Ανακάλυψα τον μαγικό κινηματογραφικό κόσμο του Τέρενς Μάλικ τελείως τυχαία όταν πριν δυο δεκαετίες πήγα να δω το αντιπολεμικό αριστούργημα "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή". Έκτοτε έγινα θαυμαστής της ματιάς του, της ευαισθησίας του αλλά της λυρικής περιγραφής που πετυχαίνει να την διαιωνίζει μέσα από τη σιωπή και τα βλέμματα των πρωταγωνιστών.
Γι' αυτό το λόγο δεν με πτόησαν οι μέτριες κριτικές που διάβασα σε εγχώρια κινηματογραφόφιλα site κι έτρεξα αμέσως σε μια από τις λιγοστές σκοτεινές αίθουσες που φιλοξενούν την ταινία για να την απολαύσω. Κι η αλήθεια είναι πως παρά τις τρεις ώρες προβολής, βγήκα στο δρόμο συγκλονισμένος από τα πανέμορφα πλάνα της ορεινής αυστριακής φύσης, συγκινημένος από την τραγική ιστορία των δύο προσώπων και συνταραγμένος με το φινάλε που μου επιφύλασσε η ταινία.
Η ιστορία μας πηγαίνει στην Αυστρία την εποχή που είχε προσαρτηθεί στη ναζιστική Γερμανία και μας παρουσιάζει τη γαλήνια ζωή ενός αγρότη που διαλύεται όταν εκείνος αρνείται για ιδεολογικούς λόγους να καταταγεί στον ναζιστικό στρατό. Ο κοινωνικός απομονωτισμός κι ο εκφοβισμός που βιώνει καθημερινά η οικογένειά του, θα τον αναγκάσουν τελικά να υποκύψει. Όμως ο εφιάλτης δε θα σταματήσει εκεί. Αρνούμενος να πει τον χιτλερικό όρκο, θα οδηγηθεί σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Την ίδια στιγμή η γυναίκα του συνεχίζει να ζει την κόλαση που της επιφυλάσσει η κλειστή κοινωνία του χωριού. Όμως δεν το βάζουν κάτω. Με την αλληλογραφία, δίνουν κουράγιο ο ένας στον άλλον για να μπορέσουν να ανεβούν μοναχικά αλλά και μαζί ταυτόχρονα τον γολγοθά που τους επιφύλαξε η μοίρα. Κι αυτόν τον δύσκολο δρόμο θα καταφέρουν να τον διαβούν μαζί ως το τέλος.
Ειλικρινά δε ξέρω από που να ξεκινήσω περιγράφοντας την νέα αριστουργηματική ταινία του Τέρενς Μάλικ. Πρώτα απ' όλα τα εξωπραγματικά τοπία που προσφέρει η αυστριακή φύση φαίνονται τόσο ονειρικά μέσα από την κινηματογραφική του ματιά ενώ τα μυσταγωγικά μουσικά κομμάτια μας οδηγούν σε μία πρωτόγνωρη νιρβάνα καθώς το απέραντο πράσινο της βουνίσιας φύσης δένει τόσο όμορφα με την ανάλαφρη πτώση των νερών στους καταρράκτες και της κελαρυστής του ροή στα χωράφια των αγροτών. Και κάθε τόσο τα παιχνιδίσματα του φωτός χορεύουν αρμονικά με τα σιωπηλά βλέμματα των προσώπων. Με αυτό το τόσο θεσπέσιο ντελίριο περιγράφεται η ειδυλλιακή ζωή του αγρότη Φραντς Γιαγκερστάτερ και της οικογένειάς του.
Οι διάλογοι είναι λιτοί και σχεδόν απουσιάζουν. Κι όμως η κινηματογραφική αίθουσα γεμίζει με συναισθήματα και προβληματισμούς καθώς οι σκέψεις των προσώπων δίνονται μέσα από εσωτερικούς μονολόγους και σωματικές κινήσεις. Όπως το κουδούνισμα του ταχυδρόμου που πάντα προκαλεί αγωνία στα πρόσωπα των ηθοποιών καθώς φοβούνται το χαρτί της επιστράτευσης. Ή επίσης μ το βλέμμα του Φραντς που ακούγοντας βουβός το ναζιστικό οχετό του δημάρχου δείχνει ξεκάθαρα την αποστροφή του απέναντι σ' αυτήν την ιδεολογία. "Έπεσαν οι μάσκες" σκέφτεται κι αμέσως σηκώνεται για να φύγει αφήνοντας το γεμάτο ποτήρι της μπύρας του στο τραπέζι. Ο διάλογος των δυο πρωταγωνιστικών προσώπων περιορίζεται στην αλληλογραφία όταν οι εξελίξεις τους χωρίζουν. Ακόμα κι εκεί, παρά τα λίγα λόγια που ακούγονται, η ουσία και το νόημα της αντιφασιστικής κι άκρως επαναστατικής ταινίας ξεπηδούν σαν χείμαρρος από την οθόνη και σε παρασέρνουν σε πελάγη ουμανιστικά κι ηθικά.
Στο πρώτο μέρος της ταινίας, δένεσαι με το ζευγάρι. Τους απολαμβάνεις, τους χαίρεσαι και τους συμπαθείς. Στη συνέχεια όμως αρχίζεις να προβληματίζεσαι μαζί τους για το αν πρέπει να ακολουθήσουν τις εντολές του "αρχηγού" στο να πάνε να σφάξουν άλλους λαούς. Ο πρωταγωνιστής επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της άρνησης κι αμέσως ξεκινάει ένα διάλογο με τους θεατές. Πως μπορεί να αποδείξει πως είναι ηθική η στάση του όταν η υπόλοιπη κοινωνία τον κατηγορεί πως οι υπόλοιποι άνδρες του χωριού πήγαν στο πόλεμο για το καλό της πατρίδας ενώ εκείνος όχι. Συμπάσχεις με το αδιέξοδό του και φτάνεις στο σημείο να λυγίζεις κι εσύ ως θεατής απέναντι στη κοινή πίεση που του ασκείται να παρουσιαστεί στο στρατό. Κι όταν τελικά υποκύπτει, αρχίζει ένα ατέρμονο άγχος καθώς ο πρωταγωνιστής έρχεται κατά μέτωπο με τον εχθρό του, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον φασισμό.
Στην ταινία μέσα εμφανίζονται με εύστοχη μαεστρία όλοι οι παράγοντες της εδραίωσης του φασισμού σε έναν τόπο. Πρώτα απ' όλα η ίδια η κοινωνία και συγκεκριμένα τα λαμόγια της που γίνονται κοινωνοί των σκοταδιστικών απόψεων, τις οποίες τις ακολουθούν σιγά σιγά κι οι υπόλοιποι. Όποιος παρεκκλίνει από την κοινή ιδεολογία γίνεται μεμιάς δακτυλοδεικτούμενος κι η ζωή του μπαίνει στο περιθώριο μέχρι να εξοντωθεί αργά και βασανιστικά. Οπότε οι περισσότεροι ακολουθούν τις εντολές των ανωτέρων τους περισσότερο από φόβο παρά από πίστη. Έπειτα η εκκλησία είναι ένας ακόμη κοινωνός των φασιστικών ιδεών. Όταν ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να βρει προστασία ή έστω μια λύση από τους κληρικούς, θα συνειδητοποιήσει πως κι εκείνοι δεν είναι τίποτα παραπάνω από πιόνια του σκοταδισμού.
Στο πρόσωπο του Φραντς Γιαγκερστάτερ αναγνωρίζουμε την όψη ενός σύγχρονου Ιησού που επιθυμεί να πιστεύει σε μία οικουμενική ειρήνη μ' αποτέλεσμα να σταυρώνεται παίρνοντας μαζί του τα κρίματα όλων των Γερμανών ναζί. Δεν είναι τυχαίο που ο συγκεκριμένος Αυστριακός αγρότης έχει αναγνωριστεί σήμερα από την καθολική εκκλησία ως αναγορευμένος μάρτυρας, μία πράξη με την οποία η εκκλησία προσπαθεί να ξεπλύνει τα αιματοβαμμένα της χέρια.
Για να πετύχει ο Τέρενς Μάλικ την αγιοποίηση του συγκεκριμένου προσώπου επέλεξε για τον ρόλο αυτό τον Όγκαστ Ντιλ, ο οποίος γεμίζει τα πλάνα με τη στιβαρότητά του που μαρτυρά την ακλόνητη πίστη του στο "αγαπάτε αλλήλους" αλλά και με μία σοβαρότητα αποδεικνύοντας πως είναι προετοιμασμένος να υποστεί κάθε συνέπεια των αποφάσεών του. Όσο όμως εκείνος υποφέρει στα βασανιστήρια των φυλακών, η γυναίκα του που ζει μια άλλη κόλαση στο χωριό ακούει μια παρηγορητική συμβουλή πως "ο καθένας πρέπει να υποφέρει την αδικία κι όχι να την προκαλεί". Κι εκεί είναι που βλέπουμε τον πρωταγωνιστή να παίζει με τη φωτιά και να στρέφει όλο το μίσος των δεσμοφυλάκων πάνω του, κάνοντας σε ως θεατής να αναρωτηθείς αν τελικά αξίζει η στάση του αυτή. Μία στάση για την οποία όμως δεν μπορούμε να έχουμε άποψη από τη στιγμή που δεν την έχουμε βιώσει.
Η απάντηση του αδιεξόδου δίνεται με δύο πολύ δυνατές φράσεις που ακούγονται στη συνέχεια από τους δυο πρωταγωνιστές. Από τη μια η σύζυγος του Φραντς την ώρα που προσεύχεται λέει γεμάτη αγανάκτηση "θεέ μου δεν κάνεις τίποτα", μια φράση που δεν είναι μοιρολατρική όσο δείχνει αλλά ξεκάθαρα ισοπεδωτική απέναντι στην αγνή πίστη αυτών των ανθρώπων. Η άλλη φράση ακούγεται από τα λόγια του Φραντς, ο οποίος σχεδόν σαρκαστικά απέναντι στην εκκλησία δηλώνει πως η θρησκεία αυτή κουβαλάει είκοσι αιώνες αποτυχίας χωρίς να χει δημιουργήσει έναν τέλειο άγιο. Ίσως ο ίδιος να είναι η τελειοποίηση ενός άγιου προτύπου χωρίς ο ίδιος να μπορεί να το αντιληφθεί. Γι' αυτό κι οι πράξεις του μες στη φυλακή γίνονται αβίαστα κι αυθόρμητα χωρίς να αναλογίζεται τις συνέπειές τους. "Όσο μένεις αλυσοδεμένος τρελαίνεσαι" προλαβαίνει να πει με έναν συγκρατούμενό του κι αμέσως καταλαβαίνει πως με την πράξη του αυτή έβαλε την υπογραφή στην θανατική του καταδίκη.
Κι από τα ονειρικά πλάνα της αρχής που χάνονται όταν αρχίζει ο βασανιστικός εκφοβισμός των δυο προσώπων, οδεύουμε αφοπλισμένοι και μουδιασμένοι στο συγκλονιστικό φινάλε. Η τελευταία συνάντηση του Φραντς με τη σύζυγό του πραγματοποιείται σε ένα ψυχρό δωμάτιο όπου τους χωρίζει ένα τραπέζι και λίγοι δεσμοφύλακες που δεν τους αφήνουν να αγκαλιαστούν. Η συνταρακτική στιγμή συνοδεύεται με τις ουράνιες συγκλονιστικές φωνές του "
Agnus Dei". Ένα άδειο τραπέζι χωρίζει δύο κόσμους που κάποτε ήταν ένας. Τα βλέμματά τους λένε την αλήθεια οπότε τα λόγια δε χρειάζονται παρά μόνο για να επιβεβαιώσουν αυτό που καταλαβαίνουν σιωπηλά, ότι το τέλος είναι κοντά. Αντί όμως να παραδοθούν, ισοπεδώνουν με θάρρος τον θάνατο. "Όποια κι αν είναι η απόφασή σου, εγώ θα σ' αγαπώ" του λέει η γυναίκα του κι αμέσως ο θάνατος νικιέται κατά κράτος.
Ακολουθεί η δεύτερη νίκη κατά τη διάρκεια της δίκης, όπου ο εκπληκτικός Μπρούνο Γκαντζ υποδυόμενος τον δικαστή, ξεσπάει πάνω στον ήρωα κι αναρωτιέται για ποιο λόγο επιμένει να υπηρετεί μία ιδέα που τον οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο. Προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη λέγοντάς του πως με τον θάνατο δε θα πετύχει τίποτα καθώς κανείς δε θα τον θυμάται και πως η θυσία του αυτή θα πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων. Αν και τον καταδικάζει σε θάνατο, πηγαίνει μετά το πέρας της δίκης και κάθεται στη θέση του κατηγορουμένου προσπαθώντας να μπει για λίγο στη θέση του. Η επίμονη πίστη του κατηγορουμένου φέρνει την αμφιβολία στην εξουσία, κάτι που είναι ένα σημάδι της επερχόμενης ήττα της.
Τα τελευταία λεπτά της ζωής του Φραντς είναι σπαρακτικά. Βουβά περιμένει το τέλος του ακούγοντας κάθε τόσο τη γκιλοτίνα να πέφτει ορμητικά στον κλειστό χώρο των εκτελέσεων. Προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμος παρατηρεί για τελευταία φορά το φως της μέρας, τον ουρανό, το γρασίδι κι ότι άλλο υπάρχει γύρω του, δίνοντας αξία σε ότι εμείς καταφρονούμε στην καθημερινότητά μας. Όταν τον πιάνουν από τις μασχάλες και τον τραβάνε μέσα αρχίζει ένας αξιοπρεπής πανικός. Με δυσκολία συγκρατεί το τρέμουλο των χεριών του αλλά δεν επιτρέπει στον εαυτό του να δώσει τη χαρά της υποταγής στον εχθρό του. Ο ήχος της γκιλοτίνας εξακολουθεί να παίζει άσχημα παιχνίδια με τον φόβο του. Όμως εκείνος θα φύγει σιωπηλός κι αξιοπρεπής, δίνοντας με το θάνατό του ένα γερό χαστούκι στον φασισμό. Οι πένθυμες καμπάνες που ακολουθούν απλώνουν το πένθος πάνω από τις γαλήνιες αυστριακές Άλπεις αλλά συνάμα ρίχνουν και το ανάθεμα σε όσους οδήγησαν τον Φράντς στο θάνατο.
Η νέα ταινία του Τέρενς Μάλικ είναι ένας φόρος τιμής στους άγνωστους ήρωες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σ' αυτούς που λησμονήθηκαν αμέσως μετά το θάνατό τους αλλά ευτυχώς κάποια ντοκούμεντα κατάφεραν να τους σώσουν από την λήθη. Άραγε πόσοι χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου; Παράλληλα είναι ένα λυρικό αντιφασιστικό αριστούργημα. Ένα από τα σπάνιας ομορφιάς κινηματογραφικά ποιήματα που έχω απολαύσει τα τελευταία χρόνια και σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες για φέτος.
Βαθμολογία: 9/10