Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Χβαρ, το ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας

 

Βδομάδες πριν το ταξίδι μας στο Σπλιτ, αναρωτιόμασταν ποιο από τα κοντινά του νησιά θα επιλέξουμε για μια ημερήσια εξόρμηση το διάστημα που θα βρισκόμαστε εκεί. Οι επιλογές ήταν δελεαστικές, αλλά η λύση στην αναποφασιστικότητα που κυρίευσε, δόθηκε από έναν Κροάτη, διευκολύνοντάς μας με την εξής πληροφορία: "αν έχετε κάποιο μέσο, είτε αυτό είναι αμάξι είτε μηχανάκι, θα σας πρότεινα να πάτε στο Μπρατς που έχει υπέροχη ενδοχώρα, αλλιώς αν είστε πεζοί περιηγητές, το Χβαρ είναι ιδανικό, διότι έχει μια πανέμορφη πόλη, σε αντίθεση με το υπόλοιπο νησί που δεν έχει να προσφέρει κάτι αξιόλογο". Από τη στιγμή λοιπόν που ήμασταν στην Κροατία τηβ περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, προμηθευτήκαμε έγκαιρα τα εισιτήριά μας και Παρασκευή πρωί αναχωρήσαμε με καταμαράν για το πιο ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας. Το Χβαρ είναι το τέταρτο σε αριθμό κατοίκων νησί της Κροατίας και το εικοστό έβδομο σε μέγεθος στη Μεσόγειο και βρίσκεται ανάμεσα στα νησιά Μπράτς, Κορτσούλα και Βις. Το περίεργο όνομά του έχει ρίζες από την αρχαία ελληνική ονομασία "Φάρος", από την οποία, οι Κροάτες αφαίρεσαν το "Φ" και το αντικατέστησαν με τα αρχικά σύμφωνα της χώρας τους, το HV (ΧΒ), μετατρέποντάς το στη σημερινή του ονομασία "Χβαρ".  
Η ιστορία του νησιού ξεκινάει από το 385 π.Χ. με την άφιξη των Αρχαίων Ελλήνων από την Πάρο, οι οποίοι ίδρυσαν την πρώτη αποικία στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το Stari Grad (Παλιά Πόλη), την οποία είχαν ονομάσει Φάρο. Το 231 π.Χ. το νησί καταλήφθηκε από τους Ιλλυριούς, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να επέμβουν. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το νησί πέρασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ τον 11ο αιώνα έγινε κομμάτι του Βασιλείου της Κροατίας. Από τον 12ο αιώνα και μετά καταλήφθηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι επικεντρώθηκαν στην παραγωγή κρασιού, η οποία οδήγησε το νησί σε οικονομική άνθηση, προσελκύοντας αρκετούς διεκδικητές που ήθελαν να προσαρτήσουν ξανά το νησί στη ζώνη κυριαρχίας τους, μ' αποτέλεσμα το Χβαρ να περάσει ξανά σε χέρια Βυζαντινών, Κροατών και Ούγγρων. 
Το ταξίδι προς το Χβαρ ήταν σχετικά γρήγορο κι οι παρέες των μεθυσμένων Άγγλων που συνταξίδευαν μαζί μας, πρόσφεραν μια νότα ανεμελιάς, τρέλας κι αχαλίνωτης φαντασίας που μόνο οι μεγάλες ποσότητες φτηνής μπύρας μπορούν να προξενήσουν. Η συνειδητοποίηση της σύστασης και της διόλου νηφάλιας κατάστασης των συνταξιδιωτών μας, με οδήγησε σε μια εύλογη αμφιβολία για την επιλογή στην οποία είχαμε προβεί, συγκρίνοντας τους εαυτούς μας με το τρικούβερτο πλήθος των συνεπιβατών μας. Όταν όμως φτάσαμε στον προορισμό μας, οι αμφιβολίες μου εξανεμίστηκαν αυτοστιγμεί. Το Χβαρ έλαμπε χάρης στην ανοιχτόχρωμη πέτρα των κτιρίων του και το φρούριο στη κορυφή έστεκε σαν βενετσιάνικο στέμμα. 
Αμέσως σκεφτήκαμε να ανέβουμε στο οχυρό, καθώς πολύ φοβόμασταν πως η ανυπόφορη ζέστη του Αυγούστου, θα μας εξαντλούσε εύκολα και γρήγορα. Η ανάβαση τελικά φάνηκε πολύ πιο δύσκολη απ' όσο είχαμε υπολογίσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σταματάμε συνεχώς για να πιούμε νερό και να πάρουμε λίγες ανάσες, κοιτώντας από κάτω μας το φυσικό λιμάνι της πόλης. Όταν φτάσαμε στα ριζά του κάστρου, συναντήσαμε ένα πλήθος επισκεπτών που είχαν καταλάβει τα λιγοστά παγκάκια και προσπαθούσαν να συνέλθουν από τη ζέστη, προστατευμένοι κάτω από τις σκιές των δέντρων. Είναι εντυπωσιακό πως παρόλη την άγρια βραχώδη όψη του τοπίου, το νησί ήταν αναζωογονητικά καταπράσινο από άκρη σ' άκρη. 
Καθώς σταθήκαμε στη μικρή ουρά για να εισχωρήσουμε στο κάστρο, γίναμε μάρτυρες μιας κωμικοτραγικής συζήτησης ανάμεσα σε μια επισκέπτρια και μια υπάλληλο του μνημείου. Η επισκέπτρια επέμενε πως ήθελε να δει το παλάτι που βρίσκεται μέσα στο μνημείο, με την εργαζόμενη να της εξηγεί υπομονετικά πως στα πεντακόσια χρόνια ύπαρξης του κάστρου, ποτέ δεν υπήρξε εντός του κάποιο παλάτι. Πέρα από την κάπως επιπόλαιη απορία της επισκέπτριας που προπορευόταν, είχα κι εγώ μια απορία, την οποία έθεσα στην εργαζόμενη όταν ήρθε η σειρά μας στο ταμείο. Την ώρα που μας έδινε τα εισιτήρια, της ζήτησα να μας εξηγήσει τους λόγους που το οχυρό ονομάζεται Spanjola Fortress (Ισπανικό Φρούριο). Πώς είναι δυνατόν να έχει αυτήν την ονομασία από τη στιγμή που το νησί δεν κατακτήθηκε ποτέ από Ισπανούς; Η κοπέλα μου απάντησε με πολύ καλοπροαίρετη και χαμογελαστή διάθεση πως η κατασκευή του φρουρίου πραγματοποιήθηκε από Ισπανούς μηχανικούς τον 13ο αιώνα, συμπληρώνοντας πως το φρούριο υπήρξε σωτήριο για τους κατοίκους τον 16ο αιώνα κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης των Οθωμανών, οι οποίοι προσπάθησαν να κατακτήσουν την πόλη καίγοντάς την.
Το Φρούριο δε διέθετε κάτι το ιδιαίτερο που να μας εντυπωσιάσει πέρα από την καλοδιατηρημένη του κατάσταση και την καταπληκτική θέα που εκτεινόταν με τις κατακόκκινες σκεπές των σπιτιών του Χβαρ και τα κυανοπράσινα νερά της Αδριατικής. Από κάτω ατενίζαμε τα πλοία να πηγαινοέρχονται από το Σπλιτ και τα γύρω νησιά, ενώ μικρά καραβάκια μετέφεραν κόσμο στο σύμπλεγμα των καταπράσινων νησιών Paklinski που απλώνονται στην είσοδο του φυσικού λιμανιού της πόλης. 
Μετά τις βόλτες μας στις πυρωμένες πολεμίστρες του κάστρου, κατηφορίσαμε στην πόλη αναζητώντας λίγη δροσιά σε μια από τις κοντινές παραλίες της πόλης. Αυτή που μας φάνηκε πιο δελεαστική ήταν η παραλία Pokonji Dol, η οποία φαινόταν πως απείχε είκοσι λεπτά περπάτημα από την προκυμαία του Χβαρ. Μαζί με άλλους λουόμενους του νησιού, προτιμήσαμε το σύντομο δρόμο που μας έβγαζε το GPS, ο οποίος ήταν αρκετά δύσβατος και κουραστικός, καθώς χρειάστηκε να κατέβουμε από το κακοτράχαλο μονοπάτι μιας απότομης πλαγιάς, χωρίς να φοράμε τα κατάλληλα υποδήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δεινοπαθήσουμε μέχρι να φτάσουμε στη βοτσαλωτή παραλία. Τελικά η ταλαιπωρία άξιζε, διότι τα νερά ήταν απίστευτα ευεργετικά στο ταλαιπωρημένο μας κορμί και το τοπίο φάνταζε αρκετά όμορφο χάρης στα λευκά βότσαλα του γιαλού που πρσέδιδαν μια γαλακτώδη όψη στο νερό, αλλά και στο νησάκι με το φάρο που έστεκε στο άνοιγμα του μακρόστενου κόλπου. Αφού ολοκληρώσαμε την πρώτη μας δροσερή βουτιά στα νερά της Αδριατικής, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής ακολουθώντας έναν περιφερειακό δρόμο που μας έβγαλε μετά από λίγη ώρα στις πρώτες παραθαλάσσιες συνοικίες του Χβαρ. Από εκείνη την πλευρά, η διαδρομή ήταν πολύ πιο βατή κι ευχάριστη σε σχέση με την προηγούμενη ανορθόδοξη κάθοδό μας.
Κατά τη διαδρομή, πρώτα συναντήσαμε το Φραγκισκανικό μοναστήρι, το οποίο ορθώνεται σε ένα διακριτικό ακρωτήρι του νησιού. Το μοναστήρι έχει μετατραπεί στις μέρες μας σε μουσείο με πλούσια συλλογή εκθεμάτων και νομισμάτων από την ελληνική, τη ρωμαϊκή και τη βενετσιάνικη περίοδο. Γι' αυτό όμως που περηφανεύεται περισσότερο, είναι για μια αρχαία έκδοση του Άτλαντα του Πτολεμαίου που χρονολογείται από το 1524. Εκατέρωθεν του περιτειχισμένου περιβόλου του, υπήρχε μια ακόμη παραλία με λουόμενους, η οποία δε φαινόταν και τόσο καθαρή, καθώς πολιορκούνταν από σταθμευμένα σκάφη. Αυτό το γεγονός όμως δεν πτοούσε κανέναν, καθώς πολλά πιτσιρίκια εκτελούσαν συνεχώς περίτεχνες βουτιές από τις πετρόκτιστες αποβάθρες του παραλιακού μονοπατιού που οδηγούσε προς το λιμάνι. 
Ο παραθαλάσσιος περίπατος μας οδήγησε στην πλατεία του Αγίου Στεφάνου (Trg Sv Stjepana) ή αλλιώς Pjaca, η οποία είναι η μεγαλύτερη πλατεία της Δαλματίας και γύρω της διαρθρώνονται τα  περισσότερα αξιοθέατα της πόλης. Στην άκρη της ορθώνεται ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου, ο οποίος χτίστηκε στη θέση μιας παλαιότερης χριστιανικής εκκλησίας του 6ου αι. Το αρχιτεκτονικό ύφος του ναού αποτελείται από ένα μείγμα γοτθικού, αναγεννησιακού και μπαρόκ ρυθμού, διότι η κατασκευή του ξεκίνησε τον 14ο αι. κι ολοκληρώθηκε τον 17ο αι. 
Στην κεντρική πλατεία του Χβαρ βρίσκεται και το παλαιότερο ευρωπαϊκό δημόσιο θέατρο της Ευρώπης, το οποίο χτίστηκε το 1612 από τον δούκα Petar Semitecolo πάνω στις εγκαταστάσεις του παλιού ναυαρχείου (arsenal) που χρησιμοποιούταν για την επιδιόρθωση καραβιών. Το θέατρο δυστυχώς δεν ήταν ανοιχτό για το κοινό εκείνη τη μέρα ενώ το εναπομείναν ναυαρχείο λειτουργούσε ως χώρος εκθέσεων. 
Παρόλα αυτά, εγώ εντυπωσιάστηκα με την αναγεννησιακή Loggia της πόλης που στέκει δίπλα στην πλατεία και συμπληρώνεται από έναν πύργο με ρολόι. 
Μέχρι να έρθει η ώρα της επιστροφής, επιλέξαμε να περιπλανηθούμε στα σοκάκια που βρίσκονται ανάμεσα στην Pjaca και στο Φραγκισκανικό μοναστήρι. Μέσα τους διασταυρωθήκαμε με όμορφες γειτονιές με καλαίσθητες αυλές και τοξωτά μπαλκόνια. Κάθε τόσο σταματούσαμε σε κάποια μικρή γκαλερί να παρατηρήσουμε τα χειροποίητα αναμνηστικά της ή για να φωτογραφίσουμε διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη που μας τραβούσαν την προσοχή. Περπατώντας στα ενδότερα του Χβαρ διαπιστώσαμε πως πέρα από την προκυμαία, η πόλη εντυπωσιάζει και στην αθέατη πλευρά της. 
Το Χβαρ μπορεί να θεωρείται το πιο ηλιόλουστο νησί της Αδριατικής θάλασσας, αλλά η πραγματική του λάμψη εμφανίζεται μόλις πέσει ο ήλιος. Αμέσως τα μνημεία της πόλης φωταγωγούνται με ένα πανέμορφο ερυθρό φως και το φρούριο παίρνει τη μορφή ενός χρυσού στέμματος που αιωρείται πάνω από τον νησιωτικό οικισμό. 
Η τελευταία μας βόλτα στην πόλη, μας οδήγησε σε ένα ευρύχωρο μπαλκόνι πάνω από τη μεγάλη πλατεία. Ίσως το ομορφότερο θεωρείο του παλαιότερου ευρωπαϊκού θεάτρου, που ήταν στραμμένο προς μια άλλη σκηνή, πολύ πιο εντυπωσιακή και ζωντανή. Από εκεί ψηλά θαυμάσαμε για τελευταία φορά τη διαχρονική γοητεία του Χβαρ, με το φωταγωγημένο καμπαναριό του Αγίου Στεφάνου και τη βενετσιάνικη Loggia με τον κομψό της πύργο, αλλά και τα δαλματικά μέγαρα που κουβαλούσαν πάνω τους τις επιρροές όλων όσων εδραιώθηκαν σ' αυτό το μακρόστενο νησί της Δαλματίας. 
Ώσπου να πάρουμε το πλοίο της επιστροφής, είχαμε αράξει δίπλα σε ένα διακριτικό γλυπτό ενός νεαρού που γέρνει με μια ευδιάκριτη μελαγχολία πάνω  από τα γαλαζοπράσινα νερά του νησιού, ενώ κάτω από τα πόδια του κάποιος είχε ζωγραφίσει το σήμα της πιο αγαπημένης ομάδας της πόλης, της Χάιντουκ. 
Όταν πια άρχισε η επιβίβαση, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στην πόλη, προσπαθώντας να συγκρατήσουμε ακόμη και την ύστατη στιγμή τη μαγευτική της εικόνα. Μια εικόνα που επέμενε να φεγγοβολά ακόμη και μέσα από τη θαμπάδα των θαλασσοφαγωμένων παραθύρων του καταμαράν. Κι εκεί ακριβώς είναι που διαπίστωσα πως πολύ πιθανόν αρκετοί από τους συνεπιβάτες μου, που επέλεξαν το Χβαρ για τα ξέφρενα πάρτι του και την έντονη lifestyle διασκέδασή του, να φεύγουν με αυτή τη θαμπή εικόνα. Κι αν συμβαίνει αυτό είναι πολύ κρίμα και για τους ίδιους, αλλά και γι' αυτόν τον τόσο υπέροχο τόπο. 

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Τρογκίρ, η Βενετία των Δαλματικών Ακτών

 

Προσπαθώντας να ανταπεξέλθουμε από τη μεσημεριανή ανυπόφορη ζέστη του Δεκαπενταύγουστου, αναχωρήσαμε με ένα αστικό λεωφορείο από το Σπλιτ για να επισκεφθούμε το φημισμένο Τρογκίρ, την αποκαλούμενη Βενετία των Δαλματικών Ακτών. Η ευχάριστη ψύξη του λεωφορείου αποδείχτηκε σωτήρια, προσφέροντάς μας σαράντα ξεκούραστα λεπτά, όσο διαρκούσε δηλαδή η διαδρομή. Από το Σπλιτ περάσαμε στα ιστορικά Σαλώνα (Salona), την αρχαία ιλλυρική πόλη, πατρίδα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και από εκεί στους παραθαλάσσιους οικισμούς του Kasteli που εκτείνονται μέχρι το αεροδρόμιο. Στο τελείωμα αυτού του οικισμού, επιπλέει ανάμεσα στη στεριά της Δαλματίας και στο νησί Τσίοβο, το γραφικό Τρογκίρ, το οποίο θεωρείται ο πιο καλοδιατηρημένος ρωμανογοτθικός οικισμός της Κεντρικής Ευρώπης με συνεχή ιστορία 2.300 χρόνων κι έχοντας έντονη πολιτισμική επιρροή από τους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους Βενετούς. Γι' αυτό το λόγο, η πόλη ανακηρύχθηκε το 1997 σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco. 
Η πόλη ιδρύθηκε τον 3ο αι. π.Χ. από τους κατοίκους των Συρακουσών, οι οποίοι αποίκισαν αρχικά στο νησί Ίσσα (το σημερινό νησί Βις που βρίσκεται δυτικά του νησιού Χβαρ) κι από εκεί επεκτάθηκαν στις δαλματικές ακτές όπου κι ίδρυσαν δίνοντάς της το όνομα Τραγούριον που σήμαινε "το νησί των τράγων", με σκοπό να ανταγωνιστούν εμπορικά την πόλη των Σαλώνων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το Τραγούριον (λατινική ονομασία Tragurium Civium Romanorum) να μετατραπεί σε σημαντικό λιμάνι των ρωμαϊκών χρόνων, με τον πληθυσμός της να αυξάνεται ραγδαία μετά την καταστροφή των Σαλώνων από τους Σλάβους και τους Άβαρες. Ωστόσο και το Τρογκίρ έγινε στόχος επιθέσεων και καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Σαρακηνούς το 1123. Σύντομα όμως ανέκαμψε και γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση τον 12ο και 13ο αιώνα. Όταν οι Δαλματικές Ακτές πέρασαν στα χέρια των Φράγκων, στο Τρογκίρ χτίστηκε το φρούριο Camerlengo που ήλεγχε το στενό πέρασμα μεταξύ του νησιού και της πόλης κι ιδρύθηκε επισκοπή, η οποία καταργήθηκε αρκετούς αιώνες μετά. 
Το 1420 αρχίζει η μακροχρόνια κυριαρχία των Ενετών, η οποία κράτησε μέχρι την πτώση της Βενετίας το 1797. Έκτοτε, το Τρογκίρ περνάει στη δυναστεία των Αψβούργων και παραμένει κομμάτι της Αυστροουγγαρίας μέχρι το 1914. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη γίνεται κομμάτι του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας και βιώνει μια εθνική εκκαθάριση, καθώς οι Ιταλοί κάτοικοί του, οι οποίοι αποτελούσαν την άρχουσα τάξη, αναγκάστηκαν να φύγουν. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κι έχοντας περάσει ιταλική και γερμανική κατοχή, η πόλη αποτέλεσε τμήμα της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας και μετά το γιουγκοσλαβικό πόλεμο πέρασε επίσημα στο κράτος της Κροατίας.
Ο τερματικός σταθμός του λεωφορείο βρίσκεται δίπλα στη μικρή γέφυρα που ενώνει την ακτή με την μικρή πλωτή πόλη. Από τη μια μεριά επικρατούσε το βαλκανικό στοιχείο με ψησταριές και περιφερόμενα τραπεζάκια που προσέφεραν φαγητό και γλυκά κι από την άλλη δέσποζε ένα κομμάτι συμπυκνωμένης ιστορίας πάνω σε μια μικρή έκταση γης. Τα στενά σοκάκια της πόλης ακολουθούν μέχρι σήμερα τη ρυμοτομία της Ελληνιστική περιόδου, δίνοντάς μας την εντύπωση πως περπατώντας μέσα σ αυτά, πορευόμαστε προς μια χρονολογική περίοδο μακρινή, η οποία μεταμορφώθηκε αρκετές φορές στο πέρασμα των αιώνων, αφήνοντας πίσω τις αρκετές πανέμορφες ρωμανικές εκκλησίες που εξακολουθούν να στέκουν αγέρωχα αντικριστά σε πανέμορφα αναγεννησιακά παλάτσα της βενετσιάνικης περιόδου και μπαρόκ μέγαρα της αυστροουγγρικής κυριαρχάς. Κι ανάμεσα σ' αυτά απλώνονται οι μικρές γραφικές πετρόχτιστες συνοικίες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. 
Το πρώτο μνημείο που αντικρύσαμε και το σημαντικότερο της πόλης, είναι ο επιβλητικός Καθεδρικός ναός του Αγίου Λόρενς (Cattedrale di San Lorenzo ή Katedrala sv. Lovrijenac), ο οποίος ξεκίνησε να χτίζεται το 1213 στη θέση ενός παλαιότερου καθεδρικού κι ολοκληρώθηκε το 1250. Το πανύψηλο καμπαναριό του καθεδρικού χτίστηκε μεταξύ 14ου και 16ου αι κι είναι επισκέψιμο προσφέροντας μια όμορφη πανοραμική θέα της πόλης. Αυτό που σε εντυπωσιάζει αρχικά στον Καθεδρικό ναό, είναι η κεντρική του είσοδος, η οποία σχεδιάστηκε από τον γλύπτη κι αρχιτέκτονα Ράντοβαν το 1240. Στα πλάγια διακρίνονται οι μορφές του Αδάμ και της Εύας, οι οποίοι πατούν πάνω σε δυο λιοντάρια (ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο που έχω συναντήσει σε ναούς της Λομβαρδίας) ενώ πάνω από την πύλη υπάρχει μια τοξωτή ανάγλυφη αναπαράσταση των Παθών του Χριστού. Ωστόσο, η πραγματική ομορφιά του ναού κρύβεται σε ένα παρεκκλήσι που βρίσκεται εντός του ναού, το οποίο είναι η Καπέλα του Αγίου Ιωάννη, η οποία χτίστηκε το 1468 και θεωρείται το καλύτερο αναγεννησιακό δείγμα της Δαλματίας. 
Το δροσερό αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα, μας κράτησε αρκετή ώρα στο καμπαναριό του Καθεδρικού. Από κάτω μας απλωνόταν ένα κεραμιδί στρώμα από τις στέγες που έκρυβαν τον λαβύρινθο που απλωνόταν στα καλντερίμια της παλιά πόλης, με τους φοίνικες της προκυμαίας να καθορίζουν το τελείωμα του οικισμού. Το μόνο ξέφωτο που διακρίναμε ήταν η κεντρική πλατεία του Τρογκίρ, όπου βρίσκεται το δημαρχείο, ο πύργος με το ρολόι κι η στοά με τις κολόνες (loggia) όπου μαζευόταν η άρχουσα τάξη για να συνεδριάσει. Όμως, η τουριστική εκμετάλλευση του τοπίου αλλοίωνε αρκετά την αυθεντικότητα της πόλης και των συνοικειών της.  
Η βόλτα μας συνεχίστηκε προς την προκυμαία που βρίσκεται στο νότιο κομμάτι του νησιού. Εκεί συναντήσαμε το εναπομείναν τμήμα των οχυρώσεων του 13ου και 14ου αιώνα που εξακολουθεί να στέκει μέχρι σήμερα. Από τη νότια πύλη βγήκαμε ξανά στη θάλασσα και συναντήσαμε τη δεύτερη στοά με τις κολόνες (loggia) η οποία είχε χτιστεί για τους επισκέπτες. Τώρα βρίσκεται κρυμμένη πίσω από τραπεζάκια, μπαράκια κι ομπρέλες και δυστυχώς περνάει απαρατήρητη από τους επισκέπτες της πόλης. 
Δεν είναι όμως η loggia των επισκεπτών που έγινε θυσία στο βωμό του υπερτουρισμού αλλά κι η προκυμαία του Τρογκίρ, η οποία έχει χάσει την ιστορική της αίγλη. Τα εναπομείναντα βενετσιάνικα και μπαρόκ παλάτια στέκουν καλοδιατηρημένα και λαμπρά αλλά αρκετά κρυμμένα πίσω από την πυκνή παραλιακή συστοιχία με τους φοίνικες και τις ανοιχτές ομπρέλες των εστιατορίων. Από τη μια πλευρά του περιπάτου είχαμε ένα τουριστικό κιτς που μπορεί ο καθένας να συναντήσει σε κάθε παραθαλάσσιο τοπίο κι από την άλλη ένα πλήθος πολυτελών γιοτ που ήταν δεμένα στη σειρά κρύβοντας τη θέα προς το απέναντι νησί. Μόνο το Φραγκισκανικό μοναστήρι του Αγίου Δομίνικου φαινόταν πως γλίτωνε κάπως από την τουριστική επέλαση της προκυμαίας. Μέσα σ αυτό το ασφυκτικό αδιέξοδο, ξεχώριζε στο βάθος το Φρούριο του Καρλομάγνου (Fortress Kamerlengo), το οποίο χρίστηκε το 1400. Εξωτερικά φέρνει αρκετά στην εικόνα των κάστρων που σχεδιάζαμε ως παιδιά αλλά εσωτερικά δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να παρουσιάσει, πέρα από τη βόλτα γύρω από τα τείχη του. Από την άλλη μεριά της βορειοδυτικής άκρης του Τρογκίρ, στέκει ένα ακόμη οχυρό, ο βενετσιάνικος πύργος του Αγίου Μάρκου, ο οποίος χτίστηκε αργότερα για να προστατευτεί την πόλη από τις επιθέσεις των Τούρκων.
Θέλοντας να αποφύγουμε την κοσμοσυρροή που επικρατούσε στην προκυμαία του Τρογκίρ μετά την επίσκεψή μας στο Φρούριο του Καρλομάγνου, σταθήκαμε για λίγη ώρα σε εναν μικρό και ήσυχο περίπατο που εκτείνεται στη βόρεια πλευρά του νησιού, ανάμεσα στα δύο φρούρια. Απέναντι μας είχαμε τα ναυπηγεία του νησιού Τσίοβο και μια απο τις μαρίνες του Τρογκίρ ενώ από πάνω μας περνούσαν κάθε τόσο τα αεροπλάνα που προσγειωνόνταν στο γειτονικό αεροδρόμιο. Από εκεί απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα κι αφήσαμε το πρώτο δροσερό αεράκι της θερινής νύχτας να χαϊδέψει το πρόσωπό μας.
Αποφασίσαμε τις τελευταίες μας βόλτες να τις κάνουμε στα γραφικά σοκάκια της πόλης αναζητώντας λίγη αυθεντικότητα σε μια πόλη που έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco. Μέσα σ αυτά τα καλντερίμια βρήκαμε την μοναδική γοητεία αυτής της πόλης, το πάντρεμα των πολιτισμών και των ιστορικών περιόδων, τη γαλήνη των ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις επελάσεις των τουριστών και τη μυρωδιά των κισσών που καλύπτουν τις πετρόχτιστες οικίες. Είναι εντυπωσιακό το σμίξιμο των έντεκα παλαιών εκκλησιών και των βενετσιάνικων μεγάρων με τη στενή ρυμοτομία των ελληνιστικών χρόνων. Αυτό το πάντρεμα είναι που κάνει το Τρογκίρ ξεχωριστό όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στη Γηραιά Ήπειρο. 
Με αυτή τη γλυκόπικρη γεύση, αφήσαμε πίσω μας τη Βενετία των Δαλματικών ακτών και πήραμε το δρόμο της επιστροφής μας για το Σπλιτ.