Παρασκευή μεσημεράκι αναχωρήσαμε από την αττική γη, ανυπόμονοι να γνωρίσουμε μια ακόμη γωνιά της ιταλικής χερσονήσου. Για καλή μου τύχη, μου παραχώρησαν τη θέση του παραθύρου. Από κάτω μου είδα να αποκαλύπτεται ολόκληρη η μεγαλειότητα του Παρνασσού, η ηρεμία των νησιών του Ιονίου και οι άγνωστες ακτές της Αλβανίας. Τελευταίο κομμάτι των Βαλκανίων ήταν το νησί Σάσων, το μοναδικό της γειτονικής μας χώρας. Έκτοτε ακολούθησε η ανταριασμένη επιφάνεια της Αδριατικής. Ξαναείδαμε χέρσα γη όταν φτάσαμε πάνω από το λιμάνι της Ανκόνα με την μακρόστενη ευθεία ακτή που φτάνει ως το Πέζαρο. Το αεροπλάνο είχε ήδη μειώσει ύψος καθώς απείχαμε από την Μπολόνια μισή ώρα. Έτσι κατάφερα να δω πεντακάθαρα το κάστρο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου να εξέχει σε έναν απότομο βράχο πάνω από την ιταλική ύπαιθρο. Ήταν θέμα χρόνου να εμφανιστεί με τη σειρά της η κατακόκκινη Μπολόνια. Μετά από λίγα λεπτά περάσαμε ακριβώς από πάνω της, διακρίνοντας τους ψηλούς της πύργους και το ερυθρό χρώμα των κτιρίων της.
Στο δωμάτιο φτάσαμε το απόγευμα πια αφού πρώτα περάσαμε από την πανεπιστημιούπολη, η οποία είχε κατακλυστεί από φοιτητικές και φεμινιστικές παρατάξεις λόγω της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας. Αφήσαμε τα πράγματά μας και ξεχυθήκαμε ανυπόμονοι στους δρόμους για να πάρουμε μια πρώτη γεύση. Η Μπολόνια αμέσως μας ρούφηξε στα ενδότερά της με το δίκτυο των στοών της (το μεγαλύτερο στον κόσμο) που ένωνε τα οικοδομικά τετράγωνα. Διασχίζοντας μια απ' αυτές τις στοές, βρεθήκαμε κάτω από τη σκιά των δυο θεόρατων πύργων, του Torre Asinelli και του Torre Garisenda. Αυτοί οι πύργοι άνηκαν σε δυο πανίσχυρες οικογένειες, οι οποίες προσπαθούσαν να δείξουν την οικονομική τους ισχύ με το ύψος των κτισμάτων τους. Νομίζω πως φαίνεται ξεκάθαρα ο νικητής της συγκεκριμένης μάχης. Σήμερα οι δυο αυτοί πύργοι έχουν γείρει υπερβολικά, ειδικά ο πιο μικρός αλλά ως εκ θαύματος στέκονται ακόμη όρθιοι. Είναι εντυπωσιακό το πόσο έντονα φαίνεται η κλίση τους όταν βρίσκεσαι από κάτω. Ο ένας απ' τους δυο είναι ανοιχτός για το κοινό, αρκεί να χεις την σωματική δύναμη να ανέβεις τα 498 σκαλοπάτια. Δεν το επιχείρησα διότι προτίμησα να κρατήσω δυνάμεις για την ανάβαση της μεγαλύτερης στοάς του κόσμου που σε οδηγούσε στην εκκλησία Madonna di San Luca, σε έναν λόφο λίγο πιο έξω από την πόλη.
Το βράδυ μας βρήκε να βολτάρουμε στα στενά σοκάκια κοντά στη Πιάτσα Ματζόρε, όπου έσφιζαν από ζωή, καλή μουσική κι άφθονη ιταλική μπύρα συνοδευόμενη με αλλαντικά και τυριά. Κάποια στιγμή ακούσαμε φωνές, συνθήματα και μουσικές να έρχονται από την κεντρική πλατεία. Φτάνοντας κοντά, διαπιστώσαμε πως είχε στηθεί ένα αυθόρμητο γλέντι. Ζωντάνια, χαμόγελα, παθιασμένες ιαχές, χρώματα κι αρώματα. Όμως η πιο συγκινητική στιγμή ήρθε με την έλευση μιας παράταξης, η οποία εισήλθε στην πλατεία τραγουδώντας το Bella Ciao. Δεν περίμενα ποτέ να το ακούσω ζωντανά ντυμένο στην πολιτική του χροιά. Πόσο μάλλον να το ακούσω ζωντανά στην Ιταλία, και μάλιστα στην έντονα πολιτικοποιημένη Μπολόνια. Η εκδήλωση μετατράπηκε σε υπαίθριο πάρτι που κράτησε ως τα μεσάνυχτα. Από εκείνο το βράδυ, αποφασίσαμε πως η Πιάτσα Ματζόρε πρέπει να γίνει το βραδινό μας στέκι.
Το επόμενο πρωί ανεβήκαμε νωρίς στον λόφο με την εκκλησία που περήφανη προστατεύει την εικόνα της Παναγίας που υποτίθεται πως ζωγράσει ο Άγιος Λουκάς. Μαζέψαμε όσες δυνάμεις είχαμε κι αφού πεισμώσαμε, ξεκινήσαμε την ανάβαση στη μεγαλύτερη στοά του κόσμου με τις 600 καμάρες της και με μήκος 3.796 μέτρα. Φτάνοντας εξουθενωμένοι πάνω, χαλαρώσαμε λίγη ώρα στον προαύλιο χώρο του ναού, ο οποίος ήταν γεμάτος εκείνη την ώρα με κόσμο καθώς η εκκλησία είχε λειτουργία. Ο ναός ήταν επιβλητικός κι όμορφος κι η θέα από κει ψηλά είχε ένα ενδιαφέρον κυρίως αν ενδιαφερόσουν να απολαύσεις την ιταλική ύπαιθρο κι όχι την πόλη. Χωρίς να χάνουμε χρόνο κι αφού ανακτίσαμε πάλι τις δυνάμεις μας, κατηφορίσαμε προς την πόλη με την επιστροφή να είναι πιο εύκολη. Είχε έρθει η ώρα να γνωρίσουμε την ηλιόλουστη όψη της πόλης.
Η Μπολόνια δε φημίζεται ιδιαίτερα για τα μνημεία της. Από τους πολλούς πύργους που είχε κάποτε, πλέον δεσπόζουν οι δυο γνωστοί που έχουν γίνει σύμβολο της. Είναι όμως περήφανη για το Αρχιγυμνάσιο και το Πανεπιστήμιό της, που διατηρεί μια νεανικότητα στην πληθυσμιακή της ιδιοσυγκρασία. Το Αρχιγυμνάσιο (Archiginnasio di Bologna) είναι ένα από τα σημαντικότερα κτίρια της πόλης. Κτίστηκε το 1562 από τον Αντόνιο Μοράντι και υπήρξε έδρα του παλαιού Πανεπιστημίου από το 1563 ως το 1803. Είναι γεμάτο έργα τέχνης κι έχει μία πλούσια συλλογή με τα οικόσημα μαθητών που φοίτησαν εκεί. Στους τοίχους του προαύλιου χώρου συναντήσαμε τουλάχιστον 600 οικόσημα. Επίσης διαθέτει μια αίθουσα αφιερωμένη στη μελέτη της ανατομίας υπό μορφή αμφιθεάτρου, η οποία χρονολογείται από το 1637. Από το 1838 είναι έδρα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης (Biblioteca Comunale). Αξίζει να το επισκεφθεί κανείς και να περιπλανηθεί στο εσωτερικό προαύλιό του. Δεν υπάρχει σπιθαμή τοίχου που να μην είναι διακοσμημένη με κάποιο οικόσημο, ανάγλυφο ή έστω ζωγραφικό θέμα.
Το σημερινό Πανεπιστήμιο έχει μεταφερθεί λίγο πιο έξω από το ιστορικό κέντρο. Εκεί χτυπάει η δεύτερη καρδιά της Μπολόνια. Όλο το 24ωρο σφύζει από ζωή, τόσο ο δρόμος που περνάει από το Πανεπιστήμιο όσο και τα γύρω στενά που είναι γεμάτα μπαρ κι εστιατόρια. Η γειτονιά που μέναμε είχε έντονο παλμό ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Μπορεί για κάποιους να ήταν ενοχλητικό αλλά προσωπικά το απολάμβανα.
Τα σημαντικότερα κτίρια της πόλης βρίσκονται παρατεταγμένα στην Πιάτσα Ματζιόρε. Εκεί δεσπόζει το Παλάτσο Κομουνάλε (ή Παλάτσο ντ'Ακκούρσιο) χτισμένο τον 13ο-15ο αιώνα και το Παλάτσο ντελ Ποντεστά (Palazzo del Podestà) του 1485. Δίπλα βρίσκεται το παλάτι του βασιλιά Έντσο (Palazzo Re Enzo) το οποίο χρονολογείται από το 1244, ενώ η σημερινή του μορφή οφείλεται στην ανακαίνιση γοτθικού ρυθμού από τον Αλφόνσο Ρουμπιάνι το 1905. Τα περισσότερα παλάτια της Μπολόνια χρονολογούνται κυρίως από την εποχή που η πόλη συμπεριλαμβανόταν στα Παπικά Κράτη τον 16ο με 18ο αιώνα και ανήκαν στις οικογένειες των γερουσιαστών που κυβερνούσαν τη Μπολόνια εκείνο τον καιρό.
Επίσης στην Πιάτσα Ματζιόρε βρίσκεται κι η Βασιλική του Άγιου Πετρόνιου, η οποία είναι η 5η μεγαλύτερη εκκλησία στον κόσμο. Εξωτερικά ξεχωρίζει για την ημιτελής της πρόσοψη, κάτι που της προσφέρει μια μοναδικότητα στις τόσες εκκλησίες που έχω επισκεφθεί στην Ιταλία. Περπατώντας στους δρόμους που είναι στα πλαϊνά της, μπορεί να συνειδητοποιήσει κανείς τον όγκο της αλλά και τις βλέψεις που είχαν για τη μετατροπή της σε ένα ακόμη μεγαλύτερο οικοδόμημα. Τα μεγάλα σχέδια που είχαν για τον συγκεκριμένο ναό, μπορεί να τα δει κανείς στο μικρό μουσείο που βρίσκεται εντός της βασιλικής. Όπως επίσης μπορεί κανείς να θαυμάσει σε μακέτα την ολοκληρωμένη πρόσοψη που ναού. Επίσης στο εσωτερικό της ξεχωρίζει το περίφημο ηλιακό ρολόι που θεωρείται υπεύθυνο για τη δημιουργία των δίσεκτων ετών.
Τέλος, ένα όμορφο σημείο της πόλης είναι οι επτά εκκλησίες του Αγίου Στεφάνου. Αποτελείται από ένα σύμπλεγμα επτά εκκλησιών διαφορετικού ρυθμού, οι οποίες συμβολίζουν τη πορεία του Χριστού προς την Σταύρωση. Το κτίσιμο αυτού του συμπλέγματος ξεκίνησε τον 9ο αι. κι ολοκληρώθηκε το 1900. Αυτή η χιλιετηρίδα που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί, δημιούργησε μια ασυμμετρία μεταξύ των κτισμάτων. Ο χαμηλός φωτισμός σε αρκετά σημεία δεν με βοήθησε να απολαύσω ιδιαίτερα τον εσωτερικό του διάκοσμο. Όμως στις κλειστές του αυλές του επικρατεί μια απροσδιόριστη κι άκρως αναγκαία ηρεμία. Η πλατεία μπροστά από τις επτά εκκλησίες του Αγίου Στεφάνου, είναι ένα ακόμη ζωντανό κομμάτι της πόλης. Την ημέρα στήνονται πάγκοι με αντίκες, βιβλία κι άλλα πολλά αντικείμενα που αναζητούν συνήθως οι συλλέκτες ενώ το βράδυ η ζωντάνια μεταφέρεται στις καφετέριες και τα εκλεπτυσμένα μπαρ.
Δε θα ξεχάσω το τελευταίο βράδυ που θέλησα να κάτσω στα σκαλοπάτια του Αγίου Πετρόνιου. Με μια μπύρα στο χέρι, προσπάθησα να γίνω ένα με τις παρέες που καλαμπούριζαν γύρω μου. Κοιτώντας το παλιό δημαρχείο, το συντριβάνι του Ποσειδώνα και τα Παλάτσα, ένιωσα αμέσως μια οικειότητα που έχω αισθανθεί και με άλλες ιταλικές πόλεις. Με την Μπολόνια όμως να με δένει με ένα σημαντικό γεγονός. Τις μέρες που περιφερόμουν στις ατέλειωτες στοές της, αποφάσισε ο παππούς μου να φύγει. Εκείνο το βράδυ λοιπόν, παρατηρώντας για τελευταία φορά την πόλη και τη ζωντάνια των φοιτητών της, έφερνα στο μυαλό μου όμορφες στιγμές με τον παππού μου. Στιγμές και εικόνες που θα τον κρατήσουν για πάντα ζωντανό μέσα μου. Και μ' αυτές τις σκέψεις έγινα ένα με την Μπολόνια. Ένιωσα τους ατέρμονους παλμούς της, το νεανικό της πάθος και την αιώνια γοητεία της.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, ένας νεαρός σεφ που βγήκε από το εστιατόριο να κάνει τσιγάρο, μου ζήτησε φωτιά. Χαμογέλασα που με πέρασε για Ιταλό και του απάντησα ευγενικά πως δεν είχα αναπτήρα πανω μου. Εκείνος μου έγνεψε φιλικά και χάθηκε πάλι στη κουζίνα. Ήταν γεγονός πως η πόλη αυτή με είχε αγκαλιάσει.
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω πως το συγκεκριμένο ταξίδι το αφιερώνω στη μνήμη του παππού μου Κωνσταντή.