Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Η «κανονικότητα» στην πόρτα σου



Eπιδεικνύοντας πρωτοφανή αλαζονεία, «ποντάροντας» στη μιντιακή υπεροπλία, η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει χάσει το μέτρο της καταστολής, δημιουργώντας πλέον πολύ οριακές καταστάσεις, αν δεν έχουν ήδη ξεφύγει από τον έλεγχο.
Η υπέρμετρη κρατική βία ξεκίνησε από τους ήδη στοχοποιημένους του συντηρητικού αφηγήματος, αλλά πλέον αγγίζει και τους «νοικοκυραίους», όπως τους αποκαλούσαν χαρακτηριστικά. Είναι το κοινό που «κατανάλωσε» ήδη αρκετό «νόμο και τάξη» από τη ΝΔ: Προσλήψεις «γαλάζιων» ειδικών φρουρών, ανελέητο ξύλο και καθημερινά επικοινωνιακά σόου στα Εξάρχεια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, εισβολές σε Πανεπιστήμια, ξυλοδαρμοί και συλλήψεις φοιτητών και πολιτών στο σορό και με «συνοπτικές διαδικασίες», εκκενώσεις καταλήψεων και ξενώνων προσφύγων για τα κανάλια, διαπομπεύσεις πολιτών, βασανισμούς ακόμη και ΑμΕΑ, σεξουαλικές παρενοχλήσεις, βασανισμούς μέχρι και ΑμεΑ, βία, αυθαιρεσία, αυταρχικότητα… Μια καθεστωτική στρατηγική, μια «κανονικότητα» για την εδραίωση του φόβου και την ψευδαίσθηση της «τάξης» ενώ στην πραγματικότητα το έγκλημα «αλωνίζει».
Η επικοινωνία όμως καταρρέει υπό το βάρος της πραγματικότητας, όπως και το δόγμα του «νόμος και τάξη». Τη Δευτέρα, η ΕΛΑΣ επιχείρησε με ψευδείς ανακοινώσεις να συγκαλύψει το σοκαριστικό περιστατικό του αστυνομικού που εισέβαλε στην ΑΣΟΕΕ και σημάδευε φοιτητές με το όπλο του ενώ την Τρίτη συνέχισε τη «βεντέτα» με εισβολές των ΜΑΤ, υπό την κατακραυγή της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Κι αν μέχρι σήμερα τα κυβερνητικά στελέχη επικαλούνταν υποκριτικά τους «νοικοκυραίούς», ήρθε και η σειρά τους… Με την στρατιωτικού τύπου απόβαση στα νησιά, οι κάτοικοι της Χίου και της Λέσβου ένιωσαν τι σημαίνει καταστολή. Για την ακρίβεια ένα μέρος αυτής. Γιατί το «ξύλο», όπως είχε ενημερώσει ο Βορίδης, είναι «στοιχείο αναγκαστικότητας» στην «κανονικότητα» της ΝΔ. Όλο και περισσότεροι βιώνουν και αντιλαμβάνονται πλέον αυτή την «αναγκαστικότητα».
Αφού επί μήνες εμπαίζει τις τοπικές κοινωνίες με τον δήθεν «διάλογο» για το προσφυγικό και αφού εγκλωβίστηκε στην καταστροφική της πολιτική που ήρθε σε απόλυτη αντιδιαστολή με την ξενοφοβική της δημαγωγία ως αντιπολίτευση και τον ακραία καταγγελτικό της λόγο για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ στέλνει τις δυνάμεις καταστολής. «Η εντολή ήταν «βαράτε στο ψαχνό»», είπαν κάτοικοι Χίου και Λέσβου στο Tvxs.gr… Ξύλο, τρομοκρατία και χημικά για όλους ανεξαιρέτως.
Η κυβέρνηση εφαρμόζοντας ένα «εσωτερικό Δουβλίνο» έχει αποφασίσει να «κάψει» τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και ποντάρει στην ιδιοτέλεια όσων θέλουν το πρόβλημα μακριά από την πόρτα τους, «εγκλωβισμένο» στα νησιά, όπως ακριβώς η Ευρώπη χρησιμοποιεί την Ελλάδα ως «αποθήκη». Για να επιβάλει την πολιτική της, που πέρασε πραξικοπηματικά παρακάμπτοντας τη Βουλή, δεν διστάζει να μεταχειριστεί την σκληρή καταστολή της «κανονικότητας» που ευαγγελίστηκε.
«Εμείς φταίμε που τους ψηφίσαμε. Αυτό είναι Χούντα». «θέλουμε πίσω την ψήφο μας», φώναζαν οι κάτοικοι των δύο νησιών, καταγγέλλοντας την εξαπάτηση της ΝΔ. Κι αν κάποιοι, όλο και λιγότεροι πια, συνεχίζουν να ανέχονται αυτή τη βία, πιστεύοντας πως έτσι το πρόβλημα θα διατηρηθεί μακριά τους, να είναι σίγουροι ότι αργά η γρήγορα θα χτυπήσει και η δική τους πόρτα. Κανείς δεν γλιτώνει από την… «κανονικότητα».

Πηγή: Τα Μπλόκια

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Χίος: Η δημοκρατία τετέλεσται;




Όσοι κατοικούμε στη Χίο (και στη Λέσβο, και στη Σάμο) ζούμε από χτες πρωτοφανείς στιγμές περιφρόνησης κάθε έννοιας δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση, σε ένα κρεσέντο τσαμπουκά, πλήρους αυταρχισμού, σε μετωπική σύγκρουση με τη βούληση του λαού δύο ολόκληρων νησιών (την οποία γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της), αποβίβασε τη μεγαλύτερη δύναμη των ΜΑΤ που έκανε ποτέ την εμφάνισή της στα μέρη μας (με τη συνδρομή και του στρατού), για να επιβάλει με το “έτσι θέλω” τη δημιουργία της γιγάντιας φυλακής – αποθήκης ψυχών πάνω στο Αίπος.
Ο δρόμος προς το 17 “καθαρίστηκε” με κάθε τρόπο: πολίτες εισέπραξαν τόνους δακρυγόνων και χημικών, κάμποσοι χρειάστηκαν νοσηλευτική περίθαλψη, ενώ μπλοκαρίστηκαν ολόκληρες περιοχές του νησιού από τα ΜΑΤ, που συμπεριφέρονται με κάθε τρόπο κι από την πρώτη στιγμή ως “στρατός σε ζώνη κατοχής”! Κι όλη αυτή η επίδειξη τυφλής κι ασύστολης βίας, όλη αυτή η θρασύτατη περιφρόνηση του λαϊκού αισθήματος για τον...”ιερό” σκοπό της δομής στο Αίπος- για την μονιμοποίηση του εγκλεισμού των προσφύγων στο νησί, για την περαιτέρω επιδείνωση των ήδη άθλιων και οριακών συνθηκών διαβίωσής τους στη ΒΙΑΛ (αν η κατάσταση στη ΒΙΑΛ είναι ήδη τέτοια, ας φανταστεί ο καθείς τι θα υποστούν πεταμένοι σε μια “τρύπα στο χάρτη”, για μια εξέλιξη εντέλει που θα διογκώσει το πρόβλημα, κηλιδώνοντας παντοτινά το νησί και μετατρέποντάς το σε σύγχρονο Νταχάου. Τέλος, η συγκεκριμένη πολιτική ξαναδυναμώνει επικίνδυνα τις ακροδεξιές, υστερικές και μισαλλόδοξες φωνές, που βρήκαν χρυσή ευκαιρία να ξεπεταχτούν από τις τρύπες τους κραδαίνοντας επιχειρήματα όπως “Δείρτε τους πρόσφυγες κι όχι εμάς τους Έλληνες”! Ενώ το μόνο που έγινε ολοφάνερο είναι πως η αστυνομική βία και τρομοκρατία, σε όποιους κι αν ασκείται – πρόσφυγες ή ντόπιους – έχει πάντα το ίδιο αποτρόπαιο πρόσωπο της κρατικής αυθαιρεσίας και της καταπάτησης θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έστω κι αν η κυβέρνηση, μες στην αχαλίνωτη αλαζονεία της, πανηγυρίζει για το ότι “κέρδισε” τον πρώτο γύρο, ο αγώνας αυτός θα είναι μακρύς.
Από εμάς εξαρτάται να μη λουφάξουμε, να μη σωπάσουμε, να συνεχίσουμε την πάλη για την αντιστροφή αυτού του αίσχους!

Χιακή Συμπολιτεία

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Agora II - Δεσμώτες


Χρόνια τώρα παρακολουθώ το δημοσιογραφικό και κινηματογραφικό έργο του Γιώργου Αυγερόπουλου, τον οποίον εκτιμώ όχι μόνο ως δημοσιογράφο αλλά κι ως άνθρωπο. Ακόμα θυμάμαι το πόσο πολύ είχα συγκλονιστεί με το πρώτο ντοκιμαντέρ "Agora", με την παρουσίαση των γεγονότων που ως κοινωνία είχαμε ζήσει, αλλά για έναν απροσδιόριστο τρόπο αισθανόμουν πως τα βίωνα για πρώτη φορά. Αυτή η συναισθηματική φόρτιση προκλήθηκε από την άψογη και κοφτή καταγραφή του Γιώργου Αυγερόπουλου που κατάφερε να επαναφέρει όλα αυτά τα συναισθήματα που είχαμε κρύψει καλά μέσα μας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Το καταιγιστικό ντελίριο του πρώτου του ντοκιμαντέρ με οδήγησε ξανά στις σκοτεινές αίθουσες να παρακολουθήσω τη συνέχειά του με τον άκρως στοχευμένο τίτλο "Δεσμώτες".
Απόγευμα καθημερινής κι ο αγαπημένος μου κινηματογράφος Μικρόκοσμος είχε αρκετό κοινό που παραβρέθηκε για να παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ παρά την απεργία των μέσων μαζικής μεταφοράς κάτι το οποίο με γέμισε αισιοδοξία. Η αίθουσα σκοτείνιασε κι αμέσως στη μεγάλη οθόνη άρχισαν να προβάλλονται εικόνες και στιγμές που ακόμη αισθανόμαστε πως είχαν συμβεί μόλις χθες. Ο Γιώργος Αυγερόπουλος έχοντας έναν χρονολογικό καμβά μεταξύ 2014 με 2019 μας ξεκινάει την εξιστόρηση των γεγονότων χωρίς να υιοθετεί μια συνεχόμενη χρονική σειρά. Με αυτόν τον ιδιαίτερο χρονικό ζάπινγκ, παρακολουθούμε τους κόσμους που συνυπάρχουν και συγκρούονται σε μία μάχη επιβίωσης, αξιοπρέπειας και ήθους. Από την μια έχουμε τις ελληνικές οικογένειες να έχουν κυριολεκτικά λυγίσει από τα οικονομικά βάρη κι από την άλλη τους πρόσφυγες που φτάνουν στην Ελλάδα προσπαθώντας να περάσουν στην βόρεια Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή. Έχουμε τους συντηρητικούς κι ακροδεξιούς που γαβγίζουν για το μακεδονικό ζήτημα κι από την άλλη τον Ζακ που μιλάει για την αγάπη και την ισότητα αλλά και την μάνα του Παύλου Φύσσα που έχει μετατραπεί σε ένα άκρως μαχητικό αντιφασιστικό πρόσωπο που πολεμά να στείλει όλους τους ναζί πίσω στις τρύπες τους. Επίσης έχουμε τους Ευρωπαίους εταίρους που μόνο σύμμαχοι δε δείχνουν και τους εγχώριους πολιτικούς που προσπαθούν να παρουσιάσουν την όλη κατάσταση μέσα από τη δική τους οπτική γωνιά.
Θα αναφερθώ όμως στο τι συγκρατώ από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ καθώς δε χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω για τα ιστορικά γεγονότα που μας παρουσιάζονται.
Πρώτα απ' όλα, συγκινήθηκα απίστευτα με τα λόγια του Ζακ Κωστόπουλου καθώς ο ίδιος ήταν ένας προφήτης της μοίρας του χωρίς να το γνωρίζει. Τελειώνοντας τη συνέντευξη που είχε δώσει στον Γιώργο Αυγερόπουλο, παρακολουθούμε συντετριμμένοι τη δολοφονία του από τους νοικοκυραίους κι αμέσως στα αυτιά μας ακούγονται τα λόγια που εμας έλεγε προηγουμένως. "Δε φοβάμαι που ζω στις υποβαθμισμένες γειτονιές. Ποτέ δεν μου έκαναν κακό οι ξένοι. Αντιθέτως οι Έλληνες είναι αυτοί που ασκούν βία πάνω μου".
Στο προσφυγικό κομμάτι του ντοκιμαντέρ, κατανοώ τις καλοπροαίρετες προθέσεις του σκηνοθέτη-δημοσιογράφου αλλά πιστεύω πως παρακολουθεί την όλη κατάσταση λίγο μονόπλευρα. Ανακουφίζομαι απίστευτα με την κατάληξη του ζευγαριού, του οποίου ακολουθούμε τα βήματά του από την ανακούφισή τους όταν φτάνουν στις παραλίες της Λέσβου και βολτάρουν στην πόλη της Μυτιλήνης, μέχρι την απόγνωσή τους στην Ειδομένη αλλά και την πολυπόθητη αναχώρηση τους για την Ολλανδία. Στο προσφυγικό σκέλος του ντοκιμαντέρ συγκλονίστηκα με τα πλάνα από ένα πρόχειρο νεκροταφείο προσφύγων όπου πολλά πτώματα παρέμεναν άγνωστα και πολλά απ' αυτά άνηκαν σε βρέφη και μικρά παιδιά. Μεμιάς έγινε αισθητό ένα πνίξιμο που απλώθηκε σ' ολόκληρη την σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου.
Επίσης μεγάλο ενδιαφέρον έχει η καταγραφή των παρασκηνίων κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους που πραγματοποιήθηκαν από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το δημοψήφισμα. Πολλά από τα γεγονότα που παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ, μου ήταν γνώριμα καθώς είχα διαβάσει το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, όμως έχουν άλλη έβταση όταν τα ακούς από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές κι όταν γίνεσαι μάρτυρας της κόντρας που τελικά δημιουργήθηκε στη σχέση Τσίπρα-Βαρουφάκη.
Η κοφτή αφήγηση και το ιντριγκαδόρικο παρασκήνιο μετατρέπουν το ντοκιμαντέρ σε ένα άκρως καλογυρισμένο οικονομικό θρίλερ με το σοκ να έρχεται όταν συνειδητοποιείς πως σ' αυτό το έργο είμασταν κι εμείς ως λαός πρωταγωνιστές. Όμως το χειρότερο σενάριο, μας το κρατάω ο δημιουργός στο τέλος με τις δηλώσεις των σημερινών κυβερνώντων και των εγχώριων υποστηρικτών τους. Παρακολουθώντας σε μεγάλη οθόνη το ύπουλο ύφος του Άδωνι Γεωργιάδη και τη παγερή ματιά της Μιράντα Ξαφά, διέκρινα την αξιολύπητη απώλεια της ανθρώπινης υπόστασής τους. Όμως δε μπορώ να νιώσω οίκτο γι' αυτά τα κτήνη όπως επίσης δε μπορώ ποτέ να δω ως ανθρώπους τα νεοναζιστικά καθάρματα.
Παρακολουθώντας και το δεύτερο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου, ομολογώ πωε εξοργίστηκα για μία ακόμη φορά με τους κριτικούς κινηματογράφου που το έθαψαν βαθμολογικά, χαρακτηρίζοντάς το στρατευμένο και καθόλου αντικειμενικό. Σ' αυτό θα διαφωνήσω κάθετα διότι ο Γιώργος Αυγερόπουλος όχι μόνο παίρνει μια ξεκάθαρα ουδέτερη στάση απέναντι στα γεγονότα αλλά τολμάει να κατηγορήσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολούθησε αργότερα ιδιωτικοποιώντας τα αεροδρόμια, τα λιμάνια και τα τραίνα. Επίσης σ' αυτό που τον παραδέχομαι είναι στις καίριες κι ευθείς ερωτήσεις που έκανε στα πολιτικά πρόσωπα. Μια δημοσιογραφική συμπεριφορά που σπανίζει στην εγχώρια δημοσιογραφία, ειδικά όταν φέρουμε ως παράδειγμα τον Νίκο Χατζηνικολάου να ρωτάει τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τα ντολμαδάκια της κυράς Μαρίκας και την Όλγα Τρέμη να λέει στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη πόσο δουλευταράς υπουργός είναι.
Βγαίνοντας από την κινηματογραφική αίθουσα αναλογιζομουν την ιστορικότητα των γεγονότων που ζήσαμε πριν από πέντε χρόνια. Για ώρα περπατούσα σιωπηλός και προβληματισμένος προσπαθώντας να τακτοποιήσω όλα αυτά τα στοιχεία που αποκόμισα και να ταξινομήσω όλα τα νέα ερωτήματα που μου προέκυψαν κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ.
Παράλληλα σκεφτόμουν πως μπορεί ο ελληνικός κινηματογράφος να βρίσκεται στη χειρότερη περίοδο της ιστορίας του αλλά ομολογώ πως έχουμε μια σπουδαία γενιά ντοκιμαντεριστών που μας έχουν προσφέρει αξιόλογα διαμάντια τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου η οικονομική κρίση υπήρξε αφορμή για κάποιους να ανακαλύψουν και να αναθεωρήσουν το παρελθόν, γνωρίζοντας πως έτσι μπορούν να κρίνουν με ορθότητα το παρόν και να ατενίζουν με μια συγκρατημένη αισιοδοξία το μέλλον.
Το εξαιρετικό νέο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου έρχεται να προστεθεί στην ήδη πλούσια συλλογή των Άρη Χατζηστεφάνου, Νίκου Καβουκίδη, Φίλιπππου Κουτσαφτή κι άλλων σπουδαίων δημιουργών. Είμαι βέβαιος πως η αξία του θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη με το πέρασμα του χρόνου.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Βερσαλλίες, το ανάκτορο κι οι κήποι του βασιλιά Ήλιου



Δεν είμαι ιδιαίτερα θαυμαστής των παλατιών. Εξάλλου ποτέ δεν γοητευόμουν από τα λούσα και την χλιδή των λίγων. Δεν είναι τυχαίο που στην πρώτη μου επίσκεψη στο Παρίσι δε καταδέχτηκα να πάω στο φημισμένο παλάτι και στους απέραντους κήπους των Βερσαλλιών. Όμως αυτή τη φορά κατάφερα να χωρέσω στο πρόγραμμά μου μια πρωινή βόλτα νοτιοδυτικά του Παρισιού.
Φτάνοντας αρκετά νωρίς στις Βερσαλλίες, βρήκα την πόλη να ξυπνάει εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ο τερματικός του προαστιακού ήταν γεμάτος εργαζόμενους που βαριεστημένοι ορμούσαν προς τα βαγόνια για το Παρίσι, αφήνοντας έρημους τους δρόμους της άλλοτε παλιάς αριστοκρατικής πρωτεύουσας της Γαλλίας. Αυτό με χαροποίησε ιδιαίτερα διότι είχα την αίσθηση πως θα βολτάρω μόνος μου στους άδειους δρόμους των Βερσαλλιών αλλά και στις πολυτελείς αίθουσες του παλατιού.
Ανηφορίζοντας προς το παλάτι, συνάντησα μια υποτυπώδης ουρά να περιμένει στην είσοδό του. Την προσπέρασα και συνέχισα τη βόλτα μου προς τους κήπους, καθώς αυτοί με ενδιέφεραν περισσότερο. Περπατώντας πια στην πίσω μεριά του παλατιού, έμεινα έκθαμβος μόλις αντιλήφθηκα την έκταση των κήπων και τον γλυπτό τους διάκοσμο. Μπροστά μου είχα έναν από τους μεγαλύτερους κήπους της Ευρώπης με συνολική έκταση γύρω στα 800 εκτάρια γεμάτη συντριβάνια κι αγάλματα που τα περισσότερα είναι βασισμένα στην ελληνική μυθολογία.
Παρατηρώντας καλύτερα το τοπίο, διαπίστωσα πως ο συνολικός κήπος των Βερσαλλιών απλώνεται σε τρία επίπεδα πίσω από το παλάτι, κι εν μέρει είναι η συνέχιση της κομψής αρχιτεκτονικής του. Όπως και το ανάκτορο, έτσι και οι κήποι στήθηκαν με σκοπό να τιμήσουν τον βασιλιά και την Γαλλία.
Όπως στην Αρχαία Ελλάδα έτσι και στη Γαλλία, τα μεγάλα ποτάμια της χώρας αντιπροσωπεύονται ως αγάλματα. Στο βάθος απλώνεται το Μεγάλο Κανάλι, ένα τεράστιο κανάλι σε σχήμα σταυρού με επιφάνεια 24 εκταρίων. Για την κατασκευή του πέθαναν χιλιάδες εργάτες, είτε από ατυχήματα είτε από την ελονοσία. Όσο για την παροχή νερού τόσο για το Μεγάλο Κανάλι όσο και για τα συνολικά 55 συντριβάνια χρειάζονταν ένα καλό αρδευτικό σύστημα. Η μηχανή του Μαρλί ήταν ένα τεχνολογικό θαύμα για την εποχή, καθώς διοχέτευε τα νερά του ποταμού Σηκουάνα στους κήπους των Βερσαλλιών. Μπροστά από το Μεγάλο Κανάλι ξεχωρίζει το συντριβάνι του Απόλλωνα, το πιο μεγαλοπρεπές από όλα τα συντριβάνια των Βερσαλλιών.
Εκείνο το πρωί αποφάσισα να χαθώ στα πάρκα που απλωνόντουσαν γύρω από τους κήπους και το Μεγάλο Κανάλι. Ο χώρος δεν είχε γεμίσει ακόμα επισκέπτες, οπότε ήταν ιδανικός για πρωινές μοναχικές βόλτες στις οποίες κάθε τόσο συναντούσα κάποιους από τους εργαζομένους του μνημείου που καθάριζαν το δάσος. Η πρόσχαρη όψη τους που διέκρινα στα πρόσωπά τους φανέρωνε την τύχη που είχαν να δουλεύουν στην ύπαιθρο αλλά να βρίσκονται συνάμα κοντά και σε μια από τις ομορφότερες πρωτεύουσες του κόσμου.
Τελικά οι περιπλανήσεις μου στους κήπους των Βερσαλλιών ήταν απλώς μια μικρή ανάπαυλα στις παριζιάνικες περιπλανήσεις μου. Προτιμούσα να επιστρέψω στην γαλλική πρωτεύουσα καθώς ήθελα να θυμηθώ τις παλιές μου βόλτες εκεί για να επισκεφθώ ξανά τα αγαπημένα μου σημεία αλλά και να ανακαλύψω μέρη της πόλης που δεν είχα προλάβει την προηγούμενη φορά. Εξάλλου δεν είναι λίγα τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ των δυο μου επισκέψεων στο Παρίσι.
Η επιθυμία μου να χαθώ στην γαλλική πρωτεύουσα με 'καναν να γυρίσω πίσω προς στο σταθμό, περνώντας για μια ακόμη φορά έξω από το παλάτι. Αυτή τη φορά η ουρά ήταν ατελείωτη οπότε ακόμη κι αν είχα διάθεση να μπω μες στο ανάκτορο θα το απέφευγα καθώς θα τρωγα όλη τη μέρα μου εκεί περιμένοντας. Παρόλα αυτά κοντοστάθηκα στο μπροστινό προαύλιο χώρο του παλατιού κι έριξα μια ακόμη ματιά στην εκλεπτυσμένη διακόσμησή του κι αμέσως αναλογίστηκα την ιστορία του που από καταφύγιο κυνηγιού μετατράπηκε σε ένα από τα λαμπρότερα ανάκτορα της Ευρώπης.
Οι πρώτες εργασίες διαπλάτυνσης του άρχισαν το 1661 ενώ μέχρι το 1685 είχε τελειώσει το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών με τη σημερινή του μορφή να σχηματίζεται στα τέλη του 18ου αι. Κατά την διάρκεια της οικοδόμησής του εργάστηκαν πάνω από 20.000 εργάτες αλλά όταν τελείωσαν οι εξωτερικές εργασίες, ο αριθμός των απασχολούμενων διατηρήθηκε υψηλός καθώς πραγματοποιούνταν συνεχώς εσωτερικές αλλαγές, κυρίως στον 18ο αιώνα, όπως αλλαγές δωματίων και διακόσμησης.
Μετά την Γαλλική Επανάσταση το βασιλικό καθεστώς ανατράπηκε κι οι Βερσαλλίες έπαψαν να είναι βασιλική κατοικία και πρωτεύουσα της Γαλλίας, μ' αποτέλεσμα το παλάτι μόλις και μετά βίας να συντηρείται. Η ιστορία του όμως δεν έληξε τότε καθώς το 1871 εκεί ανακηρύχτηκε η Δεύτερη Γερμανική Αυτοκρατορία, ενώ το 1919 υπογράφηκε η συνθήκη με την οποία τελείωσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Στις μέρες μας, το ανάκτορο των Βερσαλλίων  έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco και δέχεται εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο. Είναι βέβαιο πως πολλοί ενθουσιάζονται με τις χρυσές του διακοσμήσεις, τις εντυπωσιακές του αίθουσες και τους θεόρατους κήπους αλλά εμένα τίποτα απ' όλα αυτά δε με άγγιξε. Το μόνο που θα κρατήσω από κει είναι οι υπέροχοι πρωινοί περίπατοι μες στη μοναχική γαλήνη των θεόρατων κήπων. 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Μια Κρυφή Ζωή


Ανακάλυψα τον μαγικό κινηματογραφικό κόσμο του Τέρενς Μάλικ τελείως τυχαία όταν πριν δυο δεκαετίες πήγα να δω το αντιπολεμικό αριστούργημα "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή". Έκτοτε έγινα θαυμαστής της ματιάς του, της ευαισθησίας του αλλά της λυρικής περιγραφής που πετυχαίνει να την διαιωνίζει μέσα από τη σιωπή και τα βλέμματα των πρωταγωνιστών. 
Γι' αυτό το λόγο δεν με πτόησαν οι μέτριες κριτικές που διάβασα σε εγχώρια κινηματογραφόφιλα site κι έτρεξα αμέσως σε μια από τις λιγοστές σκοτεινές αίθουσες που φιλοξενούν την ταινία για να την απολαύσω. Κι η αλήθεια είναι πως παρά τις τρεις ώρες προβολής, βγήκα στο δρόμο συγκλονισμένος από τα πανέμορφα πλάνα της ορεινής αυστριακής φύσης, συγκινημένος από την τραγική ιστορία των δύο προσώπων και συνταραγμένος με το φινάλε που μου επιφύλασσε η ταινία. 
Η ιστορία μας πηγαίνει στην Αυστρία την εποχή που είχε προσαρτηθεί στη ναζιστική Γερμανία και μας παρουσιάζει τη γαλήνια ζωή ενός αγρότη που διαλύεται όταν εκείνος αρνείται για ιδεολογικούς λόγους να καταταγεί στον ναζιστικό στρατό. Ο κοινωνικός απομονωτισμός κι ο εκφοβισμός που βιώνει καθημερινά η οικογένειά του, θα τον αναγκάσουν τελικά να υποκύψει. Όμως ο εφιάλτης δε θα σταματήσει εκεί. Αρνούμενος να πει τον χιτλερικό όρκο, θα οδηγηθεί σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Την ίδια στιγμή η γυναίκα του συνεχίζει να ζει την κόλαση που της επιφυλάσσει η κλειστή κοινωνία του χωριού. Όμως δεν το βάζουν κάτω. Με την αλληλογραφία, δίνουν κουράγιο ο ένας στον άλλον για να μπορέσουν να ανεβούν μοναχικά αλλά και μαζί ταυτόχρονα τον γολγοθά που τους επιφύλαξε η μοίρα. Κι αυτόν τον δύσκολο δρόμο θα καταφέρουν να τον διαβούν μαζί ως το τέλος.


Ειλικρινά δε ξέρω από που να ξεκινήσω περιγράφοντας την νέα αριστουργηματική ταινία του Τέρενς Μάλικ. Πρώτα απ' όλα τα εξωπραγματικά τοπία που προσφέρει η αυστριακή φύση φαίνονται τόσο ονειρικά μέσα από την κινηματογραφική του ματιά ενώ τα μυσταγωγικά μουσικά κομμάτια μας οδηγούν σε μία πρωτόγνωρη νιρβάνα καθώς το απέραντο πράσινο της βουνίσιας φύσης δένει τόσο όμορφα με την ανάλαφρη πτώση των νερών στους καταρράκτες και της κελαρυστής του ροή στα χωράφια των αγροτών. Και κάθε τόσο τα παιχνιδίσματα του φωτός χορεύουν αρμονικά με τα σιωπηλά βλέμματα των προσώπων. Με αυτό το τόσο θεσπέσιο ντελίριο περιγράφεται η ειδυλλιακή ζωή του αγρότη Φραντς Γιαγκερστάτερ και της οικογένειάς του. 
Οι διάλογοι είναι λιτοί και σχεδόν απουσιάζουν. Κι όμως η κινηματογραφική αίθουσα γεμίζει με συναισθήματα και προβληματισμούς καθώς οι σκέψεις των προσώπων δίνονται μέσα από εσωτερικούς μονολόγους και σωματικές κινήσεις. Όπως το κουδούνισμα του ταχυδρόμου που πάντα προκαλεί αγωνία στα πρόσωπα των ηθοποιών καθώς φοβούνται το χαρτί της επιστράτευσης. Ή επίσης μ το βλέμμα του Φραντς που ακούγοντας βουβός το ναζιστικό οχετό του δημάρχου δείχνει ξεκάθαρα την αποστροφή του απέναντι σ' αυτήν την ιδεολογία. "Έπεσαν οι μάσκες" σκέφτεται κι αμέσως σηκώνεται για να φύγει αφήνοντας το γεμάτο ποτήρι της μπύρας του στο τραπέζι. Ο διάλογος των δυο πρωταγωνιστικών προσώπων περιορίζεται στην αλληλογραφία όταν οι εξελίξεις τους χωρίζουν. Ακόμα κι εκεί, παρά τα λίγα λόγια που ακούγονται, η ουσία και το νόημα της αντιφασιστικής κι άκρως επαναστατικής ταινίας ξεπηδούν σαν χείμαρρος από την οθόνη και σε παρασέρνουν σε πελάγη ουμανιστικά κι ηθικά. 
Στο πρώτο μέρος της ταινίας, δένεσαι με το ζευγάρι. Τους απολαμβάνεις, τους χαίρεσαι και τους συμπαθείς. Στη συνέχεια όμως αρχίζεις να προβληματίζεσαι μαζί τους για το αν πρέπει να ακολουθήσουν τις εντολές του "αρχηγού" στο να πάνε να σφάξουν άλλους λαούς. Ο πρωταγωνιστής επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της άρνησης κι αμέσως ξεκινάει ένα διάλογο με τους θεατές. Πως μπορεί να αποδείξει πως είναι ηθική η στάση του όταν η υπόλοιπη κοινωνία τον κατηγορεί πως οι υπόλοιποι άνδρες του χωριού πήγαν στο πόλεμο για το καλό της πατρίδας ενώ εκείνος όχι. Συμπάσχεις με το αδιέξοδό του και φτάνεις στο σημείο να λυγίζεις κι εσύ ως θεατής απέναντι στη κοινή πίεση που του ασκείται να παρουσιαστεί στο στρατό. Κι όταν τελικά υποκύπτει, αρχίζει ένα ατέρμονο άγχος καθώς ο πρωταγωνιστής έρχεται κατά μέτωπο με τον εχθρό του, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον φασισμό. 


Στην ταινία μέσα εμφανίζονται με εύστοχη μαεστρία όλοι οι παράγοντες της εδραίωσης του φασισμού σε έναν τόπο. Πρώτα απ' όλα η ίδια η κοινωνία και συγκεκριμένα τα λαμόγια της που γίνονται κοινωνοί των σκοταδιστικών απόψεων, τις οποίες τις ακολουθούν σιγά σιγά κι οι υπόλοιποι. Όποιος παρεκκλίνει από την κοινή ιδεολογία γίνεται μεμιάς δακτυλοδεικτούμενος κι η ζωή του μπαίνει στο περιθώριο μέχρι να εξοντωθεί αργά και βασανιστικά. Οπότε οι περισσότεροι ακολουθούν τις εντολές των ανωτέρων τους περισσότερο από φόβο παρά από πίστη. Έπειτα η εκκλησία είναι ένας ακόμη κοινωνός των φασιστικών ιδεών. Όταν ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να βρει προστασία ή έστω μια λύση από τους κληρικούς, θα συνειδητοποιήσει πως κι εκείνοι δεν είναι τίποτα παραπάνω από πιόνια του σκοταδισμού. 
Στο πρόσωπο του Φραντς Γιαγκερστάτερ αναγνωρίζουμε την όψη ενός σύγχρονου Ιησού που επιθυμεί να πιστεύει σε μία οικουμενική ειρήνη μ' αποτέλεσμα να σταυρώνεται παίρνοντας μαζί του τα κρίματα όλων των Γερμανών ναζί. Δεν είναι τυχαίο που ο συγκεκριμένος Αυστριακός αγρότης έχει αναγνωριστεί σήμερα από την καθολική εκκλησία ως αναγορευμένος μάρτυρας, μία πράξη με την οποία η εκκλησία προσπαθεί να ξεπλύνει τα αιματοβαμμένα της χέρια. 
Για να πετύχει ο Τέρενς Μάλικ την αγιοποίηση του συγκεκριμένου προσώπου επέλεξε για τον ρόλο αυτό τον Όγκαστ Ντιλ, ο οποίος γεμίζει τα πλάνα με τη στιβαρότητά του που μαρτυρά την ακλόνητη πίστη του στο "αγαπάτε αλλήλους" αλλά και με μία σοβαρότητα αποδεικνύοντας πως είναι προετοιμασμένος να υποστεί κάθε συνέπεια των αποφάσεών του. Όσο όμως εκείνος υποφέρει στα βασανιστήρια των φυλακών, η γυναίκα του που ζει μια άλλη κόλαση στο χωριό ακούει μια παρηγορητική συμβουλή πως "ο καθένας πρέπει να υποφέρει την αδικία κι όχι να την προκαλεί". Κι εκεί είναι που βλέπουμε τον πρωταγωνιστή να παίζει με τη φωτιά και να στρέφει όλο το μίσος των δεσμοφυλάκων πάνω του, κάνοντας σε ως θεατής να αναρωτηθείς αν τελικά αξίζει η στάση του αυτή. Μία στάση για την οποία όμως δεν μπορούμε να έχουμε άποψη από τη στιγμή που δεν την έχουμε βιώσει. 
Η απάντηση του αδιεξόδου δίνεται με δύο πολύ δυνατές φράσεις που ακούγονται στη συνέχεια από τους δυο πρωταγωνιστές. Από τη μια η σύζυγος του Φραντς την ώρα που προσεύχεται λέει γεμάτη αγανάκτηση "θεέ μου δεν κάνεις τίποτα", μια φράση που δεν είναι μοιρολατρική όσο δείχνει αλλά ξεκάθαρα ισοπεδωτική απέναντι στην αγνή πίστη αυτών των ανθρώπων. Η άλλη φράση ακούγεται από τα λόγια του Φραντς, ο οποίος σχεδόν σαρκαστικά απέναντι στην εκκλησία δηλώνει πως η θρησκεία αυτή κουβαλάει είκοσι αιώνες αποτυχίας χωρίς να χει δημιουργήσει έναν τέλειο άγιο. Ίσως ο ίδιος να είναι η τελειοποίηση ενός άγιου προτύπου χωρίς ο ίδιος να μπορεί να το αντιληφθεί. Γι' αυτό κι οι πράξεις του μες στη φυλακή γίνονται αβίαστα κι αυθόρμητα χωρίς να αναλογίζεται τις συνέπειές τους. "Όσο μένεις αλυσοδεμένος τρελαίνεσαι" προλαβαίνει να πει με έναν συγκρατούμενό του κι αμέσως καταλαβαίνει πως με την πράξη του αυτή έβαλε την υπογραφή στην θανατική του καταδίκη.



Κι από τα ονειρικά πλάνα της αρχής που χάνονται όταν αρχίζει ο βασανιστικός εκφοβισμός των δυο προσώπων, οδεύουμε αφοπλισμένοι και μουδιασμένοι στο συγκλονιστικό φινάλε. Η τελευταία συνάντηση του Φραντς με τη σύζυγό του πραγματοποιείται σε ένα ψυχρό δωμάτιο όπου τους χωρίζει ένα τραπέζι και λίγοι δεσμοφύλακες που δεν τους αφήνουν να αγκαλιαστούν. Η συνταρακτική στιγμή συνοδεύεται με τις ουράνιες συγκλονιστικές φωνές του "Agnus Dei". Ένα άδειο τραπέζι χωρίζει δύο κόσμους που κάποτε ήταν ένας. Τα βλέμματά τους λένε την αλήθεια οπότε τα λόγια δε χρειάζονται παρά μόνο για να επιβεβαιώσουν αυτό που καταλαβαίνουν σιωπηλά, ότι το τέλος είναι κοντά. Αντί όμως να παραδοθούν, ισοπεδώνουν με θάρρος τον θάνατο. "Όποια κι αν είναι η απόφασή σου, εγώ θα σ' αγαπώ" του λέει η γυναίκα του κι αμέσως ο θάνατος νικιέται κατά κράτος.
Ακολουθεί η δεύτερη νίκη κατά τη διάρκεια της δίκης, όπου ο εκπληκτικός Μπρούνο Γκαντζ υποδυόμενος τον δικαστή, ξεσπάει πάνω στον ήρωα κι αναρωτιέται για ποιο λόγο επιμένει να υπηρετεί μία ιδέα που τον οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο. Προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη λέγοντάς του πως με τον θάνατο δε θα πετύχει τίποτα καθώς κανείς δε θα τον θυμάται και πως η θυσία του αυτή θα πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων. Αν και τον καταδικάζει σε θάνατο, πηγαίνει μετά το πέρας της δίκης και κάθεται στη θέση του κατηγορουμένου προσπαθώντας να μπει για λίγο στη θέση του. Η επίμονη πίστη του κατηγορουμένου φέρνει την αμφιβολία στην εξουσία, κάτι που είναι ένα σημάδι της επερχόμενης ήττα της.
Τα τελευταία λεπτά της ζωής του Φραντς είναι σπαρακτικά. Βουβά περιμένει το τέλος του ακούγοντας κάθε τόσο τη γκιλοτίνα να πέφτει ορμητικά στον κλειστό χώρο των εκτελέσεων. Προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμος παρατηρεί για τελευταία φορά το φως της μέρας, τον ουρανό, το γρασίδι κι ότι άλλο υπάρχει γύρω του, δίνοντας αξία σε ότι εμείς καταφρονούμε στην καθημερινότητά μας. Όταν τον πιάνουν από τις μασχάλες και τον τραβάνε μέσα αρχίζει ένας αξιοπρεπής πανικός. Με δυσκολία συγκρατεί το τρέμουλο των χεριών του αλλά δεν επιτρέπει στον εαυτό του να δώσει τη χαρά της υποταγής στον εχθρό του. Ο ήχος της γκιλοτίνας εξακολουθεί να παίζει άσχημα παιχνίδια με τον φόβο του. Όμως εκείνος θα φύγει σιωπηλός κι αξιοπρεπής, δίνοντας με το θάνατό του ένα γερό χαστούκι στον φασισμό. Οι πένθυμες καμπάνες που ακολουθούν απλώνουν το πένθος πάνω από τις γαλήνιες αυστριακές Άλπεις αλλά συνάμα ρίχνουν και το ανάθεμα σε όσους οδήγησαν τον Φράντς στο θάνατο.
Η νέα ταινία του Τέρενς Μάλικ είναι ένας φόρος τιμής στους άγνωστους ήρωες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σ' αυτούς που λησμονήθηκαν αμέσως μετά το θάνατό τους αλλά ευτυχώς κάποια ντοκούμεντα κατάφεραν να τους σώσουν από την λήθη. Άραγε πόσοι χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου; Παράλληλα είναι ένα λυρικό αντιφασιστικό αριστούργημα. Ένα από τα σπάνιας ομορφιάς κινηματογραφικά ποιήματα που έχω απολαύσει τα τελευταία χρόνια και σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες για φέτος.

Βαθμολογία: 9/10