναι μια ακόμη από τις πολλές αξιόλογες αντιπολεμικές ταινίες αλλά μια από τις πιο προβοκατόρικες δημιουργίες που έχει προσφέρει ο αμερικανικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που ενώ προσελκύει το κοινό με τις πολεμικές του σκηνές, τελικά καταφέρνει να το προβληματίσει με το ανησυχητικό του περιεχόμενο. Είναι ένα ύστατο καμπανάκι για το αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί η αμερικανική κοινωνία συμπαρασύροντας μαζί της και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Παρόλο που η ταινία σε προϊδεάζει για ένα δυστοπικό μέλλον, τελικά σε συνταράζει για την ειλικρινή της ανάλυση σε ένα υπαρκτό διχαστικό παρόν που βρίσκεται ένα βήμα πριν την εμφύλια σύρραξη. Για  όλους αυτούς τους λόγους, τη θεωρώ ως ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό αριστούργημα και σίγουρα ως μια από τις καλύτερες και συγκλονιστικότερες ταινίες της φετινής χρονιάς. Επίσης, είναι μια ταινία που αξίζει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσει κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα.

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Οι Ελευσίνιοι (2023)

 


Όπως συμβαίνει με συγκεκριμένους αγαπημένους μου δημιουργούς, έτσι κι εδώ, περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία να παρακολουθήσω τη νέα ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, "Ελευσίνιοι", καθώς η ίδια η πόλη που την τίμησε πριν τρεις δεκαετίες με την αξεπέραστη "Αγέλαστος Πέτρα", τον κάλεσε ξανά, αυτή τη φορά ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, για να περιπλανηθεί ξανά στις γειτονιές της και να συναναστραφεί με πρόσωπα παλιά κι αγαπημένα αλλά και με τις νέες γενιές που επιμένουν να αγωνίζονται και να  ονειρεύονται σ' αυτή τη ξεχασμένη γωνιά της Αττικής γης. Οι "Ελευσίνιοι" είναι ένα πολυεπίπεδο δοκιμιακό έργο που καταπιάνεται με αρκετά θέματα και καταφέρνει να τα δέσει αρμονικά, δημιουργώντας ένα τελικό αποτέλεσμα αρκετά νοσταλγικό, συγκινητικό και πάνω απ' όλα ανθρωποκεντρικό. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω κάποια απ' αυτά, αν και θεωρώ αρκετά δύσκολο να περιγράψω όλα αυτά τα συναισθήματα που αναδύθηκαν από μέσα μου τόσο κατά τη διάρκεια της προβολής όσο και μετά...
Πρώτα απ' όλα συγκινήθηκα αρκετά με τα αποσπάσματα της "Αγελάστου Πέτρας", τα οποία δεν είχαν ενταχθεί στην ταινία τότε κι έρχονται σήμερα να συμπληρώσουν ένα ήδη πλήρες κι άρτιο αριστούργημα. Ξανασυνάντησα τους μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι μέσα από τις μαρτυρίες τους φανερώνουν πως αρχές του περασμένου αιώνα είχαν καταφέρει να δώσουν μια νέα πνοή σε έναν τόπο που είχε λησμονηθεί από αρκετούς. Συγκινήθηκα πολύ που συναντήθηκα πάλι με οικεία πρόσωπα (τολμώ να τα χαρακτηρίσω οικία καθώς έχω παρακολουθήσει κάμποσες φορές την Αγέλαστος Πέτρα), τα οποία ξεδίπλωσαν κι άλλες άγνωστες πτυχές από την πολυτάραχη ζωή τους, αλλά και στιχομυθίες σαν αυτή του σκηνοθέτη με την κυρία Ελένη που άναβε τα καντηλάκια στην Ιερά Οδό, η οποία ρώτησε χαριτολογώντας, αν γινόταν να έρθει με το φαναράκι της στην τότε πρεμιέρα της "Αγελάστου Πέτρας"
Έχοντας ως βάση τα πρόσωπα της δεκαετίας του '80, ο πολυαγαπημένος Έλληνας σκηνοθέτης επιστρέφει στην Ελευσίνα για να δει πόσο πολύ άλλαξε η πόλη κι οι άνθρωποί της, εστιάζοντας αυτή τη φορά στα "παιδιά" που ανδρώθηκαν κι ωρίμασαν απότομα στις φάμπρικες της ευρύτερης περιοχής κατά την περίοδο του μεσοπολέμου αλλά και στα νέα πρόσωπα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αλλά εξακολουθούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Απ' όλα τα πρόσωπα, ξεχώρισα τους νέους που θέλουν να σπουδάσουν προγραμματισμό κι αστροφυσική, εκθέτοντας με εύστοχο τρόπο μια από τις πολλές λάθος αντιλήψεις του πρωθυπουργού που θεωρεί ότι οι λαϊκές συνοικίες βγάζουν μόνο ψυκτικούς. 




Επίσης, μέσα από τα νέα πρόσωπα που περνάνε από το κινηματογραφικό φακό του Φίλιππου Κουτσαφτή, παρατηρούμε τη φιλοξενία που έχουν νιώσει στην Ελευσίνα, η οποία έχει μετατραπεί σε πατρίδα όλων των κατατρεγμένων αυτής της γης. Όπως στις αρχές του περασμένου αιώνα δέχτηκε στους κόλπους της τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, έτσι και στις μέρες μας δέχεται χωρίς διακρίσεις τους μετανάστες, οι οποίοι δένονται με το μέρος, νιώθοντας έντονα πως είναι κι οι ίδιοι γέννημα θρέμμα αυτής της πόλης, όπως μια νεαρή κοπέλα από την Αλβανία που αισθάνεται κάποια μυστήρια πνευματική σύνδεση με τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας. Τέλος, θα ήθελα να μνημονεύσω έναν αξιολάτρευτο κύριο που έφτιαχνε μικρά έπιπλα στην κόρη του για να παίζει και χαιρόταν με τη ψυχή του βλέποντας τη χαρά του παιδιού του. Με έναν τόσο λιτό και γλυκό τρόπο γίνεται μνεία στην ομορφιά και στην ειλικρίνεια της λαϊκής τέχνης, σε αντίθεση με την απρόσωπη και σε αρκετές περιπτώσεις απρόσιτη ακαδημαϊκή μορφή της σύγχρονης τέχνης.
Πέρα όμως από την ανθρωποκεντρική του προσέγγιση, ο Φίλιππος Κουτσαφτής κάνει άλλη μια λυρική περιπλάνηση στους αρχαιολογικούς χώρους, στο νέο πια μουσείο της Ελευσίνας, στη Μονή Δαφνίου αλλά και στις λιγοστές γειτονιές που εξακολουθούν να διατηρούν τον ξεχασμένο χαρακτήρα των παλιών γειτονιών. Τελικά ποια είναι η ταυτότητα κι η ατμόσφαιρα της σημερινής Ελευσίνας τόσο για τους κατοίκους της όσο και για τους Αθηναίους που την έχουν τόσο κοντά τους αλλά και μακριά τους. Ποιο είναι το όραμά της και τι έχει σωθεί από την επέλαση των διυλιστηρίων και των εργοστασίων; Πόσο πολύ διαφέρει η όψη της από τα μάτια των νέων παιδιών σε αντίθεση με την εικόνα που έχουν διατηρήσει καλά στη μνήμη τους οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι; Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δε μπορεί να δοθεί με σαφήνεια, παρόλο που ο δημιουργός επιδιώκει και καταφέρνει εν μέρει να προσεγγίσει την αλήθεια συλλέγοντας ένα σύνολο απόψεων, εμπειριών, προβληματισμών και περιγραφών. 
Όσο για τα Ελευσίνια Μυστήρια, ο δημιουργός επιλέγει έναν έξυπνο και εύστοχο τρόπο για να τα παρομοιάσει με το γλυκό πρόσωπο ενός μικρού κοριτσιού με το αινιγματικό του βλέμμα, το οποίο απαντάει γραπτώς στις ερωτήσεις του σκηνοθέτη κι αρνείται διακριτικά να του εκμυστηρευτεί τις καθημερινές του σκέψεις που έχει γράψει σε ένα ημερολόγιο.
Με μια σύγχρονη αλλά ταυτοχρόνως απόκοσμη ματιά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αναβιώνει τα Ελευσίνια Μυστήρια με τον δικό του ανεξίτηλο τρόπο, δημιουργώντας υπαρξιακές προεκτάσεις του ένδοξου παρελθόντος με το στάσιμο παρόν, αφήνοντας τις νέες γενιές να μιλήσουν για το μέλλον. Με τη δική του κινηματογραφική ματιά, η Ελευσίνα μετατρέπεται σε ένα καίριο σημείο αναφοράς της πρόσφατης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, από την Καταστροφή της Σμύρνης εν καιρώ πολέμου μέχρι την Καταστροφή της Ελευσίνας εν καιρώ ειρήνης (;), η οποία μας διηγείται ξανά ένα μοντέρνο θλιμμένο παραμύθι προσπαθώντας με κάθε τρόπο να διασώσει την Ιστορία που είτε έχει γκρεμιστεί, είτε έχει μπαζωθεί, είτε έχει τσιμεντωθεί. Πάνω σ' αυτό το χρόνιο έγκλημα, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αφήνει στην άκρη το ενοχικό συγγνώμη του φινάλε της "Αγελάστου Πέτρας" και δίνει το βήμα και συνάμα την ώθηση στη νέα γενιά να συνεχίσει τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο.


Βαθμολογία: 9/10

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Οι Άποικοι (2023)

 



Οι κινηματογραφικές χρονιές πάντα περιέχουν αξιόλογες κι ενδιαφέρουσες προτάσεις από τη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα από την αγαπημένη μου χώρα, τη Χιλή, η οποία επικεντρώνεται τόσο στις μέχρι πρότινος αμερικανοκίνητες δικτατορίες όσο και στα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα. Υπάρχουν όμως και ταινίες που εστιάζουν στις πιο σκοτεινές περιόδους εκείνων των περιοχών. Με μια απ' αυτές τις άγνωστες πτυχές της ιστορίας καταπιάνεται ο Φελίπε Γκαλβέζ στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, παρουσιάζοντας με ωμό κι ανατριχιαστικό τρόπο την ανελέητη γενοκτονία που υπέστησαν οι ιθαγενείς της Παταγονίας από τους δυτικούς τυχοδιώκτες που αποίκησαν με απληστία στα συγκεκριμένα παρθένα μέρη. Με ένα πρωτοποριακό ύφος, ο σκηνοθέτης αναμοχλεύει τα στάσιμα και σκοτεινά νερά της άγνωστης χιλιανής ιστορίας, ασκώντας με δριμύτητα κριτική για τις θηριωδίες της δυτικής αποικιοκρατίας, αποσπώντας με το έργο του το βραβείο FIPRESCI, στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών.
Η ταινία μας γυρνάει πίσω στο 1901, παρουσιάζοντάς μας αρχικά τις απάνθρωπες συνθήκες των εργατών γης που προσλαμβάνονταν από τους ντόπιους γαιοκτήμονες. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Χοσέ Μενέντεζ (υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο), του οποίου τα πρωτοπαλίκαρα έκαναν ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή τόσο των εργατών όσο και των γηγενών. Ένας απαράβατος κανόνας που ίσχυε χωρίς διακρίσεις και προκαλούσε τρόμο, ήταν πως κάθε εργατικό ατύχημα σήμαινε τερματισμό όχι μόνο της (συν)εργασίας, αλλά και της ζωής των εργατών. Πέρα όμως από τις εκτάσεις γης, ο Μενέντεζ είχε πάρει τα δικαιώματα και της εκτροφής προβάτων. Γι' αυτόν τον λόγο στέλνει τρεις άνδρες σε μια αποστολή για να καθαρίσουν τα περάσματα της Γης του Πυρός (το όνομά της δόθηκε από τους αποίκους λόγω των εστιών που άναβαν οι γηγενείς στις κατασκηνώσεις τους) ,ώστε να έχουν τα ζώα του μια ασφαλή δίοδο προς τα βοσκοτόπια τους. 
Η ιχνηλατική ομάδα σχηματίζεται από έναν Σκοτσέζο στρατιώτη, γνωστό ως "Κόκκινο Γουρούνι" τόσο για τα σαδιστικά του εγκλήματα, όσο και για την κόκκινη στολή του βρετανικού στρατού που εξακολουθούσε να φοράει, έναν Αμερικανό μισθοφόρο που γνώριζε από μαζικές σφαγές ιθαγενών κι έναν γηγενή ιχνηλάτη που τους καθοδηγούσε, καθώς γνώριζε τα μέρη.
Το οδοιπορικό των τριών προσώπων, θα δώσει τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί η απέραντη ομορφιά της Παταγονίας, η άγρια γοητεία των βουνών της και το αλαλούμ των αχαρτογράφητων περιοχών που δεν είχαν προλάβει να ενταχθούν στη Χιλή και στην Αργεντινή. 
Η πορεία τους όμως θα βαφτεί με αίμα, καθώς οι ιχνηλάτες θα αρχίσουν να σφάζουν όλους τους ιθαγενείς που θα συναντούν στο διάβα τους. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αντίφαση ανάμεσα στην άγρια ομορφιά του Χιλιανού τοπίου και στις φρικαλεότητες που συντελούνται μέσα σε αυτό. Με τη δράση τους αυτή, το "καθάρισμα" των μονοπατιών που ζήτησε ο Μενέντεζ αποκτά μια άλλη ερμηνεία, πολύ πιο σκοτεινή, απάνθρωπη κι αιμοβόρα. Όμως, η απληστία των ιχνηλατών δολοφόνων κι η αίσθηση της ατιμωρησίας των πράξεών τους, θα τους φέρει στο χείλος της δικής τους καταστροφής καθώς από κυνηγοί κεφαλών θα μετατραπούν σε κατατρεγμένα θύματα των δικών τους ανθρώπων (αντίστοιχων δυτικών τυχοδιωκτών). Η κατάληξή τους αυτή μετατρέπεται σε μια τιμωρία χωρίς δικαίωση για τα θύματα των εγκλημάτων τους, αποδεικνύοντας πως όσοι ταξίδεψαν ως τις εσχατιές του κόσμου, για να εκμεταλλευτούν παρθένα μέρη και να αφανίσουν αδύναμους λαούς, αποτελούν την προσωποποίηση του απόλυτου επίγειου κακού.




Το πιο εφιαλτικό στοιχείο της ταινίας είναι μια σκηνή που διαδραματίζεται κάμποσα χρόνια μετά τα γεγονότα που συνέβησαν στο οδοιπορικό των τριών ιχνηλατών. Στη συγκεκριμένη σκηνή παρακολουθούμε την οικογένεια του Χοσέ Μενέντεζ να απολαμβάνει τις ανέσεις που τους έχει επιφέρει ο βρώμικος πλουτισμός τους. Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης με έναν ντόπιο ιερά κι έναν πολιτικό που έρχεται από την πρωτεύουσα της χώρας, θα δηλώσουν αμετανόητοι για τις σφαγές των γηγενών που διέπραξαν για να εδραιωθούν στην αριστοκρατική τους τάξη, χωρίς να αντιδρά κανείς από τους προσκεκλημένους για τα λεγόμενά τους. Μ' αυτόν τον ευφυή τρόπο, ο δημιουργός παρουσιάζει με ανατριχιαστικό κυνισμό τη σκοτεινή "κανονικότητα" αρκετών δυτικών κοινωνιών. Μια "κανονικότητα" που ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου αιώνα και συνεχίζεται κάπως καλυμμένα μέχρι τις μέρες μας, τροφοδοτώντας με πλούτη και πρώτες ύλες ορισμένες ισχυρές χώρες, δυναστεύοντας παράλληλα αδύναμους λαούς, οι οποίοι ανήκουν σε μια κατηγορία κρατών, η οποία έχει υιοθετήσει τον παραποιημένο και περιφρονητικό χαρακτηρισμό «τρίτος κόσμος». 
Όμως για μένα, η πιο έντονη στιγμή της ταινίας, βρίσκεται στην τελευταία σκηνή όπου κάποια πολιτικά πρόσωπα προσπαθούν να εξιλεώσουν την εικόνα της Χιλής από τα εγκλήματα του παρελθόντος της, προσπαθώντας από τη μια να προσεγγίσουν τα εναπομείναντα θύματα των σφαγών για να συνεργαστούν μαζί τους, ώστε να τιμωρηθούν οι ένοχοι, υποτάσσοντάς τα παράλληλα από την άλλη σε μια εθελούσια υιοθέτηση της δυτικής κουλτούρας. Το βλέμμα της πρωταγωνίστριας που έμεινε επίμονα καρφωμένο στο φακό μέχρι να σβήσει η οθόνη, έμεινε για μέρες χαραγμένο στη μνήμη μου.
Ο σκηνοθέτης Φελίπε Γκαλβέζ επιλέγει να αφηγηθεί ένα φλέγον θέμα της χώρας του, παρουσιάζοντας την άγνωστη γενοκτονία των φυλών της Παταγονίας. Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της τρομακτικής ατμόσφαιρας έπαιξε ο διευθυντής φωτογραφίας Σιμόνε Ντ' Αρκάντζελο με τα εκπληκτικά πλάνα των ανοιχτών οριζόντων, των αφιλόξενων βουνών και των άγριων δασών τα οποία ερχόντουσαν σε τρομερή αντίθεση με τις φρικαλεότητες που σημειώθηκαν στα μέρη αυτά. Παράλληλα, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε κι η μουσική επένδυση του Χάρι Αλούτσε, η οποία διατηρεί μια ένταση καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Προσωπικά, βρήκα πρωτότυπους και τους κατακόκκινους τίτλους των κεφαλαίων της ταινίας, οι οποίοι εμφανίζονταν ξαφνικά και κάλυπταν απειλητικά όλη την επιφάνεια της μεγάλης οθόνης. 
Οι "Άποικοι" είναι ένα μοντέρνο και σκοτεινό γουέστερν, το οποίο τολμάει να πειραματιστεί με νέες οπτικές γωνίες, καταφέρνοντας να προσεγγίσει τις σκοτεινές πτυχές ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, με απώτερο σκοπό να καταγγείλει την ανελέητη βαρβαρότητα των αποίκων και τη μη αναστρέψιμη καταστροφή ενός φιλήσυχου πολιτισμού που ζούσε για αιώνες ειρηνικά στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του Νέου Κόσμου. 
Επίσης, ο δημιουργός προσπαθεί να αναδείξει και να ερμηνεύσει με έναν εύστοχο τρόπο την καταδικασμένη ιστορία της χώρας του, η οποία θεμελιώθηκε με τις βαρβαρότητες των αποίκων, προετοιμάζοντας το έδαφος των δικτατοριών που επιβλήθηκαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Με λίγα λόγια, οι «Άποικοι», προσεγγίζουν με ειλικρίνεια, αλλά και με κυνισμό την απάνθρωπη φύση του ιμπεριαλισμού και της βάρβαρης κληρονομιάς του, η οποία δεν είναι άλλη από τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας, την επιδίωξη κάθε ανήθικου αισχροκερδούς πλούτου και τον ασφυκτικό έλεγχο των μαζών.  


Βαθμολογία: 7/10

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Επιφώτιση (1973)

 



Ο χώρος του κινηματογράφου είναι ένα απέραντο σύμπαν γεμάτο αριστουργήματα που ακόμη αγνοούμε την ύπαρξή τους. Μέσα σ' αυτή τη χρόνια αναζήτηση σπάνιων κινηματογραφικών διαμαντιών, διαπίστωσα πως όσο περισσότερο πορευόμαστε μέσα στον αχανή κόσμο της έβδομης τέχνης, τόσο περισσότερο πειθόμαστε πως υπάρχουν ένα σωρό ταινίες που περιμένουν καρτερικά να μας μαγέψουν, να μας συνταράξουν, να μας προβληματίσουν και να μας βελτιώσουν ως ανθρώπους. Κι αυτό από μόνο του είναι ένα κίνητρο να συνεχίσω να τις αναζητώ. Η τελευταία μου αναπάντεχη ανακάλυψη είναι ένα σπάνιο υπαρξιακό κινηματογραφικό δοκίμιο, η "Επιφώτηση" (ή "Επιφοίτηση") του Πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Ζανούσι. Μια κινηματογραφική ανακάλυψη που την οφείλω στις εκπληκτικές επιλογές του Cinemarian. 
Η σύνθετη κι άκρως πρωτοποριακή ταινία του Κριστόφ Ζανούσι, μας παρουσιάζει την πορεία ενός νεαρού Πολωνού, ο οποίος προσπαθεί από την πρώτη μέρα της φοιτητικής του ζωής να αναζητήσει το σκοπό της ύπαρξής του και το νόημα των επιλογών του, αλλά και το να κατανοήσει το θαύμα της ζωής. Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο σκηνοθέτης επιλέγει μια περσόνα που δεν μας είναι ούτε συμπαθητική, αλλά ούτε κι αντιπαθητική. Η συνηθισμένη κι αδιάφορη όψη του, δίνει τη δυνατότητα στους θεατές να τον αφουγκραστούν και να τον κρίνουν αντικειμενικά και καθαρά τόσο για τις καθημερινές του σκέψεις όσο και για τις επιλογές που κάνει. 
Οι σπουδές του πάνω στη φυσική, του δίνουν τη δυνατότητα να συνδιαλέγεται σε καθημερινή βάση με ανθρώπους που έχουν κοινούς στόχους, κοινές αντιλήψεις, παρόμοιες ανασφάλειες και προβληματισμούς. Μέσα από αυθόρμητους διαλόγους πανεπιστημιακών που πραγματοποιούνται στις φοιτητικές αίθουσες, ανοίγεται ο άγνωστος κόσμος αυτών των τόσο κλειστών ανθρώπων της επιστημονικής ελιτ. Κάποιοι πιστεύουν πως ο κλάδος τους φέρει το βάρος του πυρηνικού ολέθρου, καθώς φυσικοί ήταν οι επιστήμονες που δημιούργησαν την ατομική βόμβα. Άλλος πιστεύει πως η φυσική είναι μια επιστήμη ξεπερασμένη, καθώς στις μέρες μας τα πρωτεία τα κουβαλάει η γενετική κι η βιολογία. Άλλοι πάλι επέλεξαν αυτό το επάγγελμα, διότι θέλουν να βγάλουν χρήμα και να αποκτήσουν κύρος μες στην κοινωνία. Και φυσικά υπάρχουν κάποιοι ρομαντικοί που πιστεύουν πως μέσα απ' αυτήν την επαγγελματική επιλογή θα καταφέρουν να γνωρίσουν ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα. 
Οι απαντήσεις που ακούει ο πρωταγωνιστής από τους συμφοιτητές του και τους καθηγητές, δεν τον πείθουν. Όμως, αυτό δεν τον πτοεί καθώς βρίσκεται σε μια φάση της ζωής του που τον ελκύουν οι πειραματισμοί κι οι περιπέτειες. Οπότε τον βλέπουμε άλλες φορές να βυθίζεται σαν φάντασμα σε φοιτητικές μαζώξεις όπου κυριαρχεί η τάση της ανατολίτικης ψυχεδέλειας κι άλλες φορές να αναρριχάται σαν αερικό στους ορεινούς όγκους της νότιας Πολωνίας. Και στις δυο περιπτώσεις διαπιστώνει πως αποτυγχάνει να έρθει κοντά στην αλήθεια κι αδυνατεί να καλύψει το κενό που νιώθει πως υπάρχει μέσα του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιλέξει ένα άλλο μονοπάτι που θεωρεί ότι θα τον οδηγήσει στην ανθρώπινη ολοκλήρωσή του, το οποίο είναι η δημιουργία της δικής του οικογένειας. 




Αναζητώντας ο πρωταγωνιστής την πλήρη ολοκλήρωσή του, παίρνει το ρίσκο να πείσει τη σύντροφό του να συνεχίσει την κύησή της. Όμως, η απόφασή τους αυτή, είναι ολίγον επιπόλαιη, καθώς κανείς τους δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του και δεν έχει αναλογιστεί τις ευθύνες που κουβαλάει το μεγάλωμα ενός παιδιού. Ο πρωταγωνιστής θα αναγκαστεί να αφήσει τις σπουδές του για να δουλέψει, ώστε να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του, κάτι που θα τον ρίξει απότομα στο στίβο της εργασιακής ζούγκλας, όπου θα διαπιστώσει βιαίως πως στις νέες για εκείνον κοινωνικές συνθήκες, κανείς δεν υπολογίζει κανέναν κι ο αλληλοσεβασμός πάει περίπατο. 
Την ίδια περίοδο, ένας φίλος του μουσικός χάνει τη μάχη με τη ζωή μετά από μια δύσκολη επέμβαση. Η εξέλιξη αυτή θα φέρει τον πρωταγωνιστή αντιμέτωπο με ηθικά διλήμματα στο κατά πόσο η επιστήμη μπορεί να επεμβαίνει βάναυσα στο σώμα των ασθενών με απώτερο σκοπό να σώσει τις ψυχές τους. Μέσα από συζητήσεις που κάνει με εξειδικευμένους γιατρούς, αναρωτιέται με ποιο δικαίωμα το ανθρώπινο είδος κάνει πειράματα πάνω σε άλλα ζώα, αναζητώντας την πολυπόθητη θεραπεία των ανθρώπινων ασθενειών. Με ποιο ήθος οι επιστήμονες αντιμετωπίζουν ως αντικείμενα μελέτης κι έρευνας τα ζωτικά όργανα νεκρών ασθενών τους; Οι απαντήσεις που παίρνει δεν τον ικανοποιούν, εκδηλώνοντας την αγανάκτησή του με τη συνταρακτική σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής κάνει χίλια κομμάτια το δοχείο με τον εγκέφαλο του φίλου του μουσικού. 
Τα αδιέξοδα και τα αναπάντητα ερωτήματα των θετικών επιστημών θα στρέψουν τον πρωταγωνιστή στο μυστικισμό των θρησκειών. Θέλοντας απογοητευμένος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, θα αναζητήσει την ψυχική του γαλήνη σε κάποιο μοναστήρι. Όμως κι εκεί θα διαπιστώσει πως η παράνοια της ανθρώπινης απελπισίας χτίζει αβάσιμα δόγματα κι ανύπαρκτους θεούς, οδηγώντας τους ανθρώπους σε μια πνευματική αποχαύνωση που σε όλες τις θρησκείες ερμηνεύεται ως θεία επιφώτιση. Μέσα από διαλόγους που έχει με τους μοναχούς, διαπιστώνει πως ο γνωστικισμός δεν αρκεί, για να απαντήσει στα ζητήματα που θέτει η ανθρώπινη περιέργεια, καθώς προσφέρει μόνο μερική γνώση της πραγματικότητας. Μια αδυναμία που την είχε παρατηρήσει και στο χώρο της επιστήμης, η οποία αδυνατεί με τη σειρά της να συλλάβει την έννοια του απόλυτου.





Μετά από μια ατέρμονη υπαρξιακή οδύσσεια, ο πρωταγωνιστής θα επιλέξει την απλή λογική, βάζοντας τους προβληματισμούς του για λίγο στην άκρη, θέλοντας να επιλύσει πρώτα τα οικογενειακά του προβλήματα και να σταθεί αντάξιος των ευθυνών του, τόσο ως γονιός, όσο κι ως σύντροφος. Θα ολοκληρώσει τις σπουδές του και θα προχωρήσει σε διδακτορικό πάνω στη βιολογία, προσπαθώντας να θέσει νέους ηθικούς κανόνες στη συγκεκριμένη επιστήμη. 
Όμως, εκεί που η ζωή του έχει πάρει μια εποικοδομητική πορεία κι όλα κυλούν αρμονικά κι αποτελεσματικά, έρχεται ένα θέμα υγείας που θα τον προσγειώσει ανώμαλα, υποτάσσοντάς τον σε πιο αργούς και χαλαρούς ρυθμούς, τόσο στην επαγγελματική του καριέρα, όσο και στην καθημερινή του ζωή. 
Κι εκεί που επανέρχεται η απελπισία στον πρωταγωνιστή, η αναγκαστική παύση των αγχωτικών του ρυθμών θα του προσφέρει την πολυπόθητη επιφώτιση διότι μέσα στη σωτήρια στασιμότητά του θα συνειδητοποιήσει πως το μυστήριο νόημα της ζωής βρίσκεται στις μικρές ανθρώπινες στιγμές που περνούν και χάνονται χωρίς να το συνειδητοποιούμε εγκαίρως. 
Η μορφή του ήρωα μέσα στα τρεχούμενα νερά του ποταμού είναι ένα ποίημα, διότι συμβολίζει με τον πιο εύστοχο τρόπο τη φυσική μας αδυναμία να ελέγξουμε το χρόνο που περνά και να διαχειριστούμε σωστά τη ζωή μας που κυλάει αδιάκοπα. 
Ο Κριστόφ Ζανούσι κατάφερε να μας προσφέρει ένα σπάνιο κινηματογραφικό δοκίμιο, μέσω του οποίου προσπαθεί να μας αποδείξει πως ούτε η λογική της επιστήμης, αλλά ούτε κι ο μυστικισμός των θρησκειών θα καταφέρουν ποτέ να δώσουν κάποια ορθή απάντηση, τόσο για το μυστήριο της ζωής, όσο και για το σκοπό της ύπαρξής μας. Για να καταφέρει να μας πείσει για τη θεωρεία του αυτή, έχει επιλέξει διακεκριμένα μέλη της επιστημονικής ελίτ της χώρας του, τα οποία αντιπαρατίθενται με επιστημονικά επιχειρήματα σχετικά με την ηθική της επιστήμης και το μέλλον που μας επιφυλάσσεται. 
Κατά τη γνώμη μου, η τρίτη του ταινία δεν είναι μόνο ένα ακόμη αριστούργημα του πολωνικού κινηματογράφου, αλλά και μια από τις σπουδαιότερες στιγμές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου προτάσσοντας αποφασιστικά τις πιο κραυγαλέες και μύχιες υπαρξιακές παλινωδίες των σκέψεών μας.


Βαθμολογία: 10/10