Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Σπλιτ, η αυτοκρατορική αυλή της Δαλματίας


Επισκέφθηκα το Σπλιτ για πρώτη φορά την άνοιξη του 2016, καθώς υπήρξε ενδιάμεσος σταθμός του οδοιπορικού που είχα οργανώσει με δυο φίλους στα Δυτικά Βαλκάνια. Η αναμονή μας στην πόλη είχε οριστεί για λίγες ώρες διότι δεν γνωρίζαμε τίποτα για τα ιστορικά της μνημεία και την μοναδική της ομορφιά. Όμως οι ολιγόωρες περιπλανήσεις μας στα αρχαία της σοκάκια, μου αρκούσαν για να δώσω μια υπόσχεση στον εαυτό μου, ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα την επισκεφθώ ξανά και θα της αφιερώσω το χρόνο που της αναλογεί, για να μπορέσω να την ανακαλύψω περαιτέρω και να θαυμάσω με την ανάλογη άνεση χρόνου τους πανέμορφους θησαυρούς της. Η υπόσχεση πραγματοποιήθηκε μετά από οκτώ χρόνια, ικανοποιώντας στο έπακρον τις προσδοκίες που τόσα χρόνια είχα αποκτήσει για την πιο γοητευτική πόλη της Κροατίας. 
Η ομορφιά των Δαλματικών ακτών κατάφερε να μας μαγέψει προτού προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο του Σπλιτ. Από το Ντουμπρόβνικ και μετά, το αεροπλάνο είχε αρχίσει να χαμηλώνει, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε πιο καθαρά τις νησιωτικές ακτογραμμές του Χβαρ, του Μπρατς και του Βις με τα γαλαζοπράσινα νερά τους προτού μπούμε στον κόλπο του Σπλιτ, περνώντας ακριβώς πάνω από το πάρκο Marjan. 
Από το αεροδρόμιο πήραμε το λεωφορείο που μας μετέφερε με μεγάλη ταλαιπωρία καθώς δε λειτουργούσε το air codition, στην προβλήτα του λιμανιού. Από εκείνη τη θορυβώδη γωνιά της πόλης, αντίκρισα ξανά το πανέμορφο γοτθικό καμπαναριό του παλαιότερου καθεδρικού της Ευρώπης και τα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά τμήματα του αυτοκρατορικού παλατιού που είχαν χτιστεί την εποχή του Διοκλητιανού. Η ύπαρξη του συγκεκριμένου μνημείου προσφέρει μια πολεοδομική μοναδικότητα  στο Σπλιτ καθώς συνδυάζει παγκοσμίως το σύμπλεγμα πόλης-ανακτόρου, το οποίο κατοικείται συνεχώς εδώ και δεκαεπτά αιώνες. Γι' αυτό το λόγο, η πόλη προστέθηκε το 1979 στον κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, ως ένα μνημείο που χαρακτηρίζεται ταυτοχρόνως με τα στοιχεία του φρουρίου, του μουσείου και του κατοικημένου οικισμού.
Ωστόσο η ύπαρξη της πόλης ξεκινάει αρκετούς αιώνες πριν την οικοδόμηση του αυτοκρατορικού παλατιού. Οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που αποίκησαν στη συγκεκριμένη περιοχή, σε μια περίοδο που ίδρυαν αρκετές αποικίες στις Δαλματικές ακτές, με κάμποσες απ' αυτές να εξακολουθούν να διατηρούν τα αρχαιοελληνικά του ονόματα. Το όνομα του Σπλιτ στην αρχαιότητα ήταν "Ασπάλαθος", ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια άλλαξε σε "Σπαλάτουμ". 
Κι αν η ύπαρξη της πόλης ξεκινάει από τα αρχαιοελληνικά χρόνια, η επίσημη ιστορία της άρχισε να γράφεται όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός αποφάσισε να χτίσει το ανάκτορό του κοντά στη γενέτειρά του, τα Σαλόνα, επιθυμώντας να περάσει το υπόλοιπο της ζωής στον προσωπικό του επίγειο παράδεισο, μετά από μια επικίνδυνη ασθένεια που τον είχε οδηγήσει στα πρόθυρα του θανάτου. 
Το "Dioklecijanova palača", όπως αποκαλείται το παλάτι του Διοκλητιανού στα κροατικά, καταλαμβάνει τη μισή έκταση της Παλιάς Πόλης. Οι εργασίες για την ανέγερση του ξεκίνησαν το 293 μ.Χ. και ολοκληρώθηκαν το 305 μ.Χ. Παρόλο που έχει μείνει στην ιστορία με τον όρο παλάτι, η αρχιτεκτονική του δομή θυμίζει περισσότερο φρούριο έκτασης 30.000 τετραγωνικών μέτρων, φτιαγμένο από μάρμαρο και ασβεστόλιθο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, οι μισοί χώροι του κτηριακού συμπλέγματος προορίζονταν για τον αυτοκράτορα κι υπόλοιποι για τη στρατιωτική του φρουρά. Παρόλο που το οικοδόμημα προοριζόταν για την "αυτοκρατορική" απομόνωση του Διοκλητιανού, τελικά στάθηκε αφορμή να μετατρέψει το Σπλιτ σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φτάνοντας σε πληθυσμό τους 60.000 κατοίκους. 
Μετά τη πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Σπλιτ πέρασε στα χέρια των Βυζαντινών αλλά παρέμεινε δορυφόρων των τότε οικονομικά ανεπτυγμένων Σαλώνων. Όμως, η στρατηγική θέση της πόλης στάθηκε αφορμή να αντιμετωπίσει πολλούς εισβολείς όπως ήταν οι Οστρογότθοι κι οι Άβαρες και να βιώσει αρκετές καταστροφές. Παράλληλα έγινε κτήμα αρκετών βασιλείων που ακολουθούσαν το ένα μετά το άλλο όπως το Εξαρχάτο της Ραβέννα και κατόπιν της Ζαντάρ, το Βασίλειο της Κροατίας και μετέπειτα της Ουγγαρίας, μέχρι που κατέληξε τμήμα της Δημοκρατίας της Βενετίας, μέχρι την πτώση της το 1797. Έπειτα πέρασε στα χέρια των Αψβούργων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμου καθώς μετά τη λήξη του αποτέλεσε τμήμα του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ενώ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μετατράπηκε σε σημαντικό λιμάνι της Γιουγκοσλαβίας. Εκείνην την περίοδο η πόλη έζησε μια πρωτόγνωρη οικονομική άνθηση πατώντας πάνω στη ναυπηγιακή της βιομηχανία. 
Όμως το βιβλίο της Ιστορίας του Σπλιτ είχε να γεμίσει με λίγες ακόμη γραμμές, λόγω των γεγονότων που σημειώθηκαν στο Γιουγκοσλαβικό πόλεμο. Όταν το 1991 η Κροατία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, το Σπλιτ είχε μια μεγάλη φρουρά του Γιουγκοσλαβικού στρατού (JNA) στρατολογημένη από όλη τη Γιουγκοσλαβία καθώς και το αρχηγείο και τις εγκαταστάσεις του Γιουγκοσλαβικού Πολεμικού Ναυτικού (JRM). Αυτό οδήγησε σε μια έντονη επί μήνες αντιπαράθεση μεταξύ του JNA και της Κροατικής Εθνοφρουράς, με το τραγικότερο συμβάν να σημειώνεται στις 15 Νοεμβρίου του 1991, όταν η φρεγάτα "Σπλιτ" άρχισε να βομβαρδίζει κάποιους στόχους που βρίσκονταν στο κέντρο της παλιάς πόλης, στο αεροδρόμιο και στους ακατοίκητους λόφους πάνω από τους παραθαλάσσιους οικισμούς στα Καστέλι. Οι ζημιές από τους βομβαρδισμούς ήταν ασήμαντες κι οι απώλειες ανθρώπων ελάχιστες, καθώς η "αστοχία" της φρεγάτας οφειλόταν στο πλήρωμα που απαρτιζόταν κυρίως από Κροάτες ναύτες, οι οποίοι δεν ήθελαν να πλήξουν την πόλη και τους συμπολίτες τους. Η ηρωική τους πράξη είχε ως αποτέλεσμα να κρατηθούν στις φυλακές των πλοίων. Μετά τον πόλεμο, ο Γιουγκοσλαβικός στρατός και το Γιουγκοσλαβικό Πολεμικό Ναυτικό υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν όλες τις εγκαταστάσεις τους στο Σπλιτ, μια διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1992. 
Σήμερα, το Σπλιτ ζει μια νέα οικονομική άνθηση καθώς μεταμορφώθηκε από πύλη εισόδου προς τους παραδεισένιους νησιωτικούς προορισμούς της Αδριατικής θάλασσας, σε ένα ξεχωριστό διαμάντι των Δαλματικών ακτών που δυστυχώς κάπου θαμπώθηκε από τα υπερκέρδη του ανεξέλεγκτου τουρισμού, χάνοντας το μέτρο της κατάλληλης προσέλκυσης επισκεπτών και τουριστών. Όμως, παρά τον υπερτουρισμό που κυριαρχεί, το Σπλιτ εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο ιδιάζουσες πόλεις που έχω επισκεφθεί μέχρι σήμερα, καθώς με την πάροδο των χρόνων ο πολεοδομικός της ιστός έχει αγκαλιάσει τα σπουδαία μνημεία, δημιουργώντας ένα μοναδικό πολεοδομικό σύμπλεγμα. Κάθε φορά που περνούσαμε μια από τις τέσσερις πύλες του παλατιού, επιστρέφαμε σε ένα στάσιμο παρελθόν πλούσιο σε ιστορικά μνημεία και παλάτια που κουβαλούσαν μια ποικιλία αρχιτεκτονικών ρυθμών. Όπου κι αν στρέφαμε το βλέμμα μας, συναντούσαμε και μια διαφορετική εποχή. 
Από την μια τα ρωμαϊκά τείχη του παλατιού που εξακολουθούν να προστατεύουν το παλιό μαυσωλείο του αυτοκράτορα Διοκλητιανού που έχει μετατραπεί σε καθεδρικό ναό, το πανύψηλο καμπαναριό που ορθώνεται πάνω από την αυτοκρατορική αυλή, το "Vestibul" με την εκπληκτική του ακουστική, το καλοδιατηρημένο ρωμαϊκό ναό του Δία που έχει μετατραπεί σε βαπτιστήριο και το cardo maximus, το ρωμαϊκό δρόμο που οδηγούσε από τη Χρυσή Πύλη (Porta Aurea) στην καρδιά της πόλης κι από την άλλη τα κομψά μέγαρα που χτίστηκαν την εποχή της Ενετοκρατίας και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Για να γίνω πιο κατατοπιστικός σ' αυτό που εννοώ, θεωρώ πως είναι καλύτερο να τα πάρω με τη σειρά όλα τα παραπάνω που ανέφερα. 
Το πρώτο σημαντικό αξιοθέατο που συναντήσαμε περνώντας από την Ασημένια Πύλη (Silver Gate), είναι το Περιστύλιο, εκεί που κάποτε βρισκόταν η κεντρική πλατεία του παλατιού. Σήμερα θεωρώ πως είναι το ομορφότερο σημείο της πόλης όπου τα ίχνη της ιστορίας δένουν τόσο αρμονικά και σεβάσμια με τους σύγχρονους καθημερινούς ρυθμούς της πόλης. Είναι πρώτη φορά στη ζωή μου που συναντώ ένα ιστορικό μνημείο ανοιχτό και προσβάσιμο στο κοινό όλο το εικοσιτετράωρο. Όμως, δεν είναι η προσβασιμότητα που μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, αλλά η καθαρότητα του χώρου, χωρίς φθορές από γκράφιτι, χαραγμένα ονόματα στις μαρμάρινες επιφάνειες και κάθε λογής αυτοκόλλητα που συναντάμε σε κάθε ελεύθερο χώρο. Αυτό που παρατήρησα όλες τις φορές που βρεθήκαμε στο Περιστύλιο, είναι ένας απίθανος συγκινητικός σεβασμός του πλήθους που συρρέει μέρα νύχτα στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο. Την ημέρα θα συναντήσεις ομάδες επισκεπτών που στέκονται για να θαυμάσουν τα μνημεία που βρίσκονται πέριξ του Περιστυλίου. Με τη δύση του ηλίου και τα πρώτα δροσερά αεράκια της Αδριατικής που διασχίζουν ανακουφιστικά στα στενά σοκάκια της πόλης, συναντούσαμε ξανά τα ίδια πρόσωπα που επέλεγαν να ξαποστάσουν στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της πλατείας, απολαμβάνοντας τη μοναδική ατμόσφαιρα του μνημείου, συνοδεία των ταξιδιάρικων μελωδιών ενός μουσικού, που κάθε βράδυ παίζει με την κιθάρα του γνωστά άσματα προσκαλώντας με αυτόν τον τόσο γλυκό τρόπο, τους περαστικούς σε όμορφους χορούς. Πέρα όμως από τους χορούς και τα τραγούδια, στο Περιστύλιο αξίζει κανείς να θαυμάσει και τις αυθεντικές ρωμαϊκές κολόνες που εξακολουθούν να στέκουν όρθιες σχηματίζοντας κομψές καμάρες πάνω από τα κεφάλια μας. Αυτές που είναι από τη μεριά του καθεδρικού εξακολουθούν να στέκουν ελεύθερες ενώ οι άλλες που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά, είναι εντοιχισμένες στην κομψή κατοικία Grisogono, που άνηκε σε παλιές αριστοκρατικές οικογένειες του Σπλιτ ενώ τώρα στεγάζει ένα πολυτελές ξενοδοχείο. Δίπλα ακριβώς στην κατοικία "Grisogono", βρίσκονται τα παλάτια "Cipci" και "Skočibušić", που ξεχωρίζουν για τη γοτθική κι αναγεννησιακή τους αρχιτεκτονική.
Στο Περιστύλιο βρίσκεται κι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Δομνίου (Sveti Duje), ο οποίος απαρτίζεται από το πρώην αυτοκρατορικό ρωμαϊκό μαυσωλείο του Διοκλητιανού με το μεταγενέστερο ψηλό καμπαναριό του. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Παναγία και το καμπαναριό στον Άγιο Δόμνιο, ο οποίος υπήρξε Επίσκοπος της Σαλόνα τον 3ο αι. και σήμερα θεωρείται προστάτης του Σπλιτ. Ο Άγιος Δόμνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια κι αποκεφαλίστηκε το 304 στη Σαλόνα μαζί με επτά ακόμα χριστιανούς στις μαζικές θρησκευτικές διώξεις του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Η ένταση των διωγμών εκείνης της περιόδου, ανάγκασε τους χριστιανούς να καταφύγουν στα γύρω νησιά. Όταν όμως καταλάγιασε η κατάσταση, επέστρεψαν ξανά στο Σπλιτ, αφαίρεσαν τη σαρκοφάγο του Διοκλητιανού από το μαυσωλείο και τοποθέτησαν μια νέα με τα λείψανα του Αγίου Δόμνιου. Θεωρώ πως κατά κάποιον τρόπο, ο πρώην επίσκοπος της Σαλόνα και νυν προστάτης του Σπλιτ, "πήρε την εκδίκησή" του μετατρέποντας σε χριστιανικό ναό το μαυσωλείο του αυτοκράτορα που είχε δώσει την εντολή να τον εκτελέσουν.
Το καμπαναριό του καθεδρικού ναού χτίστηκε σε γοτθικό ρυθμό τον 14ο αιώνα κι έχει ύψος 65 μέτρα. Φυλάσσεται από δυο μαρμάρινα λιοντάρια και μια πανάρχαια σφίγγα που ηλικιακά είναι μεγαλύτερη από την πόλη του Σπλιτ, καθώς κουβαλάει στη ράχη της τρεις χιλιετηρίδες. Σε σχέση με την τελευταία μου επίσκεψη το 2016, το καμπαναριό έχει αντικαταστήσει τις παλιές του σκάλες που έχασκαν στο κενό με καινούργιες, οι οποίες πέρα του ότι είναι πιο στιβαρές κι ασφαλείς, κάνουν πιο άνετη την ανάβαση στην κορυφή του. Από τα ανοίγματα του καμπαναριού θαυμάσαμε την πόλη από ψηλά και τα νησιά που απλώνονται στον ορίζοντα. Όμως το ύψος είναι μεγάλο, οπότε πέρα από το δέος του μεγέθους, το συγκεκριμένο μνημείο ασκεί και μια αίσθηση φόβου απέναντι στο κενό.
Στο Περιστύλιο βρίσκεται και το διάσημο "Vestibul" (Προθάλαμος), γνωστό ως Ροτόντα ή Αίθριο. Το "Vestibul" κατασκευάστηκε στις αρχές του 4ου αι. και λειτουργούσε ως πρώτο τμήμα του αυτοκρατορικού διαδρόμου του Παλατιού του Διοκλητιανού που οδηγούσε στο Περιστύλιο. Επίσης, ήταν η επίσημη είσοδος στα αυτοκρατορικά διαμερίσματα. Ήταν μια κυκλική αίθουσα ύψους 17 μέτρων και διαμέτρου 12 μέτρων, η οποία σκεπαζόταν από έναν τρούλο. Σήμερα, το "Vestibul" συνδέει το Περιστύλιο με τη μεσαιωνική συνοικία της πόλης, στην οποία μπορεί να θαυμάσει κανείς ένα πρώιμο ρωμανικό σπίτι του 10ου αι. και την εκκλησία του St. Andrija που έχει μετατραπεί σε Εθνογραφικό μουσείο. Το πέρασμα από το "Vestibul" μπορεί να γίνει ακόμη πιο ατμοσφαιρικό, όταν μέσα σ' αυτό συναντήσει κανείς κάποια από τις μουσικές ομάδες "klapa", που ερμηνεύουν δημοφιλή δημοτικά τραγούδια.
Ακριβώς κάτω από το "Vestibul", βρίσκεται το "Podrumi Dioklecijanove Palače", δηλαδή τα κελάρια του ανακτόρου, που μερικές φορές αναφέρονται ως "Podrumi", δηλαδή «υπόγειες αίθουσες». Τα συγκεκριμένα κελάρια αποτελούν ένα σύνολο υποδομών, στο νότιο άκρο του παλατιού κι αντιπροσωπεύουν ένα από τα καλύτερα στον κόσμο διατηρημένα αρχαία συγκροτήματα του είδους τους. Σήμερα, οι υπόγειοι χώροι έχουν μετατραπεί σε εκθεσιακούς χώρους που μπορούν να φιλοξενήσουν θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες ενώ ταυτοχρόνως συνδέουν το Περιστύλιο με την προκυμαία της πόλης. 
Τέλος, κοντά στο Περιστύλιο βρίσκεται κι ο Ναός του Δία (Jupiterov hram), ο οποίος θεωρείται πως είναι ένας από τους πιο καλοδιατηρημένους ρωμαϊκούς ναούς της Ευρώπης. Χτίστηκε μεταξύ 295 και 305 μ.Χ. και μετατράπηκε σε Βαπτιστήριο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου τον 6ο αι., την ίδια δηλαδή περίοδο που κατασκευάστηκε κι η κρύπτη κάτω από τον Καθεδρικό ναό, η οποία είναι αφιερωμένη στον Απόστολο Θωμά. Μπροστά στην είσοδο του ναού βρίσκεται μια από τις δώδεκα σφίγγες που έφερε από την Αίγυπτο ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός. Ακριβώς κάτω από τα πόδια της ακέφαλης σφίγγας, βρίσκεται ο πιο στενός δρόμος της πόλης που έχει πάρει το όνομα "Pusti me da prodjem", το οποίο σημαίνει "Άσε με να περάσω". Μπορώ να επιβεβαιώσω πως όσες φορές προσπαθήσαμε να περάσουμε απ' αυτό το στενό, χρειάστηκε να κάνουμε στην άκρη για να περάσει κόσμος ή να δούμε κάποιο σινιάλο από την άλλη πλευρά που μας έγνεφε να περάσουμε εμείς πρώτοι. Οπότε θεωρώ πως είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί που του έδωσαν το συγκεκριμένο όνομα.
Έχοντας θαυμάσει τα μνημεία που  βρίσκονται εντός του αυτοκρατορικού παλατιού, βγήκαμε απ' αυτό περνώντας από την Σιδερένια Πύλη (Porta Ferrea), η οποία παλιά ονομαζόταν "Porta Οccidentalis". Η Σιδερένια Πύλη είναι η πιο «φορτωμένη» από τις άλλες τρεις πύλες, καθώς τόσο οι ιστορικές εξελίξεις όσο κι οι λαοί που πέρασαν από την πόλη αυτή, όπως Ρωμαίοι, Άβαροι, Σλάβοι, Ιταλοί και Γάλλοι, άφησαν κι από ένα αρχιτεκτονικό σημάδι πάνω της.
Από τη Σιδερένια Πύλη βγήκαμε στην κεντρική πλατεία της Παλιάς Πόλης, την Narodni Trg (η πλατεία του Λαού), η οποία φημίζεται εξίσου για τα ιδιαίτερα μνημεία της αλλά και για τους εκλεπτυσμένους ρυθμούς ζωής που έχει ως αργά το βράδυ καθώς είναι ένα ιδανικό σημείο για να απολαύσει κανείς το ποτό του μακριά από τον κάπως ανυπόφορο τρόπο διασκέδασης που προσφέρουν τα μαγαζιά της Split Riva, δηλαδή της προκυμαίας. 
Η πλατεία Narodni ή αλλιώς Pjaca για τους κατοίκους του Σπλιτ, ξεχωρίζει με τις γραφικές προσόψεις των μεγάρων και των βενετσιάνικων παλατιών που κοσμούν την αστική της όψη. Αν σταθεί κανείς στο κέντρο της πλατείας, θα μπορέσει να θαυμάσει τις τρεις διαφορετικές εποχές που σμίγουν εκεί. Από την πλευρά που βρίσκεται το αυτοκρατορικό παλάτι κυριαρχεί η μεσαιωνική όψη της πόλης, από την άλλη πλευρά δεσπόζει η αυστροουγγρική επιρροή ενώ στη μέση ορθώνεται το παλιό γοτθικό Δημαρχείο (Stara Gradska Vijećnica). Το κάθε μέγαρο της πλατείας κουβαλάει τη δική του ιστορία, όπως το "Hotel-Café Central", που υπήρξε κάποτε σημείο συνάντησης των διανοουμένων. Αυτό όμως που ξεχωρίζει στην πλατεία, είναι ο ρωμανικός πύργος με το μεγάλο ρολόι που χτίστηκε τον 15ο αι. κι από τότε εξακολουθεί να μετρά το χρόνο σε 24 ενδείξεις αντί των συνηθισμένων 12 ενδείξεων που έχουμε συνηθίσει εμείς. 
Στο ισόγειο του πύργου με το ρολόι, ξεχωρίζει μια πράσινη πόρτα, η οποία γράφει "Morpurgo" κι ανήκει στο παλαιότερο βιβλιοπωλείο στην Κροατία, το οποίο χρονολογείται από το 1860. Από τη δεξιά μεριά του πύργου με το ρολόι, στέκει το παλάτι "Ciprianis", που κτίστηκε τον 14ο αιώνα από έναν αριστοκράτη που είχε καταγωγή από το νησί Κορτσούλα (η Μαύρη Κέρκυρα της Κροατίας). Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που κάνουν το συγκεκριμένο παλάτι ιδιαίτερο, είναι τα παράθυρα με τους διπλούς κίονες και το ανάγλυφο άγαλμα του Αγίου Αντωνίου που στέκει λίγο πιο πάνω από τα κεφάλια των περαστικών.
Κατηφορίζοντας από την πλατεία Narodni προς την προκυμαία της πόλης, συναντάμε την πλατεία των Φρούτων (Vocni Trg), εκεί όπου μαζί με τους δύο φίλους μου είχαμε πιει καφέ πριν από οκτώ χρόνια. Από τότε μου είχε μείνει αναλλοίωτος στη μνήμη, ο όγκος του οκταγωνικού εμβληματικού βενετσιάνικου πύργου "Mletačka Kula" που χτίστηκε το 1453 στη θέση παλιότερων οχυρωματικών έργων. Είναι συγκινητικό το πόσο εύκολα μπορεί ένας τόπος να σε γυρίσει πολλά χρόνια πίσω και να σου θυμίσει λεπτό προς λεπτό το θέμα της συζήτησης που είχαμε ανοίξει κάτω από το αυστηρό βλέμμα του Μάρκο Μάρουλιτς, του πατέρα της κροατικής λογοτεχνίας.
Βγαίνοντας στην προκυμαία νιώσαμε πως επιστρέψαμε ξανά στο παρόν, μιας και τα τείχη του παλατιού διατηρούν εντός τους το παρελθόντα χρόνο στάσιμο. Στη διάσημη Riva συναντήσαμε αρκετά μαγαζιά, τα οποία δεν ήταν του γούστου μας καθώς αυτά που προσφέρουν είναι τελείως τυποποιημένα και τουριστικά. Οπότε τα προσπεράσαμε κάπως βιαστικά κι αδιάφορα, φτάνοντας στην πλατεία της Δημοκρατίας, την "Prokurative". Το υπέροχο κτιριακό συγκρότημα κτίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Δήμαρχο Antonio Bajamonti και αποτελεί μία θαυμάσια σκηνή πολιτιστικών εκδηλώσεων, που λαμβάνουν χώρα κυρίως τους θερινούς μήνες. Πολλοί υποστηρίζουν πως θυμίζει αρκετά την πλατεία του Αγίου Μάρκου λόγω του πιόσχημου σχεδιασμού της αλλά και λόγω των καμάρων που σχηματίζονται στα κτήριά της, στις προσόψεις των οποίων κυριαρχούν οι αποχρώσεις του κόκκινου χρώματος. Από την άλλη, εμένα μου θυμίζει κάπως την αύρα της πλατείας Αριστοτέλους. Όμως είμαι βέβαιος πως ένας λογικός παρατηρητής θα διαπιστώσει πως η πλατεία της Δημοκρατίας έχει το δικό της ύφος κι απέχει κατά πολύ τόσο από την πλατεία του Αγίου Μάρκου όσο κι από την πλατεία Αριστοτέλους. 
Δυτικότερα της πλατείας της Δημοκρατίας και πίσω από το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου που χρονολογείται από τον 13ο αι., βρίσκεται μια από τις πιο παλιές συνοικίες του Σπλιτ που ξεχωρίζει για τα όμορφα γραφικά της σοκάκια τα οποία ανηφορίζουν προς το πάρκο Marjan. Το "Veli Varos" είναι μια πετρόχτιστη γειτονιά του 17ου αι. με στενούς λιθόστρωτους δρόμους, αυλές φορτωμένες με κάθε λογής φυτά και μικρά εκκλησάκια που ξεπετάγονται σε κάθε στενό. Η πιο διάσημη είναι η μεσαιωνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου (Sveti Mikula) του 11ου αι. Στη κορυφή της συνοικίας υπάρχει μια μεγάλη υπαίθρια βεράντα, από την οποία είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε από ψηλά τόσο την προκυμαία του Σπλιτ όσο και τη θεόρατη οροσειρά που φτάνει ως την πόλη Όμις. Χρειάζεται όμως προσοχή στα σκαλοπάτια του λόφου, διότι πέρα από τη γυαλιστερή τους χιλιοπατημένη επιφάνεια, έχουν και καμπυλωτή ακμή, μ' αποτέλεσμα να γλιστρούν επικίνδυνα. Από εκεί κατηφορίσαμε για να περπατήσουμε στη δυτική παραθαλάσσια μεριά της πόλης.
Κάπου εδώ θα ήθελα να επισημάνω πως οι περίπατοι στο παραλιακό κομμάτι του Σπλιτ, αξίζει να ξεκινούν από τη "Matejuška", μια μικρή μαρίνα ακριβώς κάτω από τις σκάλες που οδηγούν στο πάρκο Marjan, η οποία έχει μετατραπεί σε σημείο σύναξης των ντόπιων ψαράδων. Στο δροσερό πάρκο της μαρίνας, που το καλοκαίρι μετατρέπεται σε σωτήρια όαση τόσο των κατοίκων όσο και των επισκεπτών, σταθήκαμε αρκετές φορές για να πιούμε νερό αλλά και να απολαύσουμε τις τρέλες των Κροατών ψαράδων. Θεωρώ πως είναι από τα λίγα σημεία της πόλης που νιώθει κανείς τόσο έντονη την παρουσία του βαλκανικού ταπεραμέντου. 
Από τη μαρίνα "Matejuška" ξεκινά η προκυμαία με τα ονόματα των Ολυμπιονικών που κατάγονται από το Σπλιτ. Το συγκεκριμένο έργο μου φάνηκε άκρως συγκινητικό και τιμητικό προς τα πρόσωπα που δόξασαν τον τόπο τους μέσα από τις διακρίσεις τους στα ολυμπιακά αθλήματα. Με κάθε μας βήμα συναντούσαμε κι από ένα όνομα ολυμπιονίκη. Με κάθε μας δρασκελιά προσπερνούσαμε και μια ολυμπιάδα. Αυτό το παιχνίδι με το χρόνο και τα ονόματα των διακριμένων, μας οδήγησε στην άκρη της πόλης όπου βρίσκονται οι πιο κοντινές παραλίες που μπορεί κανείς να φτάσει με τα πόδια και το μουσείο του σπουδαίου γλύπτη Ίβαν Μέστροβιτς, το οποίο δυστυχώς βρήκαμε κλειστό. Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολλά έργα του διάσπαρτα στην πόλη του Σπλιτ, όπως ο πελώριος αδριάντας του επισκόπου Γρηγορίου της Νιν που βρίσκεται έξω από τη Χρυσή Πύλη. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου αγάλματος είναι η χρυσή όψη των δαχτύλων του ποδιού του, η οποία έχει προκληθεί από τα συνεχή αγγίγματα των περαστικών καθώς ένας θρύλος λέει πως φέρνει τύχη σε όσους τα αγγίζουν. Είναι περίεργο που το θεωρώ ως μια περίεργη ποδολαγνεία καλυμμένη με θρησκευτικό μανδύα; 
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω πως το Σπλιτ δεν είναι γνωστό για τα ιστορικά του μνημεία και την μοναδική του ομορφιά. Βασικά, όλα αυτά έχουν αρχίσει να γίνονται γνωστά τα τελευταία χρόνια. Μέχρι πρόσφατα, το Σπλιτ ήταν διάσημο για τις δυο ιστορικές της ομάδες σε μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Κάθε λάτρης του μπάσκετ οφείλει να σέβεται τη θρυλική "Γιουγκοπλάστικα", την πιο σπουδαία ομάδα που γνώρισε ποτέ το ευρωπαϊκό μπάσκετ, η οποία κατέκτησε τρεις συνεχόμενες φορές την ευρωπαϊκή κορυφή  (από το 1989 μέχρι το 1991). Σήμερα ονομάζεται Κροάσια Σπλιτ, έχοντας χάσει την αίγλη του παρελθόντος. Η άλλη ιστορική ομάδα, είναι η ποδοσφαιρική Χάιντουκ Σπλιτ, η οποία πήρε το όνομά της από τους Χαϊντούκους, οι οποίοι ήταν οι Αρματολοί και οι κλέφτες της Κροατίας κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν η περιοχή ήταν επαρχία της. Τις μέρες που βρεθήκαμε εκεί, είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε τον αγώνα της Χάιντουκ με τη σλοβακική Ρουζομπερόκ, στον τρίτο προκριματικό αγώνα του UEFA Conference League, ζώντας από κοντά την καυτή ατμόσφαιρα του κατάμεστου Σταδίου Πόλιουντ. Δυστυχώς, η Χάιντουκ αποκλείστηκε άδοξα από την άσημη σλοβακική ομάδα και το ευρωπαϊκό της ταξίδι ολοκληρώθηκε στα μισά του Αυγούστου.
Πολλές εικόνες θα μου μείνουν από τη δεύτερη επίσκεψή μου στο Σπλιτ. Όλες τους κουβαλούν την δική τους ένταση και μοναδικότητα. Αν μου γινόταν η ερώτηση να επιλέξω μια, θα διάλεγα τη μεταμεσονύχτια περιπλάνησή μας, η οποία μας οδήγησε στο άδειο από κόσμο Περιστύλιο. Είναι εντυπωσιακό το πόσο μεγαλοπρεπές δείχνει ένα μνημείο όταν αδειάζει από κόσμο. Εκείνο το βράδυ όμως, δεν ήταν το μνημείο που μας τράβηξε κοντά αλλά οι μελωδίες που έβγαιναν από το Vestibul. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανεβήκαμε τα σκαλιά και μπήκαμε στη Ροτόντα αναζητώντας την πηγή των ασμάτων. Δυο νεαροί Κροάτες στέκονταν στη μέση της αίθουσας και τραγουδούσαν λαϊκά κροατικά τραγούδια. Στο τέλος κάθε ερμηνείας, μας μετέφραζαν τους στίχους. Αυτό στάθηκε αφορμή να ανοίξουμε συζήτηση για την ιστορία τόσο της πόλης όσο και της χώρας τους. Όταν άρχισαν να μας εξηγούν για τις θέρμες που είχαν κατασκευάσει οι μηχανικοί του Διοκλητιανού για να θερμαίνουν το παλάτι, μας ενημέρωσαν πως αποκαλύφθηκαν νέες αίθουσες από μια νέα ανασκαφή που γίνεται δίπλα στον καθεδρικό και μας πρότειναν να μπούμε στον αρχαιολογικό χώρο για να μας δείξουν τις νέες ανακαλύψεις. Πάνω από  τις ανασκαφές ξεκίνησε μια πιο ουσιώδης συζήτηση σχετικά με τη δοκιμαζόμενη κοινωνική κατάσταση της χώρας τους και τους προβληματισμούς που προκύπτουν από τη δική τους οικονομική κρίση. Μέσα από τα λόγια των δυο Κροατών, παρατήρησα πως όλοι οι άνθρωποι της δικής μου ηλικίας, ανήκουν σε μια γενιά που έχει χάσει κάθε ελπίδα για το μέλλον και προσπαθεί να βρει ένα οποιοδήποτε υποτυπώδες "σωσίβιο" που ίσως μπορέσει να τους σώσει από την κοινωνικοπολιτική τρικυμία του παρόντος. Μέσα από τα λεγόμενα των δυο επίδοξων νεαρών αοιδών, γνώρισα την αθέατη πλευρά της Κροατίας που έχει αφήσει πίσω της τα εγκλήματα των πρόσφατων πολέμων κι έχει αρχίσει να λησμονεί τις πιο φωτεινές μέρες του γιουγκοσλαβικού παρελθόντος. Αυτή η τόσο έντονη κι ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε εκείνο το βράδυ ήταν η κορωνίδα ενός πανέμορφου ταξιδιού. Ήταν η καταλληλότερη τελεία στην ολοκλήρωση μιας ταξιδιωτικής υπόσχεσης που είχα δώσει στον εαυτό μου. 
Κατά την αναχώρησή μας από την Κροατία, πρόλαβα να δω για τελευταία φορά το πανέμορφο Σπλιτ. Έχοντας γυρίσει όλη σχεδόν την πόλη, μπορούσα να καταλάβω από ψηλά που ακριβώς βρισκόταν το κάθε μνημείο αλλά και το κάθε μαγαζί που επιλέξαμε για να απολαύσουμε τον απογευματινό μας καφέ και να γευτούμε τις δροσερές κροατικές μπύρες. Αυτό όμως που διαπίστωνα, αφήνοντας την πόλη πίσω μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ήταν ότι το Σπλιτ δεν είναι απλώς η καρδιά της Δαλματίας με ότι συνεπάγεται αυτό, αλλά είναι ένα στενό κομμάτι γης όπου ο χρόνος σταμάτησε εσκεμμένα για να διατηρήσει ανέπαφο ένα από τα ομορφότερα και καλύτερα σωζόμενα δείγματα ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής...

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Χβαρ, το ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας

 

Βδομάδες πριν το ταξίδι μας στο Σπλιτ, αναρωτιόμασταν ποιο από τα κοντινά του νησιά θα επιλέξουμε για μια ημερήσια εξόρμηση το διάστημα που θα βρισκόμαστε εκεί. Οι επιλογές ήταν δελεαστικές, αλλά η λύση στην αναποφασιστικότητα που κυρίευσε, δόθηκε από έναν Κροάτη, διευκολύνοντάς μας με την εξής πληροφορία: "αν έχετε κάποιο μέσο, είτε αυτό είναι αμάξι είτε μηχανάκι, θα σας πρότεινα να πάτε στο Μπρατς που έχει υπέροχη ενδοχώρα, αλλιώς αν είστε πεζοί περιηγητές, το Χβαρ είναι ιδανικό, διότι έχει μια πανέμορφη πόλη, σε αντίθεση με το υπόλοιπο νησί που δεν έχει να προσφέρει κάτι αξιόλογο". Από τη στιγμή λοιπόν που ήμασταν στην Κροατία τηβ περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, προμηθευτήκαμε έγκαιρα τα εισιτήριά μας και Παρασκευή πρωί αναχωρήσαμε με καταμαράν για το πιο ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας. Το Χβαρ είναι το τέταρτο σε αριθμό κατοίκων νησί της Κροατίας και το εικοστό έβδομο σε μέγεθος στη Μεσόγειο και βρίσκεται ανάμεσα στα νησιά Μπράτς, Κορτσούλα και Βις. Το περίεργο όνομά του έχει ρίζες από την αρχαία ελληνική ονομασία "Φάρος", από την οποία, οι Κροάτες αφαίρεσαν το "Φ" και το αντικατέστησαν με τα αρχικά σύμφωνα της χώρας τους, το HV (ΧΒ), μετατρέποντάς το στη σημερινή του ονομασία "Χβαρ".  
Η ιστορία του νησιού ξεκινάει από το 385 π.Χ. με την άφιξη των Αρχαίων Ελλήνων από την Πάρο, οι οποίοι ίδρυσαν την πρώτη αποικία στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το Stari Grad (Παλιά Πόλη), την οποία είχαν ονομάσει Φάρο. Το 231 π.Χ. το νησί καταλήφθηκε από τους Ιλλυριούς, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να επέμβουν. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το νησί πέρασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ τον 11ο αιώνα έγινε κομμάτι του Βασιλείου της Κροατίας. Από τον 12ο αιώνα και μετά καταλήφθηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι επικεντρώθηκαν στην παραγωγή κρασιού, η οποία οδήγησε το νησί σε οικονομική άνθηση, προσελκύοντας αρκετούς διεκδικητές που ήθελαν να προσαρτήσουν ξανά το νησί στη ζώνη κυριαρχίας τους, μ' αποτέλεσμα το Χβαρ να περάσει ξανά σε χέρια Βυζαντινών, Κροατών και Ούγγρων. 
Το ταξίδι προς το Χβαρ ήταν σχετικά γρήγορο κι οι παρέες των μεθυσμένων Άγγλων που συνταξίδευαν μαζί μας, πρόσφεραν μια νότα ανεμελιάς, τρέλας κι αχαλίνωτης φαντασίας που μόνο οι μεγάλες ποσότητες φτηνής μπύρας μπορούν να προξενήσουν. Η συνειδητοποίηση της σύστασης και της διόλου νηφάλιας κατάστασης των συνταξιδιωτών μας, με οδήγησε σε μια εύλογη αμφιβολία για την επιλογή στην οποία είχαμε προβεί, συγκρίνοντας τους εαυτούς μας με το τρικούβερτο πλήθος των συνεπιβατών μας. Όταν όμως φτάσαμε στον προορισμό μας, οι αμφιβολίες μου εξανεμίστηκαν αυτοστιγμεί. Το Χβαρ έλαμπε χάρης στην ανοιχτόχρωμη πέτρα των κτιρίων του και το φρούριο στη κορυφή έστεκε σαν βενετσιάνικο στέμμα. 
Αμέσως σκεφτήκαμε να ανέβουμε στο οχυρό, καθώς πολύ φοβόμασταν πως η ανυπόφορη ζέστη του Αυγούστου, θα μας εξαντλούσε εύκολα και γρήγορα. Η ανάβαση τελικά φάνηκε πολύ πιο δύσκολη απ' όσο είχαμε υπολογίσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σταματάμε συνεχώς για να πιούμε νερό και να πάρουμε λίγες ανάσες, κοιτώντας από κάτω μας το φυσικό λιμάνι της πόλης. Όταν φτάσαμε στα ριζά του κάστρου, συναντήσαμε ένα πλήθος επισκεπτών που είχαν καταλάβει τα λιγοστά παγκάκια και προσπαθούσαν να συνέλθουν από τη ζέστη, προστατευμένοι κάτω από τις σκιές των δέντρων. Είναι εντυπωσιακό πως παρόλη την άγρια βραχώδη όψη του τοπίου, το νησί ήταν αναζωογονητικά καταπράσινο από άκρη σ' άκρη. 
Καθώς σταθήκαμε στη μικρή ουρά για να εισχωρήσουμε στο κάστρο, γίναμε μάρτυρες μιας κωμικοτραγικής συζήτησης ανάμεσα σε μια επισκέπτρια και μια υπάλληλο του μνημείου. Η επισκέπτρια επέμενε πως ήθελε να δει το παλάτι που βρίσκεται μέσα στο μνημείο, με την εργαζόμενη να της εξηγεί υπομονετικά πως στα πεντακόσια χρόνια ύπαρξης του κάστρου, ποτέ δεν υπήρξε εντός του κάποιο παλάτι. Πέρα από την κάπως επιπόλαιη απορία της επισκέπτριας που προπορευόταν, είχα κι εγώ μια απορία, την οποία έθεσα στην εργαζόμενη όταν ήρθε η σειρά μας στο ταμείο. Την ώρα που μας έδινε τα εισιτήρια, της ζήτησα να μας εξηγήσει τους λόγους που το οχυρό ονομάζεται Spanjola Fortress (Ισπανικό Φρούριο). Πώς είναι δυνατόν να έχει αυτήν την ονομασία από τη στιγμή που το νησί δεν κατακτήθηκε ποτέ από Ισπανούς; Η κοπέλα μου απάντησε με πολύ καλοπροαίρετη και χαμογελαστή διάθεση πως η κατασκευή του φρουρίου πραγματοποιήθηκε από Ισπανούς μηχανικούς τον 13ο αιώνα, συμπληρώνοντας πως το φρούριο υπήρξε σωτήριο για τους κατοίκους τον 16ο αιώνα κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης των Οθωμανών, οι οποίοι προσπάθησαν να κατακτήσουν την πόλη καίγοντάς την.
Το Φρούριο δε διέθετε κάτι το ιδιαίτερο που να μας εντυπωσιάσει πέρα από την καλοδιατηρημένη του κατάσταση και την καταπληκτική θέα που εκτεινόταν με τις κατακόκκινες σκεπές των σπιτιών του Χβαρ και τα κυανοπράσινα νερά της Αδριατικής. Από κάτω ατενίζαμε τα πλοία να πηγαινοέρχονται από το Σπλιτ και τα γύρω νησιά, ενώ μικρά καραβάκια μετέφεραν κόσμο στο σύμπλεγμα των καταπράσινων νησιών Paklinski που απλώνονται στην είσοδο του φυσικού λιμανιού της πόλης. 
Μετά τις βόλτες μας στις πυρωμένες πολεμίστρες του κάστρου, κατηφορίσαμε στην πόλη αναζητώντας λίγη δροσιά σε μια από τις κοντινές παραλίες της πόλης. Αυτή που μας φάνηκε πιο δελεαστική ήταν η παραλία Pokonji Dol, η οποία φαινόταν πως απείχε είκοσι λεπτά περπάτημα από την προκυμαία του Χβαρ. Μαζί με άλλους λουόμενους του νησιού, προτιμήσαμε το σύντομο δρόμο που μας έβγαζε το GPS, ο οποίος ήταν αρκετά δύσβατος και κουραστικός, καθώς χρειάστηκε να κατέβουμε από το κακοτράχαλο μονοπάτι μιας απότομης πλαγιάς, χωρίς να φοράμε τα κατάλληλα υποδήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δεινοπαθήσουμε μέχρι να φτάσουμε στη βοτσαλωτή παραλία. Τελικά η ταλαιπωρία άξιζε, διότι τα νερά ήταν απίστευτα ευεργετικά στο ταλαιπωρημένο μας κορμί και το τοπίο φάνταζε αρκετά όμορφο χάρης στα λευκά βότσαλα του γιαλού που πρσέδιδαν μια γαλακτώδη όψη στο νερό, αλλά και στο νησάκι με το φάρο που έστεκε στο άνοιγμα του μακρόστενου κόλπου. Αφού ολοκληρώσαμε την πρώτη μας δροσερή βουτιά στα νερά της Αδριατικής, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής ακολουθώντας έναν περιφερειακό δρόμο που μας έβγαλε μετά από λίγη ώρα στις πρώτες παραθαλάσσιες συνοικίες του Χβαρ. Από εκείνη την πλευρά, η διαδρομή ήταν πολύ πιο βατή κι ευχάριστη σε σχέση με την προηγούμενη ανορθόδοξη κάθοδό μας.
Κατά τη διαδρομή, πρώτα συναντήσαμε το Φραγκισκανικό μοναστήρι, το οποίο ορθώνεται σε ένα διακριτικό ακρωτήρι του νησιού. Το μοναστήρι έχει μετατραπεί στις μέρες μας σε μουσείο με πλούσια συλλογή εκθεμάτων και νομισμάτων από την ελληνική, τη ρωμαϊκή και τη βενετσιάνικη περίοδο. Γι' αυτό όμως που περηφανεύεται περισσότερο, είναι για μια αρχαία έκδοση του Άτλαντα του Πτολεμαίου που χρονολογείται από το 1524. Εκατέρωθεν του περιτειχισμένου περιβόλου του, υπήρχε μια ακόμη παραλία με λουόμενους, η οποία δε φαινόταν και τόσο καθαρή, καθώς πολιορκούνταν από σταθμευμένα σκάφη. Αυτό το γεγονός όμως δεν πτοούσε κανέναν, καθώς πολλά πιτσιρίκια εκτελούσαν συνεχώς περίτεχνες βουτιές από τις πετρόκτιστες αποβάθρες του παραλιακού μονοπατιού που οδηγούσε προς το λιμάνι. 
Ο παραθαλάσσιος περίπατος μας οδήγησε στην πλατεία του Αγίου Στεφάνου (Trg Sv Stjepana) ή αλλιώς Pjaca, η οποία είναι η μεγαλύτερη πλατεία της Δαλματίας και γύρω της διαρθρώνονται τα  περισσότερα αξιοθέατα της πόλης. Στην άκρη της ορθώνεται ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου, ο οποίος χτίστηκε στη θέση μιας παλαιότερης χριστιανικής εκκλησίας του 6ου αι. Το αρχιτεκτονικό ύφος του ναού αποτελείται από ένα μείγμα γοτθικού, αναγεννησιακού και μπαρόκ ρυθμού, διότι η κατασκευή του ξεκίνησε τον 14ο αι. κι ολοκληρώθηκε τον 17ο αι. 
Στην κεντρική πλατεία του Χβαρ βρίσκεται και το παλαιότερο ευρωπαϊκό δημόσιο θέατρο της Ευρώπης, το οποίο χτίστηκε το 1612 από τον δούκα Petar Semitecolo πάνω στις εγκαταστάσεις του παλιού ναυαρχείου (arsenal) που χρησιμοποιούταν για την επιδιόρθωση καραβιών. Το θέατρο δυστυχώς δεν ήταν ανοιχτό για το κοινό εκείνη τη μέρα ενώ το εναπομείναν ναυαρχείο λειτουργούσε ως χώρος εκθέσεων. 
Παρόλα αυτά, εγώ εντυπωσιάστηκα με την αναγεννησιακή Loggia της πόλης που στέκει δίπλα στην πλατεία και συμπληρώνεται από έναν πύργο με ρολόι. 
Μέχρι να έρθει η ώρα της επιστροφής, επιλέξαμε να περιπλανηθούμε στα σοκάκια που βρίσκονται ανάμεσα στην Pjaca και στο Φραγκισκανικό μοναστήρι. Μέσα τους διασταυρωθήκαμε με όμορφες γειτονιές με καλαίσθητες αυλές και τοξωτά μπαλκόνια. Κάθε τόσο σταματούσαμε σε κάποια μικρή γκαλερί να παρατηρήσουμε τα χειροποίητα αναμνηστικά της ή για να φωτογραφίσουμε διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη που μας τραβούσαν την προσοχή. Περπατώντας στα ενδότερα του Χβαρ διαπιστώσαμε πως πέρα από την προκυμαία, η πόλη εντυπωσιάζει και στην αθέατη πλευρά της. 
Το Χβαρ μπορεί να θεωρείται το πιο ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας, αλλά η πραγματική του λάμψη εμφανίζεται μόλις πέσει ο ήλιος. Αμέσως τα μνημεία της πόλης φωταγωγούνται με ένα πανέμορφο ερυθρό φως και το φρούριο παίρνει τη μορφή ενός χρυσού στέμματος που αιωρείται πάνω από τον νησιωτικό οικισμό. 
Η τελευταία μας βόλτα στην πόλη, μας οδήγησε σε ένα ευρύχωρο μπαλκόνι πάνω από τη μεγάλη πλατεία. Ίσως το ομορφότερο θεωρείο του παλαιότερου ευρωπαϊκού θεάτρου, που ήταν στραμμένο προς μια άλλη σκηνή, πολύ πιο εντυπωσιακή και ζωντανή. Από εκεί ψηλά θαυμάσαμε για τελευταία φορά τη διαχρονική γοητεία του Χβαρ, με το φωταγωγημένο καμπαναριό του Αγίου Στεφάνου και τη βενετσιάνικη Loggia με τον κομψό της πύργο, αλλά και τα δαλματικά μέγαρα που κουβαλούσαν πάνω τους τις επιρροές όλων όσων εδραιώθηκαν σ' αυτό το μακρόστενο νησί της Δαλματίας. 
Ώσπου να πάρουμε το πλοίο της επιστροφής, είχαμε αράξει δίπλα σε ένα διακριτικό γλυπτό ενός νεαρού που γέρνει με μια ευδιάκριτη μελαγχολία πάνω  από τα γαλαζοπράσινα νερά του νησιού, ενώ κάτω από τα πόδια του κάποιος είχε ζωγραφίσει το σήμα της πιο αγαπημένης ομάδας της πόλης, της Χάιντουκ. 
Όταν πια άρχισε η επιβίβαση, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στην πόλη, προσπαθώντας να συγκρατήσουμε ακόμη και την ύστατη στιγμή τη μαγευτική της εικόνα. Μια εικόνα που επέμενε να φεγγοβολά ακόμη και μέσα από τη θαμπάδα των θαλασσοφαγωμένων παραθύρων του καταμαράν. Κι εκεί ακριβώς είναι που διαπίστωσα πως πολύ πιθανόν αρκετοί από τους συνεπιβάτες μου, που επέλεξαν το Χβαρ για τα ξέφρενα πάρτι του και την έντονη lifestyle διασκέδασή του, να φεύγουν με αυτή τη θαμπή εικόνα. Κι αν συμβαίνει αυτό είναι πολύ κρίμα και για τους ίδιους, αλλά και γι' αυτόν τον τόσο υπέροχο τόπο. 

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Τρογκίρ, η Βενετία των Δαλματικών Ακτών

 

Προσπαθώντας να ανταπεξέλθουμε από τη μεσημεριανή ανυπόφορη ζέστη του Δεκαπενταύγουστου, αναχωρήσαμε με ένα αστικό λεωφορείο από το Σπλιτ για να επισκεφθούμε το φημισμένο Τρογκίρ, την αποκαλούμενη Βενετία των Δαλματικών Ακτών. Η ευχάριστη ψύξη του λεωφορείου αποδείχτηκε σωτήρια, προσφέροντάς μας σαράντα ξεκούραστα λεπτά, όσο διαρκούσε δηλαδή η διαδρομή. Από το Σπλιτ περάσαμε στα ιστορικά Σαλώνα (Salona), την αρχαία ιλλυρική πόλη, πατρίδα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και από εκεί στους παραθαλάσσιους οικισμούς του Kasteli που εκτείνονται μέχρι το αεροδρόμιο. Στο τελείωμα αυτού του οικισμού, επιπλέει ανάμεσα στη στεριά της Δαλματίας και στο νησί Τσίοβο, το γραφικό Τρογκίρ, το οποίο θεωρείται ο πιο καλοδιατηρημένος ρωμανογοτθικός οικισμός της Κεντρικής Ευρώπης με συνεχή ιστορία 2.300 χρόνων κι έχοντας έντονη πολιτισμική επιρροή από τους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους Βενετούς. Γι' αυτό το λόγο, η πόλη ανακηρύχθηκε το 1997 σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco. 
Η πόλη ιδρύθηκε τον 3ο αι. π.Χ. από τους κατοίκους των Συρακουσών, οι οποίοι αποίκισαν αρχικά στο νησί Ίσσα (το σημερινό νησί Βις που βρίσκεται δυτικά του νησιού Χβαρ) κι από εκεί επεκτάθηκαν στις δαλματικές ακτές όπου κι ίδρυσαν δίνοντάς της το όνομα Τραγούριον που σήμαινε "το νησί των τράγων", με σκοπό να ανταγωνιστούν εμπορικά την πόλη των Σαλώνων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το Τραγούριον (λατινική ονομασία Tragurium Civium Romanorum) να μετατραπεί σε σημαντικό λιμάνι των ρωμαϊκών χρόνων, με τον πληθυσμός της να αυξάνεται ραγδαία μετά την καταστροφή των Σαλώνων από τους Σλάβους και τους Άβαρες. Ωστόσο και το Τρογκίρ έγινε στόχος επιθέσεων και καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Σαρακηνούς το 1123. Σύντομα όμως ανέκαμψε και γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση τον 12ο και 13ο αιώνα. Όταν οι Δαλματικές Ακτές πέρασαν στα χέρια των Φράγκων, στο Τρογκίρ χτίστηκε το φρούριο Camerlengo που ήλεγχε το στενό πέρασμα μεταξύ του νησιού και της πόλης κι ιδρύθηκε επισκοπή, η οποία καταργήθηκε αρκετούς αιώνες μετά. 
Το 1420 αρχίζει η μακροχρόνια κυριαρχία των Ενετών, η οποία κράτησε μέχρι την πτώση της Βενετίας το 1797. Έκτοτε, το Τρογκίρ περνάει στη δυναστεία των Αψβούργων και παραμένει κομμάτι της Αυστροουγγαρίας μέχρι το 1914. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη γίνεται κομμάτι του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας και βιώνει μια εθνική εκκαθάριση, καθώς οι Ιταλοί κάτοικοί του, οι οποίοι αποτελούσαν την άρχουσα τάξη, αναγκάστηκαν να φύγουν. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κι έχοντας περάσει ιταλική και γερμανική κατοχή, η πόλη αποτέλεσε τμήμα της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας και μετά το γιουγκοσλαβικό πόλεμο πέρασε επίσημα στο κράτος της Κροατίας.
Ο τερματικός σταθμός του λεωφορείο βρίσκεται δίπλα στη μικρή γέφυρα που ενώνει την ακτή με την μικρή πλωτή πόλη. Από τη μια μεριά επικρατούσε το βαλκανικό στοιχείο με ψησταριές και περιφερόμενα τραπεζάκια που προσέφεραν φαγητό και γλυκά κι από την άλλη δέσποζε ένα κομμάτι συμπυκνωμένης ιστορίας πάνω σε μια μικρή έκταση γης. Τα στενά σοκάκια της πόλης ακολουθούν μέχρι σήμερα τη ρυμοτομία της Ελληνιστική περιόδου, δίνοντάς μας την εντύπωση πως περπατώντας μέσα σ αυτά, πορευόμαστε προς μια χρονολογική περίοδο μακρινή, η οποία μεταμορφώθηκε αρκετές φορές στο πέρασμα των αιώνων, αφήνοντας πίσω τις αρκετές πανέμορφες ρωμανικές εκκλησίες που εξακολουθούν να στέκουν αγέρωχα αντικριστά σε πανέμορφα αναγεννησιακά παλάτσα της βενετσιάνικης περιόδου και μπαρόκ μέγαρα της αυστροουγγρικής κυριαρχάς. Κι ανάμεσα σ' αυτά απλώνονται οι μικρές γραφικές πετρόχτιστες συνοικίες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. 
Το πρώτο μνημείο που αντικρύσαμε και το σημαντικότερο της πόλης, είναι ο επιβλητικός Καθεδρικός ναός του Αγίου Λόρενς (Cattedrale di San Lorenzo ή Katedrala sv. Lovrijenac), ο οποίος ξεκίνησε να χτίζεται το 1213 στη θέση ενός παλαιότερου καθεδρικού κι ολοκληρώθηκε το 1250. Το πανύψηλο καμπαναριό του καθεδρικού χτίστηκε μεταξύ 14ου και 16ου αι κι είναι επισκέψιμο προσφέροντας μια όμορφη πανοραμική θέα της πόλης. Αυτό που σε εντυπωσιάζει αρχικά στον Καθεδρικό ναό, είναι η κεντρική του είσοδος, η οποία σχεδιάστηκε από τον γλύπτη κι αρχιτέκτονα Ράντοβαν το 1240. Στα πλάγια διακρίνονται οι μορφές του Αδάμ και της Εύας, οι οποίοι πατούν πάνω σε δυο λιοντάρια (ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που έχω συναντήσει σε ναούς της Λομβαρδίας) ενώ πάνω από την πύλη υπάρχει μια τοξωτή ανάγλυφη αναπαράσταση των Παθών του Χριστού. Ωστόσο, η πραγματική ομορφιά του ναού κρύβεται σε ένα παρεκκλήσι που βρίσκεται εντός του ναού, το οποίο είναι η Καπέλα του Αγίου Ιωάννη, η οποία χτίστηκε το 1468 και θεωρείται το καλύτερο αναγεννησιακό δείγμα της Δαλματίας. 
Το δροσερό αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα, μας κράτησε αρκετή ώρα στο καμπαναριό του Καθεδρικού. Από κάτω μας απλωνόταν ένα κεραμιδί στρώμα από τις στέγες που έκρυβαν τον λαβύρινθο που απλωνόταν στα καλντερίμια της παλιά πόλης, με τους φοίνικες της προκυμαίας να καθορίζουν το τελείωμα του οικισμού. Το μόνο ξέφωτο που διακρίναμε ήταν η κεντρική πλατεία του Τρογκίρ, όπου βρίσκεται το δημαρχείο, ο πύργος με το ρολόι κι η στοά με τις κολόνες (loggia) όπου μαζευόταν η άρχουσα τάξη για να συνεδριάσει. Όμως, η τουριστική εκμετάλλευση του τοπίου αλλοίωνε αρκετά την αυθεντικότητα της πόλης και των συνοικειών της.  
Η βόλτα μας συνεχίστηκε προς την προκυμαία που βρίσκεται στο νότιο κομμάτι του νησιού. Εκεί συναντήσαμε το εναπομείναν τμήμα των οχυρώσεων του 13ου και 14ου αιώνα που εξακολουθεί να στέκει μέχρι σήμερα. Από τη νότια πύλη βγήκαμε ξανά στη θάλασσα και συναντήσαμε τη δεύτερη στοά με τις κολόνες (loggia) η οποία είχε χτιστεί για τους επισκέπτες. Τώρα βρίσκεται κρυμμένη πίσω από τραπεζάκια, μπαράκια κι ομπρέλες και δυστυχώς περνάει απαρατήρητη από τους επισκέπτες της πόλης. 
Δεν είναι όμως η loggia των επισκεπτών που έγινε θυσία στο βωμό του υπερτουρισμού αλλά κι η προκυμαία του Τρογκίρ, η οποία έχει χάσει την ιστορική της αίγλη. Τα εναπομείναντα βενετσιάνικα και μπαρόκ παλάτια στέκουν καλοδιατηρημένα και λαμπρά αλλά αρκετά κρυμμένα πίσω από την πυκνή παραλιακή συστοιχία με τους φοίνικες και τις ανοιχτές ομπρέλες των εστιατορίων. Από τη μια πλευρά του περιπάτου είχαμε ένα τουριστικό κιτς που μπορεί ο καθένας να συναντήσει σε κάθε παραθαλάσσιο τοπίο κι από την άλλη ένα πλήθος πολυτελών γιοτ που ήταν δεμένα στη σειρά κρύβοντας τη θέα προς το απέναντι νησί. Μόνο το Φραγκισκανικό μοναστήρι του Αγίου Δομίνικου φαινόταν πως γλίτωνε κάπως από την τουριστική επέλαση της προκυμαίας. Μέσα σ αυτό το ασφυκτικό αδιέξοδο, ξεχώριζε στο βάθος το Φρούριο του Καρλομάγνου (Fortress Kamerlengo), το οποίο χρίστηκε το 1400. Εξωτερικά φέρνει αρκετά στην εικόνα των κάστρων που σχεδιάζαμε ως παιδιά αλλά εσωτερικά δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να παρουσιάσει, πέρα από τη βόλτα γύρω από τα τείχη του. Από την άλλη μεριά της βορειοδυτικής άκρης του Τρογκίρ, στέκει ένα ακόμη οχυρό, ο βενετσιάνικος πύργος του Αγίου Μάρκου, ο οποίος χτίστηκε αργότερα για να προστατευτεί την πόλη από τις επιθέσεις των Τούρκων.
Θέλοντας να αποφύγουμε την κοσμοσυρροή που επικρατούσε στην προκυμαία του Τρογκίρ μετά την επίσκεψή μας στο Φρούριο του Καρλομάγνου, σταθήκαμε για λίγη ώρα σε εναν μικρό και ήσυχο περίπατο που εκτείνεται στη βόρεια πλευρά του νησιού, ανάμεσα στα δύο φρούρια. Απέναντι μας είχαμε τα ναυπηγεία του νησιού Τσίοβο και μια απο τις μαρίνες του Τρογκίρ ενώ από πάνω μας περνούσαν κάθε τόσο τα αεροπλάνα που προσγειωνόνταν στο γειτονικό αεροδρόμιο. Από εκεί απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα κι αφήσαμε το πρώτο δροσερό αεράκι της θερινής νύχτας να χαϊδέψει το πρόσωπό μας.
Αποφασίσαμε τις τελευταίες μας βόλτες να τις κάνουμε στα γραφικά σοκάκια της πόλης αναζητώντας λίγη αυθεντικότητα σε μια πόλη που έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco. Μέσα σ αυτά τα καλντερίμια βρήκαμε την μοναδική γοητεία αυτής της πόλης, το πάντρεμα των πολιτισμών και των ιστορικών περιόδων, τη γαλήνη των ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις επελάσεις των τουριστών και τη μυρωδιά των κισσών που καλύπτουν τις πετρόχτιστες οικίες. Είναι εντυπωσιακό το σμίξιμο των έντεκα παλαιών εκκλησιών και των βενετσιάνικων μεγάρων με τη στενή ρυμοτομία των ελληνιστικών χρόνων. Αυτό το πάντρεμα είναι που κάνει το Τρογκίρ ξεχωριστό όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στη Γηραιά Ήπειρο. 
Με αυτή τη γλυκόπικρη γεύση, αφήσαμε πίσω μας τη Βενετία των Δαλματικών ακτών και πήραμε το δρόμο της επιστροφής μας για το Σπλιτ.